Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το λαϊκό τραγούδι που κέρδισε και τον ελληνικό κινηματογράφο

Το λαϊ­κό τρα­γού­δι στή­ρι­ζε πάντα το ελλη­νι­κό σινε­μά και κυρί­ως αυτό του λεγό­με­νου παλιού εμπο­ρι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, καθώς, εκτός ελά­χι­στων εξαι­ρέ­σε­ων, όλες οι ται­νί­ες ενέ­τασ­σαν δυο τρία τρα­γού­δια κατά τη διάρ­κειά τους, δίνο­ντας την ευκαι­ρία στο κοι­νό, που δεν είχε την ευκαι­ρία ή την οικο­νο­μι­κή άνε­ση να απο­λαύ­σει ζωντα­νά τους αγα­πη­μέ­νους ερμη­νευ­τές, να τους δει στη μεγά­λη οθόνη.

Δεν είναι τυχαία άλλω­στε η τερά­στια επι­τυ­χία της πρό­σφα­της ται­νί­ας “Ευτυ­χία” ‑βιο­γρα­φία της Ευτυ­χί­ας Παπα­γιαν­νο­πού­λου- καθώς πέρα από την ψηλά­φη­ση τής αγέ­ρω­χης προ­σω­πι­κό­τη­τας της στι­χουρ­γού ακού­γο­νται και αρκε­τές επι­τυ­χί­ες, που είχε γρά­ψει η ίδια και είχαν μελο­ποι­ή­σει εξαί­ρε­τοι συν­θέ­τες της επο­χής της. Οι παρα­γω­γοί και συντε­λε­στές της ται­νί­ας εκμε­ταλ­λεύ­τη­καν, με την καλή έννοια, το ρεύ­μα επι­στρο­φής των νέων στο λαϊ­κό και ρεμπέ­τι­κο τρα­γού­δι τα τελευ­ταία χρό­νια. Βεβαί­ως η μου­σι­κή προ­σαρ­μο­γή των γνω­στών επι­τυ­χιών είχαν αρκε­τή από­στα­ση από τις πρω­τό­τυ­πες κλα­σι­κές εκτε­λέ­σεις και ερμη­νεί­ες, αλλά είναι τόση η δύνα­μη των τρα­γου­διών που αυτά φαί­νο­νται λεπτομέρειες.

Σινεμά και Τσιτσάνης

Στη μετα­πο­λε­μι­κή Ελλά­δα, που προ­σπα­θού­σε να επου­λώ­σει τις πλη­γές της από τον πόλε­μο και να αφή­σει πίσω της τον ζόφο του εμφυ­λί­ου, δύο σημα­ντι­κά πολι­τι­στι­κά φαι­νό­με­να φού­ντω­ναν και έδι­ναν το στίγ­μα της λαϊ­κής ψυχα­γω­γί­ας. Η ύπαρ­ξη του Φίνου αλλά και των άλλων εται­ριών παρα­γω­γής ται­νιών ΑΝΖΕΡΒΟΣ, ΜΗΛΑΣΦΙΛΜ κ.λπ. και η προ­σπά­θεια της δημιουρ­γί­ας ενός ψυχα­γω­γι­κού, εμπο­ρι­κού σινε­μά, και απ’ την άλλη η κάθο­δος στην Αθή­να του Βασί­λη Τσι­τσά­νη, που «μας θυμί­ζει ότι έχου­με πολι­τι­σμό», όπως είχε πει και ο Γιάν­νης Τσα­ρού­χης. Υπήρ­ξε μία ευτυ­χής συγκυ­ρία και κυρί­ως με τη σύν­δε­σή τους.

Ο Τσι­τσά­νης, παρό­τι εμφα­νί­στη­κε ελά­χι­στα στο ελλη­νι­κό σινε­μά, σημα­το­δό­τη­σε τη σχέ­ση κινη­μα­το­γρά­φου και λαϊ­κού τρα­γου­διού. Αφε­νός για­τί στη “Στέλ­λα” για το περί­φη­μο τρα­γού­δι “Αγά­πη που γίνες δίκο­πο μαχαί­ρι” ο Μάνος Χατζι­δά­κης βασί­στη­κε σε μελω­δία του Τρι­κα­λι­νού συν­θέ­τη, όπως και η γνώ­ρι­μη εκπλη­κτι­κή μελω­δία στους τίτλους αρχής, που εκτε­λεί με μονα­δι­κό τρό­πο ο Τσι­τσά­νης. Και αφε­τέ­ρου απε­νο­χο­ποί­η­σε το ρεμπέ­τι­κο (το οποίο πολε­μή­θη­κε όσο τίπο­τα άλλο από το καθε­στώς της επο­χής, αρχής γενο­μέ­νης από τον δικτά­το­ρα Μετα­ξά), τρα­βώ­ντας το έξω από το περι­θώ­ριο και αγγί­ζο­ντας όλο τον λαό, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τα βάσα­να, τους έρω­τες, τις λύπες και τις χαρές του.

Ζαμπέτας, ο… πρωταθλητής

Έτσι, κοντά στον Τσι­τσά­νη, μπή­καν και αρκε­τοί άλλοι σπου­δαί­οι του λαϊ­κού τρα­γου­διού, όπως ο μέγι­στος Γιάν­νης Παπαϊ­ω­άν­νου ‑που είχε τρέ­λα με το σινε­μά, έπαι­ξε και σε μια ται­νία ένα ρολά­κι, ενώ έγρα­ψε και ένα σενά­ριο, ένα συμπα­θέ­στα­το μελό­δρα­μα με κοι­νω­νι­κές προ­ε­κτά­σεις, για τη φτώ­χεια και τη μετανάστευση‑, ο Γιώρ­γος Μητσά­κης, ο Πάνος Γαβα­λάς, ο Από­στο­λος Καλ­δά­ρας και βεβαί­ως οι Γιώρ­γος Ζαμπέ­τας και Μανώ­λης Χιώ­της, που ήταν και οι πρω­τα­θλη­τές εμφα­νί­σε­ων στον ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο. Ειδι­κά για τον πρώ­το έχεις την αίσθη­ση ότι ίσως να έχει εμφα­νι­στεί και στις μισές ελλη­νι­κές ταινίες!

Εκτός από τους “πρω­τα­θλη­τές” εμφα­νί­σε­ων, είχα­με την παρου­σία του Τσι­τσά­νη και της θρυ­λι­κής Μαρί­κας Νίνου στην ται­νία “Πιά­σα­με την Καλή”, τον Στέ­λιο Καζαν­τζί­δη να εμφα­νί­ζε­ται στις ται­νί­ες “Η Κυρία Δήμαρ­χος” και “Αδί­στα­κτοι”, ενώ ο εκ των κορυ­φαί­ων Γρη­γό­ρης Μπι­θι­κώ­τσης τρα­γου­δά το “Βρέ­χει στη φτω­χο­γει­το­νιά” στην ται­νία “Συνοι­κία το Όνειρο”.

Θα πρέ­πει όμως να σημειω­θεί και η εμφά­νι­ση του Ζαμπέ­τα ‑που θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί και άνι­σος έχο­ντας στο ενερ­γη­τι­κό του και σπου­δαία τρα­γού­δια, αλλά και ανό­η­τα τρα­γου­δά­κια που απο­ρού­σες πως μπο­ρεί να είναι από τον ίδιο συν­θέ­τη- στα “Κόκ­κι­να Φανά­ρια”, κάνο­ντας με το κέφι του πραγ­μα­τι­κά ροντέο τον οίκο ανο­χής ερμη­νεύ­ο­ντας το “Ο πιο καλός ο μαθη­τής”. Επί­σης, ο νεα­ρός ακό­μη Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος θα γρά­ψει υπέ­ρο­χα τρα­γού­δια για τη “Λόλα” ‑τα ερμη­νεύ­ει η Βίκυ Μοσχολιού‑, αλλά σε αυτόν οφεί­λε­ται εν πολ­λοίς και η επι­τυ­χία των “Διπλο­πε­νιών”, με την Αλί­κη και τον Παπαμιχαήλ.

Αρχοντορεμπέτικο

Όμως, η πολυ­κύ­μα­ντη σχέ­ση λαϊ­κού τρα­γου­διού και σινε­μά κόλ­λη­σε και με το “εύρη­μα” του αρχο­ντο­ρε­μπέ­τι­κου. Το υπη­ρέ­τη­σε έντι­μα και καλύ­τε­ρα απ’ όλους ο αξέ­χα­στος Νίκος Γού­να­ρης, ενώ υπήρ­ξαν πολ­λοί που σκό­τω­σαν κάθε λαϊ­κό­τη­τα, υπο­κύ­πτο­ντας στη θέλη­ση ορι­σμέ­νων ισχυ­ρών παρα­γό­ντων της επο­χής και στα καπρί­τσια των δισκο­γρα­φι­κών εταιριών.

Ωστό­σο, το λαϊ­κό τρα­γού­δι επέ­στρε­ψε με διά­φο­ρες μορ­φές και εισχώ­ρη­σε ακό­μη και στον λεγό­με­νο “Νέο Ελλη­νι­κό Κινη­μα­το­γρά­φο”. Έτσι, μετά το ζεϊ­μπέ­κι­κο της Ευδο­κί­ας σε μου­σι­κή του Μάνου Λοϊ­ζου, στη φημι­σμέ­νη ται­νία του Δαμια­νού, είχα­με το 1983 την ται­νία “Ρεμπέ­τι­κο” του Κώστα Φέρ­ρη, όπου ο Ξαρ­χά­κος πραγ­μα­τι­κά έδω­σε τα ρέστα του, σεβό­με­νος από­λυ­τα την παρα­κα­τα­θή­κη των μεγά­λων συν­θε­τών του είδους.

Εν κατα­κλεί­δι, πολ­λές από τις ται­νί­ες του ελλη­νι­κού σινε­μά μπο­ρεί να μην έχουν καμία κινη­μα­το­γρα­φι­κή αξία, πέρα από την ύπαρ­ξη των πρω­τα­γω­νι­στών ή από τη θύμη­ση μιας επο­χής που έχει περά­σει ανε­πι­στρε­πτί και φυσι­κά των τρα­γου­διών που φιλο­ξε­νούν, από μορ­φές του ελλη­νι­κού πεντα­γράμ­μου. Αλή­θεια τι θα ήταν η “Μοντέρ­να Στα­χτο­πού­τα” με την Αλί­κη Βου­γιου­κλά­κη, χωρίς το αθά­να­το τρα­γού­δι του Ξαρ­χά­κου “Υπο­μο­νή”, που ερμη­νεύ­ει σε ένα γιορ­τι­νό τρα­πέ­ζι ο τερά­στιος Γρη­γό­ρης Μπιθικώτσης;

Πηγή: ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο