Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το παιδί στο έλατο του Χριστού ( Του Φιόντoρ Ντοστογιέφσκι)

Χει­μώ­νας, πρωί. Ένα μικρό αγό­ρι ξυπνά μέσα σ’ ένα υγρό και κρύο υπό­γειο. Τουρ­του­ρί­ζει από το κρύο. Γυρί­ζει και κοι­τά­ζει τη μητε­ρού­λα του που κοι­μά­ται δίπλα σκε­πα­σμέ­νη μ’ ένα λεπτό και κου­ρε­λια­σμέ­νο πάπλω­μα. Το αγο­ρά­κι παρα­τη­ρεί την ανα­πνοή της που όσο αδύ­να­τα κι αν βγαί­νει , μόλις βγαί­νει γίνε­ται ένα άσπρο συν­νε­φά­κι και μετά διαλύεται.
Είναι άρρω­στη, και το αγο­ρά­κι, όσο μικρό και αν είναι, νοιώ­θει πως δεν πρέ­πει να την ξυπνή­σει, αν και η πεί­να του τρώ­ει τα σωθικά.
PINAKAS1
Έξω είναι γιορ­τή μεγά­λη. Ήρθαν τα Χρι­στού­γεν­να. Και γι’ αυτό όλοι οι κάτοι­κοι τού­των των υπο­γεί­ων είχαν φύγει και ακουό­ταν μόνο τα βογ­γη­τά μιας άρρω­στης γριάς καρ­φω­μέ­νης στο παλιο­κρέ­βα­το της.
PINAKAS2
Ποια τύχη άρα­γε να έφε­ρε εδώ τη νέα γυναί­κα με το αγο­ρά­κι της; Αυτή φαί­νε­ται τις μέρες αυτές ήρθε από την επαρ­χία και ξαφ­νι­κά αρρώ­στη­σε, ίσως επει­δή στο δρό­μο κρυολόγησε.

Οι ώρες περ­νούν στο υγρό υπό­γειο και το αγό­ρι κάποια στιγ­μή σηκώ­νε­ται διψα­σμέ­νο και κοντά στην πόρ­τα βρί­σκει τη στά­μνα με το νερό… πίνει και χορ­ταί­νει τη δίψα του. Ψάχνει να βρει κανέ­να κομ­μά­τι ψωμί… κάτι άλλο, ούτε καν του πέρα­σε από το νου να ζητή­σει… ήξε­ρε πως δεν θάβρι­σκε. Μα τη φορά αυτή ούτε καν ψωμί κατόρ­θω­σε να βρει.

Οι χει­μω­νιά­τι­κες μέρες είναι πολύ μικρές εδώ πέρα. Η νύχτα ξανα­πλώ­νει γρή­γο­ρα τη μαυ­ρί­λα της.

Αυτή η μαυ­ρί­λα του έσφιγ­γε τώρα την καρ­διά και το φόβι­ζε… έπει­τα η πεί­να είχε γίνει ανυ­πό­φο­ρη. Κερί δεν άνα­ψε ίσως για­τί είχε σωθεί και τούτο.

Άγγι­ξε το πρό­σω­πο της μητέ­ρας του. Περί­ερ­γο! Ήταν τόσο κρύο όσο κι ο τοί­χος. Αυτή δεν κου­νή­θη­κε… της έπια­σε το χέρι κι αυτό πιο κρύο από τον τοί­χο. Ήταν πεθαμένη.

-Τι κρύο που κάνει εδώ μέσα, σκέ­φτη­κε, τι κρύο!

Με τον αχνό του προ­σπά­θη­σε να ζεστά­νει τα δακτυ­λά­κια του και ψάχνο­ντας βρή­κε εκεί κάπου το σκού­φο του, τον έχω­σε ως τα’ αυτιά και σιγά-σιγά βγή­κε έξω, μη ξυπνή­σει την καη­μέ­νη τη μητε­ρού­λα του. Θ α έβγαι­νε πολύ νωρί­τε­ρα, αλλά μπρο­στά στη πόρ­τα του γεί­το­να ήταν ένας μεγά­λος σκύ­λος και δεν τολ­μού­σε να βγει. Τώρα ο μεγά­λος σκύ­λος έφυ­γε και το αγο­ρά­κι τρε­χά­το βγή­κε στο δρόμο.

Περ­πά­τη­σε αρκε­τά… Έπει­τα σ’ ένα σταυ­ρο­δρό­μι μπή­κε σ’ ένα πλα­τύ και κατά­φω­το δρό­μο. Θεέ μου! Τι ωραία, τι μεγά­λη πόλη! Τέτοιο πράγ­μα από τότε που γεν­νή­θη­κε δεν είχε δει ποτέ του. Εκεί κάτω, από όπου είχαν έρθει ήταν τόσο σκο­τει­νοί και στε­νοί οι δρό­μοι! Σ’ όλο το δρό­μο έβλε­πες μόνο ένα φανά­ρι κι εκεί­νο μισο­σβη­σμέ­νο! Ναι, εκεί κάτω όταν βρά­δια­ζε όλοι μαζευό­ταν στα σπί­τια τους. Πού να δει κανείς τέτοια ώρα άνθρω­πο ζωντα­νό στον δρό­μο. Μόνο τα σκυ­λιά, πολ­λά-πολ­λά σκυ­λιά, κοπά­δια ολό­κλη­ρα ούρ­λια­ζαν και γαύ­γι­ζαν όλη τη νύχτα. Μα πάλι εκεί κάτω είχαν ζέστη και τους έδι­ναν κάτι να φάνε, ενώ εδώ… Άχ! Θεού­λη μου! Μια φέτα ψωμά­κι να είχα να μην πει­νώ πια! Τι θόρυ­βος! Τι κόσμος! Τι κίνη­ση ! Τι φώτα! Μόνο να είχε κάτι να βάλει στο στο­μά­χι του… αλλά τα δάκτυ­λα του, για­τί να πονούν τώρα;

Μα τώρα του πονούν περισ­σό­τε­ρο από τα χέρια τα δακτυ­λά­κια των ποδιών του. Δεν μπο­ρεί να συμ­μα­ζέ­ψει τα δακτυ­λά­κια του, είναι τόσο κόκ­κι­να, τόσο κόκ­κι­να! Βάζει τα κλά­μα­τα κι αρχί­ζει να τρέ­χει. Πίσω από ένα μεγά­λο παρά­θυ­ρο, φωτι­σμέ­νο κι αυτό, βλέ­πει ένα άλλο δωμά­τιο. Γύρω από το γεμά­το γλυ­κί­σμα­τα τρα­πέ­ζι στέ­κο­νται τρείς κυρί­ες πλού­σια, πολύ πλού­σια ντυ­μέ­νες. Όποιος μπαί­νει μέσα του δίνουν από ένα γλύ­κι­σμα. Η πόρ­τα όλο ανοι­γο­κλεί­νει. Ο μικρός χώνε­ται κι αυτός μέσα. Μια άσχη­μη φωνή χτυ­πά στ’ αυτί του… «Χου, χου, έξω», να έτσι, όπως διώ­χνουν τα σκυ­λιά. Μια κυρία σηκώ­νε­ται γρή­γο­ρα, του δίνει ένα κέρ­μα στο χέρι και το βγά­ζει έξω. Μα για­τί τον έβγα­λαν έξω;… Πόσο τρό­μα­ξε! Το κέρ­μα πέφτει από τα χερά­κια του, για­τί τα δακτυ­λά­κια του είναι πια ξυλια­σμέ­να και δεν μπο­ρούν να το σφί­ξουν… Το κέρ­μα κατρα­κυ­λά και πέφτει από μια σχά­ρα που ήταν κοντά στη σκά­λα σ’ ένα υπόγειο.

Τρέ­χει με κλα­μέ­να μάτια… μα πού; Ούτε το ίδιο δεν ξέρει. Τρέ­χει, τρέ­χει και με τον αχνό του θέλει να ζεστά­νει τα χερά­κια του μα που να ζεστα­θούν. Να, εδώ στέ­κο­νται πολ­λοί μπρο­στά σε μια βιτρί­να και χαζεύ­ουν… Ά! Τι ωραία που είναι! Τρεις κού­κλες με κόκ­κι­να και πρά­σι­να φορέ­μα­τα κάθο­νται γύρω στο τρα­πέ­ζι σαν να ήταν ζωντα­νές… σαν να μιλού­σαν, και ένας κύριος πάλι από κερί, κρα­τά ένα βιο­λί σαν να ήταν έτοι­μος να τρα­βή­ξει το δοξά­ρι… Να είναι άρα­γε ζωντα­νό; Σκέ­πτε­ται ο μικρός και βάζει το δάκτυ­λο στο στό­μα για να λύσει αυτό το σπου­δαίο πρό­βλη­μα. Τέτοιες κού­κλες ποτέ του, μα ποτέ του δεν έτυ­χε να δει. Τα ποδα­ρά­κια του πονούν, αλλά βλέ­πει τις κού­κλες που είναι έτσι αστεί­ες και ξεχνά τα κλά­μα­τα του για να γελάσει.
PINAKAS3
Ξαφ­νι­κά του φάνη­κε πως κάποιο χέρι από πίσω του έπια­νε το ρού­χο του… Γυρί­ζει να δει κι ένα αλη­τά­κι του δρό­μου του αρπά­ζει τον σκού­φο από το κεφά­λι και φεύ­γει, αφού του δίνει μια από πίσω για να σκο­ντά­ψει και να πέσει, όπως κι έπε­σε. Οι γύρω βάζουν τις φωνές… βρί­ζουν το αλη­τά­κι εκεί­νο… μα κι αυτός τρο­μά­ζει απ’ αυτές τις άγριες φωνές, σηκώ­νε­ται από κάτω και όπου φύγει, φύγει. Θεέ μου! Τι άγριες φωνές, τι άγριες φωνές!

Που τρέ­χει; Τι ζητά; Και το ίδιο δεν ξέρει.

Κάπου εκεί βλέ­πει μια πόρ­τα ανοι­χτή πού έβγα­ζε σε μια βαθιά και σκο­τει­νή αυλή. Δε θέλει πια φώτα και κόσμο! Εδώ είναι σκο­τει­νά. Προ­χω­ρεί μέσα που είναι ακό­μα πιο σκο­τει­νά και ήσυχα.

-Εδώ είναι καλά, σκέ­πτε­ται. Κανέ­νας δε θα με βρει. Βλέ­πει στο βάθος μια στοί­βα καυ­σό­ξυ­λα και πηγαί­νει και κάθε­ται σ’ ένα ξύλο ριγ­μέ­νο κατα­γής, συμ­μα­ζεύ­ε­ται εκεί, κου­λου­ριά­ζει από το φόβο, αχ, τι φόβο, δεν τολ­μά να αναπνεύσει.

Σε λίγο του φαί­νε­ται πως έγι­νε τόσο καλά, μα πολύ καλά! Δεν πονούν τα χερά­κια του, ούτε τα ποδα­ρά­κια του και νοιώ­θει μια ευχά­ρι­στη ζέστη να χύνε­ται σ’ όλο του το σώμα, τέτοια ζέστη σα να ήταν μπρο­στά σε μια μεγά­λη θερ­μά­στρα. Τέτοια ζέστη δεν είναι νοιώ­σει άλλη φορά… το παίρ­νει ο ύπνος.

Άχ! Τι όμορ­φα είναι τώρα… «θα κοι­μη­θώ λιγά­κι», σκέ­πτε­ται, «και έπει­τα θα πάω να δω εκεί­νες τις ωραί­ες κού­κλες». Κι ένα χαμό­γε­λο στέ­κε­ται στα χλω­μά του χειλάκια.
Ακού­ει τη φωνή της μητέ­ρας του, που του τρα­γου­δά το νανού­ρι­σμα, που τόσο το αγα­πού­σε και πάντα της έλεγε:

-Τι γλυ­κό που είναι μητε­ρού­λα, πες το μου ξανά να κοι­μη­θώ! Και η μητε­ρού­λα του το ξανάλεγε.

Τώρα της λέει:

-Κοι­μή­θη­κα μητε­ρού­λα μου, μην το λες και κου­ρά­ζε­σαι… τι ωραία που κοι­μά­μαι… τι γλυ­κός ύπνος!

-Έλα λοι­πόν και συ στο Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δέν­δρο, του λέει μια γλυ­κειά μα άγνω­στη φωνή. Δεν είναι της μητέ­ρας του… είναι άλλη φωνή. Κάποιος σκύ­βει εκεί στο σκο­τά­δι και γλυ­κά τον αγκα­λιά­ζει κι αμέ­σως όλα φωτί­ζο­νται τρι­γύ­ρω του.

-Τι ωραίο Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δέντρο! Αλλά όχι δεν είναι δέντρο, είναι κάτι πολύ πιο ωραίο, που ποτέ δεν είχε δει στη ζωή παρό­μοιο όμορ­φο πράγμα.

Δεν ακού­ει από πίσω του εκεί­νες τις άγριες φωνές: «Χου, χου», σα να ήτα­νε σκυλί.

Όλα τρι­γύ­ρω του φεγ­γο­βο­λούν, όλα λάμπουν και γύρω χορεύ­ουν οι κού­κλες. Μα όχι… είναι κορι­τσά­κια κι αγο­ρά­κια ζωντα­νά, στα κάτα­σπρα ντυ­μέ­να… που έρχο­νται κοντά του, το φιλούν, το αγκα­λιά­ζουν, το παίρ­νουν μαζί τους. Η μητέ­ρα του το βλέ­πει και του χαμογελά…

-Μητέ­ρα, μητε­ρού­λα, τι ωραία που είναι εδώ!

Και στα όμορ­φα εκεί­να παι­δά­κια που το τρι­γυ­ρί­ζουν και το φιλούν κάθε­ται και τους διη­γεί­ται για τις μεγά­λες κού­κλες που είδε πίσω από τα παρά­θυ­ρα. Τα όμορ­φα παι­δά­κια το ακού­νε, γελά­νε και παί­ζου­νε μαζί του….

-Μα πώς σας λένε εσάς; Τα ρωτάει.

-Είμα­στε τα παι­δά­κια του Χρι­στού και μας έστει­λε να σε πάρου­με και σένα κοντά στο Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο του δέν­δρο, για­τί αυτός έχει πάντα ένα ωραίο μεγά­λο Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δέν­δρο για όλα τα παι­δά­κια, που στη γη δεν είχαν τέτοιο δένδρο.

Κι ο μικρός ακού­ει τα όμορ­φα παι­δά­κια να του διη­γού­νται την ιστο­ρία τους. Μια ιστο­ρία πολύ όμοια με τη δική του. Άλλα άφη­σαν τον κόσμο παγω­μέ­να, άλλα νηστι­κά, άλλα από γρο­θιές, άλλα από αρρώ­στιες, για­τί κανείς δεν τα φρόντιζε.

Τώρα, όλα τα πήρε κοντά του ο Χρι­στός και μαζί του γιορ­τά­ζουν τα Χρι­στού­γεν­να και είναι τόσο ωραία… τόσο ωραία!…

Μετά­φρα­ση- δια­σκευή: Τασ­σώ Γαΐλα

PINAKAS4

Φιό­ντορ Ντοστογιέφσκι
Ρώσος συγ­γρα­φέ­ας, μετα­φρα­στής, δημο­σιο­γρά­φος, εκδό­της και φιλό­σο­φος. Γεν­νή­θη­κε στις 11 Νοεμ­βρί­ου του 1821 στη Μόσχα και απε­βί­ω­σε σε ηλι­κία 59 ετών στις 9 Φεβρουα­ρί­ου του 1881 στη Αγία Πετρού­πο­λη. Κορυ­φαία μορ­φή της Παγκό­σμιας λογο­τε­χνί­ας ο Φιό­ντορ Ντο­στο­γιέφ­σκι δημο­σί­ευ­σε το διή­γη­μα του Το παι­δί στο έλα­το του Χρι­στού (πρω­τό­τυ­πος τίτλος: Μάλ­τσηκ ου Χρι­στά να γιόλ­κε) το 1876.

PINAKAS6

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο