Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Θέμος Κορ­νά­ρος στο βιβλια­ρά­κι του Εσταυ­ρω­μέ­νος Λαός αφη­γεί­ται με  δυνα­τά ρεα­λι­στι­κό και σπα­ρα­κτι­κό  τρό­πο τις θηριω­δί­ες και τις φρι­κα­λε­ό­τη­τες των Γερ­μα­νών και των ελλή­νων συνερ­γα­τών τους στο Χορ­τιά­τη. Σκη­νές σκλη­ρές, τρο­με­ρές και ανεί­πω­τα τρα­γι­κές ξεδι­πλώ­νο­νται στις σελί­δες του βιβλί­ου. Οδύ­νη, πόνος και οργή για τις ωμό­τη­τες, που διε­πρά­χθη­σαν και  αδυ­να­τεί να συλ­λά­βει ο ανθρώ­πι­νος νους,  με απο­κο­ρύ­φω­μα τον ομα­δι­κό θάνα­το στην πυρά των κατοί­κων του χωριού, το ολο­καύ­τω­μα του Χορτιάτη.

Είναι το τρί­το βιβλίο του Θέμου Κορ­νά­ρου, μετά το Χρο­νι­κό του Διστό­μου και το Στρα­τό­πε­δο Χαϊ­δα­ριού, που γρά­φει, με ντο­κου­μέ­ντα για την Αντί­στα­ση ενα­ντί­ον των κατα­κτη­τών και τα φοβε­ρά αντί­ποι­να τους ενα­ντί­ον των αμά­χων για να κάμ­ψουν την  αντί­στα­ση του ελλη­νι­κού λαού.

Ο πρό­λο­γος είναι από την πρώ­τη έκδο­ση του 1945 και έχει τον τίτλο «Απα­γο­ρεύ­ε­ται να θυμά­σαι…». Σε αυτόν αιτιο­λο­γεί την έκδο­ση αυτών των μικρών βιβλί­ων αρχι­κά γιατί

«Την Ιστο­ρία μας πρέ­πει να τη μάθει και το πιο φτω­χό και το πιο αγράμ­μα­το παι­δί και του δικού μας τόπου και των ξένων χωρών. Μ’ αυτούς εκά­να­με τις συμ­φω­νί­ες, και μ’ αυτούς έχου­με κοι­νούς λογαριασμούς.

Σ’ αυτούς εδώ­κα­με ΕΜΕΙΣ την ΠΡΩΤΗ βοή­θεια και την ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ.

kornaros2

Και δεν επι­τρέ­πε­ται σε καμιά περί­πτω­ση, στ’ όνο­μα καμιάς πολι­τι­κής σκο­πι­μό­τη­τας, να δεχό­μα­στε ραπί­σμα­τα από επί­ση­μα χέρια, δια­βα­τι­κών πολι­τι­κών, σαν και τούτο:

- “ Κατά τους πρώ­τους μήνας του 1941, η Μεγά­λη Βρε­ταν­νία εθυ­σί­α­σε, παρά την θέλη­σίν της, και ίσως κάπως αστό­χως τας κατα­κτή­σεις της εις την Αίγυ­πτον και την Κυρη­ναϊ­κήν, δια να στεί­λη στρα­τιω­τι­κάς δυνά­μεις προς βοή­θειαν της Ελλά­δος εις τον αγώ­να της κατά των Γερ­μα­νών. Και η Ελλάς δεν θα λησμο­νή­ση ποτέ την βοή­θειαν αυτήν, την οποί­αν την προ­σε­φέ­ρα­μεν, έστω και άνευ απο­τε­λέ­σμα­τος. Αλλ΄η τιμή μάς επέ­βαλ­λε να το κάμω­μεν αυτό”.

Σ’ αυτό το κατα­σκεύ­α­σμα της « Υψη­λής πολι­τι­κής» που είναι γεμά­το κιντύ­νους για την Εθνι­κή μας υπό­θε­ση, σε παρα­μο­νές συνε­δρί­ων Ειρή­νης, πρέ­πει να απα­ντή­σω­μεν αμέ­σως, με ανα­λυ­τι­κό λογα­ρια­σμό των θυσιών και των αγώ­νων μας.

Οι πνευ­μα­τι­κοί μας άνθρω­ποι πρέ­πει αμέ­σως να παρα­τή­σου­νε κάθε δου­λειά. Να βάλου­νε στον οδοι­πο­ρι­κό τους σάκ­κο λίγο ψωμί και λίγες εληές και να τρέ­ξου­νε στην ύπαι­θρο . Να μαζέ­ψου­νε τα στοι­χεία των αγώ­νων της Εθνι­κής μας Αντίστασης.

Οι δάσκα­λοι, ας παρα­τή­σου­νε τις έδρες τους κι’ ας κάνου­νε την ίδια δουλειά.

Οι μαθη­τές, ας γίνου­νε συνερ­γεία, ας γίνουν σμή­νη μελισ­σό­που­λων που θα συνά­ξου­νε το μέλι της Εθνι­κής Κυψέ­λης . Τα θρα­νία δεν πρό­κει­ται να τους δόσουν τίπο­τα σοβα­ρό­τε­ρο αυτή τη στιγμή.

Κι’ άλλα οργα­νω­μέ­να συνερ­γεία πνευ­μα­τι­κών παρα­γό­ντων, θα επε­ξερ­γα­στού­νε το υλι­κό, θα το εκδό­σουν και θα το κυκλο­φο­ρή­σουν, ως εκεί που μπο­ρεί να φτά­νει ανθρώ­πι­νο ταχυδρομείο.

Η πολι­τεία έπρε­πε να οργα­νώ­σει αυτή τη δου­λειά. Όμως αντί γι’ αυτό σωπαί­νει. Δέχε­ται τα ραπί­σμα­τα, αρνεί­ται τους Νεκρούς και τους Ήρω­ές της. Δια­γρά­φει την Τετρά­χρο­νη προ­σφο­ρά του Έθνους στον μεγά­λο αγώ­να και διώ­κει τους επι­ζή­σα­ντες στρα­τιώ­τες της Ιερής Αντίστασης.

Και κάτι ακό­μη: Ετοι­μά­ζει Νόμο να συντα­ξιο­δο­τή­σει τους ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ του καταχτητή.

Αν αυτά τα μασκα­ρι­λί­κια λέγο­νται «πολι­τι­κή», η πολι­τι­κή αυτή είναι απα­ρά­δε­χτο να ασκεί­ται για λογα­ρια­σμό του ηρω­ι­κό­τε­ρου Λαού του Κόσμου.

Κι’ όποιος θέλει, ας πάει να την ασκεί στο Λαό των Κάφρων. Αν του το επιτρέψουνε.»

και στη συνέχεια

«Η ιστο­ρία της Εθνι­κής Αντί­στα­σης θα αρχί­σει να εκδί­δε­ται σε πολύ μικρά βιβλια­ρά­κια. Για να μπο­ρεί να τα πάρει ο καθένας.»

Από τον εθνι­κό Γολ­γο­θά βγαλ­μέ­νο το χρο­νι­κό του ολο­καυ­τώ­μα­τος του Χορτιάτη.

«Ο Χορ­τιά­της είναι ορει­νό χωριό. Λίγες ώρες όξω από τη Θεσσαλονίκη(…)

Στις 2 του Σεπτέμ­βρη 1943, πρωΐ – πρωΐ, δύνα­μη Γερ­μα­νών και Ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες μαζί πατή­σα­νε το χωριό. Αρχη­γός των Γερ­μα­νών είναι ο λοχα­γός Σού­μπερτ και των ασφα­λι­τών ο Καπε­τα­νά­κης. Τη γενι­κή διεύ­θυν­ση την έχει ο Γερ­μα­νός αξιω­μα­τι­κός. Το σχέ­διο της επι­χεί­ρη­σης, σ’ όλες του τις λεπτο­μέ­ρειες, δε μπο­ρεί παρά να έχει κατα­στρω­θεί από τα πριν. Για­τί, μόλις μπή­κα­νε μέσα, σκορ­πά­νε στο χωριό οι γενί­τσα­ροι. Οι Γερ­μα­νοί πιά­νου­νε τις εξό­δους και τους κεντρι­κούς δρό­μους. Χτυ­πού­νε και την καμπά­να για να μαζευ­τεί ο κόσμος στην πλατεία.

Μερι­κοί μαζεύ­τη­καν. Προ­σπα­θού­νε να πεί­σου­νε τους Γερ­μα­νούς πως είναι ξένοι. Επι­σκέ­πτες ή παρα­θε­ρι­στές. Τους λένε να περιμένουνε.

Σιγά – σιγά μαζεύ­ο­νται κι’ άλλοι. Τους φέρ­νου­νε οι τσο­λιά­δες. Πρώ­τος ο παπάς του χωριού. Δημή­τρης Τομα­ράς λέγε­ται κ’ είναι 75 χρο­νών. Αυτό δεν εμπο­δί­ζει καθό­λου να τον τρα­βά ένας από τα ράσα, άλλος από τα γένεια κι’ άλλος να τον χτυ­πά με τον υπο­κό­πα­νο στα πλευ­ρά. Μπρο­στά και τα δυο του κορί­τσια. Η μια λέγε­ται Ερα­τώ και είναι 18 χρο­νών και η άλλη Αγγε­λι­κή και είναι 20 χρο­νών. Εξαι­ρε­τι­κής καλ­λο­νής και οι δυο τους.

Τα κορί­τσια φωνά­ζου­νε για την μετα­χεί­ρι­ση του πατέ­ρας τους κι’ ο πατέ­ρας εξα­γριω­μέ­νος δια­μαρ­τύ­ρε­ται για τη μετα­χεί­ρι­ση των κορι­τσιών. Τις έχουν ανα­γκά­σει να πορεύ­ο­νται με σηκω­μέ­να φου­στά­νια. Επει­δή δεν υπα­κού­νε τους τα δένου­νε ανα­ση­κω­μέ­να στη μέση με σπάγγους.

Ξωπί­σω φέρ­νου­νε άλλοι, τον Πρό­ε­δρο της Κοι­νό­τη­τας, Χρή­στο Παντά­τσο, με τη φαμί­λια του. Τη μητέ­ρα του, 75 χρο­νών γερό­ντισ­σα, και τα τρία ανή­λι­κα παι­διά του: Δυο κορι­τσά­κια κι’ ένα αγόρι.

Τον Πρό­ε­δρο τον φέρ­νου­νε γδυ­μνό. Γδυ­μνή και τη γρηά Μάνα του!

Οι μαζε­μέ­νοι στην πλα­τεία ξεφω­νί­ζου­νε με φρί­κη κι’ αγα­νά­χτη­ση. Οι Γερ­μα­νοί γελού­νε στην αρχή. Μα, σιγά σιγά, το γέλιο γίνε­ται σκο­τει­νή γκρι­μά­τσα, έπει­τα τρέ­μου­λο, σπα­σμός ερε­θι­σμέ­νου ζώου. Το γυμνό τούς έχει αποθηριώσει.

kornaros3

Από κάθε δρό­μο, από κάθε γωνιά ξεπρο­βαί­νουν και­νούρ­για μπου­λού­κια. Και­νούρ­γιες πομπές.

Το σχέ­διο ασφα­λώς , έγι­νε πριν να μπουν στο Χωριό. Για­τί δεν εξη­γεί­ται αλλοιώς, πώς όλοι κου­βα­λά­νε μισό­γδυ­μνες ή κι’ ολο­ωσ­διό­λου γδυ­μνές τις γυναίκες.

Ανά­με­σα στα πόδια των μεγά­λων, των πατε­ρά­δων που εξευ­τε­λί­ζο­νται και δέρ­νο­νται, των Μανά­δων με τα γδυ­μνά στή­θια και των γδυ­μνών κορι­τσιών, μπερ­δεύ­ο­νται και τσα­λα­πα­τιού­νται και κλαί­νε τα μικρά παι­δά­κια. Παι­δά­κια, όπως φαί­νε­ται από τον κατά­λο­γο που βάζο­με στο τέλος, δυο και τριώ και πέντε χρονών.

Πιστεύω να κλαί­νε περισ­σό­τε­ρο από τον πόνο που νοιώ­θει η ψυχού­λα τους, για τη δια­πό­μπευ­ση των γονιών και των αδερ­φά­δων τους, παρά για­τί φοβούνται.

Στην άκρη ενός κεντρι­κού δρό­μου, που βγαί­νει στην πλα­τεία, ανά­βει δυνα­τή φωτιά. Τη συμπαί­νου­νε με δεμά­τια σανό, για να αρπά­ξου­νε φωτιά τα χοντρά κούτσουρα.

Ένας Γερ­μα­νός μπαί­νει ανά­με­σα στον κόσμο ξαγριε­μέ­νος. Πηγαί­νει ίσια στον παπά. Τον γαρ­γα­λά­ει στη γενειά­δα, γελά σαν σατα­νάς, του κλεί­νει πρό­στυ­χα το μάτι κι’ αρπάζ­ζει βίαια τη μια του κόρη. Ο παπάς ορμά και του δαγκώ­νει το χέρι. Ο Γερ­μα­νός δια­τάσ­σει δυο άλλους Ες – Ες και βγά­ζου­νε ένα ένα τα δόντια του παπά με μια τανά­λια. Αυτός τρα­βά την κοπέ­λα, τη σούρ­νει, καθώς είναι πεσμέ­νη χάμω κι’ αντι­στέ­κε­ται, και μπαί­νει στο πρώ­το σπί­τι που βρί­σκε­ται μπρο­στά του.

Φαί­νε­ται πως αυτό ήταν το σύν­θη­μα. Οι Γερ­μα­νοί κ’ οι ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες πέφτου­νε, σαν όρνια, μέσα στο πλή­θος. Χτυ­πού­νε τους άντρες, άλλους τους δένου­νε και ορμού­νε ανά­με­σα στις παρέ­ες των κατα­τρο­μαγ­μέ­νων γυναι­κών. Δια­λέ­γου­νε. Συνα­γω­νί­ζο­νται. Βιάζονται.

Σημειώ­νο­νται λιπο­θυ­μί­ες, ακού­γο­νται βογ­γη­τά, κατά­ρες, φοβέ­ρες. Αυτοί τη δου­λειά τους!

Τρία κορί­τσια τα καλούν με τα ονό­μα­τά τους. Τα δια­βά­ζου­νε από χαρ­τά­κι. Δεν δίδε­ται καμ­μιά από­κρι­ση. Δεν ακού­γε­ται κανέ­να «Παρών».

Τότες αρπά­ζου­νε τρία, από τη μεγά­λη μέση.

Τα σέρ­νουν όξω απ’ το πλή­θος. Λίγο παρέ­κει, μπρο­στά στα μάτια του ξέφρε­νου κόσμου, βιά­ζο­νται απάν­θρω­πα, στη λιπο­θυ­μία τους απά­νω. Τα ονό­μα­τά τους δεν ανα­φέ­ρο­νται. Αν και θα μπο­ρού­σαν να γρα­φτούν. Δε ζού­νε πια. Στη φωτιά που είχαν ανά­ψει τις βάλα­νε! Δεν τις πετά­ξα­νε. Τις περά­σα­νε ολο­ζώ­ντα­νες σε σού­βλες αρνιού. Και για λίγην ώρα τις στρι­φο­γυ­ρί­ζου­νε, όπως στρι­φο­γυ­ρί­ζου­νε τα σφαχτά…

Η μυρου­διά από την ψητή ανθρώ­πι­νη σάρ­κα, φέρ­νει το πλή­θος σ’ έξαλ­λη ταρα­χή, που μοιά­ζει με παραφροσύνη.

Από την στιγ­μή αυτή μπερ­δεύ­ο­νται τα πάντα.

Οι χωρι­κοί δεν είναι πια σίγου­ροι αν ζού­νε αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ή αν βλέ­που­νε φρι­χτό εφιαλ­τι­κό όνειρο..

Το ίδιο κ’ οι Γερ­μα­νοί κ’ οι ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες, ζού­νε όξω κόσμου. Έχου­νε χάσει τα σύνο­ρα. Δεν είναι, λες, πια σε θέση να ξέρου­νε αν βρί­σκο­νται στην πανάρ­χαια ζού­γκλα, εκα­τομ­μύ­ρια χρό­νια πίσω, ή αν ενερ­γού­νε σαν όργα­να ενός τωρι­νού κόσμου, για συγκε­κρι­μέ­νους, έστω κι’ ακά­θαρ­τους σκοπούς.

Οι ανα­σταλ­τι­κές δυνά­μεις των ανθρώ­πι­νων παθών στο­μώ­νο­νται. Η Ζού­γκλα κατα­κλύ­ζει τα πάντα, σαρ­κά­ζο­ντας με των θεριών τα στό­μα­τα. Τα πάθη ξεχει­λού­νε, παφλά­ζου­νε, εξα­φα­νί­ζου­νε στη στιγ­μή κάθε ανθρώ­πι­νη ιδιό­τη­τα, και τη στιγ­μήν αυτή δεν υπάρ­χει στη θέση του κόσμου των ανθρώ­πων τίποτ’ άλλο, παρά η μυρου­διά ψητής ανθρώ­πι­νης σάρ­κας και κάποιων αγρι­μι­κών ρου­θού­νια, που πάλ­λο­νται ερεθισμένα.

Δεν υπάρ­χει τίποτ’ άλλο από γδυ­μνά γυναί­κια κορ­μιά, βίαιες πρά­ξεις συνου­σια­σμού, με θεα­τές τους ίδιους τους προ­στά­τες της τιμής, τους πατε­ρά­δες, τις μανά­δες, τ’ αδέρ­φια, τα μωρά παιδάκια.

Κι’ αυτοί αισθά­νο­νται σαν από­κο­σμοι, σαν υπερ­φυ­σι­κοί εξου­σια­στές του κόσμου, που τίπο­τα δεν  τους είναι ξένο κι’ απα­γο­ρευ­μέ­νο. Όλα μπο­ρού­νε να τα επι­χει­ρή­σου­νε και να τολμήσουν.

Αυτή την ώρα δεν υπάρ­χει πια ανώ­τε­ρος που διευ­θύ­νει και κατώ­τε­ροι που εκτε­λούν μια, έστω κι’ αυτή την απάν­θρω­πη, επιχείρηση.

Υπάρ­χει μόνο δύνα­μη και αδυ­να­μία.

Γερ­μα­νοί και Γενί­τσα­ροι μπερ­δεύ­ο­νται. Κοι­λιού­νται χάμω πλάι –πλάι, συνεν­νο­ού­νται σε μια παρά­ξε­νη άναρ­θρη γλώσ­σα, ανα­κα­τεύ­ο­νται με κοπέλ­λες π’ αφρί­ζουν και παλεύ­ουν κι’ αντι­στέ­κο­νται , με Μανά­δες που λιπο­θυ­μούν, με γονιούς που χυμούν και δαγκώ­νουν, και μ’ άλλους που δεμέ­νοι παρα­κο­λου­θούν με κατα­πιο­μέ­νη τη γλώσ­σα και γουρ­λω­μέ­να τα μάτια…

Ένα συνε­χού­με­νο μου­γκρι­τό λιμα­σμέ­νων ζώων που ικα­νο­ποιού­νται, ένας λυγ­μός, σπα­ρασ­σό­με­νων ανθρώ­πων, μια πηχτή – πνι­χτή – πλα­ντα­μέ­νη φρί­κη που ξεχει­λά από κάποια λαρύγ­για, κι’ αθώ­ες φωνού­λες που ρωτού­νε, χωρίς ν’ ακού­γο­νται: « …Μπα­μπά! Όλους θα μας φάνε οι Γερ­μα­νοί!…» Να, τι είναι αυτή η στιγμή.

Θέλε­τε ν’ αφή­σο­με λιγά­κι και τη φαντα­σία λεύ­τε­ρη, για να συμπλη­ρώ­σει το ζωντα­νό πίνα­κα, με τις εκφρά­σεις των παι­δι­κών προ­σώ­πων, με την τρο­μά­ρα των παι­δι­κών ματιών, με την απελ­πι­σία που εκφρά­ζου­νε οι αδέ­ξιες παι­δι­κές χει­ρο­νο­μί­ες με τα ξαφ­νια­σμέ­να τρυ­φε­ρά λογά­κια που φεύ­γουν απ’ τ’ αγγε­λι­κά στό­μα­τα, με την προ­σπά­θεια να στρα­τα­ρί­ζου­νε ανά­με­σα στον σπα­ρασ­σό­με­νο ανθρώ­πι­νο σωρό, για να παρη­γο­ρή­σουν μ’ ένα χάδι τη λιπό­θυ­μη αδελ­φού­λα, τη μισο­σπα­ραγ­μέ­νη Μανού­λα, ή το δεμέ­νο τρα­γι­κό θεα­τή που λέγε­ται Πατέρας;

Δεν υπάρ­χει δύνα­μη που ν’ αντέ­χει στη δοκι­μα­σία τέτοιας συμπλή­ρω­σης. Η καρ­διά θα σπά­σει. Θα τσα­κί­σουν και τα ισχυ­ρό­τε­ρα νεύ­ρα. Κ’ η εμπι­στο­σύ­νη του ανθρώ­που θα χαθεί τελειω­τι­κά από τον πλη­σί­ον. Όλη η ζωή μας θα κατα­ντή­σει σε σύγ­χι­ση και σε τρο­με­ρή κι’ ανεί­πω­τη κρί­ση. Ο ύπνος θα περι­φρο­νή­σει τα μάτια μας, που θα μεί­νουν ορθά­νοι­χτα, για πάντα, μπρος σε εικό­νες φρί­κης, αιμά­των, διωγ­μών, ανθρω­πο­φα­γί­ας κι’ ανθρωποσφαγής.

kornaros4

Φτά­νει η ίδια η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Είν’ αρκε­τή η συνέ­χεια που ακο­λου­θεί, για να βαθ­μο­λο­γή­σει τους ανθρώ­πι­νους πολι­τι­σμούς. Η φαντα­σία κουρ­νιά­ζει, ντρο­πια­σμέ­νη, μπρο­στά σ’ αυτή τη συνέ­χεια των ανθρώ­πι­νων εκδη­λώ­σε­ων. Κ’ οι δυνά­μεις ενός ανθρώ­που είν’ ασή­μα­ντες κι’ ανί­κα­νες, μπρο­στά στο πελώ­ριο θέμα των λεπτο­με­ρειών της ωμής αυτής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που λέγε­ται Ελλη­νι­κή Αντίσταση.

Δεν έχο­με και­ρό για ξόμπλια και «ενορ­χή­τρω­ση της φρά­σης», και παιχνίδια.

Δε γρά­φο­νται με πέν­να τέτοια πρά­μα­τα. Με τα νύχια γρά­φο­νται. Κι’ αντίς για μελά­νι χρη­σι­μο­ποιεί­ται ολό­σκε­το « ανθρώ­πι­νο αίμα και δάκρυα κ’ ιδρώτας…»

(…) Από τους Εθνο­μάρ­τυ­ρες αυτούς, που άπλω­σαν τα πάλ­λευ­κα χέρια τους στους Μάρ­τυ­ρες του Κρη­τι­κού Αρκα­διού, από έναν ασή­μα­ντο φούρ­νο του Χορ­τιά­τη, θα λεί­που­νε δυο, όταν θα γίνει το προ­σκλη­τή­ριο στη Χώρα των Ηρώ­ων του έθνους.

Αυτοί οι δυο, μέσα στη μπό­ρα και στη σύγ­χι­ση, κατά­φε­ραν να φύγουν μέσα από τις φλό­γες. Είναι: Η Μαρία Αγγε­λί­δη, σαρά­ντα χρο­νών, και η Βασι­λι­κή Γκου­ρα­μά­νη – που ζήσα­νε για να μας διη­γού­νται  πώς πεθαί­νουν οι Ήρω­ες, πώς κρα­τάν το μυστι­κό του Έθνους, και πώς κερ­δί­ζε­ται η λευ­τε­ριά. Κι’ ακό­μη, με τι ποτί­ζε­ται το δεντρί της Νίκης.

Είναι αδύ­να­το να μην τις αντι­λή­φθη­καν οι Γερ­μα­νοί. Το πιο πιθα­νό είναι πως τις αφή­καν σκό­πι­μα για να μετα­φέ­ρουν την απί­στευ­τη φρί­κη και το ανή­κου­στο  θέα­μα στους άλλους, στ’ άλλα χωριά, στην Ελλά­δα ολό­κλη­ρη, και να σπεί­ρουν τον τρό­μο , τη σύγ­χι­ση και τον πανι­κό στον αγω­νι­ζό­με­νο Λαό.

Το κέρ­δος των δημί­ων θα ήτα­νε ν’ αμβλύ­νου­νε, με τον τρό­πο αυτό, τη μαχη­τι­κό­τη­τα των Ελλή­νων, για να ελπί­σου­νε οι ίδιοι σε μια σιω­πη­ρή ανα­κω­χή, σε μιαν άφω­νη συμ­φω­νία πως σε ώρα υπο­χώ­ρη­σης ή συμ­μα­χι­κής από­βα­σης, το εσω­τε­ρι­κό μέτω­πο θα έμε­νε αδιά­φο­ρο κι’ ακί­νη­το. Κι’ ακίντυνο.

Ως την ύστε­ρην ώρα οι Ούν­νοι δε θέλη­σαν να πιστέ­ψουν πως ο Λαός μας δεν ξέρει να παζα­ρεύ­ει τη λευ­τε­ριά και να βάζει δια­τί­μη­ση στις θυσί­ες του.

Πόλε­μο έκα­νε για την Ελευ­θε­ρία του ανθρώ­που. – Για την αυτο­διά­θε­ση των Λαών της Γης. – Για την κατάρ­γη­ση της Πενί­ας και του Τρό­μου. – Για τη συντρι­βή του Φασισμού.

Για τη ΜΑΥΡΗ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ  δεν προ­βλέ­πει το συμ­βό­λαιό του με τους λαούς της Γης…(απόσπασμα)

«Δεν θα χαμη­λώ­σουν οι φλό­γες της μνή­μης» : η κραυ­γή  στον επί­λο­γο της τρί­της έκδο­σης, το 1963..

«Το να θυμά­σαι, και να επι­μέ­νεις να γρά­φεις για τις δυο χιλιά­δες εφτα­κό­σιες πολι­τεί­ες και χωριά της πατρί­δας σου, που είχα­νε τη μοί­ρα του Χορ­τιά­τη, απα­γο­ρεύ­τη­κε αμέ­σως μόλις φύγα­νε οι Γερ­μα­νοί. Έπρε­πε ν’ αρχί­σου­νε σιγά –σιγά να χαμη­λώ­νουν οι φωτιές της μνή­μης , και να δοθεί και­ρός στους καν­νι­βά­λους του Χορ­τιά­τη να πάνε στα σπί­τια τους, ν’ αλλά­ξου­νε, να πλύ­νου­νε τα χέρια, και να πισω­γυ­ρί­σου­νε του­ρί­στες, έμπο­ροι παι­δι­κών παι­χνι­διών, δάσκα­λοι, αρχαιο­λό­γοι, Ελληνολάτρεις!…

Δεν είναι βέβαια λαδο­λύ­χνα­ρο αυτή η έρμη η μνή­μη να το ανά­βης όπο­τε κι όσο το χρειά­ζε­σαι. Είναι στιγ­μές που λαβουρ­ντα­νί­ζει χωρίς να το θες, πέφτει ίδιος κεραυ­νός, βάζει φωτιά στην κοι­μι­σμέ­νη οργή, στα ναρ­κω­μέ­να μίση, βαρά­ει συνα­γερ­μό ανά­με­σα στους εξα­κό­σιες χιλιά­δες νεκρούς των Ελλή­νων, κι’ από κει κανέ­νας δε μπο­ρεί να ευθύ­νε­ται για τ΄ απο­τε­λέ­σμα­τα της θύελλας.

Έγι­νε, βέβαια , νόμος που τιμω­ρεί τις τέτοιες θύελ­λες, και στην εφαρ­μο­γή του χτυ­πά­ει όποιον θυμά­ται τον πατέ­ρα και τη μάνα του, όποιον θάβει τους νεκρούς του, ως και κεί­νον ακό­μη που πάει ένα πιά­το κόλ­λυ­βα στην εκκλη­σία για να μνη­μο­νευ­τού­νε οι στά­χτες από τους φούρ­νους του Χορ­τιά­τη κι’ από τ’ ατέ­λειω­τα θυσια­στή­ρια της Πατρίδας(…)

(…) οι νεώ­τε­ρες γενιές δε θα μεί­νου­νε στα χέρια άνο­μης εξου­σί­ας για να τους αμβλύ­νει και ν’ αφα­νί­σει την εθνι­κή τους συνεί­δη­ση, πλα­στο­γρα­φώ­ντας την ιστο­ρία μας για συμ­φέ­ρο­ντα ξένα, και από τρό­μο μιας ενοχής.

Είναι όμως ανά­γκη, στις γενιές αυτές να μη κου­ρα­ζό­μα­στε να θυμί­ζου­με την πρό­σφα­τη ιστο­ρία μας. Και να κρα­τού­με στο ακέ­ραιο το θαυ­μα­σμό στη μνή­μη των γονιών τους, που σε κρί­σι­μη ώρα σώσα­νε την τομή της Ελλά­δας και την αξιο­πρέ­πεια του ανθρώ­πι­νου είδους, με την ασύ­γκρι­τη Αντί­στα­σή τους.

Αυτό το σκο­πό εξυ­πη­ρε­τεί η επα­νέκ­δο­ση του μικρού τού­του χρονικού».

 

Θέμος Κορ­νά­ρος, Εσταυ­ρω­μέ­νος Λαός, Νεο­ελ­λη­νι­κές Εκδό­σεις – Βιβλιο­θή­κη του Λαού – Αθή­να 1963, 3η έκδο­ση. «Το εξώ­φυλ­λο επε­ξερ­γά­στη­κε ο νέος ζωγρά­φος Γιώρ­γης Φαρ­σα­κί­δης, τραυ­μα­τί­ας της μάχης του Χορτιάτη.»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο