Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το Πάσχα — Ιστορία — θρύλοι — έθιμα – παραδόσεις

Του  Γιά­νη Κορ­δά­του // 

Στα πρώ­τα χρό­νια του χρι­στια­νι­σμού σε πολ­λές περιο­χές της Μεσο­γεί­ου οι χρι­στια­νοί γιόρ­τα­ζαν μαζί με τους Εβραί­ους το Πάσχα, δηλα­δή την ίδια μέρα. Οι δυο όμως, γιορ­τές, αν και είχαν το ίδιο όνο­μα, δια­φέ­ρα­νε ριζι­κά. Το εβραϊ­κό Πάσχα είναι πανάρ­χαια γιορ­τή, που καθιε­ρώ­θη­κε στην επο­χή ποι οι Εβραί­οι ήταν ακό­μη νομά­δες – κτη­νο­τρό­φοι. Τότε σφά­ζα­νε την πρώ­τη παν­σέ­λη­νο του μήνα Νισαν (που είναι πάνω κάτω ο δικός μας Απρί­λης) αρσε­νι­κά αρνιά που τα θυσί­α­ζαν – προ­σφέ­ρα­νε στον Ήλιο που ζωο­γο­νού­σε τη φύση.

Αργό­τε­ρα, με το πέρα­σμα του χρό­νου, όταν οι Εβραί­οι πέρα­σαν στο γεωρ­γι­κό βίο, το Πάσχα εξε­λί­χθη­κε σε γιορ­τή της εαρι­νής ιση­με­ρί­ας. Από τα κεί­με­να της Παλαιάς Δια­θή­κης σε συσχε­τι­σμό με τη γρα­πτή παρά­δο­ση και άλλων αρχαί­ων λαών της Ανα­το­λής, έχει δια­πι­στω­θεί από τους αρχαιο­λό­γους και θρη­σκειο­λό­γους ότι το Εβραϊ­κό Πάσχα στην αρχή αρχή ήταν έθι­μο λατρεί­ας, προ­σφο­ρά στον Ήλιο αρνιών. Ύστε­ρα, όταν οι Εβραί­οι έπα­ψαν να λατρεύ­ουν τον Ήλιο και τον ανθρω­πο­ποί­η­σαν δόσα­ντες σ’ αυτόν το όνο­μα Γιάχ­βε (Ιεχω­βάς) οι προ­σφο­ρές με θυσί­ες κατά την εαρι­νή ιση­με­ρία γίνο­νται στον Θεό, και ήταν εκδή­λω­ση ευγνο­μω­σύ­νης για­τί πέρα­σε ο χει­μώ­νας και άρχι­σε η άνοιξη.

Αργό­τε­ρα, πολύ αργό­τε­ρα, σύμ­φω­να με τα λεγό­με­να της Παλαιάς Δια­θή­κης, ο Θεός τιμώ­ρη­σε τους Αιγύ­πτιους με δέκα πλη­γές (τιμω­ρί­ες βαριές). Η τελευ­ταία, η δέκα­τη, ήταν η πιο σκλη­ρή, για­τί Άγγε­λος κυρί­ου έσφα­ξε τα πρω­τό­το­κα παι­διά των Αιγυ­πτί­ων. Πριν όμως στεί­λει τον Άγγε­λό του, ο Θεός ειδο­ποί­η­σε τον Μωυ­σή να πάρει τα μέτρα του. Ο Μωυ­σής παρήγ­γει­λε στους Εβραί­ους να χρί­σουν τις πόρ­τες των σπι­τιών τους με αίμα σφαγ­μέ­νου αρνιού. Έτσι ο εκδι­κη­τής Άγγε­λος, κατα­λά­βαι­νε πως τα σπί­τια δεν ήταν Αιγυ­πτια­κά και δεν έμπαι­νε μέσα.

Από τότε οι Εβραί­οι σαν ανά­μνη­ση της σωτη­ρί­ας των παι­διών τους, καθιέ­ρω­σαν να σφά­ζουν αρνιά την ημέ­ρα αυτή και να γιορ­τά­ζουν με κατά­νυ­ξη και ευλάβεια.

Αυτά λέει η Παλαιά Δια­θή­κη, αλλά όπως είπα­με ότι είναι δια­πι­στω­μέ­νο ότι το Εβραϊ­κό Πάσχα έχει πολύ παλαιό­τε­ρη κατα­γω­γή. Ήταν γιορ­τή επο­χι­κή, κατά την οποία οι Εβραί­οι εκδη­λώ­να­νε την ευγνω­μο­σύ­νη τους στον Ήλιο που άρχι­ζε να ρίχνει τις ζεστές ακτί­νες του, να λου­λου­δί­ζει τη φύση και να πρα­σι­νί­ζει τη γη.

Οι χρι­στια­νοί όμως έδω­καν περιε­χό­με­νο στη γιορ­τή του Πάσχα. Αν και κρά­τη­σαν το έθι­μο του να σφά­ζουν αρνιά, όμως κατά τη μεγά­λη αυτή γιορ­τή, γιορ­τά­ζουν την «Ανά­στα­ση του Κυρί­ου». Από τη Δευ­τέ­ρα ως το Σάβ­βα­το της Μεγά­λης Εβδο­μά­δας με όσα λέγο­νται στις Εκκλη­σί­ες «γίνε­ται υπό­μνη­ση και περι­γρα­φή των Παθών του Κυρί­ου» και την Κυρια­κή η Ανά­στα­ση του Ιησού.

Οι πριν λοι­πόν απ’ την Κυρια­κή του Πάσχα μέρες είναι μέρες πέν­θους, ενώ η Κυρια­κή μέρα χαράς. Ετσι δια­μορ­φώ­θη­καν δυο γιορ­τές μαζί μαζί, το Πάσχα σταυ­ρώ­σι­μον και το Πάσχα αναστάσιμον.

Όμως επει­δή ανα­πτύ­χθη­κε μίσος αγε­φύ­ρω­το ανά­με­σα στους Εβραί­ους και Χρι­στια­νούς, δημιουρ­γή­θη­κε μεγά­λο ζήτη­μα αν πρέ­πει να γιορ­τά­ζουν το Πάσχα την ίδια μέρα με τους Εβραίους.

Πάρ­θη­κε λοι­πόν η από­φα­ση απ’ τους ηγέ­τες της Εκκλη­σί­ας να μη γιορ­τά­ζουν οι χρι­στια­νοί μαζί με τους Εβραί­ους το Πάσχα. Μερι­κοί χρι­στια­νοί δεν υπα­κού­σα­νε και χαρα­κτη­ρί­στη­καν σχη­σμα­τι­κοί. Ο επί­σκο­πος όμως Ρώμης Βίκτωρ (τέλος του 2ου αιώ­να) που ήθε­λε να υπο­τά­ξει την ανα­το­λι­κή Εκκλη­σία στα κελεύ­σμα­τά του πρό­στα­ξε να γιορ­τά­ζε­ται το Πάσχα την ίδια μέρα που γιορ­τα­ζό­ταν στη Ρώμη. Οι επί­σκο­ποι όμως της Ασί­ας δεν υπα­κού­σα­νε. Γι’ αυτό το ζήτη­μα του γιορ­τα­σμού του Πάσχα, την Α’ Οικου­με­νι­κή Σύνο­δο της Νίκαιας (325μ.Χ.). Ωστό­σω, παρό­λες τις συζη­τή­σεις που έγι­ναν δε βρέ­θη­κε τρό­πος να δοθεί λύση. Οι δυτι­κοί επί­σκο­ποι θέλα­νε να επι­βά­λουν τις αξιώ­σεις τους ετσι­θε­λι­κά και οι επί­σκο­ποι της Ανα­το­λής αντι­τα­χτή­κα­νε πεισματικά.

Μόλις τον 6ο αιώ­να δόθη­κε στο θέμα αυτό μια λύση, όχι όμως και ορι­στι­κή, για­τί η Ανα­το­λι­κή Ορθό­δο­ξος Εκκλη­σία γιορ­τά­ζει το Πάσχα την πρώ­τη Κυρια­κή μετά την παν­σέ­λη­νο της εαρι­νής ιση­με­ρί­ας. Σαν τέτοια η Ανα­το­λι­κή Εκκλη­σία θεω­ρεί την 21η Μαρ­τί­ου, δηλα­δή την ημέ­ρα κατά την οποία ήταν ιση­με­ρία το έτος 325 που έγι­νε η Α’ Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος της Νίκαις. Αντί­θε­τα η Δυτι­κή Εκκλη­σία παίρ­νει ως βάση για τον υπο­λο­γι­σμό της Κυρια­κής του Πάσχα την πραγ­μα­τι­κή ιση­με­ρία, δηλα­δή την 8η Μαρτίου.

Οι δια­μά­χες αυτές έκρυ­βαν στο βάθος αντι­θέ­σεις πολι­τι­κές. Η Δυτ­κή Εκκλη­σία, δηλα­δή ο παπι­σμός από πολύ νωρίς ήθε­λε να υπο­τά­ξει την Ανα­το­λι­κή Ορθό­δο­ξη Εκκλη­σία και κάθε φορά που παρου­σια­ζό­ταν κάποιο ζήτη­μα, με αυταρ­χι­κό τρό­πο επέ­με­ναν να επι­βά­λουν τη γνώ­μη και θέλη­σή τους οι Καθο­λι­κοί. Η υπο­τα­γή όμως της Ανα­το­λι­κής Εκκλη­σί­ας στον Πάπα έκρυ­βε τους κατα­χτη­τι­κούς σκο­πούς της Δύσε­ως. Γι’ αυτό η Ανα­το­λι­κή Εκκλη­σία δεν ανα­γνώ­ρι­σε το πρω­τεί­ον του Πάπα και οι δύο Εκκλη­σί­ες χωρί­στη­καν και αλλη­λο­μά­χο­νται στα χρό­νια του Βυζα­ντί­ου και της τουρκοκρατίας.

Στη Δύση οι καθο­λι­κοί και οι Προ­ντε­στά­ντες (Δια­μαρ­τυ­ρό­με­νοι), όπως ξέρου­με, θεω­ρούν σαν πιο μεγά­λη γιορ­τή της Χρι­στια­νο­σύ­νης τα Χρι­στού­γεν­να, στην Ανα­το­λή όμως η γιορ­τή του Πάσχα υμνεί­ται και τιμά­ται, πιο πολύ. Χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως «κλη­τή και άγια ημέ­ρα», ως «εορ­τή και πανή­γυ­ρις πανη­γύ­ρε­ων», ως «βασι­λείς και κυρία». Από τους υμνο­γρά­φους πάλι της Ανα­το­λι­κής Εκκλη­σί­ας μερι­κοί έγρα­ψαν ύμνους που έχουν πηγαία θρη­σκευ­τι­κή πνοή.

Κλεί­νο­ντας το σημεί­ω­μά μου θα προ­σθέ­σω κά κάτι ακό­μα που οι νέοι του και­ρού μας δεν το ξέρουν ίσως. Στα χρό­νια της Τουρ­κο­κρα­τί­ας, το Πάσχα για τους σκλα­βω­μέ­νους προ­γό­νους μας συμ­βό­λι­ζε την Ανά­στα­ση του Έθνους. Γι’ αυτό ήταν γιορ­τή της Χαράς και της ελπί­δας. Γιορ­τά­ζι­νταν με χορούς και πανη­γύ­ρια. Κι ακό­μα και με πυρο­βο­λι­σμούς. Η Λαμπρή συμ­βό­λι­ζε την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Ελλάδας.

Όσο ο νεο­ελ­λη­νι­κός εθνι­κι­σμός ήταν παθη­τι­κός και όχι μαχη­τι­κός – επα­να­στα­τι­κός, οι πρό­γο­νοί μας περί­με­ναν την «εξ άνω­θεν βοή­θειαν και απε­λευ­θέ­ρω­σιν». Αλλά και κάτι άλλο πρέ­πει να προ­σθέ­σω. Επι­κρα­τού­σε η συνή­θεια ύστε­ρα από την «Ανά­στα­σιν» να ασπά­ζε­ται ο ένας τον άλλο. Ξεχνιό­ντα­νε τα μίση και πάθη και οι ασπα­σμοί ήταν επι­ση­μο­ποι­ή­ση της ομό­νοιας και της αγάπης.

Ο εθνι­κός μας ποι­η­τής Σολω­μός με τους παρα­κά­τω στί­χους του αντι­κα­θε­φτί­ζει την ψυχο­λο­γία και τα αισθή­μα­τα που επι­κρα­τού­σαν την ημέ­ρα του Πάσχα στα χρό­νια του.

Χρι­στός Ανε­στή! Νέοι, γέροι και κόρες

Ανοί­ξα­τε αγκα­λιές ειρηνοφόρες.

Ομπρο­στά στους Αγί­ους φιληθείτε

Φιλη­θεί­τε γλυ­κά χεί­λη με χείλη,

Πέστε Χρι­στός Ανέ­στη, εχτροί και φίλοι

 

Πόσο μεγά­λο και βαθύ νόη­μα έχουν οι στί­χοι του Σολω­μού. Αλή­θεια, πότε και στον τόπο μας θα σβή­σουν τα μίση και τα πάθη, πότε θα ανοί­ξουν οι φυλα­κές και πότε θα γυρί­σουν οι εξό­ρι­στοι; Όποια στά­ση κι αν κρα­τεί κανείς απέ­να­ντι των δογ­μά­των του Χρι­στια­νι­σμού, δεν μπο­ρεί να μην ομο­λο­γή­σει πως στα κεί­με­να του Ευαγ­γε­λί­ου, αυτά που έφτα­σαν ως εμάς, για­τί υπάρ­χουν και άλλα με άλλο περιε­χό­με­νο, βρί­σκο­νται μερι­κά κηρύγ­μα­τα που δυστυ­χώς οι κάθε φορά κρα­τού­ντες τα ξεχνούν.

Δεν έχει σημα­σία αν η ριζο­σπα­στι­κή κρι­τι­κή δεν συμ­φω­νεί από­λυ­τα με την Και­νή Δια­θή­κη στο μέρος που ιστο­ρεί την «Ανά­στα­σιν του Ιησού». Σημα­σία έχει πως ο Ναζω­ραί­ος – και Ναζω­ραί­οι υπήρ­ξαν πολ­λοί μέσα στην ιστο­ρία των λαών της ανθρω­πό­τη­τας – διώ­χτη­κε, δικά­στη­κε και κατα­δι­κά­στη­κε στο σταυ­ρι­κό θάνα­το, για­τί αγω­νί­ζο­νταν να διώ­ξει τους Ρωμαί­ους κατα­χτη­τές και να γκρε­μί­σει από την εξου­σία τους εκμε­ταλ­λευ­τές και κατα­πιε­στές του ιου­δαϊ­κού λαού.

Δεν πρέ­πει λοι­πόν όσα μας λένε τα Ευαγ­γέ­λια, όσα δηλα­δή αντι­κα­θρε­φτί­ζουν τις πολι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες μιας περα­σμέ­νης επο­χής, να μας κάνουν εντύ­πω­ση και να βγά­λου­με τα ανά­λο­γα συμπε­ρά­σμα­τα; Για­τί να κρα­τού­με τους τύπους μόνο λατρεί­ας και να μην  εφαρ­μό­ζου­με εκεί­να που λένε τα Ευαγ­γέ­λια. Για­τί να μην ακού­ε­ται το τρα­γού­δι της αγά­πης, της χαράς και της ομόνοιας;

 

Αυγή 17/4/1960

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο