Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το πετρωμένο παράπονο της Μαργίτσας (Στη βρύση του Χανιαλή στο Μαγουλά)

Λένε πως ακό­μη και σήμε­ρα, εκεί που είναι η βρύ­ση του, όταν σκύ­ψεις να πιεις νερό, το νερό δεν γίνε­ται καθρέ­φτης και δεν σου επι­στρέ­φει ποτέ την εικό­να σου θαρ­ρείς και είναι θαλασ­σι­νό. Από τα πολ­λά δάκρυα λένε κι ας μην το κατα­λα­βαί­νεις όταν το πίνεις.

Λένε ακό­μη, πως τού­το το νερό έχει κρα­τή­σει τα πάντα στη μνή­μη του και έτσι έχει και τη δύνα­μη να σε παρα­σύ­ρει σε έναν κόσμο δια­φο­ρε­τι­κό και να σου εξι­στο­ρή­σει μέρες άγριες από εκεί­νο τον και­ρό, ιδιαί­τε­ρα όταν κατε­βαί­νει πυκνή η ομί­χλη και ακούς πολ­λά και φρι­κτές κραυ­γές που δεν θέλουν να σωπά­σουν αλλά και μήτε να επα­να­λη­φτούν. Μόλις δια­λυ­θεί η ομί­χλη, χάνε­ται και ο από­η­χος τους, και μένει μόνο η απο­ζα­λή πάνω στο χώμα.

Λένε ακό­μη, πως κάποιες φορές ακού­γε­ται το ξημέ­ρω­μα όταν λιώ­νει το φεγ­γά­ρι, ο Χανια­λής, πότε να κάνει το ντοά του, πότε με έναν αμα­νέ και πότε να κλαί­ει σπα­ρα­χτι­κά μετρώ­ντας και ξανα­με­τρώ­ντας  τα χρυ­σά φλου­ριά και τα γρό­σια, που μόλις βγει ο ήλιος γίνο­νται σβη­σμέ­να κάρβουνα.

Στου Χανια­λή τη βρύ­ση, ο Αλέ­ξαν­δρος Παπα­δά­κης με τη λύρα και το τρα­γού­δι του, σε στί­χους Χαρί­δη­μου Σιγα­νού στο λιό­γερ­μα θα σου θυμί­σει το δίκιο και την αξία του άνυ­δρου ανθού:

«Τρεις μαυ­ρο­φό­ρες στέ­κου­νε στου Χανια­λή τη βρύση

η μια ’χει πάει για νερό κι η γι άλλη για μπουγάδα

μα η τρί­τη η γι ομορ­φύ­τε­ρη δε στέ­κει στο νομπέτι,

μόνο παρέ­κει έκα­τσε, βαριά μοιριολογάται

που­λί που πέρ­να τη ρωτά  με μάθια πονεμένα

ήντα ’χεις κόρη μου και κλαίς, για ποιον μοιριολογάσαι

μπα σε βαραί­νει το στα­μνί με το φαντό προσόμι,

δε με βαραί­νει το στα­μνί με το φαντό προσόμι

μα με βαραί­νει τ’ άδι­κο του  Χανια­λή το δίκιο

που σκό­τω­σε τον άντρα μου και πήρε και το βιό μας

κι έχω κοπέ­λι αβά­φτι­στο στη σέλα και κοιμάται

μα ανά­θε­μά σε Χανιαλή»

magoulas megali vrisi

Η βρύ­ση του Χανια­λή στο Μαγου­λά,
(φωτο­γρα­φία από το Δια­δί­κτυο)     

Μετά από παρά­κλη­ση της γριάς Μανου­σο­μα­ρί­ας,  «η πρω­το­θυ­γα­τέ­ρα του Γλη­γο­ρο­κω­στή και τση Αντριαν­νιάς είμαι, αδερ­φή των: Γιώρ­γη, Μιχά­λη, Μανώ­λη, μα και με τέσ­σε­ρις ακό­μη αδερ­φί­δες: Αγά­πη, Παγώ­να, Κατί­να, Καλ­λιρ­ρόη και Χρυ­σού­λα, για όλους ετσά­θη­κα μάν­να κι αδερ­φή και τσι ανέ­τα­ξα ως εμπό­ρου­να, με τσι βρού­βες και τσι αμα­νί­τους, για να βοη­θή­σω τσι γονέ­ους μου, κυρί­ως τη μάν­να μου οπού ήτο­νε τυραν­νι­σμέ­νη γυναί­κα» , όπως η ίδια αυτο­πα­ρου­σιά­ζε­ται, κορυ­φώ­νε­ται η συγκί­νη­ση σου και θα μείνεις.

Θα μεί­νεις μέχρι να σκορ­πί­σει η απο­σπε­ρί­δα, να φτά­σει η ώρα ν’ αρχί­σει να λιώ­νει το φεγ­γά­ρι, για­τί εσύ που πιστεύ­εις στους θρύ­λους ίσως κατα­φέ­ρεις να δεις με τα μάτια σου τη Μαρ­γί­τσα, μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη στην άκρα της βρύ­σης να θρη­νεί και αν κατα­λά­βει πως τη συμπο­νάς μπο­ρεί και να σου μιλήσει…

Η βρύ­ση κρα­τά τους ίσκιους. Το νιώ­θεις, Μα ναι, δεν έχεις μόνο περιέρ­γεια, έχεις και συμπό­νε­ση για τη Μαργίτσα…

«Γιάε, πως λιώ­νει το φεγ­γά­ρι, επή­ρε να κλέ­φτει η μέρα τση νύχτας, μόνο κάτσε επα­δέ να την απο­θαυ­μά­ξο­με μαζί εδά απού δα ξετου­λου­πώ­σει απού το ρίζω­μα του πρί­νου, γιά­ε­τη, ξάνοι­ξε εκειέ, σιμώ­νει αλα­φρο­πά­τη­τα με το στα­μνί στον ώμο, μα γιάε τη, τη Μαρ­γί­τσα, θωρείς πως έχει του κορά­κου φρύ­δια και κουρ­λιά; Μα και του κοπε­λιού δε γροι­κά­ται μήτε η ανε­μι­γή ντου εκειά που το ’χει μέσα στη σέλα τ’ αλό­γου τ’ αντρούς τσης, ντα θωρείς τηνε μπρε­σύ;» , η Μανου­σο­μα­ρία σου υπο­βά­λει το σκη­νι­κό που σε λίγο αρχί­ζει να απο­κα­λύ­πτε­ται και στα δικά σου μάτια.

Άμα βρε­θείς κι εσύ εκεί στην οθω­μα­νι­κή βρύ­ση του Χανια­λή, να στα­μα­τή­σεις, να κοι­τά­ξεις γύρω, από τη μια η φοβε­ρή αγριά­δα, η άγρια ομορ­φιά των βου­νών σε συνε­παίρ­νει και σε κάνει να νιώ­θεις δέος. Από την άλλη ο κάμπος, ξεχω­ρί­ζεις τους ανε­μό­μυ­λους, τα δέντρα, και τα σπί­τια στα γύρω χωριά. Το τοπίο παρα­μέ­νει  ζωντα­νό και απρο­σκύ­νη­το και η ζωή εδώ στο Λασί­θι των θεών, των μύθων και των θρύ­λων απο­τε­λεί πρό­κλη­ση. Ο νους γεμί­ζει θαυ­μα­σμό. Κι όταν ο ουρα­νός χαμη­λώ­νει ξεδι­πλώ­νει τα δικά του μυστή­ρια και ο άλλος κόσμος θαρ­ρείς και κάνει εντο­νό­τε­ρη την παρου­σία του.

Ανα­παύ­ε­ται η καρ­διά σου. Ξανα­κοι­τά­ζεις γύρω. Όλα τα όμορ­φα σε καλούν. Τα βλέ­πεις όλα, τα αγα­πάς όλα. Το βλέμ­μα σου αγκα­λιά­ζει με λαχτά­ρα και δεν χορ­ταί­νει. Καλο­τυ­χί­ζεις τον εαυ­τό σου που είσαι γέν­νη­μα θρέμ­μα του Λασι­θιού. Δεν φοβά­σαι, ξέρεις από παι­δί να αφή­νε­σαι με εμπι­στο­σύ­νη ακό­μη και στα αερικά.

Όλα τού­τα που λέει η Μανου­σο­μα­ρία και είναι δεμέ­να με το θρύ­λο της βρύ­σης του Χανια­λή και τη Μαρ­γί­τσα εξά­πτουν την περιέρ­γεια και τη φαντα­σία σου. Παρα­τη­ρώ­ντας το φεγ­γά­ρι που λιώ­νει ένα είναι σίγου­ρο πως εσύ θα δεις τα στοι­χειά και τα πνεύ­μα­τα του νερού, θ’ ακού­σεις το Χανια­λή να μετρά τα γρό­σια, μα θα πλη­σιά­σεις τη Μαρ­γί­τσα, να σου ιστο­ρή­σει η ίδια αυτά που δε βλέ­πουν οι συνη­θι­σμέ­νοι άνθρωποι.

Η Μαρ­γί­τσα δεν θ’ αργή­σει να σε ανα­γνω­ρί­σει για φιλενάδα:

«Βοσκός ήτο­νε ο άντρας μου,  ένας αετο­μα­δα­ρί­της τση κορ­φής, κι όντε ήπαι­ζε το θια­μπό­λι ντου εμα­ραί­νου­ντα­νε οι καρ­διές κι ας τόνε γροι­κού­σα­νε κι απ’ αλάρ­γο. Μανού­σο τον ελέ­γα­νε, κι τού ’ρεσε  να προ­πα­τεί στα χαρά­κια και στα χάλα­βρα και  να κοι­μά­ται στον ασκια­νό τ’ αζί­λα­κα όξω στα όρη. Ως και οι πέρ­δι­κες, μα και τ’ άλλα μαξού­λια εσο­στέ­κου­ντα­νε όντε τόνε γροι­κού­σα­νε. Και τ’ αστρου­λά­κια, χαχα­λιές επέφτανε.

Ετσά τον ήκου­σα και του λόγου μου, μνιαν αργα­τι­νή, Αύγου­στος ήτο­νε, επα­δέ όθε ντου Κλώ­ρου. Μήτε εντρά­πη­κα, μήτε το πολυ­σκέ­φτη­κα και του σίμω­σα δίχως φόβο και ήκα­τσα και τον εγροί­κου­να και εχτύ­πα­νε η καρ­διά μου γερά – γερά σαν του λαγού όντε γλα­κά. Όντεν εξά­νοι­γα του ουρα­νό εθώ­ρου­να τ’ αστρου­λά­κια που επέ­φτα­νε, μα και στα μάθια ντου μέσα όντε τα χαμή­λω­νε πάλι άστρα ήτο­νε γεμά­τα, ετσά καλή θωριά και ήλα­μπε ολόκληρος.

Την άλλη αργα­τι­νή είχε­νε ξεπορ­τί­σει ένας κρυ­γιός αέρας, μα εγώ εμπα­μπα­ρο­λιά­στη­κα καλά και ξανα­πήα στον ίδιο τόπο. Εκρά­του­νά ντου και φρέ­σι­κο ψωμί απού το ’χα ζυμω­μέ­νο και το λαχτά­ρα­νε, κι ένα φλα­σκί γεμά­το κρα­σί απού το πιθά­ρι του κυρού μου, ντα ποιος ήθε­λα το πιεί, οι γονέ­οι μου, ήτα­νε και οι δυο απο­θα­μέ­νοι πολ­λούς χρό­νους κι ένας αδερ­φός απού ’χα, αδι­κο­σκο­τω­μέ­νος κι αυτός.

Όντε του σίμω­σα κοντά, εκα­τά­λα­βα μια ζεστα­σά παρά­ξε­νη απού ανέ­βαι­νε από μέσα μου και λαβουρ­δά­νι­ζε και με τύλι­γε γύρου τρι­γύ­ρου. Κι ως ήκα­μα να του μιλή­σω, εθάρ­ρου­να πως ανέ­βαι­νε μονο­κο­πα­νιάς το αίμα στα μάγου­λά μου κι εκέ­ντου­να πια πολύ. Ήφαε δυο μπου­κιές ψωμί, ήπιε και δυο λαι­μνιές κρα­σί κι ύστε­ρα, ήκο­ψε δυο φυλ­λα­ρά­κια ατί­τα­μο πού εκρέ­μου­ντα­νε στο χαρά­κι και τα μάση­σε και μοσκο­βό­λη­σε η ανα­πνιά ντου. Ήπαι­ξε σκο­πούς καλούς με το θια­μπό­λι, και όλο με ξάνοι­γε στα στη μέση των αμα­θιώ με μια παρα­πό­νε­ση αλλά και μ’ αγάπη.

Ντα αυτό που λένε, “απού τα μάθια πιά­νε­ται στα χεί­λη κατε­βαί­νει / κι ύστε­ρα μπαί­νει στην καρ­διά ριζώ­νει και δε βγαί­νει” , εκα­τά­λα­βά το, απού την πρώ­τη στιγ­μή απού είχα­νε πέσει τα μάθια μου απά­νω ντου και τον ερέχτηκα.

Ωσάν το φύλ­λο του κρί­νου ήτο­νε άσπρο το πρό­σω­πό μου, μα και το δικό ντου, ήλα­μπε  σου λέω κι ήφεγ­γε ωσάν το φεγ­γά­ρι στη γέμω­ση. Επήα πολ­λές βολές και μνιά βολά όντεν επο­δια­φώ­ντα­νε, εγύ­ρι­σε και μ’ αγκά­λια­σε με το σιρ­γού­λιο, κανα­κευ­τά, και εγί­νη­κα δική ντου σύψυ­χα, σ’ ένα στρώ­μα γεμι­σμέ­νο απού φασκο­μη­λιές και αλα­δα­νιές.  Στο μιτά­το στη Μάρη, εγε­νή­κα­με ζευγάρι.

Από τότε­σας κι ύστε­ρα δεν εξε­χω­ρί­σα­με μήτε για μνια στιγ­μή. Εκο­νεύ­γα­με που και βολά και στην άλλη μάντρα στο Λεφτόν Αρμί, μα το κοπέ­λι, το γέν­νη­σα αμο­να­χή μνια ταχι­νή, επα­δέ στη χαλέ­πα στου Μαρ­τί­νη τη Σκά­λα οπού ’χενε τη μεγά­λη μάντρα. Δυο χρό­νους εκά­μα­με μαζί, τοσο­νά μας ήγρα­φε το τεφτέ­ρι και το κοπέ­λι ίσα που πρό­λα­βε και τ’ αγκά­λια­σε και του ’δωκε την ευκή τσ’ ευκής του. Ανά­θε­μα και τρι­σα­νά­θε­μά τονε το Χανια­λή απού τον ήβα­λε στ’ αμάτι.

Επα­δά, στον πύρ­γο ντου είχε­νε κονέ­ψει κειο­νά τον άλλο Αύγου­στο και ήρθε­νε ο ίδιος στη μάντρα και μού ’φερε το χαμπέ­ρι, πως τον εσκό­τω­σε με μπα­μπε­σά, για να με πάρει αυτός ο ανα­θε­μα­τι­σμέ­νος, ο κερα­τάς, και είχε­νε βάλει τσ’ εδι­κούς του και  είχα­νε κιό­λας ανε­μα­ζώ­ξει τα οζά μας και τα λαλού­σα­νε να τα στα­λί­σου­νε στη Γερά­πε­τρο απού ’χε άλλο κονά­κι αυτός ο ξεγιβεντισμένος.

Δεν τόνε φοβή­θη­κα. Εχύ­θη­κά ντου να τόνε πνί­ξω με τα ίδια μου τα χέρια, το γίβε­ντο του κόσμου. Ήσφιγ­γά τονε στο λαι­μό ίσα­με απού επε­τα­χτή­κα­νε τα μάθια ντου όξω απού το ζόρε και ετά­ρα­σε και δεν εμπό­ριε να με κάμει ζάφτι. Και τόνε ετσα­μού­ρι­ζα το σφα­κο­μού­ρη, και τόνε κατα­ρά­στη­κα κάκου ντου κάκου και τού ’φτυ­ξα στη μού­ρη, μα εκει­νιά την ώρα δυο δικοί ντου φεσο­φο­ρε­μέ­νοι, εμπή­κα­νε μέσα και με πιά­σα­νε και ετσά τον εγλιτώσανε.

Το κοπέ­λι δεν εκε­τά­λα­βε πρά­μα, εγέ­λα­νε  πρέ­πει τ’ αγγέ­λου ντου, δεν εγροι­κή­θη­κε κια­ο­λιάς και ετσά δεν τό ’δανε. Με το ζόρε με πήρα­νε, βολο­συρ­τή, μαζί ντως και με κλει­δώ­σα­νε σε μια κάμε­ρα πίσ­σα σκοτίδι.

Ύπνος δε μού κόλ­λη­σε. Είχα το νου μου στο κοπέ­λι, ήντα ’θελα γενεί αμο­να­χό ντου και τα θάρ­ρη­τα μου που­θε­νά. Μια κοπα­νιά, εσο­στά­θη­κα και μου φάνη­κε πως ήκου­σα φωνή μέσα πο μνια χαρα­μά­δα του τοί­χου, σάμα­τις ήτο­νε ο Μανού­σος, σάμα­τις ήτα­νε ο αδι­κο­σκο­τω­μέ­νος ο αδερ­φός μου ο Μανώ­λης, σάμα­τις άγιος, δεν εξε­κα­θά­ρι­σα, ποιος ήτο­νε οπού μού μίλιε, και μού ορμή­νευ­γε να κάνω πως πάω με τα νερά ντου, του Χανια­λή, κι από­ει να βρω τρό­πο να φύγω και να γλι­τώ­σω και για το κοπέ­λι να μη βάνω κακό συντι­νούς μου, για­τί είχε­νε άλλος τ’ αμέ­ντε ντου.

Εμε­τα­σκέ­φτη­κά ντο πολ­λές βολές ώστε να ξημε­ρώ­σει κι όντε ήρθε­νε να μ’ ανοί­ξει, μεση­μέ­ρι δα νάτα­νε πρέ­πει, ήκα­μα πως το μετά­νιω­σα  για όσα τού ’ξωσα και  ήπε­σα στα πόδια ντου και ήρχι­ξα τσι γαλι­φιές μπά­ρε μου και είπα ντου, πως ήθε­λα να του κλου­θώ εκειά απού επή­γαι­νε και να προ­σκυ­νώ το ζάλο ντου απο­δά κι ομπρός και να γενώ δική ντου ως με ήθε­λε, για να  μην κακο­πο­δώ­σω και κατα­ντή­σω πια κακο­τε­ρέ­νια απού όλες τσι άλλες όπου εκά­τε­χε στα μέρη μας.

Εγλυ­κο­α­σα­λί­ζου­ντα­νε και με ξάνοι­γε και ύστε­ρα μού ’πε ν’ αφή­σω την απο­κλα­γού­ρα για­τί με λυπού­ντα­νε ετσά απο­κε­ρω­μέ­νη που με θώριε. Από­ει, μού ’λυσε τσι ασκου­λα­μούς και σαν είδε και χυθή­κα­νε τα μαλ­λιά μου τσι νώμους εθά­μα­ξε κι ήρχι­ξε να με βαρ­βα­τεύ­γει εκειά κατάχαμα.

Ίδια πως με ζώσα­νε όχε­ντρες, ετσά μου φάνη­κε κι ενε­τρί­χια­σα μα αντίς να τόνε πιλώ­ξω να μ’ αφή­σει ήσυ­χη, ετσά ξετρου­μι­σμέ­νη ως ήμουν είπα ντου, πως βρέ­ξει λιά­σει δική ντου ήθε­λα να ’μαι, μα ό,τι ήτο­νε να γενεί, να γενεί με τρό­πο και όι ντε­λό­γο και τ’ απί­κου, να του μαγέ­ρευ­γα ένα καλό φαϊ, να τού ’πλυ­να τα πόδια ντου, νά ’στρω­να στον οντά ντου ετσά που κάτε­χα, να λου­στώ και να πλυ­θώ ως ήπρε­πε, ν’ αλλά­ξω απο­κλω­στής, και πήρα όρκους πως δεν ήθελ’ απο­γυ­ρί­σω απού το θέλη­μα ντου ποτές και πως η ζωή μου ήτο­νε στην εξου­σία ντου δοσμένη.

Ήπλυ­νά ντου μνια κατου­μά­δα ρου­χι­κή επα­δά στη βρύ­ση ντου, απο­κειά ήρχι­ξα, κι ύστε­ρα του νοι­κο­κέ­ρε­ψα κι ένα μου­του­πά­κι τόχε­νε. Όλα τά ’καμα για να μού πιστέ­ψει ο χιλε­τζής, κι ήνα­ψα τη φωθιά στην παρα­σθιά και του μαγέ­ρε­ψα και ήγλυ­φε τα δαχτύ­λια ντου όντεν εξε­τσά­πι­ζε το κρέ­ας και ήτρωε στη μοσό­ρα κατα­χαι­ρά­με­νος. Ήστε­κα και τον εκέρ­νου­να κού­πες το κρα­σί και ήκα­να πως τόνε θαρ­ρεύ­τη­κα και του γέλου­να και τόνε ποκα­μά­ρω­να, μα μέσα μου εκά­τε­χα πως δεν είχα χει­ρό­τε­ρο ντου­χιου­μά­νη. Οι δυο μας ήμα­στα­νε, αμο­να­χοί στο κονά­κι ντου, ποκω­λω­μέ­νος ο ήλιος μπλιό κι όσο τόνε θώρου­να τον κακο­μού­ντρου­λο να γλεί­φε­ται και τον εγροί­κου­να να ρεύ­γε­ται, με νημα­τού­σα­νε οι διαόλοι.

Μια κοπα­νιά, εκειά που πήρα χαμπά­ρι πως ήτο­νε παρα­δο­μέ­νος στο κρα­σί και μεσο­ζα­λι­σμέ­νος, του σίμω­σα και τού ’βαλα στα χεί­λη δυο κόμπους σακί­ζι να το μασή­σει, όπως μού ’χε λεω­μέ­να πως εσυ­νή­θι­ζε να κάνει όντεν επό­τρωε. Απή­τις, όντε με πρό­στα­ξε και τού ’βγα­λα το σαλ­βά­ρι κι επό­μει­νε με την καμι­ζό­λα, ήφε­ρα το σαπου­νό­χορ­το και μια πετρο­λε­κα­νί­δα να του πλύ­νω τα παζού­ρια ντου τα πόδια, κι αυτός ανω­κά­τι­ζε σα τον κακο­φορ­τω­μέ­νο γάι­δα­ρο κι ήπε­φτε απά­νω μου και με πασπά­τευ­γε πότε τσι νώμους και πότε πια παρα­κά­τω. Επο­δει­νά­στη­κά τονε, μα ήκα­μα παντοί­ους τρό­πους και δεν τον ήφη­κα να με μολέψει.

Σαν εξέ­γνοια­σε και ήτο­νε σίγου­ρος για όνο­μης μου, ήβα­λα ντου κι ένα μπαρ­τά­κι ρακί απο­πά­νω κι ήκα­μα πως εξε­θάρ­ρε­ψα και ήλυ­σα το μπολ­κά­κι μου μια­ο­λιά μόνο στη κορ­φή – κορ­φή στο μπέ­τη και του σίμω­σα πια κοντά, τοσο­νά απού οπου­γιάς ήτο­νε να μ’ έχει φιλη­μέ­νη. Είπα ντου, ορα­μά­νι, να σβή­σει τσι λάμπες για­τί εντρέ­που­μου­νε κι από­ει όλα τα ποδέ­λοι­πα ήθε­λα ’ρθού­νε με την πρε­πειά που όρι­ζε, ο αγάς. Με πίστε­ψε και ήσβη­σε τσι λάμπες. Εγώ εθώ­ρου­να τα μάθια ντου που παπα­δου­λί­ζα­νε και δεν εδια­ντή­ρι­ζε πρά­μα, μα και όπως ήκα­με να σκω­θεί επα­ρα­ντά­λι­ζε κιόλας.

Εκά­τε­χα πως ήμα­στα­νε πεντα­μό­να­χοι στο ανα­θε­μα­τι­σμέ­νο κονά­κι„ δε μού ’ρεσε η διά­ξη ντου, ετσά ήβρη­κα το θάρ­ρος και ως κι αν ήμουν χιαρ­χι­ντι­σμέ­νη, ήσκω­σα το δρα­κό­νι οπού είχε­νε κι ακό­νι­ζε το μαχαί­ρι ντου και τού ’παι­ξα μνιά από πίσω στην κεφα­λή. Όντεν ήπε­σε αμπού­μπου­ρα τού σίμω­σα και τον εγύ­ρι­σα ανά­σκε­λα. Εξε­χά­σκι­σε κι εκα­τά­λα­βα πως ήτο­νε αζω­ντα­νός, μα δεν τού ’παι­ξα άλλη, δεν ήθε­λα να πάρω το κρί­μα και το αίμα ντου απά­νω μου.  Εκειά τόνε σκέ­πα­σα με μνια μπα­τα­νία, να φαί­νε­ται σαν να κοι­μά­ται κι ύστε­ρα πιτή­δεια – πιτή­δεια ήνοι­ξα την πόρ­τα και χάθη­κα στο σκο­τί­δι. Κια­νείς δε μού πάντη­ξε στο στρα­του­λά­κι απού πήρα, μόνο ομπρός μου, ίδια πως ήτο­νε μιαν ασκια­νιά­δα και προ­πά­θιε­νε κι αυτή και ήφεγ­γε σα να ’θελε να μου δεί­χνει τα ζάλα. Δε μού βόλιε να βάλω άλλη έγνοια εκει­νιά την ώρα.

Εγιά­γυ­ρα στη μάντρα μα δεν είχα ανά­φα­ξη, ξεγλωσ­σι­σμέ­νη απού το ζόρε η κακο­μοί­ρα. Ήνα­ψα το λύχνο κι επήα ντε­λό­γο ν’ ανε­γο­γυ­ρέ­ψω το κοπέ­λι. Όπως τό ’φηκα ετσά το βρή­κα, μυστή­ρια πρά­μα­τα, τυλι­μέ­νο στη φασκιά εγέ­λα του αγγέ­λου ντου, κι απο­πά­νω ντου ήστε­κε η πια όμορ­φη, η πια μερω­μέ­νη αίγα μας και το βύζαι­νε ίδια πως ήτο­νε δικό τζης. Εκα­νά­κε­ψά το, κι ύστε­ρα αγκά­λια­σα την αίγα ίδια πως την είχα αδερ­φή μου.

Απα­σι­ντάς εφα­νε­ρώ­θη­κε και το μπε­γί­ρι του Μανού­σου, αμο­να­χό ντου όξω στη μάντρα ξετρου­μι­σμέ­νο. Επή­ρα το κοπέ­λι και το ζώστη­κα απά­νω μου, εκρέ­μα­σα κι ότι εμπό­ρου­να, εκα­βα­λί­κε­ψα αντρί­στι­κα στο μπε­γί­ρι και είπα ντου στ’ αυτί, να με πάει όπου αυτό εκά­τε­χε πως ήθε­λα να ’χω σωτη­ρία. Τα οζά κατα­λα­βαί­νου­νε πια καλά παρά τσι αθρώ­πους κια­μιά βολά. Εκλού­θα­νε μας και η αίγα, μα και εκει­νιά η ασκια­νιά­δα εμπή­κε­νε πάλι ομπρός και ήφεγ­γε ίσα­με απού εφτά­ξα­με σ’ ένα σπή­λιο στην Αλόι­δα, εκειά εμπή­κε­νε πρώ­τα αυτή μέσα και εκειά εχάθηκε.

Τέσ­σε­ρις μήνες επέ­ρα­σα στο σπή­λιο πότε με το μοι­ρο­λόι, πότε με τα νανα­ρί­σμα­τα και δε μ’ ανε­γο­γύ­ρε­ψε κια­νείς στη μπά­ντα τση Αλόι­δας. Τέσ­σε­ρις μήνες δεν επε­ρά­σα­νε εύκο­λα μα μήτε και τόσο­να δύσκο­λα. Είχα σκιάς το κοπέ­λι μου παρη­γο­ριά και θάρ­ρος. Εκά­τε­χα τη ζωή  στα όρη καλά, μα ήρχου­ντα­νε και μια γυναί­κα, που και που, δεν κατέ­χω απού που εφα­νε­ρώ­θη­κε, μα τέθοιο ψωμί σαν αυτό απού τα χέρια τζης, δεν ήφα­γα ποτέ μου. Με ξάνοι­γε μα δεν εμί­λιε­νε, εξά­νοι­γε και το κοπέ­λι κι αυτό όλο τση γέλα­νε κι εκού­νιε τα χερά­κια ντου και τσή ’κανε χαρές, πολ­λές χαρές το κοπέλι.

Είχε αλλά­ξει ο χρό­νος ετσά που κατα­λά­βαι­να, όπως εμέ­τρου­να τσι μέρες και τσι νύχτες απού περ­νού­σα­νε. Η καλή γυναί­κα είχε μέρες απού δεν είχε φανεί και είχα έγνοια, όι τοσο­νά για το ψωμί μα γι αυτή την ίδια. Εβγή­κα όξω, στο πλάι μπας και μού παντή­ξει, μα αντίς γι’ αυτή εσυ­νά­ντη­σα ένα γέρο βοσκό οπού δεν εμπό­ριε να μη δεί­ξει τη χαρά ντου και ήτο­νε πια πολύ χαι­ρά­με­νος για­τί είχα­με λέει γλι­τώ­σει απού το Χανια­λή αγά, οπού τον είχε πνί­ξει ο πασάς με τα ίδια ντου τα χέρια στο Μεγά­λο Κάστρο και το κατέ­χα­νε όλοι στο Λασίθι…

Εκειά που θάρ­ρου­να πως δεν ήθε­λα ξανα­φα­νε­ρω­θώ στο φως του ήλιου, ανα­ντρά­νη­σα, εζώ­στη­κα και πάλι το κοπέ­λι, καβα­λί­κε­ψα στο μπε­γί­ρι, εκλού­θα­νε και η αίγα και για­γύ­ρα­με στο Μαγουλά.

Όντεν εσί­μω­να στη βρύ­ση, είδα το Χανια­λή που ήκα­νε το ντοά ντου κι εμέ­τρα­νε τα γρό­σια την ώρα πού ’λιω­νε το φεγ­γά­ρι, μα ήτα­νε κερέ­νιος και μύρι­ζε απ’ αλλάρ­γο θανα­τι­κό. Εξε­πέ­ξε­ψα απ’ τ’ άλο­γο, το ξεσέ­λω­σα, ήβα­λα το κοπέ­λι όπως ήτο­νε φασκιω­μέ­νο μέσα στη σέλα παρά­πα­ντα να μην το θωρεί, κι εγώ η αζω­ντα­νή, του σίμω­σα του απο­θα­μέ­νου, του αλι­βά­νι­στου και τον εκα­τα­ρά­στη­κα, και τον εβλα­στή­μη­ξα, και τον ανα­θε­μά­τι­σα να γυρεύ­γει σωσμό και σωσμό να μη βρί­σκει όσο στέ­κου­νε τα βου­νά. Κι ύστε­ρα εξέ­πλε­ξα τα κουρ­λιά μου και μοι­ριο­λο­ή­θη­κα, φωνή στο χώμα και τ΄ άχι βαρύ στον ουρα­νό, τ’ αντρούς μου, του Μανού­σου, μοι­ριο­λο­ή­θη­κα ν’ ακού­σου­νε οι πέτρες και τα ρου­κού­νια στο κονά­κι και να ξεθε­με­λιω­θού­νε απού τον πάτο…

Και γροι­κή­σα­νε οι πέτρες…

Κι’ απή­τις εφα­νε­ρώ­θη­κε η καλή γυναί­κα και με πήρε απού τη χέρα, εστα­μά­τη­σα να δερ­νο­κο­πα­νί­ζο­μαι κι επή­ρα το κοπέ­λι στην αγκα­λιά μου και προ­πα­τη­χτές επή­α­με αυγή τσ’ αυγής και μού ’δει­ξε το δικό τζης καλο­θε­με­λιω­μέ­νο σπι­τι­κό στην Κρουσταλλένια…

Μανώ­λη, τό ’παμε το κοπέ­λι για το χατί­ρι του υγιού τζης και τ’ αδερ­φού μου… »

Παί­ζει και ξανα­παί­ζει με το θια­μπό­λι ο Μανού­σος πότε λυπη­τε­ρούς σκο­πούς και πότε κάνει αμο­να­χός του γλέ­ντι. Και σκύ­φτου­νε οι κορ­φές να τον ακού­σου­νε και οι εγκρε­μοί παίρ­νου­νε το σκο­πό ντου και τόνε μολο­γού­νε ακόμη…

Γροι­κάς κοπε­λιά; Ανέ γροι­κάς κι ανέ μού πιστεύ­γεις κάτσε και γράφε…»

vrusi2

Ούτε θα ξεχά­σεις, ούτε θα λύσεις αυτό το αίνιγ­μα. ‘Ένα είναι βέβαιο, το πετρω­μέ­νο παρά­πο­νο της Μαρ­γί­τσας είναι στη βρύ­ση του Χανια­λή κι όποιος έρθει εδώ στο Μαγου­λά και σκύ­ψει να πιει νερό, δεν θα κατα­φέ­ρει ν’ αντι­στα­θεί, μια δεύ­τε­ρη περί­ερ­γη ματιά έστω και γρή­γο­ρα θα την ελευ­θε­ρώ­σει, για να γοη­τευ­τεί σε μια λεπτο­μέ­ρεια, να στα­θεί κάπου γυρεύ­ο­ντας να δει που πιά­νε­ται η ανθρώ­πι­νη ψυχή και θ’ απο­ζη­μιω­θεί ακού­γο­ντας τον ψίθυ­ρο των από­ντων να κυλά στο νερό εμβα­θύ­νο­ντας στο μυστή­ριο του θρύ­λου και στη μνή­μη του τόπου.

Στο Λασί­θι, αισθά­νε­σαι πως μπο­ρείς να ξεφυλ­λί­σεις το ημε­ρο­λό­γιο του τόπου ανάποδα.

Στο Λασί­θι, όσο και αν αλλά­ζουν οι κύκλοι της ζωής, οι παλιές ψυχές δεν είναι εξό­ρι­στες, γι αυτό η μνή­μη θεριεύ­ει αντλώ­ντας και από τα χαλάσματα.

 

Στου Χανια­λή, τη βρύ­ση, μαζεύ­ο­νται τα ντε­λι­κα­νι­δά­κια με τις λύρες και τα μαντο­λί­να και τρα­γου­δούν σε στί­χους του Αλέ­ξαν­δρου Παπα­δά­κη, κορ­τά­ρο­ντας τα κορασοπούλια:

 

«Πώς ήθε­λα να πιώ νερό στου Χανια­λή τη βρύση

να γρά­νω τ’ αχει­λά­κι μου, τη δίψα μου να σβήσει.

Πέρ­δι­κα τσι φτε­ρού­γες σου καμα­ρω­τά τινάζεις

και πίνεις απ’ του Χανια­λή νερό και ξεδιψάζεις»

 

Λένε πως από μακριά ακού­γε­ται κι ένα θια­μπό­λι που παί­ζει τον ίδιο σκοπό…

 

Οι θρύ­λοι του Ορο­πε­δί­ου σημειώ­νο­νται στα ανα­γκαία του βίου σου, σ’ εκεί­νο το ημε­ρο­λό­γιο ζωής που όσο και αν κιτρι­νί­ζουν οι σελί­δες του είναι πάντα ευανάγνωστες.

Από­σπα­σμα από το υπό έκδο­ση βιβλίο: Λασί­θι, Τόπος Μέγας

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα 2Ι Μάη του 20120

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο