Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Το παρελθόν κρατά  πολύ»: η λογοτεχνική «πράξη» του Αλέκου Χατζηκώστα

Γρά­φει ο Σίμος Ανδρο­νί­δης* //

«Είναι η σιω­πή που λάμνει στα νερά προς μαύ­ρο του κυπα­ρισ­σιού και πέτρας της αμνή­μο­νος» (Χρή­στος Μπου­λώ­της, «Η ΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ» ΤΟΥ ΒΟCKLIN). 

biblioΟ εκδό­της και δημο­σιο­γρά­φος της εφη­με­ρί­δας ‘Η άλλη άπο­ψη’ Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας, συνε­χί­ζει την δική του ‘πλο­ή­γη­ση’ στο λογο­τε­χνι­κό γίγνε­σθαι, αυτήν την φορά με το μυθι­στό­ρη­μα ‘Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ’. Έχουν προη­γη­θεί το συμβολικό-‘πραγματικό’  ‘Δυτι­κά του Αλιάκ­μο­να’ και η πολύ­ση­μη ‘Σχε­δία Μνή­μης’. Το νέο του μυθι­στό­ρη­μα ‘διαρ­κεί πολύ’.

Με βιω­μα­τι­κές ανα­φο­ρές, με μία εν γένει ιδε­ο­λο­γι­κή σκευή που ενυ­πάρ­χει στα πρό­σω­πα και στις ζωές τους, ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας, κινεί για την δημιουρ­γία ενός μείγ­μα­τος λέξε­ων και σημα­σιών, για τη σύζευ­ξη-συνάρ­θρω­ση αντι­θε­τι­κών ταυ­το­τή­των, για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση ενός σπι­νου­ζι­κού πει­ρά­μα­τος, που τον εγκι­βω­τί­ζει στο ‘χώρο’ ενός καθρέ­φτη που αφή­νει να πέφτουν ιστο­ρί­ες, τυπι­κές & άτυ­πες συνά­μα, ιστο­ρί­ες που κατα­λή­γουν βαθιά, ιστο­ρί­ες «απεί­ρα­χτες & ανέγ­γι­χτες»: και το πεί­ρα­μα του; να τις κατα­στή­σει ορα­τές, να τις ψηλα­φή­σει και γνω­ρί­σει και ο ίδιος, να τις βγά­λει από την «αρχαία σκου­ριά» για να δανει­στού­με και τον τίτλο του κλα­σι­κού βιβλί­ου της Μάρως Δούκα.

Ο τίτλος προσ­διο­ρί­ζε­ται νοη­μα­τι­κά, δίδει στο­χεύ­σεις, νοη­μα­το­δο­τεί τον ίδιο το χρό­νο, εναλ­λασ­σό­με­νος με τη γνω­στή ρήση του Γάλ­λου μαρ­ξι­στή φιλο­σό­φου Λουί Αλτου­σέρ: ‘το μέλ­λον διαρ­κεί πολύ’.  Ο χρό­νος δεν στα­μα­τά, αλλά συμπυ­κνώ­νε­ται. Στο μυθι­στό­ρη­μα του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα, «ανα­κα­λεί­ται» & «προ­σκα­λεί­ται» ως μνή­μη ανοι­χτή και ως ιστο­ρι­κό­τη­τα (στην ιστο­ρία, πολ­λές φορές, η ίδια η πρά­ξη συμ­βο­λο­ποιεί­ται), ως ‘τραυ­μα­τι­κή’ συνεί­δη­ση που εγγί­ζει τον συγκαι­ρι­νό κρι­σια­κό χρόνο.

Ο πρω­τα­γω­νι­στής, το αενά­ως κινού­με­νο σύμ­βο­λο, ασκεί το επάγ­γελ­μα του δημο­σιο­γρά­φου, ενός χώρου που βιώ­νει με έντο­νο τρό­πο τις συνέ­πειες της βαθιάς κρί­σης του ελλη­νι­κού κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού σχη­μα­τι­σμού. Όντας η «ενσάρ­κω­ση» μίας κρί­σης που εμβα­θύ­νει, προ­κα­λώ­ντας κοι­νω­νι­κές-ταξι­κές μετα­βο­λές, ο δημο­σιο­γρά­φος προ­σφέ­ρει & δίνει, ‘εργα­λειο­ποιεί’ την ίδια την έννοια του «κρυ­φού» (και επώ­δυ­νου) συμ­βι­βα­σμού: ‘δομι­κή’ προ­σαρ­μο­γή ένα­ντι από­λυ­σης, ‘κάτι’ που, την ίδια στιγ­μή, δει­κνύ­ει και αντα­να­κλά τα μικρά και μεγά­λα συμ­βά­ντα της οικο­νο­μι­κής κρί­σης[1], τις επί τα χεί­ρω μετα­βο­λές στο πεδίο των εργα­σια­κών σχέ­σε­ων, μετα­βο­λές που ‘εγκι­βω­τί­ζο­νται’ στον πυρή­να και στον ‘τρό­πο’ λει­τουρ­γί­ας του κεφα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που παραγωγής.

Ο συγ­γρα­φέ­ας απο­δί­δει την όλη στιγ­μή παρα­στα­τι­κά: «Μα είναι Κυρια­κή» τόλ­μη­σε να ψελ­λί­σει, θέλο­ντας να δια­σώ­σει κάτι από τη χαμέ­νη του αξιο­πρέ­πεια. Μία αξιο­πρέ­πεια που είχε χάσει από τότε που σκύ­βο­ντας το κεφά­λι και μπρο­στά στον κίν­δυ­νο της από­λυ­σης, είχε υπο­γρά­ψει την ατο­μι­κή σύμ­βα­ση εργα­σί­ας πετώ­ντας στο καλά­θι των αχρή­στων δικαιώ­μα­τα ετών».[2]

Αυτή η ‘βου­βή’ στιγ­μή, αυτή η «σιω­πη­λή» απο­δο­χή, αντα­να­κλά­ται αλη­θι­νά στο κοι­νω­νι­κό γίγνε­σθαι, ανα­πα­ρι­στά μία κοι­νω­νι­κή ανο­μοιο­γέ­νεια: η εργο­δο­τι­κή συνέ­χεια πάνω στο αντι­κεί­με­νο της εργα­σί­ας ήτοι η απο­δο­χή της Κυρια­κά­τι­κης εργα­σί­ας λόγω εκτά­κτου γεγο­νό­τος απο­τε­λεί το αντε­στραμ­μέ­νο  ‘είδω­λο’ της τομής (έτσι όπως βιώ­νε­ται και από τον εργα­ζό­με­νο): της ατο­μι­κής σύμ­βα­σης, της αλλα­γής των υλι­κών συν­θη­κών, της υπο­κει­με­νι­κής ζωής, το ίδιο το όριο της δυνη­τι­κής απόλυσης.

Και όμως, αυτή η «χαμέ­νη αξιο­πρέ­πεια» υπάρ­χει, ή ανα­συ­γκρο­τεί­ται, ανα­τρέ­πει και ‘διεμ­βο­λί­ζει’ ένα παρελ­θόν που παρήλ­θε αλλά ‘κρα­τά ως συνειρ­μός και μνή­μη, και ένα παρόν (ιστο­ρι­κός χρό­νος) που απο­κα­λύ­πτει & απο­κα­λύ­πτε­ται. Η εξέ­λι­ξη της πλο­κής εξε­λίσ­σει και τον πρω­τα­γω­νι­στή-δημο­σιο­γρά­φο, τον καθι­στά τον «πυρο­δό­τη» ιστο­ριών που τέμνο­νται, ανα­πτύσ­σο­νται, που εγγί­ζουν ένα παρελ­θο­ντι­κό πλαί­σιο που όχι μόνο ‘κρα­τά πολύ’ αλλά ‘πονεί’ πολύ και ‘χωρά’ πολλούς.

Ένα τρο­χαίο που προ­κα­λεί τον θάνα­το ενός επι­φα­νούς οικο­νο­μι­κού παρά­γο­ντα της περιο­χής. Ο δημο­σιο­γρά­φος που σπεύ­δει στον τόπο του ατυ­χή­μα­τος, που καλεί­ται από τον εργο­δό­τη του να συντά­ξει εκ νέου την ζωή και την προ­σφο­ρά του θανό­ντος, πατέ­ρα και του τοπι­κού βου­λευ­τή της συντη­ρη­τι­κής παρά­τα­ξης, Ανδρέα Χαρίτογλου.

Με λογο­τε­χνι­κό «όπλο» μία αστυ­νο­μι­κή πλο­κή που δια­τρέ­χει την όλη ιστο­ρία και εξε­λίσ­σε­ται παράλ­λη­λα με τις θεμε­λιώ­δεις εκφάν­σεις της, με την τεχνι­κή της αφή­γη­σης που χωρί­ζει σε επι­μέ­ρους κεφά­λαια και ρέει, απλά και πολ­λές φορές ‘κυνι­κά’, ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας συγκρο­τεί τους χαρα­κτή­ρες που δρουν εντός του πεδί­ου δρά­σης του πρω­τα­γω­νι­στή, δια­με­σο­λα­βεί τις πολ­λα­πλές απο­λή­ξεις της ιστο­ρί­ας, της ιστο­ρί­ας που λει­τουρ­γεί και ως πεδίο κατά­θε­σης ταυ­το­τή­των, «ανα­σύ­ρει» &  απο­κρυ­σταλ­λώ­νει υπό­γειες και ρητές συγκρού­σεις, προσ­διο­ρί­ζει, θα λέγα­με κεντρι­κά, το βίω­μα της ναζι­στι­κής φρι­κτής θανα­το­πο­λι­τι­κής: την εξό­ντω­ση των Εβραϊ­κών κοι­νο­τή­των που ενυ­πήρ­χαν στον ελλα­δι­κό χώρο, από τις ναζι­στι­κές κατο­χι­κές αρχές.

Η μετα­φο­ρά τους στα στρα­τό­πε­δα θανά­του και άρσης της θεμε­λιώ­δους ανθρώ­πι­νης υπο­κει­με­νο­ποί­η­σης, η μη από­δο­ση των περιου­σιών σε όσους κατά­φε­ραν να επι­στρέ­ψουν συνι­στά ένα ‘παρελ­θόν που κρα­τά πολύ’, ένα ιστο­ρι­κό ‘τραύ­μα’ που συναι­ρεί μνή­μες και μνή­μες θανά­του, ένα ίδιον και από­λυ­το χάσμα της ιστορίας.

Και ακού­γε­ται ως βαθιά συνή­χη­ση, η γρα­φή του Πρί­μο Λέβι για το στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης-θανά­τω­σης του Άου­σβιτς: «Όταν τελειώ­σα­με, ο καθέ­νας έμει­νε στη γωνιά του. Χωρίς να τολ­μά­με να κοι­τά­ξου­με ο ένας τον άλλον.  Δεν έχου­με καθρέ­φτη να δού­με το πρό­σω­πο μας, αλλά ο καθρέ­φτης βρί­σκε­ται απέ­να­ντι μας, η όψη μας αντα­να­κλά­ται σε εκα­τό μελα­νια­σμέ­να πρό­σω­πα, σε εκα­τό ρυπα­ρές και αξιο­θρή­νη­τες μαριο­νέ­τες. Μετα­μορ­φω­θή­κα­με ήδη σε φαντά­σμα­τα, σαν εκεί­να που είδα­με χθες».[3]

Μία γρα­φή ‘πρι­σμα­τι­κή’ και ‘φασμα­τι­κή’ για την ύπαρ­ξη των ανθρώ­πι­νων «φαντα­σμά­των». Για την προ­σπά­θεια επι­βί­ω­σης και για την φυσι­κή εξό­ντω­ση, εκεί όπου όλα κατευ­θύ­νο­νται προς την «από­λυ­τη απε­δα­φο­ποί­η­ση» του Jacques Derrida.

Δια­θέ­το­ντας ως στή­ριγ­μα τις διη­γή­σεις του κομ­μου­νι­στή Αντώ­νη Κατσο­γιάν­νη, (το πρό­σω­πο της αρι­στε­ρής-κομ­μου­νι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας, της ‘ανε­ξά­ντλη­της’ ελπί­δας που ακου­μπά τα προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα και στις στιγ­μές του συγ­γρα­φέα, είναι η ‘άλλη διά­στα­ση του χωριού, που, απο­δο­μεί το ‘μύθο’ έτσι όπως τον γνω­ρί­ζουν οι συγ­χω­ρια­νοί του), που απο­τε­λεί την επι­το­μή της φορ­τι­σμέ­νης δι-ιστο­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, και την κατο­πι­νή και ερω­τι­κή βοή­θεια μίας όμορ­φης συμ­βο­λαιο­γρά­φου, της Ολυ­μπί­ας Ορφα­νο­πού­λου,  ο δημο­σιο­γρά­φος με το «δαι­μό­νιο» του, ανα­ζη­τά, εμβα­θύ­νει, ανα­σύ­ρει τα ίχνη των ιδε­ο­λο­γι­κών και πρα­κτι­κών παρεμ­βά­σε­ων της εξου­σια­στι­κής κυβερ­νο­λο­γι­κής ( για να θυμη­θού­με και τον Foucault).

Το παρα­κά­τω από­σπα­σμα δια­κρί­νε­ται για τη συντρι­πτι­κή παρά­θε­ση αντι­νο­μιών, για την πρό­θε­ση και την πρά­ξη ενός εκ νέου θανά­του, για την πολι­τι­σμι­κή απο­στέ­ρη­ση της χώρας από έναν « κοι­νω­νι­κό-πολι­τι­σμι­κό πλού­το», για τη εν πολ­λοίς βίαιη από­σπα­ση-απο­συ­σχέ­τι­ση από το «κοι­νό» Εβραϊ­κό περιβάλλον.

Είναι η ίδια η κοι­νω­νι­κή γλώσ­σα της κρα­τι­κής εξου­σί­ας: «Οι ιδιο­κτη­σί­ες, (σ.σ: οι Εβραϊ­κές) σύμ­φω­να με την επί­ση­μη θέση της κατο­χι­κής δωσί­λο­γης «κυβέρ­νη­σης», δημεύ­τη­καν από το ελλη­νι­κό κρά­τος και θα απο­δί­δο­νταν σε άστε­γους, πρό­σφυ­γες και άνερ­γους. Οι κυρί­ως ευνοη­μέ­νοι, είναι οι πατε­ντα­ρι­σμέ­νοι δωσί­λο­γοι, οι γερ­μα­νο­ντυ­μέ­νοι, οι επι­φα­νείς ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες. Άθλια υπο­κεί­με­να και καθάρ­μα­τα που όταν μυρί­στη­καν την απο­χώ­ρη­ση των Γερ­μα­νών, τον Οκτώ­βριο του 1944, πού­λη­σαν τις περιου­σί­ες που κατα­χρά­στη­καν με τις ευλο­γί­ες των Γερ­μα­νών και την κοπά­νι­σαν με τα λύτρα του αίμα­τος, μαζί με την Βέρ­μαχτ, κάποιοι περ­νώ­ντας το υπό­λοι­πο του βίου τους στην κοι­τί­δα του χιλιό­χρο­νου Ράιχ ως Γερ­μα­νοί πολί­τες! Ωστό­σο, οι αγο­ρα­στές που από­κτη­σαν τις ιδιο­κτη­σί­ες από τους παρα­πά­νω με χρυ­σές λίρες, συμ­βό­λαια και έγκυ­ρες μετα­βι­βά­σεις, μετέ­γρα­ψαν τα Εβραϊ­κά ακί­νη­τα, με σκο­πό να προ­στα­τεύ­σουν τις ιδιο­κτη­σί­ες από την ενδε­χό­με­νη μετα­πο­λε­μι­κή διεκ­δί­κη­ση».[4]

Με το πάθος του ιστο­ρι­κού που μελε­τά τα Γενι­κά αρχεία του κρά­τους, ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας, δημο­σιο­γρά­φος-ιστο­ρι­κός, προσ­δί­δει στον πρω­τα­γω­νι­στή του, τα ‘εργα­λεία’ ώστε να προ­σεγ­γί­σει την αχλή του ιστο­ρι­κού χρό­νου, πτυ­χώ­σεις μίας ιστο­ρί­ας «αφα­νούς», ‘κρυμ­μέ­νης’ κάτω από δρό­μους, οικί­ες, οδο­δεί­κτες, μία ιστο­ρί­ας της υφαρ­πα­γής του ‘εαυ­τού’. Mία πραγ­μα­τι­κή ‘φασμα­τι­κή’ γραμ­μή υπάρξεων.

Ο δημο­σιο­γρά­φος, με βασι­κή βοη­θό τη συμ­βο­λαιο­γρά­φο, ανα­συ­γκρο­τεί την βασι­κή ύπαρ­ξη του Γεωρ­γί­ου Χαρί­το­γλου, ο οποί­ος «οικειο­ποιεί­ται» Εβραϊ­κές ιδιο­κτη­σί­ες, εκκι­νώ­ντας το «χτί­σι­μο» της προ­σω­πι­κής του περιουσίας.

Πρό­σω­πο «μυθι­κό» για τους συντο­πί­τες του, (στον Άγιο Γεώρ­γιο[5] και στο νομό) χάριν των πολ­λών δωρε­ών του, στις πραγ­μα­τι­κές του δια­στά­σεις  για τον δημο­σιο­γρά­φο, ο Γεώρ­γιος Χαρί­το­γλου ‘ενσαρ­κώ­νει’ το κατε­ξο­χήν πνεύ­μα της γρή­γο­ρης αναρ­ρί­χη­σης, το οποίο ανα­ζη­τεί προ­σβά­σεις στο μάκρο- ‘σωμα­τι­δια­κό’ πεδίο  του κρά­τους, δια­πλε­κό­με­νο με τις εκφάν­σεις μίας μετα­πο­λε­μι­κής (και της μετα­πο­λι­τευ­τι­κής)  κρα­τι­κής εξου­σί­ας του ιδε­ο­λο­γι­κού (και όχι μόνο) αποκλεισμού.

Όταν  οι «ευκαι­ρί­ες» και οι «προ­σβά­σεις» συνα­ντούν την πολι­τι­κή ανα­γκαιό­τη­τα, παρά­γο­νται και ανα­πα­ρά­γο­νται τοπι­κές άρχου­σες τάξεις, ή με άλλα λόγια δια­τυ­πω­μέ­νο, ‘τοπι­κές μίκρο-εξου­σί­ες’, απο­τυ­πώ­σεις ενός για πολ­λούς, «μνη­μειώ­δους» περά­σμα­τος στην οικο­νο­μι­κή εξου­σία και ισχύ. Ποιος θα μπο­ρού­σε να είναι ο Γεώρ­γιος Χαρί­το­γλου, η ισχύς του οποί­ου ακου­μπά στο γιο του σαν ‘βάρος’, διε­ρω­τά­ται ο Αλέ­κος Χατζηκώστας;

Είναι το ένα και τα πολ­λά πρό­σω­πα της ιστο­ρί­ας της χώρας, ατο­μι­κής & συλ­λο­γι­κής, που, δεί­κνυε ευκαι­ρί­ες, όταν για τους πολ­λούς έτε­ρους, σήμαι­νε θάνα­το και απο­κλει­σμό. Η πολι­τι­κή τέχνη της ευκαι­ρί­ας, η συνάρ­θρω­ση τοπι­κού παρα­γο­ντι­σμού και εξου­σια­στι­κών σκο­πι­μο­τή­των. Έχου­με να κάνου­με με τη δια­δι­κα­σία της πρω­ταρ­χι­κής συσ­σώ­ρευ­σης δια της υφαρ­πα­γής γης-περιου­σιών. Η απο­ξέ­νω­ση των Εβραϊ­κών κοι­νο­τή­των γίνε­ται εκ νέου έτε­ρη, ‘σκλη­ρή’ και περιε­χο­με­νι­κή.  Και όλα προχωρούν.

Ο πρω­τα­γω­νι­στής, μέσα στην ιστο­ρι­κή αλλά και συγκαι­ρι­νή περι­δί­νη­ση γνω­ρί­ζει τον έρω­τα στο πρό­σω­πο της όμορ­φης και έξυ­πνης συμ­βο­λαιο­γρά­φου. Και ο έρω­τας, μία μηχα­νι­κή απρό­βλε­πτη, «κυλά» και εξε­λίσ­σε­ται, άλλο­τε αργά, επώ­δυ­να, άλλο­τε ανυ­πό­μο­να και γρή­γο­ρα, συγκρο­τώ­ντας τον ολο­κλη­ρω­μέ­νο εαυ­τό, τη στιγ­μή της έκρη­ξης-επα­νά­στα­σης, ανα­τρέ­πο­ντας δεδο­μέ­να της ιστο­ρί­ας. Η συμ­βο­λαιο­γρά­φος κινεί, ελπί­ζει και προσ­δο­κά, απο­τε­λεί «προ­ϊ­όν» της συγκε­κρι­μέ­νης πολι­τι­κο­ποί­η­σης που παρή­γα­γε η δια­χεί­ρι­ση της καπι­τα­λι­στι­κής κρίσης.

Ο έρω­τας είναι η ίδια η δια­δι­κα­σία που «κυλά» στις φλέ­βες του  δημο­σιο­γρά­φου, άλλο­τε ατε­λής και τώρα ολο­κλη­ρω­μέ­νος, σε συνάρ­τη­ση με μία ολο­κλή­ρω­ση που δίδε­ται μαε­στρι­κά από τον Αλέ­κο Χατζη­κώ­στα: όχι ως λύτρω­ση αλλά ως σκλη­ρή, επώ­δυ­νη και βιω­μα­τι­κή (εν πολ­λοίς και συναι­σθη­μα­τι­κή) αλή­θεια. Όλα απο­κα­λύ­πτο­νται, όπως και το όνο­μα της ‘Χαράς’, μίας πολύ καλής φίλης του πρωταγωνιστή.

Προ­χω­ρώ­ντας, στην περαι­τέ­ρω διε­ρεύ­νη­ση, ο δημο­σιο­γρά­φος της τοπι­κής εφη­με­ρί­δας, ανα­κτά βήμα-βήμα, την «χαμέ­νη του αξιο­πρέ­πεια», για την οποία μας είχε προϊ­δε­ά­σει ο συγ­γρα­φέ­ας στην αρχή του βιβλί­ου. Μία αντι­στρο­φή που τον οδη­γεί ενός, θα λέγα­με, στην ‘απο­κά­λυ­ψη’  καθό­λα εξι­δα­νι­κευ­μέ­νου παρελ­θό­ντος. Και το ίδιο το τέλος συγκρο­τεί την αρχή.. Και εντός αυτών των θραυ­σμά­των της ιστο­ρί­ας, επέρ­χε­ται και επε­νερ­γεί η σημε­ρι­νή κρι­σια­κή περίοδος.

Οι ταυ­το­τι­κές εναλ­λα­γές προ­τι­μή­σε­ων, η διαι­ρε­τι­κή τομή Μνη­μό­νιο-Αντι­μνη­μό­νιο και η επε­νέρ­γεια του στο κομ­μα­τι­κό-πολι­τι­κό σύστη­μα-γίγνε­σθαι, η επι­τά­χυν­ση του πολι­τι­κού χρό­νου, η κυβερ­νη­τι­κή εναλ­λα­γή με την άνο­δο στην κυβερ­νη­τι­κή εξου­σία της ‘πρώ­της φοράς Αρι­στε­ράς’, ήτοι του Συνα­σπι­σμού της Ριζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, (και  η ήττα των δυνά­με­ων του κλα­σι­κού δικομ­μα­τι­σμού, της Ν.Δ & του ΠΑΣΟΚ), οι προσ­δο­κί­ες που φέρει σε πρό­σω­πα όπως η συμ­βο­λαιο­γρά­φος, το κλί­μα της ατέρ­μο­νης δια­πραγ­μά­τευ­σης που συνι­στά θα λέγα­με και εγχει­ρί­διο ανά­λυ­σης των ποι­κί­λων απο­χρώ­σε­ων της κρί­σης, το δημο­ψή­φι­σμα του Ιου­λί­ου του 2015, το παροι­μιώ­δες παί­γνιο της ιστορίας..

Όλα δίνο­νται παρα­στα­τι­κά από τον Αλέ­κο Χατζη­κώ­στα, που, συγκρο­τεί μία διή­γη­ση των επάλ­λη­λων κρί­σε­ων, μία λογο­τε­χνία που ανα­πα­ρι­στά όχι το ‘δέον γενέ­σθαι’, αλλά το μη-ορα­τό, «πεδίο» σήμαν­σης,  εκφο­ράς & απο­τύ­πω­σης αυτού που δεν ακού­γε­ται. Σε ένα ταξί­δι στη Βουλ­γα­ρία, οι ερα­στές έρχο­νται πιο κοντά. Σε κάθε βήμα τους, το σοσια­λι­στι­κό παρελ­θόν και η σημε­ρι­νή καπι­τα­λι­στι­κή κανο­νι­κό­τη­τα-υλι­κό­τη­τα. Σε κάθε βήμα τους, ο χρό­νος και ο ‘τόπος’ της κατο­χής & της αντί­στα­σης στην Ελλά­δα, η απτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του Εμφύ­λιου πολέ­μου, και η δια­φυ­γή πολ­λών μαχη­τών του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δος (ΔΣΕ), ή χαρα­κτη­ρι­στι­κή ανα­φο­ρά, με τον ιδιαί­τε­ρο τρό­πο του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα: η, δια­μέ­σου της άρσης των πολ­λα­πλών συμ­βο­λι­σμών, ‘καπι­τα­λι­στι­κο­ποί­η­ση’ και η προ­σαρ­μο­γή (και του υιού Λαδό­που­λου), σε αυτήν την νόρμα.

Ο υιός Λαδό­που­λος συναι­ρεί και φέρει εντός του την πολυ­ση­μία, τις αντι­φά­σεις δύο ‘και­ρών’, θύμα και θύτης συνά­μα, ευερ­γέ­της για πολ­λούς Βούλ­γα­ρους, αλλά και μονί­μως τρο­φο­δο­τού­με­νος από την τρα­γι­κή ιστο­ρία του πατέ­ρα του. Η δική του ιδιαί­τε­ρη δικαί­ω­ση, είναι η εκβο­λή στον κόσμο των βημά­των των ‘αντι­πά­λων’. Ο πατέ­ρας του, ο πάντα εξό­ρι­στος, θαρ­ρείς πως μένει και τώρα «ενερ­γός»…

Με τον τρό­πο που το παρελ­θόν επε­νερ­γεί στο παρόν  και εγγί­ζει το άδη­λο μεσο­μα­κρο­πρό­θε­σμο μέλ­λον, ο συγ­γρα­φέ­ας παρα­δί­δει μία ολι­κή ιστο­ρι­κή-μυθι­στο­ρη­μα­τι­κή εξι­στό­ρη­ση, όπου οι χαρα­κτή­ρες ενέ­χουν  ένα ανα­πα­ρα­γω­γι­κό στοι­χείο της ιστο­ρί­ας (και ως επι­στή­μης): την αρχή της αμφι­σβή­τη­σης καθιε­ρω­μέ­νων ανα­πα­ρα­στά­σε­ων. Και επρό­κει­το για ένα τέλος, που όσο είναι θάνα­τος (του ακλό­νη­του Αντώ­νη Κατσο­γιάν­νη), άλλο τόσο είναι και διεύ­ρυν­ση ιδε­ών, «σκη­νών», επι­θυ­μιών. Η τελευ­ταία στιγ­μή: «Με συγκί­νη­ση έσκυ­ψαν στη φωτο­γρα­φία του. Του άφη­σαν για κερί το αντί­τυ­πο ενός βιβλί­ου. Είχε ως εξώ­φυλ­λο μία εντυ­πω­σια­κή φωτο­γρα­φία του χωριού. Ο τίτλος του: «Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ». Και από κάτω «Κοι­νω­νι­κό-πολι­τι­κό-αστυ­νο­μι­κό μυθι­στό­ρη­μα».[6] Με άξο­νες μία λογι­κή αλλά και μία ιδιαί­τε­ρη «λογι­κή» παρά­νοια, ο δημο­σιο­γρά­φος της ιστο­ρί­ας, ψάχνει «τρε­λά», ερω­τεύ­ε­ται αδέ­ξια και άτα­κτα, παλιν­δρο­μεί για να ρυθ­μί­σει, να οργα­νώ­σει, να δεί­ξει προς ένα παρελ­θόν που μένει εκεί. Και ανα­κα­λύ­πτει την αλή­θεια πίσω από την επί­φα­ση, τις προ­ε­κτά­σεις ενός φαι­νο­με­νι­κά «αθώ­ου» τρο­χαί­ου ατυ­χή­μα­τος, τα επί­χει­ρα που άφη­σε ο πολι­τι­κή & ιδε­ο­λο­γι­κή κατα­στο­λή στις ζωές των υπο­κει­μέ­νων. Για­τί, σε αυτή την περί­πτω­ση, η αλή­θεια είναι η αλή­θεια των ‘άλλων’.

Και πραγ­μα­τι­κά, θυμί­ζει κάπως τη ρήση του Γκά­α­φαρ Ιμπρα­ήμ Σάγιεντ Ελ Ράουι, από το μυθι­στό­ρη­μα του σπου­δαί­ου Αιγύ­πτιου συγ­γρα­φέα Ναγκίμπ Μαχ­φούζ, ‘Στην καρ­διά της νύχτας’: «Είθε η ιερή παρά­νοια να γεμί­ζει τη ζωή μας ως την τελευ­ταία μας πνοή».[7]

Ένα στοι­χείο που προσ­διο­ρί­ζει και ανα­ση­μα­σιο­δο­τεί, που «διεισ­δύ­ει» στο ιστο­ρι­κό καλει­δο­σκό­πιο, με έναν απλά ανθρώ­πι­νο τρό­πο, όπως το θέτει ο Γάλ­λος ποι­η­τής  Πιερ Μπε­ρεν­ζέ: «Είχε απο­φα­σί­σει να μην ξανα­βγεί ποτέ από το σπί­τι. Για μήνες πολ­λούς ήταν υπέ­ρο­χα. Ώσπου μια μέρα μια επεί­γου­σα ιατρι­κή ανά­γκη τον ξετρύ­πω­σε βίαια απ’ τη φωλιά του. Βρέ­θη­κε σ’ ένα ανώ­νυ­μο κρε­βά­τι νοσο­κο­μεί­ου δίπλα σε κάποιον άγνω­στο που δεν θα είχε ποτέ δια­λέ­ξει για γεί­το­να του και που όμως του είπε πράγ­μα­τα που τον ενδιέ­φε­ραν».[8]

Μία καί­ρια ανα­πα­ρά­στα­ση, ένα ολι­κό μυθι­στό­ρη­μα από τον Αλέ­κο Χατζη­κώ­στα, ο οποί­ος ‘θερα­πεύ­ει’ εκεί­νο το λογο­τε­χνι­κό είδος που απο­κτά ιστο­ρι­κές πτυ­χές, όχι χρο­νο­λο­γι­κές αλλά βαθιά χρο­νι­κές απο­λή­ξεις, και κρι­σια­κές προ­ε­κτά­σεις. Ένα μυθι­στό­ρη­μα που δια­βά­ζε­ται ως ίδιαν ιστο­ρία. Ένας λογο­τε­χνι­κός, δυνα­μι­κός αντι­φα­σι­σμός που ανα­πα­ρά­γε­ται. Μέσα στον κυκε­ώ­να του και­ρού του, ο δημο­σιο­γρά­φος (ένας άλλος Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας), παρα­πέ­μπει σε μία κατα­γω­γι­κή ποί­η­ση, στην ποί­η­ση που εκκι­νεί για να γεφυ­ρώ­σει τη μνή­μη με το στίγ­μα που αφή­νει η μνή­μη, με μία ζωή (και η ιστο­ρία του) που ‘κυλά’ ειρω­νι­κά: «Θα προ­σπα­θή­σει ξανά όταν θα’ χει κάνει όλες του τις ασκή­σεις σωστά: τόσο κλά­μα, τόση ευε­ξία. Όταν θα’ χει προ­σέ­ξει τη δίαι­τα του: λίγη θλί­ψη, αρκε­τή από­στα­ση κι άφθο­νη επι­βί­ω­ση».[9]

[1] Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό το ότι και στην προη­γού­με­νη σει­ρά διη­γη­μά­των με τίτλο ‘Σχε­δία Μνή­μης’, ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας, δια­με­σο­λα­βεί λογο­τε­χνι­κά (εντέ­χνως και πολι­τι­κά), την κρί­ση, με έναν τρό­πο που «δια­σώ­ζει» ή προ­σφέ­ρει ιστο­ρί­ες, ανα­σύ­ρει βιώ­μα­τα, ‘χτυ­πά’ τα αίτια, απο­δο­μεί αφη­γή­σεις πολι­τι­κών δυνά­με­ων. Θα μπο­ρού­σα­με να ανα­φέ­ρου­με ότι αυτό που νοεί­ται ως σημείο σύγκλι­σης ιστο­ριών συνι­στά ένα ταυ­τό­χρο­νο σημείο από­κλι­σης από τα συμ­φρα­ζό­με­να δια­χεί­ρι­σης της καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης. Το υπο­κεί­με­νο που πλήτ­τε­ται, πλήτ­τε­ται βου­βά & ενερ­γά μαζί. Ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας προ­σφέ­ρει ιστο­ρί­ες του χρό­νου που έχει περιε­χό­με­νο, διά­στα­ση. Έχου­με να κάνου­με με ένα υπό­δειγ­μα, όχι απλά κρι­σια­κής λογο­τε­χνι­κής αφή­γη­σης, αλλά και συγκέ­ντρω­σης των ιδιαί­τε­ρων και πολω­μέ­νων μίκρο-στοι­χεί­ων  της, ανα­γω­γής τους σε έναν χρό­νο που ‘κρα­τά πολύ’.

[2] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Χατζη­κώ­στας Αλέ­κος, ‘Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ’, 1η έκδο­ση: Ιού­νιος 2016, Εκδό­σεις Εντύ­ποις, σελ. 7.

[3] Από το βιβλίο του Πρί­μο Λέβι, ‘Εάν αυτό είναι ο άνθρω­πος’, παρα­τί­θε­ται στο pandoxeio. com, 10/07/2014.

[4] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Χατζη­κώ­στας Αλέ­κος, ‘Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ…ό.π, σελ. 37–38.

[5] Ο ίδιος ο χώρος κατα­γω­γής συμ­βο­λί­ζει πολ­λά, διό­τι είναι ο κατε­ξο­χήν τόπος συγκέ­ντρω­σης ζωών, τόπος σύγκρου­σης ιδε­ών και προ­σώ­πων, τόπος παρου­σί­ας του Αντώ­νη Κατσο­γιάν­νη, που, έτε­ρος στο δικό του χώρο, κρα­τά στα χέρια του το ‘μίτο’ της δικής του από­δο­σης ευθυ­νών και δικαιο­σύ­νης. Συνι­στά το παράλ­λη­λο σημείο εγκι­βώ­τι­σης των φορ­τί­σε­ων και των πολ­λα­πλών διαι­ρε­τι­κών τομών του Εμφυ­λί­ου πολέμου.

[6] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Χατζη­κώ­στας Αλέ­κος, ‘Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ…ό.π, σελ. 100.

[7] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Μαχ­φούζ Ναγκίμπ, ‘Στην καρ­διά της νύχτας’, Μετά­φρα­ση από τα αρα­βι­κά: Κου­μού­τση Πέρ­σα, Εκδό­σεις Ψυχο­γιός, Αθή­να, 2012, σελ. 181.

[8] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Μπε­ρεν­ζέ Πιερ, ‘Διαρ­ρή­ξεις’, Μετά­φρα­ση: Αρχι­μαν­δρί­της Γιώρ­γος, Περιο­δι­κό ‘Νέα Εστία’, Τεύ­χος 1869, Ιού­νιος 2016, σελ. 333.

[9] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Αγγε­λά­κη-Ρουκ Κατε­ρί­να, ‘Ο φωτο­γρά­φος’, Ποι­η­τι­κή Συλ­λο­γή, ‘Ωραία έρη­μος η σάρ­κα’, Εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη, Αθή­να, 1995, σελ. 24.

* Ο Σίμος Ανδρο­νί­δης είναι υπο­ψή­φιος διδά­κτο­ρας στο τμή­μα Πολι­τι­κών Επι­στη­μών του ΑΠΘ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο