Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το καφενεδάκι (Διήγημα)

Του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα //

Πώς και πώς περί­με­νε ο κυρ Δημή­τρης τις εορ­τα­στι­κές μέρες της μεγά­λης Εβδο­μά­δας για να κάνει και αυτός τη δική του οικο­νο­μι­κή Ανά­στα­ση. Το χωριό είχε πια αραιώ­σει από κατοί­κους και το μονα­δι­κό καφε­νείο που χρό­νια τώρα δια­τη­ρού­σε με το ζόρι έβγα­ζε τα έξο­δα του. Και ήρθαν τα τελευ­ταία χρό­νια τα μνη­μό­νια και οι αλλε­πάλ­λη­λες φορο­λο­γι­κές επι­δρο­μές που τον έφε­ραν στο αμήν.

Τις μέρες του Πάσχα όμως τις περί­με­νε ανυ­πό­μο­να για­τί όπως γνώ­ρι­ζε από πεί­ρας, πολ­λοί ήταν αυτοί που άφη­ναν τα σπί­τια τους στην Αθή­να αλλά και το εξω­τε­ρι­κό προ­κει­μέ­νου να κάνουν Πάσχα στο χωριό και επο­μέ­νως το καφε­νε­δά­κι θα είχε κάθε μέρα πελα­τεία. Και αυτοί που ερχό­ταν, δεν περιο­ρι­ζό­ταν στον καφέ , στην πρέ­φα ή το τάβλι αλλά όλο και κάποια τσί­που­ρα με μεζέ θα παρήγγειλλαν.

Και φέτος είχε ειδι­κό λόγο . Το είχε πάρει από­φα­ση να το κλεί­σει μετά τις γιορ­τές και να βγει επι­τέ­λους στη σύνα­ξη όπως εδώ και 3 χρό­νια τον είχε φάει με τη γλώσ­σα της η γυναί­κα του.

«Τι το κρα­τάς; Τα παι­διά μας έχουν φύγει. Εσύ έχεις συμπλη­ρώ­σει τα χρό­νια για σύντα­ξη και κάθε μέρα που περ­νά μπαί­νου­με μέσα. Κλεί­στο να ησυ­χά­σου­με. Και να πάμε να καθί­σου­με σαν άνθρω­ποι σε εκεί­νο το προι­κώο σπί­τι στην πρω­τεύ­ου­σα , από το να καθό­μα­στε εδώ στα κατσάβραχα».

Και αυτός κεφά­λι αγύ­ρι­στο. Να την κοι­τά με εκεί­να τα γαλά­ζια λυπη­μέ­να μάτια και της απα­ντά μόνι­μα: «Δεν ξέρεις γυναί­κα εσύ. Κάπο­τε θα απο­χτή­σει αξία η περιο­χή και τότε…»

Τι και­ρός όμως και φέτος; Η βρο­χή να πέφτει του­λού­μι ολό­κλη­ρη την Μεγά­λη Εβδο­μά­δα και οι πελά­τες να είναι λιγό­τε­ροι από τις συνη­θι­σμέ­νες μέρες. Και τα σύν­νε­φα στο μυα­λό του να είναι πιο μαύ­ρα και από τον ουρα­νό. Και η απο­γο­ή­τευ­ση να τον πλακώνει.

«Πάει άδο­ξο τέλος θα έχει το καφε­νε­δά­κι μου» σκε­φτό­ταν και όλο και γέμι­ζε το ποτή­ρι του με τσί­που­ρο για να πνί­ξει τον καη­μό του.

Και εκεί­νος ο Στέ­λιος Καζαν­τζί­δης από το τζουκ μποξ να του υπεν­θυ­μί­ζει ότι :

«Σ’ ετού­το τον παλιόκοσμο 
όταν δεν έχεις χρήμα, 
είσαι θαμ­μέ­νος ζωντανός 
μες στης ζωής το μνήμα.»

Τη Κυρια­κή του Πάσχα απο­φά­σι­σε να το ανοί­ξει για τελευ­ταία φορά. Η βρο­χή είχε στα­μα­τή­σει και από το πρωί μία παρέα νεα­ρών το επι­σκέ­φτη­καν. Ζήτη­σαν φρα­πέ ντε­κα­φεϊ­νε και αυτός τους είπε κοφτά ότι δεν έχει τέτοια πράγ­μα­τα στο μαγα­ζί του. Γέλα­σαν, εκτός από έναν που φαι­νό­ταν ο αρχη­γός τους. Φαι­νό­ταν γύρω στα 35, έδει­χνε καλο­ζω­ϊ­σμέ­νος , όμως εκεί­νο το μικρό σκου­λα­ρί­κι στο αυτί τον χαλνούσε.

«Και δεν μου λες κυρ Δημή­τρη» του είπε (άρα­γε από πού είχε μάθει το όνο­μα του;) έτσι άδο­ξα σκο­πεύ­εις να κλεί­σεις το καφε­νείο σου;»

«Τι να το κάνω αγό­ρι μου ; Να χτυ­πάω μύγες;» απά­ντη­σε ρίχνο­ντας τον μία ερευ­νη­τι­κή ματιά.

«Και αν σου γινό­ταν πρό­τα­ση να το που­λή­σεις τι θα έλεγες;»

«Ξέρεις κανέ­να κορόι­δο ή θέλεις να με κοροϊ­δέ­ψεις γέρο άνθρω­πο» του απάντησε.

«Ονο­μά­ζο­μαι Γιώρ­γος Κ…Είμαι εκπρό­σω­πος της Εται­ρεί­ας ….και σκο­πεύ­ου­με να επεν­δύ­σου­με στο χωριό σας. Και το καφε­νείο ως σήμα κατα­τε­θέν του, δεν μπο­ρεί να λεί­ψει από τους στό­χους μας»

Να που ο «από μηχα­νής θεός» όπως του έλε­γε ο πατέ­ρας του έκα­νε την εμφά­νι­σή του Πασχαλιάτικα.

Δεν το σκέ­φτη­κε καθό­λου. Συμ­φώ­νη­σε στην τιμή, έδω­σαν τα χέρια, τους κέρα­σε από ένα τσί­που­ρο και περι­χα­ρής μετά το κλεί­σι­μο της συμ­φω­νί­ας έτρε­ξε να ενη­με­ρώ­σει τη γυναί­κα του.

Η συμ­φω­νία τηρή­θη­κε στο ακέ­ραιο και την Κυρια­κή του Θωμά πήρε των «ομμα­τιών» και έφυ­γε από το χωριό. Μαύ­ρη πέτρα έρι­ξε σ’αυτό και στο παρελ­θόν του.

Το επό­με­νο Πάσχα η νοσταλ­γία και παρά την γκρί­νια της γυναί­κας του που είχε γίνει πια «πρω­τευου­σιά­να» ‚τον κατα­κυ­ρί­ευ­σε. Απο­φά­σι­σε να επι­σκε­φτεί το χωριό.

Η πλα­τεία ήταν ένα απέ­ρα­ντο εργο­τά­ξιο. Δίπλα στο καφε­νείο του είχε χτι­στεί ο πρώ­τος ξενώ­νας. Ενώ και το καφε­νείο είχε αλλά­ξει ριζι­κά. Στο χρώ­μα, στα τρα­πέ­ζια, στις καρέ­κλες, ακό­μη και στα είδη που προ­σέ­φε­ρε. Ήταν γεμά­το τώρα.

Κοί­τα­ξε ‚ψηλά στην ταμπέ­λα που έγρα­φε «Παρα­δο­σια­κό καφε­νείο ο Κυρ Δημή­τρης. Από το 1950».

Χαμο­γέ­λα­σε. Έστω και έτσι θα έμε­νε η ιστο­ρι­κή συνέ­χεια. Άλλω­στε έτσι δεν συμ­βαί­νει πάντα; Η ζωή συνε­χί­ζε­ται και μετά από μας…

_________________________________________________________________________________________________

Αλέκος Α. Χατζηκώστας  Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 7 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο