Στο προηγούμενο σημείωμα σταματήσαμε στο 1954, όταν πραγματοποιήθηκε το 5ο Συνέδριο του PCE, στο οποίο καθιερώθηκε η νέα στρατηγική και τακτική, βασισμένες στη θεωρία των σταδίων.
Το πρώτο με τη δημιουργία ενός ευρύτερου μετώπου κατά της δικτατορίας με σχηματισμό (προσωρινής) κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» που «θα αποκαθιστούσε τις δημοκρατικές ελευθερίες, με γενική πολιτική αμνηστεία και επείγοντα μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού».
Στη συνέχεια εκλογές για «να αναπτυχθεί η δημοκρατία» και μετά –για το 2ο στάδιο (έτσι κι αλλιώς θολό) «βλέπουμε» …
Τον Ιούνιο του 1956, το PCE σχεδίασε την πολιτική της «Εθνικής Συμφιλίωσης» με την οποία προσχώρησε επίσης το PSUC των Καταλωνών (Partido Socialista Unificado de Cataluña).
Παράλληλα εκείνη την εποχή, οι φοιτητές βρίσκονταν στο φόρτε τους, με τη φοιτητική ένωση SEU (Sindicato Español Universitario, που δημιουργήθηκε το 1930, από τη φάλαγγα — Falange Española υπό την ηγεσία του José Antonio Primo de Rivera) να επηρεάζεται από αστικά δημοκρατικά κινήματα, μερικά από τα μέλη των οποίων προέρχονταν από δυσαρεστημένους τομείς της δεξιάς, ακόμη και από τους φαλαγγίτες.
Ο αγώνας του PCE όλο και περισσότερα ταυτιζόταν με τον «αγώνα για δημοκρατικές ελευθερίες», κάνοντας σχεδόν στρατηγικό το στόχο «συμμαχίας όλων των δημοκρατικών δυνάμεων για να ξεπεραστούν οι πληγές του εμφυλίου πολέμου και της μεταπολεμικής περιόδου» με επίσημη διακήρυξη «Για την εθνική συμφιλίωση και δημοκρατική — ειρηνική επίλυση του ισπανικού προβλήματος» (Ιούνιος 1956)
«… Το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιπροσωπεύει αναμφίβολα το μέρος του λαού που υπέστη τα πάνδεινα τα τελευταία είκοσι χρόνια: η εργατική τάξη, η εργατική τάξη, οι φτωχοί αγρότες, η προοδευτική διανόηση.
Κανείς δεν δέχτηκε μεγαλύτερη επίθεση από εμάς. Κατανοούμε ότι η μέγιστη δικαιοσύνη για όλους εκείνους που κυνηγήθηκαν και υπέφεραν από την έλλειψη ελευθερίας συνίσταται ακριβώς στην εγκαθίδρυση της ελευθερίας στην Ισπανία.
Μια πολιτική αντεκδίκησης δεν θα βοηθούσε την Ισπανία να βγει από την κατάσταση αυτή.
Αυτό που χρειάζεται η χώρα αυτήν τη στιγμή είναι η πολιτική ομόνοιας και ειρήνης, η συμφιλίωση των παιδιών της, η ελευθερία.
…»
Στο μεταξύ το καθεστώς του Φράνκο κέρδιζε συνεχώς σε διπλωματικό επίπεδο ‑το 1955 με στήριξη και αβάντα των ΗΠΑ, έγινε μέλος του ΟΗΕ.
Ο αγώνας από την παρανομία πρέπει να συνεχιστεί, καθώς το καθεστώς αισθάνεται ενισχυμένο και εντείνει την καταστολή.
Το 1957, το PCE προώθησε το κίνημα υπέρ της Αμνηστίας και συμμετείχε στα μποϊκοτάζ που έλαβαν χώρα στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη και υπήρξε καθοδηγητής στους αγώνες των εργατών που έλαβαν χώρα στη Σεβίλλη, το Alcoy, το Valladolid και ιδιαίτερα σε εκείνους των ανθρακωρύχων της Asturias το Μάρτη του 1958.
Υπήρξε ψυχή και καθοδηγητής της εθνικής απεργίας της 18ης Ιούνη 1959.
Ηγεσία Santiago Carrillo (Σαντιάγο Καρρίγιο)
Τον Ιανουάριο του 1960, πραγματοποιήθηκε στην Πράγα το VI Συνέδριο του PCE, το οποίο εξέλεξε τον Σαντιάγο Καρρίγιο γενικό γραμματέα και την Dolores Ibárruri στην προεδρία του Κόμματος.
Εν μέσω της οικονομικής κρίσης, με τον πραγματικό μισθό των εργαζομένων να κατρακυλάει πάνω από 40% με κατάργηση υπερωριών, πριμ και μπόνους, το Κόμμα αξιοποίησε την καθολική αντίδραση του λαού στον Φράνκο δημιουργώντας τις Εργατικές Επιτροπές (Comisiones Obreras ‑CCOO).
Η ένωση CCOO δεν δημιουργήθηκε εγκεφαλικά από το PCE, αλλά στη βάση από εργαζόμενους που είχαν δημιουργήσει απεργιακές επιτροπές κλπ.
Οι απολύσεις γίνονται πλέον ολοένα και συχνότερες, η ανεργία εκτινάσσεται και η κρίση αγκαλιάζει μικρομεσαίους και το εμπόριο λόγω πτώσης της αγοραστικής δύναμης της λαϊκής οικογένειας
Μεταξύ 1961 και 1964 συνελήφθησαν πάνω από 1.500 κομμουνιστές, μεταξύ αυτών ‑το 1962, ο Julián Grimau, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του PCE, από παρακρατικούς του Φράνκο που αφού βασανίστηκε απάνθρωπα και, ένα χρόνο αργότερα καταδικάστηκε σε θάνατο, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη διεθνή αντίδραση διαμαρτυρίας, με μαζικές διαδηλώσεις σ’ Ευρώπη και Λατινική Αμερική, που όμως δεν μπόρεσε να τον σώσει: εκτελέστηκε την αυγή της 20ής Απρίλη 1963.
Παρόλ’ αυτά το Κόμμα, σε κοινό μέτωπο με τους Ιταλούς του PCI ‑Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το PCE αναζητά το «δικό του αυτόνομο μονοπάτι», τον «ισπανικό δρόμο» ‑σε αντι-ΚΚΣΕ κατεύθυνση ξεκινώντας θεωρητικές επεξεργασίες στρατηγικής του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» και του ευρωκομμουνισμού.
Κατά τη διάρκεια της εσωκομματικής διαπάλης εκδιώχτηκαν από το Κόμμα με συνοπτικές διαδικασίες το 1964 οι Fernando Claudín και Jorge Semprún, ενώ ένα κομμάτι ενάντια στην πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης και ευρωκομμουνισμού, δημιούργησε το Partido Comunista de España (marxista-leninista), με κάποια επιρροή εκείνα τα χρόνια και που στη συνέχεια εκφυλίστηκε σε αριστερίστικο περιθωριακό γκρουπούσκουλο (σαν τα δικά «ΜΛ»)
Στα μέσα του 1965, πραγματοποιήθηκε το VII Συνέδριο του PCE, όπου –με τον Φράνκο να λύνει και να δένει ξεκίνησαν οι επεξεργασίες για «μετάβαση προς τον σοσιαλισμό μέσω μιας ειρηνικής, κοινοβουλευτικής πορείας» … «προσαμοσμένης στα ειδικά χαρακτηριστικά της Ισπανίας»
Μετά την καταδίκη της σοβιετικής επέμβασης στην Τσεχοσλοβακία το 1968, μια ακόμη διάσπαση θα δημιουργήσει το el Partido Comunista de España (Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας –που ολοκληρώθηκε στα VIII-IX συνέδρια).
Μετά το VIII συνέδριο (1972), ο Enrique Líster ίδρυσε το Partido Comunista Obrero Español (Ισπανικό Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα), οπότε ένα ακόμη κομμάτι διαχωρίζεται από το PCE.
Η νέα πολιτική του Carrillo συντονίζεταιι στο Παρίσι με άλλα κόμματα και ανεξάρτητες προσωπικότητες της Junta Democrática de España στις 30 Ιουλίου 1974, (οργάνωση που προσπάθησε να σχηματίσει έναν συνασπισμό πολιτικών, συνδικαλιστικών και κοινωνικών δυνάμεων ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚ Ισπανίας και ανεξάρτητες προσωπικότητες των αστών όπως ο Juan De Borbón, με επικεφαλής τον Rafael Calvo Serer) και αργότερα στο Δημοκρατικό Συντονιστικό (Coordinación Democrática η λεγόμενη “platajunta”), ένωση μεταξύ της Junta και της Plataforma de Convergencia (πλατφόρμας σύγκλισης) που χρηματοδοτείτο από το PSOE (το «Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα», ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα νόμιμο επί Φράνκο).
Μεταξύ 1967 και 1976 το Ανώτατο Δικαστήριο εξαπολύει νέο κυνηγητό, καταδικάζοντας πλήθος πολιτικών αντιπάλων του, 36% από το PCE και 25% από τις Εργατικές Επιτροπές CCOO.
Το 1973 πραγματοποιείται η δίκη 1001», στην οποία κρίνεται η ηγεσία του CCOO, που καταδικάζεται για τους δεσμούς της με το PCE.
Η συνδιάσκεψη του ανατολικού Βερολίνου και ο ευρωκομμουνιστικός αναθεωρητισμός
Σε αυτή την προοπτική, το 1975, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας προέβησαν σε κοινή ανακοίνωση σχετικά με το μοντέλο μετάβασης στο σοσιαλισμό με «ειρήνη και ελευθερία».
Αυτά ήταν τα προλεγόμενα της Συνδιάσκεψης των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων της Ευρώπης που πραγματοποιήθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο στις 29–30 Ιούνη του 1976, της οποίας τα αποτελέσματα είχαν παγκόσμια απήχηση.
Τα κομμουνιστικά κόμματα Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας που στηρίζονταν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από την παρέμβαση ορισμένων κομμάτων εξουσίας ‑όπως το γιουγκοσλαβικό- παρουσίασαν ανοιχτά σε ενιαίο μέτωπο την ευρωκομμουνιστική πλατφόρμα.
Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα υποστήριζε ανοιχτά το διαμελισμό του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, λέγοντας σχετικά με τη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου:
«…σε αυτή επιβεβαιώθηκαν σθεναρά οι αρχές της αυτονομίας που σήμερα καθορίζουν τις σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα […]
Η επιτυχία αυτής της πολιτικής ειρήνης και συνύπαρξης στην Ευρώπη αποτελεί προϋπόθεση για δημοκρατική και ειρηνική πορεία του λαού της Ιταλίας για μετασχηματισμούς σοσιαλιστικού τύπου σε βάθος» (Εφημερίδα «L’ Unitá» (πολιτικό όργανο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος), 4 Ιούλη 1976).
Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ δήλωνε:
«…η Συνδιάσκεψή μας δεν είναι συνδιάσκεψη μιας διεθνούς κομμουνιστικής οργάνωσης, που δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει σε οποιαδήποτε μορφή, ούτε σε διεθνές επίπεδο ούτε σε ευρωπαϊκό…».
Από πλευράς του το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα συνέχιζε να υποστηρίζει τη λεγόμενη δημοκρατική οδό και τις εθνικές ιδιαιτερότητες:
«…το κόμμα μας έθεσε στη Συνδιάσκεψη τις κεντρικές ιδέες του 22ου Συνεδρίου και συγκεκριμένα το , που λαμβάνει υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες της Γαλλίας και στον οποίο καλεί τους εργάτες, το λαό μας»( Εφημερίδα «L’ Humanité» (πολιτικό όργανο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος), 8 Ιούλη 1976).
Μετά την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη στις 28–29 Ιούλη του 1976, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας έδωσε σε συνέντευξη τύπου μια πλήρη έκθεση των αναθεωρητικών αυτών απόψεων:
«Οι συνθήκες που βιώνουν τα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα, τα χαρακτηριστικά τους, η ίδια η ιστορία του κάθε κόμματος και του λαού του, διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό ώστε αυτή η διαφορετικότητα να αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις αμοιβαίες σχέσεις […]
Αυτή η διαφορετικότητα στις καταστάσεις περιορίζει τα θέματα στα οποία μπορεί να υπάρξει ενιαίο κριτήριο, όπως έχει διαπιστωθεί στη διάρκεια αυτών των δύο χρόνων προετοιμασίας.
Υπάρχει όμως κάτι πιο βαθύ. Αυτή η διαφορετικότητα των καταστάσεων προέρχεται λογικά από βαθιά διαφορετικές αντιλήψεις, κυρίως σε μια σειρά σημαντικά θέματα όσον αφορά την αντίληψη για το σοσιαλισμό, πολλά σύγχρονα προβλήματα, πολλά ιδεολογικά ζητήματα, την πολιτική δημοκρατία […]
Επίσης, στο Βερολίνο κατέστη σαφές ότι στην Ευρώπη υπάρχει μια ομάδα κομμουνιστικών κομμάτων που η πολιτική τους γραμμή, οι αναλύσεις τους, η αντίληψή τους για το σοσιαλισμό συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό […]
Αυτά τα κόμματα παλεύουν για το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό και για ένα σοσιαλισμό με δημοκρατία, με πλήρη άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, με πολυκομματισμό, με σεβασμό στην εναλλαγή στην εξουσία σύμφωνα με τη βούληση του λαού μέσω της καθολικής ψηφοφορίας. Το σύνολο αυτών των κομμάτων αγωνίζονται για ένα σοσιαλισμό όπου θα υπάρχει απόλυτος σεβασμός της ελευθερίας της συνείδησης και των θρησκευτικών πρακτικών, της ελευθερίας της έκφρασης, του συνέρχεσθαι, της επιστημονικής, λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής ελευθερίας, του δικαιώματος στην απεργία, για ένα σοσιαλισμό όπου το Κράτος δε θα έχει επίσημη ιδεολογία»( «Η Ευρώπη και οι κομμουνιστές», εκδ. «Progreso», 1977, σελ. 294–297).
Ο «ευρωκομμουνισμός» εκδηλώθηκε ανοιχτά ως δεξιό αναθεωρητικό ρεύμα, υιοθετώντας πλήρως δόγματα του ιμπεριαλισμού γύρω από τις πιο ποικίλες πολιτικές πτυχές: δημοκρατία, ελευθερίες, θρησκεία κλπ.
Στο πλαίσιο της υπεράσπισης των πολιτικών ελευθεριών και της αστικής δημοκρατίας, ιδιαίτερα του πολυκομματισμού και της καθολικής ψηφοφορίας, έθαψαν την πάλη των τάξεων και αρνήθηκαν το ρόλο της ταξικής πλευράς και κυριαρχίας του Κράτους.
Ασκησαν διαρκή και διευρυνόμενη επιθετική πολιτική στις σοσιαλιστικές χώρες, προσπάθησαν να δυναμιτίσουν με όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους το συντονισμό και την ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και μετατράπηκαν ‑στο όνομα των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και του δημοκρατικού σοσιαλισμού- σε εκφραστές της αντικομμουνιστικής στρατηγικής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Στην πάλη τους ενάντια στον μαρξισμό-λενινισμό αναβίωσαν τη θέση του Κάουτσκι ότι «η αντίθεση ανάμεσα στις δύο σοσιαλιστικές κατευθύνσεις» (δηλαδή, τους μπολσεβίκους και τους μη μπολσεβίκους) είναι «η αντίθεση ανάμεσα σε δυο ριζικά διαφορετικές μεθόδους: τη δημοκρατική και τη δικτατορική»( Β. Ι. Λένιν: «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 11) και, όπως αυτός, προσπάθησαν να μετατρέψουν ξανά το Μαρξ σε κοινό φιλελεύθερο.
Επιτέθηκαν με μανία στο λενινιστικό συλλογισμό ότι μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου και ότι το πρόβλημα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι το πρόβλημα της στάσης του προλεταριακού κράτους απέναντι στο αστικό κράτος, της προλεταριακής δημοκρατίας απέναντι στην αστική δημοκρατία.
Ως αναθεωρητικό ρεύμα ο «ευρωκομμουνισμός» εμφανίστηκε ως συνέχεια της ιδεολογικής πάλης της αστικής τάξης ενάντια στις επαναστατικές ιδέες, στη βάση της επίσημης αναγνώρισης του μαρξισμού και όπως έκαναν και με τον Κάουτσκι σχετικά με τη θεωρία του Κράτους, επανέφεραν για την καταπολέμησή τους τον ίδιο τον Μπερνστάιν, υψώνοντας ξανά τη σημαία ότι «ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, η κίνηση είναι το παν», ότι δηλαδή «η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι τίποτα, οι μεταρρυθμίσεις είναι τα πάντα».
Έτσι έβαλαν φρένο σε κάθε επαναστατική απόπειρα στο όνομα μια πλατιάς συμμαχίας με σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοδημοκράτες που θα κέρδιζε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ώστε μέσα από μεταρρυθμίσεις, κάποια μέρα, θα έφτανε στο σοσιαλισμό, χρησιμοποιώντας ως όπλο το μηχανισμό του αστικού κράτους, ακόμα και σε συμμαχία με την ίδια την εθνική αστική τάξη στο πλαίσιο ενός αντιμονοπωλιακού μετώπου.
Και καθώς δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, λαμβάνοντας υπόψη την οργανική σχέση που σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν, υπάρχει ανάμεσα στα οργανωτικά ζητήματα και στις προγραμματικές αντιλήψεις του αναθεωρητισμού, στην πολιτική και στην τακτική του, προσπάθησαν να καταστρέψουν το λενινιστικό χαρακτήρα των αντίστοιχων κομμάτων και τα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά των μελών τους (στην περίπτωση του ΚΚ Ισπανίας, η Ολομέλεια της ΚΕ που συνεδρίασε στη Ρώμη το 1976 τροποποίησε τη δομή του Κόμματος, αντικαθιστώντας τους πυρήνες με εδαφικές οργανώσεις, κατά τα πρότυπα της σοσιαλδημοκρατίας, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τις επερχόμενες τότε εκλογές).
Η ευρωκομμουνιστική φράξια επικαλούνταν διαρκώς τα αποτελέσματα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, και κυρίως τη θέση που υποστήριζε την ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό και την κριτική στο Στάλιν που περιέχονται στη μυστική έκθεση, που χρησίμευσαν ως πρόσχημα για να δυσφημήσουν την ΕΣΣΔ και να αποκλίνουν από τα διδάγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης στην επαναστατική μετάβαση και οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Επίσης, βασίστηκαν γι’ αυτό το σκοπό στα αντεπαναστατικά γεγονότα του Οκτώβρη-Νοέμβρη στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας και ιδιαίτερα στην επέμβαση των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με τα παραπάνω για να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των αγωνιστών και της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό, αλλά και το τεράστιο κύρος της ΕΣΣΔ.
Ο οπορτουνισμός της ευρωκομμουνιστικής ηγεσίας του ΚΚ Ισπανίας δεν είχε όρια. Το 1970 ο Σαντιάγο Καρίγιο αναφέρει στη γαλλική εφημερίδα «Λε Μοντ»:
«Βλέπαμε μόνο μια σοσιαλιστική Ισπανία, όπου ο πρωθυπουργός θα ήταν καθολικός και το ΚΚ μια μειοψηφία […] ο ισπανικός σοσιαλισμός θα πορευτεί με το δρεπάνι και το σφυρί στο ένα χέρι και με τον σταυρό στο άλλο»( Δηλώσεις του Σαντιάγκο Καρίγιο στην εφημερίδα «Le Monde» που δημοσιεύτηκαν 4- Νοε-1970).
Από τότε, για το ΚΚ Ισπανίας σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η διαμόρφωση του λεγόμενου «συμφώνου για την ελευθερία».
Οπως και στο Ιταλικό ΚΚ με τον «ιστορικό συμβιβασμό», το εν λόγω σύμφωνο, που αποτελεί πλήρη έκφραση του θριάμβου της διαταξικότητας στο ΚΚ Ισπανίας δεν γίνεται αντιληπτό ως μια συμμαχία των τάξεων και οργανώσεων για να ξεπεραστεί η δικτατορία.
Στο πλαίσιο του ευρωκομμουνισμού μετατρέπεται σε απεγνωσμένη αναζήτηση αναγνώρισης από την άρχουσα τάξη, ιδίως από την ολιγαρχία που τα συμφέροντά της είναι αντίθετα με τις αυταρχικές τάσεις του Φράνκο και προωθεί στο πλαίσιο του συστήματος την ένταξη της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Αυτό σε πολιτικό επίπεδο απαιτούσε αλλαγή στη μορφή της κυριαρχίας, μια υπό κηδεμονία μετάβαση από τη δικτατορία του Φράνκο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Και σε αυτή τη μετάβαση πήρε μέρος το αναθεωρητικό ΚΚ Ισπανίας.
Αρχικά αποδέχτηκε τις «Συμφωνίες της Μονκλόα» (Pactos de las Moncloa ‑κοινωνικό συμβόλαιο), κατά τις οποίες τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων υπόκεινται στα οικονομικά συμφέροντα της ολιγαρχίας, στο πλαίσιο πλήρους οικονομικής κρίσης, με σκοπό να αναχαιτίσουν τον αγώνα των εργαζομένων.
Αφού αποδέχτηκαν τη μοναρχία, θάβοντας την ιστορία του αντιφασιστικού αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού της Ισπανίας, αποδέχτηκαν μοιρολατρικά την εγκαθίδρυση της αστικοδημοκρατικής νομιμότητας και στήριξαν το Σύνταγμα του 1978, το οποίο θέσπιζε την αλλαγή της μορφής άσκησης της δικτατορίας του κεφαλαίου.
Παράλληλα, από την Ολομέλεια της ΚΕ που πραγματοποιήθηκε το 1976 στη Ρώμη, δέχτηκε επίθεση η λενινιστική αντίληψη για το Κόμμα, τη θέση και το ρόλο του στην κοινωνία, τις οργανωτικές του αρχές. Από την άλλη, σε ένα κόμμα με χιλιάδες εκκαθαρίσεις, άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες του χωρίς κανέναν έλεγχο και επαγρύπνηση.
Οι συνθήκες ήταν τέτοιες ώστε το IX Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη το 1978, αποφάσισε επίσημα την εγκατάλειψη του Μαρξισμού-Λενινισμού και καθιέρωσε την αναθεωρητική πολιτική που επιβλήθηκε στους Ισπανούς κομμουνιστές μέσω μιας μακράς διαδικασίας.Έτσι λοιπόν το Κόμμα του εθνικού επαναστατικού πολέμου, του ανταρτοπόλεμου, που οι μαχητές του πήραν μέρος στην αντίσταση που εκδηλώθηκε ενάντια στο ναζισμό-φασισμό σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και έδωσαν σκληρό αγώνα στο πλευρό του σοβιετικού λαού στις μάχες του Λένινγκραντ και Στάλινγκραντ, χάθηκε.
Το ΚΚ Ισπανίας μεταλλάχθηκε σε οργάνωση που μέχρι και σήμερα στρέφεται ενάντια στην ιστορική αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης και της επαναστατικής εξουσίας της εργατικής τάξης, της δικτατορίας του προλεταριάτου, κατά τη μεταβατική περίοδο και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Είναι αντίθετο με τις λενινιστικές αρχές της οργάνωσης, ιδίως με το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Απορρίπτει την εμπειρία και τα διδάγματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον εικοστό αιώνα, χαρακτηρίζοντάς τα ως ένα είδος «κρατικού καπιταλισμού» και ιδιαίτερα την περίοδο που είναι γνωστή ως «επίθεση του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό», κατά την οποία η Σοβιετική Ενωση, με το Στάλιν στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, απέδειξε την ανωτερότητα του σοσιαλισμού απέναντι στον καπιταλισμό και σημείωσε σημαντικές επιτυχίες.
Αποδέχεται το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, διεκδικώντας μια κοινωνική και δημοκρατική εκδοχή της μέσω των οπορτουνιστικών αξιώσεων του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επίσης, απορρίπτει κάθε μορφή ανασύνθεσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε στέρεα ιδεολογικά θεμέλια.
Στην Ιβηρική Χερσόνησο, το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΠΚΚ) δέχτηκε διαφόρων ειδών πιέσεις. Θέτοντας μεταξύ άλλων το ισπανικό παράδειγμα, προσπάθησαν να βάλουν τέλος στη μαρξιστική-λενινιστική γραμμή του. Ο Αλβαρο Κουνιάλ απάντησε σταθερά και αποφασιστικά:
«Η εκστρατεία αυτή εμφανίζεται συχνά με πατερναλιστικό ύφος. Εκφράζουν τη λύπη τους για αυτό που αποκαλούν “ακαμψία”, “δογματισμό”, “σεχταρισμό”, “σταλινισμό” του ΠΚΚ και ελπίζουν ότι θα γίνει “σύγχρονο” κόμμα κατά το “δυτικό πρότυπο” […]
Και ποιες είναι οι αλλαγές που πρέπει να κάνει το ΠΚΚ για να “αποδείξει την ανεξαρτησία του”;
Οι προϋποθέσεις που μπαίνουν είναι προκλητικές. Ολα περιστρέφονται γύρω από έξι βασικά σημεία: να σταματήσει να είναι μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα, να διακόψει τις φιλικές του σχέσεις με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης, να ασκήσει κριτική στην ΕΣΣΔ και στις σοσιαλιστικές χώρες, να βάλει τέλος στον προλεταριακό διεθνισμό, να εγκαταλείψει στην Πορτογαλία τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σοσιαλιστικού χαρακτήρα και να υιοθετήσει μια εσωτερική λειτουργία που θα δημιουργεί το έδαφος για τάσεις, ρεύματα και ρήξη της ενότητας του Κόμματος» (Αλβαρο Κουνιάλ: «Ενα Κόμμα με γυάλινους τοίχους», εκδ. «Avante», Λισσαβόνα, 1985).
Στο ισπανικό κομμουνιστικό κίνημα, σε αντίθεση με το πορτογαλικό, επικράτησαν οι αναθεωρητικές θέσεις που προώθησε η ηγεσία του ΚΚ Ισπανίας και κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας διασπάστηκε σε δύο κύριες δυνάμεις: εκείνους που αντιστάθηκαν στην επίθεση του ευρωκομμουνισμού και υπερασπίστηκαν το Μαρξισμό-Λενινισμό, ιδρύοντας το 1984 το Κομμουνιστικό Κόμμα των Λαών της Ισπανίας και σ’ εκείνους που επέμειναν και επιμένουν να τσαλαβουτούν στο βάλτο του αναθεωρητισμού, χωρίς να έχουν προβεί σε σοβαρή και αυστηρή αυτοκριτική, σε μια απλή ανάλυση που να ξεπερνάει τον απλό θρήνο για το ότι θα μπορούσε να γίνει αλλά δεν έγινε η λεγόμενη «ισπανική μετάβαση» και συνεχίζουν να υπερασπίζονται στην πράξη το δρόμο του αστικού κοινοβουλευτισμού που αυτή τη στιγμή είναι ντυμένος με το μανδύα της ρεπουμπλικανικής σημαίας που κάποτε πρόδωσαν.
Ένα παράδειγμα. Στο όργανο του ΚΚ Ισπανίας, τον Απρίλη του 2010, υπό τον τίτλο «Επιθετική πολιτική απέναντι στη Ρεπουμπλικανική Συνδιάσκεψη του ΚΚ Ισπανίας», η Γραμματεία του Ρεπουμπλικανικού (ΣΣ|> O όρος ρεπουμπλικάνος ή ρεπουμπλικάνικος που αναφέρεται στο κείμενο σχετίζεται με τη διεκδίκηση για την κατάργηση της συνταγματικής μοναρχίας στην Ισπανία. Σύμφωνα με τον συντάκτη του κειμένου το ΚΚ Ισπανίας [PCE] χαρακτηρίζεται ως «ρεπουμπλικάνικο» επειδή υποστηρίζει τη διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή έχει την έννοια των αστικοδημοκρατικών αυταπατών.)Κινήματος του ΚΚ Ισπανίας αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Το ΚΚ Ισπανίας κατανοεί ότι το ρεπουμπλικανικό σχέδιο δεν πρέπει να κατηγοριοποιείται από άποψη ορολογίας που αφορά χώρους του πολιτικού φάσματος. Πρέπει να δώσουμε στη λέξη Δημοκρατία οντότητα για να γίνει πιο προσιτή και ελκυστική. Η Δημοκρατία είναι μια μεταρρύθμιση οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική, μια μεταρρύθμιση νέων αξιών στις παρούσες συνθήκες».
Στη συνέχεια, ο διευθυντής της εφημερίδας Μούντο Ομπρέρο, στο άρθρο του με τίτλο «Οικοδομώντας τη Δημοκρατία», μας δίνει ακόμη πιο σαφή σημάδια της απόλυτης σύγχυσης που επικρατεί στους κόλπους του ρεφορμισμού:
«Δε στρεφόμαστε ενάντια στο Σύνταγμα το οποίο ζητάμε να μεταρρυθμιστεί με αποφασιστικό τρόπο. Έχουμε καθαρό ότι στοχεύουμε ενάντια στην αρχαϊκή, ξεπερασμένη μοναρχία που εγγυάται τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού. Δε θέλουμε παρά μία ομοσπονδιακή δημοκρατία, με τις αξίες της Πρώτης και της Δεύτερης Δημοκρατίας, οι οποίες να εφαρμοστούν στις σημερινές συνθήκες […]
Το μελλοντικό δημοκρατικό Σύνταγμα θα πρέπει να κινείται στο πλαίσιο του περιεχομένου της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τον ΟΗΕ της 10ης Δεκέμβρη του 1948 και στη βάση των τριών συμφωνιών που υπεγράφησαν το 1966 και έγιναν δεκτές από την Ισπανία και αναπτύσσουν αυτό το περιεχόμενο […]
Η δημοκρατία, ως μόνιμη συμφωνία μεταξύ ελεύθερων και ίσων ατόμων για να καταφέρνουν να συνυπάρχουν, έχει έκταση και βάθος που επιτρέπει την πρόσβαση των πολιτών στη λήψη κάθε είδους αποφάσεων…».
Το παλιό αναθεωρητικό περιεχόμενο, που ακολουθεί στην Ισπανία και σε άλλες χώρες ο «ευρωκομμουνισμός», προσαρμόζεται απόλυτα στη νέα εποχή.
Νέες εκφράσεις για παλιές προσεγγίσεις, χωρίς ίχνος μαρξισμού. Οι Θέσεις του 18ου Συνεδρίου του ΚΚ Ισπανίας επισήμαιναν ότι:
«Στο 17ο Συνέδριο, το ΚΚ Ισπανίας επιβεβαιώνει την υπεράσπιση του σοσιαλισμού ως συνεκτική ανάπτυξη και πλήρη εφαρμογή της δημοκρατίας. Αναγνωρίζει, επομένως, την αξία των ατομικών ελευθεριών και της διασφάλισής τους, τις αρχές του κοσμικού κράτους και της δημοκρατικής διάρθρωσής του, τον πολυκομματισμό, την αυτονομία των συνδικάτων, την ελευθερία της θρησκείας και της άσκησης της λατρείας ιδιωτικά, καθώς και την απόλυτη ελευθερία της έρευνας και των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων».
Ακριβώς τα ίδια δήλωνε το ευρωκομμουνιστικό ΚΚ Ισπανίας, μετά την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη το 1976, σε απόσπασμα που παραθέσαμε παραπάνω.
Ο λεγόμενος Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα είναι η νέα σημαία των Ρεπουμπλικάνων σήμερα και των ευρωκομμουνιστών χθες (ΣΣ |> στις Θέσεις που ψήφισε το 18ο Συνέδριο του ΚΚ Ισπανίας, το Νοέμβρη του 2009, υιοθετεί τις θέσεις του λεγόμενου Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα).
Μια πρόταση που οι πιο επεξεργασμένες εκδοχές της απορρέουν από τις ίδιες αναθεωρητικές θέσεις που έχουν διαπεράσει την κύρια διαπάλη που αναπτύσσεται στο εργατικό κίνημα από τότε που εμφανίστηκε στην Ιστορία, από τον Μπερνστάιν στον ευρωκομμουνισμό, αντιπαραθέτει στον επιστημονικό σοσιαλισμό μια άσκηση εκλεκτικισμού συνδυασμένη με φιλελεύθερες-αστικές θέσεις.
Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη ότι κόμματα κληρονόμοι του ευρωκομμουνισμού χαιρέτισαν θερμά την πρόταση για την Πέμπτη Διεθνή, όπου οι αναθεωρητικές προσεγγίσεις τους μπορούν να συνυπάρχουν φυσικά με δυνάμεις που έχουν πλήρως παραιτηθεί από την ταξική πάλη, με όλα τα είδη των σοσιαλδημοκρατών, Τροτσκιστών και άλλων σύγχρονων εκφραστών του οπορτουνισμού, τόσο του δεξιού όσο και του αριστερού, όπως συμβαίνει άλλωστε ήδη σε περιφερειακό επίπεδο με το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς
(ΣΣ |> Στην έκθεση που εγκρίθηκε ομόφωνα από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή του ΚΚ Ισπανίας στις 18 Δεκέμβρη 2009, αναφέρεται σχετικά με την πρόταση για την Πέμπτη Διεθνή: «Στο διεθνές πλαίσιο προβάλλει η πρωτοβουλία που ξεκίνησε από τη Βενεζουέλα στην κατεύθυνση μιας νέας Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι εδώ και χρόνια το ΚΚ Ισπανίας εκφράζει την ανάγκη να επεκταθεί σε όλο τον πλανήτη το Φόρουμ του Σάο Πάολο ‑όπου συμμετέχουν με πλήρη δικαιώματα μόνο τα κόμματα της Λατινικής Αμερικής, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα είναι καλεσμένοι- καθώς γίνεται όλο και πιο αναγκαίος ο συντονισμός και η ανάπτυξη δραστηριοτήτων και η ανταλλαγή απόψεων απέναντι στο κεφάλαιο που είναι πλήρως οργανωμένο και το κύριο τώρα είναι να δούμε πώς θα δώσουμε μορφή σε αυτή την πρωτοβουλία, στην οποία σήμερα το ΚΚ Ισπανίας πρέπει να δείξει προθυμία να συμμετάσχει»).
Ακολουθεί το 3ο και τελευταίο μέρος