Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ενδοσχολική βία: Το «μονοπώλιο της βίας»

Συνε­χί­ζου­με το αφιέ­ρω­μα στο φαι­νό­με­νο της ενδο­σχο­λι­κής βίας, με ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το έντυ­πο περιο­δι­κό «Θέμα­τα Παι­δεί­ας» του άρθρου «Το “μονο­πώ­λιο της βίας”» του Πανα­γιώ­τη Μερτίκα

Το «μονο­πώ­λιο της βίας»

Βάλ­θη­καν λοι­πόν να μας πεί­σουν τα τελευ­ταία χρό­νια δια­φό­ρων λογιών “κήν­σο­ρες” ότι το μιση­τό τέρας της βίας, μήτρα όλων των δει­νών του κόσμου, η εξο­στρα­κι­σμέ­νη από τον άυλο πλα­τω­νι­κό κόσμο των τέλειων ιδε­ών, έχει μολύ­νει ακό­μα και το “σεπτό” χώρο του σχο­λεί­ου. Η μάστι­γα αυτή “φαί­νε­ται” να λαμ­βά­νει διά­φο­ρες υλι­κές μορ­φές, είτε αυτή των τυχαί­ων μεταλ­λά­ξε­ων του γενε­τι­κού υλι­κού που ευθύ­νε­ται για τη δια­μόρ­φω­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας και ψυχο­σύν­θε­σης των μαθη­τών, είτε αυτή ενός παθο­γό­νου “μικρο­βί­ου” που ευθύ­νε­ται για τη μετα­δο­τι­κή ασθέ­νεια, γνω­στή και ως το από­φθεγ­μα: «η βία φέρ­νει βία»!

Ας δού­με όμως τι “συμ­πτώ­μα­τα” είναι δυνα­τόν να παρου­σιά­σουν σε ενδο­σχο­λι­κό επί­πε­δο οι “φορείς” της βίας. Προ­πη­λα­κι­σμοί, άσκη­ση σωμα­τι­κής βίας, σεξουα­λι­κή παρε­νό­χλη­ση, συνει­δη­τός απο­κλει­σμός συμ­μα­θη­τών, ρατσι­στι­κή συμπε­ρι­φο­ρά, βαν­δα­λι­σμοί, απει­θαρ­χία απέ­να­ντι στους καθη­γη­τές και τους κανό­νες λει­τουρ­γί­ας του σχο­λεί­ου, στά­ση, σύστα­ση και συμ­μο­ρία, συμ­με­το­χή σε ενέρ­γειες και πρά­ξεις που κατά το νόμο ορί­ζο­νται ως παρά­νο­μες είναι μερι­κές από τις εκφρά­σεις του “φαι­νο­μέ­νου”.

Κατά τους “ειδή­μο­νες” και “υπευ­θύ­νους”, όλες αυτές οι εκδη­λώ­σεις τέτοιων συμπε­ρι­φο­ρών είτε έχουν ψυχο­γε­νή αίτια είτε, ακό­μα και αν δεν απο­δί­δο­νται σε ενδο­γε­νή χαρα­χτη­ρι­στι­κά της προ­σω­πι­κό­τη­τας του ατό­μου, αντι­με­τω­πί­ζο­νται με τον ίδιο ενιαίο τρό­πο. Άσχε­τα δηλα­δή από τη βαρύ­τη­τα και την αιτιο­λο­γία τους, αυτό που προ­έ­χει είναι η δια­χεί­ρι­ση της όποιας «κρί­σης», με σκο­πό όχι την «κατα­πο­λέ­μη­ση» της αιτί­ας, αλλά τον κατευ­να­σμό και την τελι­κή απρό­σκο­πτη(!) λει­τουρ­γία της σχο­λι­κής μονά­δας. Για την επί­τευ­ξη αυτού του στό­χου αξιο­ποιεί­ται βέβαια και η εύκο­λη και «απο­δο­τι­κή λύση» της κατα­στο­λής της κάθε «παρα­βα­τι­κής» συμπε­ρι­φο­ράς. Από την άλλη, σε μια πιο ήπια έκδο­ση, κάποιες περι­πτώ­σεις (όπως η δια­χεί­ρι­ση θυμού) παρα­πέ­μπο­νται και σε ειδι­κούς παι­δο­ψυ­χο­λό­γους με άμε­σο στό­χο να «θερα­πευ­θούν» τα «συμ­πτώ­μα­τα» τοπι­κά στο χωροχρόνο.

Αλή­θεια όμως, πoια επι­στη­μο­νι­κή θεω­ρία «που σέβε­ται τον εαυ­τό της» ερμη­νεύ­ει και αντι­με­τω­πί­ζει μια δια­μορ­φού­με­νη τάση (ας δεχθού­με σε πρώ­το επί­πε­δο αυτή την παρα­δο­χή) με ψυχα­να­λυ­τι­κούς όρους, λες και η κοι­νω­νία είναι ένα σύνο­λο ανε­ξάρ­τη­των ανθρώ­πι­νων ψυχο­λο­γιών που δια­μορ­φώ­νε­ται κατά κύριο λόγο με όρους δυνά­μει εσω­τε­ρι­κούς; Στην καλύ­τε­ρη, συνα­ντά κανείς ρεύ­μα­τα που εστιά­ζουν στην αντι­με­τώ­πι­ση μέσω του σχή­μα­τος νου­θε­σία-καθο­δή­γη­ση μαζί με ολί­γη από ψυχα­νά­λυ­ση. στη χει­ρό­τε­ρη διά­φο­ροι “επι­στη­μο­νί­ζο­ντες” απο­δί­δουν τη δρά­ση του ατό­μου σε γονι­δια­κές κατα­βο­λές, ανα­βιώ­νο­ντας φασί­ζου­σες θεω­ρί­ες περί ενός ιδιό­τυ­που a priori ψυχο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κού δυναμικού.

Αλη­θι­νά όμως, αν κανείς νοιά­ζε­ται πραγ­μα­τι­κά να ερμη­νεύ­σει και να αντι­με­τω­πί­σει ένα σύνο­λο συμπε­ρι­φο­ρών, είναι δυνα­τόν να μην ανα­ζη­τή­σει τις αιτί­ες εμφά­νι­σής τους στις κοι­νω­νι­κά δια­μορ­φού­με­νες σχέ­σεις μετα­ξύ των ατό­μων; Είναι δυνα­τόν, σε τελι­κή ανά­λυ­ση, να μη συνυ­πο­λο­γί­σει τους όρους που καθο­ρί­ζουν τη συγκρό­τη­ση του εποι­κο­δο­μή­μα­τος των διαν­θρώ­πι­νων σχέ­σε­ων πρώ­τα απ’ όλα ως αντα­νά­κλα­ση του συνό­λου των παρα­γω­γι­κών δομών και ταξι­κών αντι­θέ­σε­ων της κοι­νω­νί­ας; Αξί­ζει μάλι­στα να σημειώ­σου­με εδώ ότι οι όροι αυτοί φαί­νε­ται να δια­τρέ­χουν την κοι­νω­νία ως ένα μακρο­σκο­πι­κό πεδίο που σαρώ­νει τις “τοπι­κές” ιδιό­τη­τες της κοι­νω­νι­κής μονά­δας, του ατό­μου, συνι­στά δηλα­δή μια νομο­τέ­λεια που ξεπερ­νά­ει τα στε­νά όρια των ιδιο­τή­των των επι­μέ­ρους μερών του όλου και συνι­στά μια δια­λε­κτι­κή σύν­θε­ση σε ανώ­τε­ρη ποιότητα.

Τι εμπει­ρί­ες συσ­σω­ρεύ­ουν λοι­πόν τα παι­διά μέσα στο σημε­ρι­νό περι­βάλ­λον που κυριαρ­χούν οι καπι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις παρα­γω­γής; Πρώ­τα απ’ όλα η απο­θέ­ω­ση του αντα­γω­νι­σμού ως φυσι­κού νόμου που καθο­ρί­ζει την επι­βί­ω­ση του ατό­μου ένα­ντι του άλλου. Ο συστα­τι­κός και ανα­γκαί­ος αυτός όρος για την παρο­δι­κή κερ­δο­φο­ρία των μεγά­λων καπι­τα­λι­στι­κών ομί­λων (μέχρι τη φάση της κρί­σης-ύφε­σης), ανα­γο­ρεύ­ε­ται σε δια­χρο­νι­κό και από­λυ­το νόμο μέσα στους αιώ­νες και απαι­τεί τον αλλη­λο­σπα­ραγ­μό των παρα­γω­γών αξί­ας και υπε­ρα­ξί­ας, το «διαί­ρει και βασί­λευε». Σ’ αυτό το σημείο έχει αξία να υπο­γραμ­μί­σου­με τον τρό­πο με τον οποίο υπο­δό­ρια μπο­λιά­ζο­νται οι συνει­δή­σεις μέσω της στο­χευ­μέ­νης παρου­σί­α­σης στα ντο­κι­μα­ντέρ βίαιων “αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων” μετα­ξύ ζωντα­νών οργα­νι­σμών. Οι “ερευ­νη­τές” αρέ­σκο­νται να απο­θε­ώ­νουν τις μάχες μετα­ξύ άγριων ζώων, λες και είναι το μόνο είδος ανα­πτυγ­μέ­νων σχέ­σε­ων μετα­ξύ των ζωντα­νών οργα­νι­σμών. Σάμπως και οι όποιες αντι­πα­ρα­θέ­σεις τέτοιου είδους δεν πηγά­ζουν από ορμέμ­φυ­τες μη συνει­δη­τές τάσεις που υπα­γο­ρεύ­ο­νται από ένα κατώ­τε­ρο εξε­λι­κτι­κά νευ­ρι­κό σύστη­μα και το οποίο φέρει κωδι­κο­ποι­η­μέ­νες κυρί­ως τις ανά­γκες για τρο­φή και ανα­πα­ρα­γω­γή, αλλά από ένα ιδιό­τυ­πο “ανθρω­πο­μορ­φι­κό” σύστη­μα ηθι­κών αξιών που κυριαρ­χεί­ται από βίαιες εκδη­λώ­σεις. Ανα­γω­γές του τύπου «όλοι ζώα είμα­στε, οι ίδιοι νόμοι μας διέ­πουν» είναι του­λά­χι­στον επι­στη­μο­νι­κά υπε­ρα­πλου­στευ­τι­κοί, αν όχι σκό­πι­μα στρε­βλω­τι­κοί, με σκο­πό τη δικαιο­λό­γη­ση κυρί­αρ­χων ιδε­ών στην κοι­νω­νία του τύπου: «δε θα επι­βιώ­σου­με και όλοι, μόνο όσοι αντέ­χουν το σκλη­ρό αντα­γω­νι­σμό που επι­λέ­γει με όρους φυσι­κής επιλογής».

Αν στην ίδια κατεύ­θυν­ση αθροί­σει κανείς και το συνε­χή βομ­βαρ­δι­σμό με ται­νί­ες και τηλε­ο­πτι­κά σήριαλ στα οποία κυριαρ­χούν ο πόλε­μος και η ακραί­ας μορ­φής βία, αντι­λαμ­βά­νε­ται κανείς τι εγγρά­φε­ται ως αυτο­νό­η­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στις συνει­δή­σεις των παι­διών. Θαρ­ρεί κανείς ότι περι­στοι­χι­ζό­μα­στε μόνο από συμ­μο­ρί­ες, τρο­μο­κρα­τι­κές οργα­νώ­σεις, εγκλη­μα­τι­κές ομά­δες και διε­θνείς συνω­μο­σί­ες από συγκε­κρι­μέ­νες χώρες (παρε­μπι­πτό­ντως, όλως τυχαί­ως, ΝΑΤΟι­κούς στό­χους) που χρή­ζουν βίαι­ης αντι­με­τώ­πι­σης. Η συνε­χής χρή­ση ένο­πλης βίας, η οποία τεχνηέ­ντως παρου­σιά­ζε­ται με ιδιαί­τε­ρα γλα­φυ­ρό τρό­πο, εθί­ζει εύκο­λα στην “αποη­θι­κο­ποί­η­ση” της πρό­κλη­σης βλά­βης στη ζωή ενός ανθρώ­που, που την καθι­στά ανα­λώ­σι­μο είδος. Αρνη­τι­κή συμ­βο­λή σε όλο αυτό έχει και η σχε­δόν απο­κλει­στι­κή παρα­γω­γή και διά­δο­ση από πολυ­ε­θνι­κές εται­ρί­ες λογι­σμι­κού, ηλε­κτρο­νι­κών παι­χνι­διών ανά­λο­γου περιε­χο­μέ­νου που μαθαί­νει ακό­μα και σε παι­διά μικρής ηλι­κί­ας, και στο πλαί­σιο εικο­νι­κών συν­θη­κών, να αντι­λαμ­βά­νο­νται το περι­βάλ­λον τους –έμψυ­χο και άψυ­χο– ως πεδίο προς εκμε­τάλ­λευ­ση και αφα­νι­σμό. Ας σκε­φτού­με λοι­πόν το πιθα­νό εκρη­κτι­κό μείγ­μα που δημιουρ­γεί­ται σε χώρες όπως οι Η.Π.Α., στις οποί­ες η πρό­σβα­ση σε οπλι­κά συστή­μα­τα είναι σχε­τι­κά εύκο­λη για τον οποιο­δή­πο­τε. Τι να περι­μέ­νει κανείς όμως από έναν πολι­τι­σμό των μονο­πω­λί­ων που την ώρα της ωμής επέμ­βα­σης στη Γιου­γκο­σλα­βία, διορ­γά­νω­νε μέσω δια­δι­κτύ­ου “σαφά­ρι” κεφα­λών ενα­ντί­ον γηγε­νούς άμα­χου πλη­θυ­σμού, εξι­σώ­νο­ντας έτσι την ανθρώ­πι­νη ζωή με θήρα­μα προς τέρψη;!

Ας στα­θού­με όμως και σε έναν ακό­μα μηχα­νι­σμό ενσω­μά­τω­σης και εκμαυ­λι­σμού των συνει­δή­σε­ων των νέων ανθρώ­πων, τους μεγά­λους αθλη­τι­κούς συλ­λό­γους στον «επαγ­γελ­μα­τι­κό» αθλη­τι­σμό. Είναι γνω­στό τοις πάσι, και όχι μόνο στους παροι­κού­ντες την Ιερου­σα­λήμ, ότι οι μεγά­λες ομά­δες απο­τε­λούν κέντρα στοί­χι­σης οπαδών-“στρατιωτών” που αντι­πα­ρα­τί­θε­νται με σφο­δρό­τη­τα (πολ­λές φορές κατά παραγ­γε­λία), υπε­ρα­σπι­ζό­με­νοι το “συμ­φέ­ρον” και τις “αξί­ες” του εκά­στο­τε συλ­λό­γου. Οι ομά­δες αυτές, που πολ­λές φορές είναι οι εται­ρί­ες-βιτρί­να για το ξέπλυ­μα μαύ­ρου χρή­μα­τος των μεγα­λο­ε­πι­χει­ρη­μα­τιών ιδιο­χτη­τών τους, είναι πλή­ρως συναρ­μο­σμέ­νες με εται­ρί­ες στοι­χη­μά­των, παρα­γω­γής ανα­μνη­στι­κών αντι­κει­μέ­νων των ομά­δων κ.ά., και θησαυ­ρί­ζουν μέσω και των εισι­τη­ρί­ων για τους αγώ­νες. Και φυσι­κά, για να μπο­ρούν να αντλούν κέρ­δη από την όλη ιστο­ρία, συντη­ρούν πραι­το­ρια­νούς στρα­τούς, στις γραμ­μές των οποί­ων εντάσ­σο­νται και μικρής ηλι­κί­ας παι­διά, που μπο­λιά­ζο­νται από νωρίς –με τη βοή­θεια και των ανα­γκαί­ων εντύ­πων– με το “ανα­γκαίο” μίσος για τους “αντι­πά­λους” των άλλων ομά­δων. Η σύγ­χρο­νη εκδο­χή του εμπο­ρευ­μα­το­ποι­η­μέ­νου αθλη­τι­σμού εμφα­νί­ζει συν τοις άλλοις όμως και μια ακό­μα σοβα­ρή πτυ­χή. Αυτή δεν είναι άλλη από την αρχι­τε­κτο­νι­κή του ρωμαϊ­κού «άρτος και θεά­μα­τα», του απο­προ­σα­να­το­λι­σμού δηλα­δή της νεο­λαί­ας (και όχι μόνο) από τις πραγ­μα­τι­κές αιτί­ες των κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των και την όποια διεκ­δί­κη­ση επί­λυ­σής τους, καθώς και την προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη εκτό­νω­σή τους μέσα από την απλή αμέ­το­χη θέα­ση από τη μία, αλλά και τους μηχα­νι­σμούς τυφλής βίας οπα­δών από την άλλη.

Επό­με­νος σταθ­μός: «ρατσι­στι­κή βία». Πέρα από προ­σεγ­γί­σεις του τύπου «φόβος του δια­φο­ρε­τι­κού», που απο­δί­δε­ται σε αυθόρ­μη­τη ανα­κλα­στι­κή αντί­δρα­ση των ανθρώ­πων και ομά­δων ανθρώ­πων σε κάθε τι που απο­κλί­νει σε οποιο­δή­πο­τε επί­πε­δο ως προς τη μέση τιμή, ο ρατσι­σμός ως κυρί­αρ­χη ιδέα και πρα­χτι­κή κατά βάση εκπο­ρεύ­ε­ται από την άρχου­σα (αστι­κή σήμε­ρα) τάξη με στό­χο τη διαί­ρε­ση της λαϊ­κής βάσης της κοι­νω­νί­ας και της στρο­φής του ενός τμή­μα­τός της απέ­να­ντι στο άλλο, ώστε να δια­σφα­λί­ζε­ται η “βασι­λεία” της. Καλ­λιερ­γού­νται έτσι ιδέ­ες και πρα­χτι­κές του τύπου «για την ανερ­γία ευθύ­νε­ται η αθρόα εισ­ροή μετα­να­στών», για την υπο­βάθ­μι­ση της ζωής στα αστι­κά κέντρα το ίδιο, για την εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα μετα­νά­στες και κοι­νό­τη­τες όπως των Ρομά, για την τρο­μο­κρα­τία και τους πολέ­μους οι φοντα­με­ντα­λι­στές μου­σουλ­μά­νοι, ενώ σε αυτή την κατεύ­θυν­ση συμ­βάλ­λουν καθο­ρι­στι­κά και τα Μ.Μ.Ε.. Όταν αυτά συνο­δεύ­ο­νται από δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα στο χρώ­μα του δέρ­μα­τος ή και στο θρή­σκευ­μα, η συσκό­τι­ση με όρους πολι­τι­σμι­κής ή και γενε­τι­κής ανω­τε­ρό­τη­τας-κατω­τε­ρό­τη­τας, δημιουρ­γούν ένα εκρη­κτι­κό κοκτέιλ απο­προ­σα­να­το­λι­σμού που οδη­γεί στο μίσος. Με αυτό τον τρό­πο επι­τυγ­χά­νε­ται η κοι­νω­νι­κή απο­μό­νω­ση και περι­θω­ριο­ποί­η­ση πολ­λές φορές τέτοιων ομά­δων, με σκο­πό από τη μια την έντα­ση της εκμε­τάλ­λευ­σής τους κι από την άλλη τη μη συνέ­νω­σή τους με το εγχώ­ριο εργα­τι­κό λαϊ­κό κίνη­μα που πολε­μά­ει την πραγ­μα­τι­κή αιτία της εκμε­τάλ­λευ­σης και του χαμη­λού βιο­τι­κού επι­πέ­δου της κοι­νω­νι­κής πλειο­νό­τη­τας, τις καπι­τα­λι­στι­κές οικο­νο­μι­κές σχέ­σεις. Οι ρατσι­στι­κές ιδέ­ες δηλη­τη­ριά­ζουν πολ­λές φορές και τις συνει­δή­σεις των νέων παι­διών, με απο­τέ­λε­σμα να δημιουρ­γού­νται αντι­πα­ρα­θέ­σεις σε σχο­λεία μετα­ξύ μαθη­τών δια­φο­ρε­τι­κών εθνο­τή­των που στις πόλεις λαμ­βά­νουν κάποιες φορές μεγά­λη έκτα­ση, ιδιαί­τε­ρα με τις φασι­στι­κές οργα­νώ­σεις που ανα­ζη­τούν εύπλα­στες συνει­δή­σεις για στρατολόγηση.

Τώρα όσον αφο­ρά τη σεξι­στι­κή βία, που δεν πρέ­πει να συγ­χέ­ε­ται με την ερω­τι­κή “πολιορ­κία” που απο­τε­λεί υγιές στοι­χείο κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης και ανά­πτυ­ξης του ατό­μου, δεί­χνει να έχει τις ρίζες της κύρια στην ίδια την εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση και εκμε­τάλ­λευ­ση του έρω­τα. Ο ακρω­τη­ρια­σμός της ερω­τι­κής συσχέ­τι­σης δύο ανθρώ­πων ως το επί­πε­δο μιας τυφλής σεξουα­λι­κής ικα­νο­ποί­η­σης χωρίς την κοι­νή συναί­νε­ση των δύο μερών, μέσω της μετα­τρο­πής της ανθρώ­πι­νης υπό­στα­σης και σε αυτό το επί­πε­δο σε εμπό­ρευ­μα προς πώλη­ση, οδη­γεί σε παρα­πέ­ρα αλλο­τρί­ω­ση των ανθρώ­πι­νων σχέ­σε­ων. Μια τερά­στια βιο­μη­χα­νία βίαι­ης εκπόρ­νευ­σης εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων ανά τον κόσμο είτε με όρους δου­λεί­ας, είτε με όρους έμμε­σου οικο­νο­μι­κού κατα­να­γκα­σμού, έχει δια­χύ­σει το “προ­ϊ­όν” της στις αγο­ρές απο­βλέ­πο­ντας στην άντλη­ση υπερ­κερ­δών (βασι­ζό­με­νη σε “υπε­ρα­ξία” ακό­μα και 100%). Αν τώρα συνυ­πο­λο­γί­σει κανείς ότι σε κάθε περί­πτω­ση εκμε­τάλ­λευ­σης μερί­δας ανθρώ­πων δια­χέ­ο­νται παράλ­λη­λα και ιδέ­ες ότι λόγω της κατω­τε­ρό­τη­τας –στην εν λόγω περί­πτω­ση σε επί­πε­δο εθνι­κής κατα­γω­γής ή και φύλου- δικαιο­λο­γεί­ται η απο­μύ­ζη­σή τους, αντι­λαμ­βά­νε­ται κανείς για­τί είναι δυνα­τόν να παρα­χθούν συν­θή­κες άσκη­σης σεξι­στι­κής βίας ακό­μα και σε μικρές ηλι­κί­ες. Μαζί με τα παρα­πά­νω θα μπο­ρού­σε να στα­θεί κανείς και σε μια ακό­μα πλευ­ρά που μπο­ρεί δυνη­τι­κά να οδη­γή­σει σε ανά­λο­γου φορ­τί­ου βία. και αυτή είναι η εσκεμ­μέ­να καλ­λιερ­γη­μέ­νη από πάνω προς τα κάτω σύν­δε­ση του κοι­νω­νι­κού-οικο­νο­μι­κού status ενός ανθρώ­που με την ερω­τι­κή απή­χη­σή του. Άνθρω­ποι που οι ίδιοι και οι οικο­γέ­νειές τους βιώ­νουν, ειδι­κά σε συν­θή­κες καπι­τα­λι­στι­κής οικο­νο­μι­κής κρί­σης, την εξα­θλί­ω­ση και τον απο­κλει­σμό λόγω των βάρ­βα­ρων συνε­πειών της υπο­βάθ­μι­σης του βιο­τι­κού τους επι­πέ­δου και όχι μόνο, καθί­στα­νται πιο ευά­λω­τοι σε αυθόρ­μη­τες ατο­μι­κές μορ­φές βίαι­ης από­σπα­σης της όποιας από­λαυ­σης της ζωής, ακό­μα και σε αυτό το επίπεδο.

Σημα­ντι­κή πτυ­χή επί­σης η οποία δια­μορ­φώ­νει το έδα­φος για βίαιες εκδη­λώ­σεις εντός του σχο­λι­κού περι­βάλ­λο­ντος είναι και η ίδια η φυσιο­γνω­μία του σχο­λεί­ου ως μηχα­νι­σμού ανα­πα­ρα­γω­γής της ταξι­κής δια­φο­ρο­ποί­η­σης αλλά και του ιδε­ο­λο­γι­κού ακρω­τη­ρια­σμού που υφί­στα­νται ολο­έ­να και περισ­σό­τε­ρο οι μαθη­τές. Η αρχι­τε­κτο­νι­κή του «Nέου σχο­λεί­ου» βασι­σμέ­νη στις ανά­γκες της καπι­τα­λι­στι­κής αγο­ράς, δια­μορ­φώ­νει ένα ασφυ­χτι­κό πλαί­σιο στο οποίο καλού­νται απλώς να συμ­μορ­φω­θούν, ενώ η έκφρα­ση, η δημιουρ­γι­κή αμφι­σβή­τη­ση και η ολό­πλευ­ρη μόρ­φω­ση έχουν πάει περί­πα­το προ πολ­λού (αν ψήγ­μα­τά τους υπήρ­ξαν και ποτέ!). Έχουν να δια­χει­ρι­στούν ένα αυστη­ρά αντα­γω­νι­στι­κό περι­βάλ­λον, στα όρια του πρω­τα­θλη­τι­σμού, το οποίο από νωρίς κατη­γο­ριο­ποιεί και κατα­τάσ­σει τους μαθη­τές μέσω των διά­φο­ρων φραγ­μών και πάνω κάτω ανα­πα­ρά­γει την ήδη υπάρ­χου­σα κοι­νω­νι­κή δια­στρω­μά­τω­ση, δημιουρ­γώ­ντας από τη μια την ολι­γαρ­χία των εκμε­ταλ­λευ­τών της ανθρώ­πι­νης εργα­σί­ας μαζί φυσι­κά με τα ανα­γκαία ανώ­τε­ρα στε­λέ­χη των επι­χει­ρή­σε­ων και από την άλλη τα καλο­λα­δω­μέ­να γρα­νά­ζια της απλής εκτε­λε­στι­κής προς εκμε­τάλ­λευ­ση εργα­σί­ας. Η συνει­δη­τή συσκό­τι­ση των δομι­κών στοι­χεί­ων της εκπαι­δευ­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας εντός της κεφα­λαιο­κρα­τι­κής κυριαρ­χί­ας οδη­γεί τα παι­διά σε λάθος συμπε­ρά­σμα­τα του τύπου «είμαι άχρη­στος» ή στρέ­φει το ένα ενά­ντια στο άλλο στον επι­βε­βλη­μέ­να εξα­το­μι­κευ­μέ­νο “αγώ­να” δρό­μου για μια θέση στον ήλιο (ή καλύ­τε­ρα: στη δου­λειά ήλιο με ήλιο!). Ίδια ρίζα δύνα­ται να έχει και η στρο­φή των μαθη­τών πολ­λές φορές ενά­ντια στους δασκά­λους τους, καθώς εν μέρει ορθά “συμ­βο­λο­ποιεί­ται” η όποια αντί­θε­σή τους με τις λει­τουρ­γι­κές δομές του σχο­λι­κού περι­βάλ­λο­ντος στο πρό­σω­πο των φορέ­ων υλο­ποί­η­σής τους, που είναι οι καθη­γη­τές. Ας σκε­φτού­με τι έκτα­ση πιθα­νά μπο­ρεί να πάρει αυτή σχέ­ση, τώρα που περιο­ρί­ζε­ται και η προ­σω­πι­κή “σφρα­γί­δα” του κάθε δασκά­λου-καθη­γη­τή, και υπο­βαθ­μί­ζε­ται ο ρόλος σε απλό δια­σφα­λι­στή της υλο­ποί­η­σης των αντι­δρα­στι­κών εξε­λί­ξε­ων στην εκπαίδευση.

Τέλος, καλό θα ήταν να στα­θού­με και στο γενι­κό πλαί­σιο που δια­μορ­φώ­νει συν­θή­κες τέτοιων μορ­φών βίας στη βάση της κοι­νω­νί­ας. Αυτό δεν είναι άλλο από τη διαρ­κώς συσ­σω­ρευό­με­νη βίαιη πίε­ση που ασκεί­ται στα παι­διά και στις οικο­γέ­νειές τους λόγω της αδυ­να­μί­ας κάλυ­ψης βασι­κών υλι­κών ανα­γκών, αλλά και τη διαρ­κή απο­γο­ή­τευ­ση που βιώ­νουν ως προς τις προσ­δο­κί­ες τους για το μέλ­λον της ζωής τους. Όταν μάλι­στα αυτό δε συνο­δεύ­ε­ται τόσο από τη γνώ­ση των πραγ­μα­τι­κών αιτί­ων που γεν­νούν τα προ­βλή­μα­τα –κι αυτό δεν είναι άλλο παρά ο ταξι­κός χαρα­χτή­ρας της κοι­νω­νί­ας– όσο και από την ανα­γκαία διέ­ξο­δο που είναι η οργα­νω­μέ­νη αντί­στα­ση και πάλη από μεριάς των λαϊ­κών στρω­μά­των για τη μερι­κή αντι­με­τώ­πι­ση ή και ορι­στι­κή επί­λυ­σή τους, η τυφλή βία επί δικαί­ων και αδί­κων καθώς και ο “αλλη­λο­σπα­ραγ­μός” λει­τουρ­γούν ως η μόνη στρε­βλή βαλ­βί­δα εκτόνωσης.

Πάντως, ακό­μα κι αν δεχτού­με τη δια­μόρ­φω­ση ενός σκη­νι­κού βίαιων συμπε­ρι­φο­ρών εντός των σχο­λεί­ων, πώς είναι δυνα­τόν να αρκού­μα­στε στην απλή απο­τύ­πω­σή τους και όχι στην ανα­ζή­τη­ση των πραγ­μα­τι­κών γενε­σιουρ­γών τους αιτί­ων; Για­τί και ως ζητή­μα­τα ψυχο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κής ανά­πτυ­ξης να ανα­γνω­στούν, κάποιες αιτί­ες παρά­γουν αυτές τις σύν­θε­τες εγκε­φα­λι­κές λει­τουρ­γί­ες! Και αυτές δεν είναι ορθό να ανα­ζη­τού­νται μόνο σε “εσω­τε­ρι­κές” ατο­μι­κές δια­δι­κα­σί­ες που συντε­λού­νται σε κάθε μαθη­τή ξεχω­ρι­στά και σε από­στα­ση από το περι­βάλ­λον ύπαρ­ξης και δρά­σης του. Απο­τε­λεί “και­νο­το­μία” η τάση να αντι­με­τω­πί­ζο­νται με ψυχο­λο­γι­κή υπο­στή­ρι­ξη οι αδυ­να­μί­ες δια­χεί­ρι­σης της ψυχραι­μί­ας και απο­δο­χής των αντι­κει­με­νι­κών συν­θη­κών που βιώ­νουν οι μαθη­τές (το ίδιο εφαρ­μό­ζε­ται και σε εργα­ζό­με­νους που δεν αντε­πε­ξέρ­χο­νται στις δυσκο­λί­ες του χώρου εργα­σί­ας!), θεω­ρώ­ντας ως ντε φάκτο αυτές τις συν­θή­κες και εστιά­ζο­ντας μόνο στο πώς θα γίνουν απο­δε­κτές χωρίς εσω­τε­ρι­κούς και εξω­τε­ρι­κούς τριγ­μούς; Τέλος, αρκούν για να λύσουν το πρό­βλη­μα οι επι­κλή­σεις, οι παραι­νέ­σεις ή και οι κατα­να­γκα­σμοί που ξεκι­νούν με εκφρά­σεις του τύπου «μην…», «δεν επι­τρέ­πε­ται…», «απα­γο­ρεύ­ε­ται…», αν πρώ­τι­στα δε συμ­βάλ­λουν γονείς και εκπαι­δευ­τι­κοί στην ουσια­στι­κή ανά­δει­ξη στους μαθη­τές των όρων παρα­γω­γής των δια­φό­ρων μορ­φών βίας; Αλή­θεια πιστεύ­ου­με ότι θα εξα­λει­φθούν τα όποια κρού­σμα­τα ενδο­σχο­λι­κής βίας αν δε συμ­βάλ­λου­με στον ανα­προ­σα­να­το­λι­σμό της ζωής των παι­διών, πολ­λώ δε μάλ­λον αν δεν παλέ­ψου­με συλ­λο­γι­κά για ριζι­κές τομές στην ίδια την κοι­νω­νι­κή συγκρό­τη­ση έτσι, ώστε να μην επι­βιώ­νουν οι όροι για την ανα­πα­ρα­γω­γή των βίαιων συμπεριφορών;

Προ­χω­ρώ­ντας ένα βήμα παρα­κά­τω, καί­ριο είναι να απα­ντή­σου­με στο για­τί έχει επι­λε­γεί ως κεντρι­κή κατεύ­θυν­ση σε Ε.Ε.- Η.Π.Α. να ανα­δει­χθεί σε μεί­ζον ζήτη­μα «το φαι­νό­με­νο της ενδο­σχο­λι­κής βίας», τη στιγ­μή μάλι­στα που οι ίδιες οι στα­τι­στι­κές κατα­γρά­φουν μια αυξη­τι­κή τάση, αλλά όχι παγί­ω­ση ή και κορύ­φω­ση τέτοιων ενερ­γειών. Προ­φα­νώς κάτι θέλει η αστι­κή εξου­σία να προ­λά­βει, κι αυτό δεν είναι ούτε αόρι­στα η άσκη­ση σωμα­τι­κής βίας ούτε ο ανα­δυό­με­νος ρατσι­σμός ούτε ο σεξι­σμός και πάει λέγο­ντας. Ο μόνι­μος φόβος τους είναι η πιθα­νή ανά­πτυ­ξη θυλά­κων αντί­στα­σης, η ανα­πτυσ­σό­με­νη αμφι­σβή­τη­ση και ανυ­πα­κοή απέ­να­ντι στις εφαρ­μο­ζό­με­νες πολι­τι­κές, ειδι­κά σε μία περί­ο­δο που λόγω της έντα­σης των κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των, της διά­λυ­σης των όποιων δικαιω­μά­των του λαού έχουν απο­μεί­νει όρθια, η κοι­νω­νία είναι πιο επι­δε­κτι­κή σε ιδέ­ες που αμφι­σβη­τούν τον πυρή­να της εξου­σί­ας των μεγα­λο­ερ­γο­δο­τών στα μέσα παρα­γω­γής. Εξα­πο­λύ­ουν έτσι «προ­λη­πτι­κό πόλε­μο» ενά­ντια σε μαθη­τές και εκπαι­δευ­τι­κούς, προ­σπα­θώ­ντας να δημιουρ­γή­σουν ένα ασφυ­χτι­κό πλαί­σιο λει­τουρ­γί­ας των σχο­λεί­ων: από τη μια η αδυ­να­μία να ασκη­θούν δημο­κρα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες στο σχο­λείο, και ελλεί­ψει χρό­νου, αφού όλοι θα τρέ­χουν σε αέναο κυνή­γι πιστο­ποι­ή­σε­ων, από την άλλη η ποι­νι­κο­ποί­η­ση οποιασ­δή­πο­τε ενέρ­γειας αντι­τάσ­σε­ται στο “μονό­δρο­μο” της καπι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης. Η συγκρό­τη­ση από την άλλη της βάσης δεδο­μέ­νων του “Παρα­τη­ρη­τη­ρί­ου βίας”, θα μπο­ρεί ν’ αξιο­ποι­η­θεί και για την κατη­γο­ριο­ποί­η­ση σε σχο­λεία «παρα­βα­τι­κό­τη­τας» και μη, στο­χο­ποιώ­ντας τα πρώ­τα, ενώ η αγα­στή «συνερ­γα­σία» των κατά τόπους διευ­θυ­ντών με την αστυ­νο­μία –μετά και από παρό­τρυν­ση και της τελευ­ταί­ας– θα μπο­ρεί να δρα χει­ρουρ­γι­κά στον εκφο­βι­σμό και την άμε­ση κατα­στο­λή κινη­το­ποι­ή­σε­ων διώ­κο­ντας μάλι­στα σε προ­σω­πι­κό επί­πε­δο πρω­το­πό­ρους μαθη­τές αλλά και «υπο­κι­νη­τές» καθη­γη­τές (υπάρ­χουν ήδη παραδείγματα!).

Το σχέ­διο αυτό που υλο­ποιεί­ται προ­ο­δευ­τι­κά στα σχο­λεία είναι τμή­μα συνο­λι­κής πολι­τι­κής που εφαρ­μό­ζε­ται σε μια σει­ρά καπι­τα­λι­στι­κών χωρών εντός και εκτός Ε.Ε. και η λογι­κή του ξεδι­πλώ­νε­ται ήδη με αφορ­μή την «τρο­μο­κρα­τία». Συγκε­κρι­μέ­να, αξιο­ποι­ή­θη­κε τις τελευ­ταί­ες δεκα­ε­τί­ες εσκεμ­μέ­να η δρά­ση αμφί­βο­λης σύν­θε­σης και προ­έ­λευ­σης τυχο­διω­χτι­κών προ­βο­κα­τό­ρι­κων ομά­δων, για να πει­στεί ο λαός για την ανα­γκαιό­τη­τα θέσπι­σης αντι­τρο­μο­κρα­τι­κών νόμων, ώστε να προ­στα­τευ­θεί η δημό­σια τάξη και ασφά­λεια. Και πριν καν «κάτσει ο κουρ­νια­χτός», στον αντι­τρο­μο­κρα­τι­κό νόμο εντά­χθη­καν και δια­τά­ξεις που ορί­ζουν ως τρο­μο­κρα­τι­κές πρά­ξεις όλες τις ενέρ­γειες που «παρα­κω­λύ­ουν την ομα­λή και απρό­σκο­πτη οικο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα». Δηλα­δή, ενέρ­γειες όπως κατα­λή­ψεις δημό­σιων κτη­ρί­ων, χώρων εργα­σί­ας, δρό­μων και σχο­λεί­ων, και γενι­κά μια σει­ρά από μορ­φές πάλης που θα μπο­ρού­σε ν’ αξιο­ποι­ή­σει το εργα­τι­κό λαϊ­κό κίνη­μα ποι­νι­κο­ποιού­νται και μάλι­στα ως βαριά αδι­κή­μα­τα. Στό­χος ο εκφο­βι­σμός του λαού και η κατα­στο­λή των λαϊ­κών κινη­το­ποι­ή­σε­ων. Το ίδιο εξυ­φαί­νε­ται και στην περί­πτω­ση της «σχο­λι­κής βίας». Προ­σπα­θούν να καλ­λιερ­γή­σουν εικο­νι­κό κλί­μα βίας στα σχο­λι­κό περι­βάλ­λον, ώστε να θέσουν στη μέγ­γε­νη τόσο τους εκπαι­δευ­τι­κούς, όσο και την αυρια­νή βάρ­δια της εργα­σί­ας, κι έτσι να εφαρ­μο­στούν οι ανα­γκαί­ες πολι­τι­κές που θα τους δια­σφα­λί­σουν μεσο­μα­κρο­πρό­θε­σμα υψη­λά κέρ­δη και «κοι­νω­νι­κή ειρή­νη». Σ’ αυτήν την κατεύ­θυν­ση αξιο­ποιού­νται επι­μέ­ρους μορ­φές βίας, οι οποί­ες βέβαια γεν­νιού­νται πάνω στο έδα­φος των αντι­θέ­σε­ων και δυσαρ­μο­νιών που δημιουρ­γεί ο ίδιος ο καπι­τα­λι­στι­κός τρό­πος οργά­νω­σης της παρα­γω­γής και το συνε­πα­κό­λου­θο σύνο­λο κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων, για να προ­λά­βουν την οργά­νω­ση της πάλης, μετα­τρέ­πο­ντάς τη σε ποι­νι­κή πράξη.

Αυτό λοι­πόν που απαι­τούν τα μονο­πώ­λια και οι κυβερ­νη­τι­κές εκδο­χές τους είναι η υπο­τα­γή στο δόγ­μα «Νόμος και Τάξη», η «κατα­δί­κη της βίας από όπου κι αν προ­έρ­χε­ται», ιδε­ο­λο­γι­κά σχή­μα­τα που απο­σκο­πούν στο να συγκα­λύ­ψουν τη μία και μόνη βία που πραγ­μα­τι­κά δεν μπο­ρούν ν’ απο­δε­χθούν και ν’ αντέ­ξουν: το να τους απο­σπά­σει ο λαός τα μέσα παρα­γω­γής, το να εφαρ­μό­σει τη μόνη αλη­θι­νή δημο­κρα­τία, αυτή που στο πρώ­το άρθρο του συντάγ­μα­τός της καταρ­γεί την εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο και προ­βλέ­πει τη συλ­λο­γι­κή ιδιο­χτη­σία των υλι­κών όρων της οικο­νο­μί­ας προς όφε­λος του μεγά­λου μέρους της κοι­νω­νί­ας, των εργα­ζό­με­νων, την εργα­τι­κή λαϊ­κή εξου­σία, το σοσια­λι­σμό. Το κάλε­σμα για άρνη­ση της βίας από κάθε άπο­ψη, απο­τε­λεί επί της ουσί­ας κάλε­σμα στις κατα­πιε­ζό­με­νες τάξεις για άρνη­ση της δυνα­τό­τη­τας ανα­τρο­πής του καπι­τα­λι­σμού από την τάξη που έχει συμ­φέ­ρον από την κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης. Γι’ αυτό αρέ­σκο­νται να παρα­πλη­ρο­φο­ρούν για το δήθεν τέλος της ιστο­ρί­ας. Για­τί γνω­ρί­ζουν ότι ιστο­ρι­κά ο κινη­τή­ριος μοχλός της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης είναι η πάλη των τάξε­ων και δεν μπο­ρούν να ξεμπερ­δέ­ψουν με αυτή, όσο υπάρ­χουν καπι­τα­λι­στές και εργά­τες. Ας ακού­σου­με όμως και τον κλα­σι­κό του μαρ­ξι­σμού Φ. Ένγκελς: «… η βία παί­ζει και άλλο ρόλο στην ιστο­ρία, έναν επα­να­στα­τι­κό προ­ο­δευ­τι­κό ρόλο, είναι η μαμ­μή που από κάθε παλιά κοι­νω­νία ξεγεν­νά μια και­νούρ­για, απο­τε­λεί το όργα­νο με το οποίο επι­βάλ­λε­ται η κοι­νω­νι­κή εξέ­λι­ξη και σπά­ζει τις απο­στε­ω­μέ­νες πολι­τι­κές μορφές…». 

Η αστι­κή τάξη γνω­ρί­ζει τι μέλ­λον την περι­μέ­νει, γι’ αυτό και μέσω του κρά­τους της διεκ­δι­κεί το μονο­πώ­λιο της βίας απέ­να­ντι σε όποιον την αμφι­σβη­τεί. Στην τρα­γω­δία του Αισχύ­λου Προ­μη­θεύς Δεσμώ­της, μπο­ρεί κανείς και μέσω του μύθου να πάρει μια ιδέα για το πώς αντι­με­τω­πί­ζε­ται όποιος απο­τολ­μή­σει ν’ απο­σπά­σει από την ελίτ τα μέσα για την επι­βί­ω­ση των ανθρώ­πων. Δεν ήταν δυνα­τό να επι­τρέ­ψουν οι θεοί του Ολύ­μπου την κλο­πή της φωτιάς από τον Προ­μη­θέα για λογα­ρια­σμό των ανθρώ­πων χωρίς την παρα­δειγ­μα­τι­κή του τιμω­ρία. Έτσι ο Δίας έστει­λε τους πιστούς του υπη­ρέ­τες το Κρά­τος και τη Βία για να τον συλ­λά­βουν και να τον αλυ­σο­δέ­σουν στα βρά­χια του Καυ­κά­σου. Δια­χρο­νι­κό λοι­πόν το νόη­μα του μύθου, και η έκφρα­σή του στο σήμε­ρα είναι η αξί­ω­ση της άσκη­σης νόμι­μης βίας μόνο από την “ευγε­νή” τάξη των βιο­μη­χά­νων, εμπό­ρων, εφο­πλι­στών και τρα­πε­ζι­τών με κάθε μέσο που δια­θέ­τουν, ώστε να δια­σφα­λι­στεί με κάθε τρό­πο η ιδιο­χτη­σία και η απο­κλει­στι­κή πρό­σβα­σή τους στο σύνο­λο του κοι­νω­νι­κά παρα­γό­με­νου πλού­του με όρους επί­γειας ελίτ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο