Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το παράδειγμα της Γαλλίας δείχνει για τις εργασιακές σχέσεις ο ΣΕΒ και θέτει ζήτημα εργοδοτικών εισφορών

Δεν μπο­ρεί να κρύ­ψει τη χαρά του ο ΣΕΒ για την εργα­σια­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση στη Γαλ­λί­ας και σπεύ­δει να προ­κα­τα­λά­βει κάθε σκέ­ψη για επα­να­φο­ρά των εργα­σια­κών σχέ­σε­ων σε προ κρί­σης  ισχύ­ο­ντα. Εστιά­ζει στις συλ­λο­γι­κές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις και στο Ασφα­λι­στι­κό. Ουσια­στι­κά δεί­χνει στο ντό­πιο πολι­τι­κό προ­σω­πι­κό το παρά­δειγ­μα του Μακρόν και ξεκό­βει κάθε κου­βέ­ντα για βελ­τί­ω­ση (πολύ δε περισ­σό­τε­ρο απο­κα­τά­στα­ση) των εργα­σια­κών δικαιω­μά­των των Ελλή­νων εργαζομένων.

«Απο­μέ­νει, να απο­δει­χθεί πόσο εύκο­λα μπο­ρεί να αλλά­ξει ένα από τα πιο σκλη­ρο­πυ­ρη­νι­κά συστή­μα­τα εργα­σια­κών σχέ­σε­ων στην Ευρώ­πη (μαζί με εκεί­να της Ιτα­λί­ας, της Πορ­το­γα­λί­ας και της Ελλά­δας πριν την κρί­ση)», τονί­ζει ο ΣΕΒ στο εβδο­μα­διαίο δελ­τίο οικο­νο­μι­κών εξε­λί­ξε­ων, ανα­φε­ρό­με­νος στη γαλ­λι­κή εργα­τι­κή νομο­θε­σία, με αφορ­μή την επί­σκε­ψη του Προ­έ­δρου της Γαλ­λί­ας Εμμα­νου­έλ Μακρόν στην Αθήνα.

Σύμ­φω­να με τον ΣΕΒ η μεταρ­ρύθ­μι­ση των εργα­σια­κών σχέ­σε­ων στη Γαλ­λία περιλαμβάνει:

α) οι συλ­λο­γι­κές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για μισθούς και απα­σχό­λη­ση να απο­κε­ντρω­θούν προς το κλαδικό/ επι­χει­ρη­σια­κό επίπεδο

β) οι απευ­θεί­ας δια­πραγ­μα­τεύ­σεις μετα­ξύ εργο­δο­τών και εργα­ζο­μέ­νων στις μικρο­με­σαί­ες επι­χει­ρή­σεις κάτω των 50 εργα­ζο­μέ­νων (55% των εργα­ζο­μέ­νων και 95% των γαλ­λι­κών επι­χει­ρή­σε­ων) να γίνο­νται από εκλεγ­μέ­νους εκπρο­σώ­πους των εργα­ζο­μέ­νων που δεν προ­έρ­χο­νται από τα εργα­τι­κά συν­δι­κά­τα σε εθνικό/κλαδικό επίπεδο

γ) στις μεγα­λύ­τε­ρες επι­χει­ρή­σεις (άνω των 50 εργα­ζο­μέ­νων), όπου είναι υπο­χρε­ω­τι­κή η συμ­με­το­χή εκπρο­σώ­πων των εργα­ζο­μέ­νων στη διοί­κη­ση, να απλο­ποι­η­θεί ο κοι­νω­νι­κός διά­λο­γος με τη συγ­χώ­νευ­ση του συμ­βου­λί­ου εργα­σιών και των επι­τρο­πών για υγιει­νή και ασφά­λεια (στα οποία συμ­με­τέ­χουν και οι εργα­ζό­με­νοι) σε ένα κεντρι­κό φορέα, μειώ­νο­ντας έτσι το κόστος λειτουργίας

δ) η ελά­χι­στη διάρ­κεια και η συχνό­τη­τα ανα­νέ­ω­σης των ατο­μι­κών συμ­βά­σε­ων εργα­σί­ας ορι­σμέ­νου χρό­νου να μην καθο­ρί­ζο­νται πλέ­ον από τη νομο­θε­σία, οι ρυθ­μί­σεις της οποί­ας δεν εμπό­δι­ζαν την κατα­χρη­στι­κή εφαρ­μο­γή τους στην αγο­ρά εργα­σί­ας, αλλά να δια­μορ­φώ­νο­νται σε ομοιο­ε­παγ­γελ­μα­τι­κό επί­πε­δο, και

ε) οι απο­λύ­σεις να διευ­κο­λυν­θούν με την εισα­γω­γή ανώ­τα­των και κατώ­τα­των ορί­ων στην απο­ζη­μί­ω­ση που επι­δι­κά­ζε­ται από τα δικα­στή­ρια επί­λυ­σης εργα­τι­κών δια­φο­ρών, που πολ­λές φορές είναι υπέ­ρο­γκες και αστάθ­μη­τες. Οι ρυθ­μί­σεις, που θα αφο­ρούν όχι μόνο τις νέες αλλά και τις παλαιές συμ­βά­σεις, περι­λαμ­βά­νουν μια καθο­ρι­σμέ­νη κλί­μα­κα απο­ζη­μιώ­σε­ων που ξεκι­νά με 3 μηνιαί­ους μισθούς για κάθε 2 χρό­νια απασχόλησης.

Επί­σης, οι μεταρ­ρυθ­μί­σεις θα αλλά­ξουν τον τρό­πο χορή­γη­σης των επι­δο­μά­των ανερ­γί­ας και θα ενι­σχύ­σουν το σύστη­μα επαγ­γελ­μα­τι­κής κατάρ­τι­σης των εργα­ζο­μέ­νων. Και στους δύο αυτούς τομείς, που χρη­μα­το­δο­τού­νται με χορη­γί­ες προς τα συν­δι­κά­τα ύψους Euro 34 δισ. και Euro 30 δισ. ετη­σί­ως αντι­στοί­χως, τα συν­δι­κά­τα παί­ζουν πρω­τεύ­ο­ντα ρόλο στη δια­χεί­ρι­ση των σχε­τι­κών πόρων, που είναι μέρος και της χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κής τους ισχύ­ος. Τα επι­δό­μα­τα ανερ­γί­ας, εν προ­κει­μέ­νω, δε θα δια­νέ­μο­νται πλέ­ον από τα εργα­τι­κά συν­δι­κά­τα αλλά από το κρά­τος, ώστε να επε­κτα­θούν σε όλες τις κατη­γο­ρί­ες των εργα­ζο­μέ­νων, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των αγρο­τών και των αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νων, καθώς και αυτών που απο­χω­ρούν εθε­λο­ντι­κά προς ανα­ζή­τη­ση νέας εργασίας.

Ανα­φε­ρό­με­νος στο ελλη­νι­κό σύστη­μα ο ΣΕΒ επι­ση­μαί­νει πως η επα­να­φο­ρά εργα­σια­κών ρυθ­μί­σε­ων που ίσχυαν πριν την κρί­ση δεν πρό­κει­ται να οδη­γή­σει σε έξο­δο από την ύφεση.

Θα οδη­γή­σουν, αντι­θέ­τως, σε δυσκο­λό­τε­ρη επί­τευ­ξη διε­θνούς αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας, σε απώ­θη­ση ξένων επεν­δύ­σε­ων, με δυσμε­νείς επι­πτώ­σεις για το μέλ­λον της οικο­νο­μί­ας μας.

‘Ενα «νέο modus vivendi στις εργα­σια­κές σχέ­σεις, ώστε η χώρα να μην επα­να­λά­βει τα αδιέ­ξο­δα των εργα­σια­κών πρα­κτι­κών του παρελ­θό­ντος» χρειά­ζε­ται, σύμ­φω­να με τον ΣΕΒ, ο οποί­ος υπο­γραμ­μί­ζει την «σημα­σία ενός ευέ­λι­κτου και απο­τε­λε­σμα­τι­κού μίγ­μα­τος συλ­λο­γι­κών δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων για το μέλ­λον της εργασίας».

Η αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα σε μαζι­κό επί­πε­δο δεν προ­κύ­πτει με κάποιο μαγι­κό τρό­πο από δημό­σια προ­γράμ­μα­τα τόνω­σης της αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας επι­λέ­ξι­μων μικρο­με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων, αναφέρει.

Προ­κύ­πτει από μεγά­λες επι­χει­ρη­μα­τι­κές επεν­δύ­σεις και επεν­δύ­σεις υπο­δο­μών, που για να ανα­λη­φθούν χρειά­ζε­ται ένα φιλι­κό προς την επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα και την κερ­δο­φο­ρία περιβάλλον.

Το τελευ­ταίο είναι συνάρ­τη­ση των διαρ­θρω­τι­κών μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων ενθάρ­ρυν­σης του αντα­γω­νι­σμού στην οικο­νο­μία και απε­λευ­θέ­ρω­σης των αγο­ρών. Σημα­ντι­κή συνει­σφο­ρά στην προ­σπά­θεια αυτή έχει η ρύθ­μι­ση της αγο­ράς εργασίας.

Όπως σημειώ­νει, οι κοι­νω­νι­κοί εταί­ροι, λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη τις πρα­κτι­κές σε άλλες χώρες, όπως κατα­γρά­φο­νται από τον ΟΟΣΑ και παρου­σιά­ζο­νται στο σημε­ρι­νό δελ­τίο, πρέ­πει να βρουν ένα νέο modus vivendi στις εργα­σια­κές σχέ­σεις, ώστε η χώρα να μην επα­να­λά­βει τα αδιέ­ξο­δα των εργα­σια­κών πρα­κτι­κών του παρελ­θό­ντος που συνέ­βα­λαν στην κρί­ση που μας έφε­ρε στη σημε­ρι­νή δυσμε­νή κατάσταση.

Στη χώρα μας το σύστη­μα συλ­λο­γι­κών δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων που ίσχυε πριν την κρί­ση αγνο­ού­σε την ανα­γκαία δια­σύν­δε­ση της μακρο­χρό­νιας εξέ­λι­ξης των μισθών με την εξέ­λι­ξη της παρα­γω­γι­κό­τη­τας, και την αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα των κλά­δων των διε­θνώς εμπο­ρευ­σί­μων αγα­θών και υπηρεσιών.

Ο τρό­πος καθο­ρι­σμού των μισθών είχε σημα­ντι­κές αρνη­τι­κές επι­δρά­σεις στην ευε­λι­ξία των μισθών σε επι­χει­ρη­σια­κό επί­πε­δο, και ως εκ τού­του, την αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα, τις επεν­δύ­σεις και την απα­σχό­λη­ση στην ελλη­νι­κή οικονομία.

Ουσια­στι­κά, οι κλα­δι­κές ή ομοιο­ε­παγ­γελ­μα­τι­κές συλ­λο­γι­κές συμ­βά­σεις, σε συν­δυα­σμό με την επέ­κτα­ση, επέ­βα­λαν κατώ­τα­τους μισθούς σε ολό­κλη­ρους κλά­δους ή επαγ­γέλ­μα­τα, εμπο­δί­ζο­ντας την απο­τε­λε­σμα­τι­κή προ­σαρ­μο­γή στη συγκυ­ρία των επι­χει­ρή­σε­ων που δεν είχαν ισχυ­ρά θεμε­λιώ­δη μεγέθη.

Η μόνη διέ­ξο­δος για αυτές ήταν η μεί­ω­ση της απα­σχό­λη­σης και η αδή­λω­τη εργα­σία, με απο­τέ­λε­σμα τη στα­δια­κή δια­μόρ­φω­ση υψη­λής διαρ­θρω­τι­κής ανερ­γί­ας στη χώρα μας, ειδι­κό­τε­ρα στη νεό­τε­ρη γενιά.
Η αγο­ρά εργα­σί­ας έχει απε­λευ­θε­ρω­θεί τα τελευ­ταία χρό­νια απο­σπα­σμα­τι­κά, αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση.

Δεν είναι τυχαία η ανά­καμ­ψη της απα­σχό­λη­σης από το 2012 και μετά, όταν μειώ­θη­κε ο κατώ­τα­τος μισθός και διευ­κο­λύν­θη­καν πιο ευέ­λι­κτες μορ­φές απα­σχό­λη­σης, ώστε να αντι­με­τω­πι­σθεί η λαί­λα­πα της ύφε­σης, που προ­ήλ­θε όχι μόνο από την τερά­στια δημο­σιο­νο­μι­κή προ­σαρ­μο­γή, αλλά και τον τρό­πο που αυτή επι­χει­ρή­θη­κε μέσω της υπερ­φο­ρο­λό­γη­σης των επι­χει­ρή­σε­ων και της εργασίας.

Από την άλλη πλευ­ρά, σε ένα εξαι­ρε­τι­κά δυσμε­νές υφε­σια­κό περι­βάλ­λον, το άμε­σο απο­τέ­λε­σμα της μεγα­λύ­τε­ρης ευε­λι­ξί­ας στην αγο­ρά εργα­σί­ας ήταν η εμφά­νι­ση αθέ­μι­των μορ­φών αδή­λω­της εργα­σί­ας, με την de facto παρά­καμ­ψη ακό­μη και αυτού του μειω­μέ­νου επι­πέ­δου του κατώ­τα­του μισθού, σε μια προ­σπά­θεια επι­βί­ω­σης των μικρών, κυρί­ως, επι­χει­ρή­σε­ων που πλήτ­το­νταν δυσα­νά­λο­γα από την κρί­ση και την υπερφορολόγηση.

Εάν απο­κα­τα­στα­θούν οι συν­θή­κες βιώ­σι­μης ανά­πτυ­ξης και αυξη­θεί η ζήτη­ση για εργα­σία, οι επι­χει­ρή­σεις θα αρχί­σουν να προ­σφέ­ρουν υψη­λό­τε­ρους μισθούς και καλύ­τε­ρους όρους εργα­σί­ας ώστε να εξα­σφα­λί­σουν τις απαι­τού­με­νες εξει­δι­κεύ­σεις και, έτσι, στα­δια­κά, θα «ομα­λο­ποι­η­θεί» η αγο­ρά εργασίας.

Εάν, όμως η ανα­πτυ­ξια­κή δια­δι­κα­σία εκτρο­χια­σθεί, τότε καμία επα­να­φο­ρά του κατώ­τα­του μισθού σε υψη­λό­τε­ρα επί­πε­δα ή ο εξα­να­γκα­σμός των επι­χει­ρή­σε­ων να πλη­ρώ­νουν μισθούς πέραν των δυνα­το­τή­των τους με βάση συλ­λο­γι­κές συμ­βά­σεις εργα­σί­ας σε κλαδικό/εθνικό επί­πε­δο, δεν πρό­κει­ται να δημιουρ­γή­σουν θέσεις εργα­σί­ας και φορο­λο­γι­κά έσοδα.

Πρέ­πει να γίνει κατα­νοη­τό ότι η «εργα­σια­κή ζού­γκλα» στην απα­σχό­λη­ση δεν ευθύ­νε­ται για την ύφε­ση της οικο­νο­μί­ας, αντί­θε­τα προ­ϋ­πήρ­χε της κρί­σης και εντά­θη­κε από τη μακρο­χρό­νια ύφεση.

Συνε­πώς, η επα­να­φο­ρά εργα­σια­κών ρυθ­μί­σε­ων που ίσχυαν πριν την κρί­ση δεν πρό­κει­ται να οδη­γή­σουν σε έξο­δο από την ύφεση.

Θα οδη­γή­σουν, αντι­θέ­τως, σε δυσκο­λό­τε­ρη επί­τευ­ξη διε­θνούς αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας, σε απώ­θη­ση ξένων επεν­δύ­σε­ων, με δυσμε­νείς επι­πτώ­σεις για το μέλ­λον της οικο­νο­μί­ας μας.

Υπο­στη­ρί­ζει τέλος ότι το ασφα­λι­στι­κό πρό­βλη­μα παρα­μέ­νει ανε­πί­λυ­το και ροκα­νί­ζει το δια­θέ­σι­μο εισό­δη­μα των εργα­ζο­μέ­νων, επι­βα­ρύ­νο­ντας υπέρ­με­τρα τον κόσμο της εργα­σί­ας με απα­ρά­δε­κτα υψη­λές και μη αντα­πο­δο­τι­κές ασφα­λι­στι­κές εισφορές.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο