Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το πλοιάριο Γκράνμα, με το οποίο ακόμα αρμενίζουμε…

Επι­μέ­λεια – μετά­φρα­ση: Λου­κία Κων­στα­ντί­νου //

Αβά­να, Κούβα

Ο Φιντέλ είχε δεσμευ­τεί στο λαό του: «Το 1956, ή θα απε­λευ­θε­ρω­θού­με ή θα γίνου­με μάρ­τυ­ρες». Και στις 25 Νοέμ­βρη του ίδιου έτους, σαλ­πά­ρι­σε από το μεξι­κά­νι­κο λιμά­νι του Τούξ­παν το πλοιά­ριο Γκράν­μα, γεμά­το με ήρω­ες, που αψή­φη­σαν θύελ­λες, έσπα­σαν τον αστυ­νο­μι­κό κλοιό και υπερ­πή­δη­σαν εμπό­δια από διε­φθαρ­μέ­νους δημό­σιους υπαλ­λή­λους, ξεγέ­λα­σαν τη στε­νή παρα­κο­λού­θη­ση των κατα­σκό­πων και των πλη­ρω­μέ­νων δολο­φό­νων του καθε­στώ­τος του Μπα­τί­στα. «Αν φύγω, θα φτά­σω. Αν φτά­σω, θα μπω. Αν μπω, θα νική­σω». Και σε κάτι παρα­πά­νω από δύο χρό­νια εκπλή­ρω­σε την προ­φη­τεία του.

Βέβαια, ο δρό­μος δεν ήταν εύκο­λος. Εξα­ντλη­μέ­νοι από τις τόσες μέρες ταξι­διού με άσχη­μο και­ρό, κατα­πο­νη­μέ­νοι από το εχθρι­κό φυσι­κό περι­βάλ­λον της περιο­χής που απο­βι­βά­σθη­καν, οι μαχη­τές του Γκράν­μα δια­σκορ­πί­στη­καν μετά από ενέ­δρα του εχθρού στο Αλε­γρία ντε Πίο. Ύστε­ρα από μια οδύσ­σεια αρκε­τών ημε­ρών, οκτώ από αυτούς κατά­φε­ραν να ενω­θούν στο σπί­τι ενός αγρό­τη, έχο­ντας απο­μεί­νει μόνο με επτά του­φέ­κια. «Τώρα ναι, θα κερ­δί­σου­με τον πόλε­μο», ανα­φώ­νη­σε ο Φιντέλ. Κι επι­δό­θη­κε στο να ανά­ψει τη σπί­θα, που μετά θα γινό­ταν φλό­γα, για να μετα­τρέ­ψει τις αντι­ξο­ό­τη­τες σε νίκη.

Όταν συνα­ντή­θη­καν ξανά και με τους υπό­λοι­πους μαχη­τές του Γκράν­μα, έφτα­σαν τους δεκα­ε­πτά. Με την έντα­ξη των χωρι­κών της περιο­χής, μόλις που ξεπέ­ρα­σαν τους τριά­ντα. Σύντο­μα ήρθαν οι πρώ­τες νίκες: στο Λα Πλά­τα, το Ελ Ούβε­ρο. Από το Σαντιά­γο και το Μαν­σα­νί­γιο έφτα­σαν ενι­σχύ­σεις. Φτιά­χτη­κε και δεύ­τε­ρη φάλαγ­γα, με διοι­κη­τή τον Τσε. Το Γκράν­μα άρχι­σε να αρμε­νί­ζει στη Σιέ­ρα, δια­σχί­ζο­ντας ποτά­μια και χαρά­δρες, ανοί­γο­ντας δρό­μο στα δύσβα­τα βου­νά, σκαρ­φα­λώ­νο­ντας  υψώ­μα­τα. Ο Ραούλ εγκα­τα­στά­θη­κε στη Σιέ­ρα Κρι­στάλ. Ο Αλμέϊ­δα στα περί­χω­ρα του Σαντιά­γο. Ο Καμί­λο και ο Λαρί­τα κατα­σκή­νω­σαν στους κάμπους του Κάουτο.

Το Γκράν­μα συνέ­χι­σε την πορεία του. Υπήρ­ξαν ανα­πο­διές, όμως η επα­να­στα­τι­κή δρά­ση τις μετέ­τρε­ψε σε νίκες. Και το αθά­να­το πλοιά­ριο αρμέ­νι­σε μέχρι τα δυτι­κά, με τις φάλαγ­γες του Καμί­λο και του Τσε, εισέ­βαλ­λε στην πεδιά­δα του Ολγκίν, πολέ­μη­σε στην κεντρι­κή Κού­βα και στα υψώ­μα­τα του Πινάρ ντελ Ρίο. Και σε πέντε χρό­νια, πέντε μήνες και πέντε μέρες από την επί­θε­ση στο στρα­τό­πε­δο της Μον­κά­δα, μπή­κε θριαμ­βευ­τι­κά στο Σαντιά­γκο ντε Κούβα.

Ο Φιντέλ τότε προει­δο­ποί­η­σε το λαό: στις μέρες που έχου­με μπρο­στά μας, η μάχη θα γίνε­ται όλο και πιο δύσκο­λη. Ο ιμπε­ρια­λι­σμός των ΗΠΑ δεν ήταν δια­τε­θει­μέ­νος να χάσει την πίσω αυλή του και οργά­νω­σε κομά­ντος για την τρο­μο­κρα­τία στις πόλεις, συμ­μο­ρί­ες ξεση­κω­μέ­νων που επέ­βαλ­λαν τον τρό­μο στις ορει­νές ζώνες, μισθο­φο­ρι­κές ομά­δες εισβο­λής. Και αφού υπέ­στη­σαν τη μια ήττα μετά την άλλη, έβα­λαν σε εφαρ­μο­γή τον απο­κλει­σμό, για να νική­σουν τον κου­βα­νι­κό λαό με την πεί­να και τις αρρώ­στιες. Έχει περά­σει πια πάνω από μισός αιώ­νας και δεν έχουν μπο­ρέ­σει να κάμ­ψουν αυτό το επα­να­στα­τι­κό νησί.

Άλλοι λαοί χρειά­στη­καν την ταπει­νή συμ­με­το­χή των δυνά­με­ών μας και βρε­θή­κα­με δίπλα τους. Κάτω από την ίδια τη μύτη του ιμπε­ρια­λι­σμού πάνω από 30 χιλιά­δες διε­θνι­στές πήγαν το 1975 στην Αγκό­λα να αγω­νι­στούν για την ελευ­θε­ρία. Με το πνεύ­μα του Γκράν­μα, μετά από 13 χρό­νια μάχης, όπου συμ­με­τεί­χαν πάνω από 300 χιλιά­δες κου­βα­νοί, μαζί με τους μαχη­τές της Αγκό­λα κατα­φέ­ρα­με το καί­ριο  χτύ­πη­μα αντι­στρο­φής της πορεί­ας του ρατσι­στι­κού καθε­στώ­τος της Νότιας Αφρι­κής και , έπει­τα από μια απο­φα­σι­στι­κή μάχη, στα­θε­ρο­ποι­ή­θη­κε η ανε­ξαρ­τη­σία της Αγκό­λα, επι­τεύ­χθη­κε αυτή της Ναμί­μπια και μπή­κε τέλος στο μιση­τό σύστη­μα του άπαρτ­χαϊντ  στο νότιο άκρο της Αφρικής.

Μετά από μισό αιώ­να πει­σμα­τι­κής πολι­τι­κής της αυτο­κρα­το­ρί­ας, πρό­σφα­τα, «κάθι­σε» με την Κού­βα στο τρα­πέ­ζι των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων, όπως είχε κάνει τρεις δεκα­ε­τί­ες πίσω, με τον πόλε­μο στην Αγκό­λα. Η εγκα­θί­δρυ­ση σχέ­σε­ων μετα­ξύ Ουά­σιγ­κτον και Αβά­νας δεν απο­τε­λεί το δώρο ενός γεν­ναιό­δω­ρου αξιω­μα­τού­χου γιάν­κι, αλλά τον καρ­πό της αντί­στα­σης του κου­βα­νι­κού λαού, για πάνω από πέντε δεκα­ε­τί­ες. Όμως η βόρεια γει­το­νι­κή χώρα δια­τη­ρεί τον απο­κλει­σμό και ισχυ­ροί κύκλοι της εξου­σί­ας συνε­χί­ζουν να ονει­ρεύ­ο­νται την ανα­τρο­πή της Κου­βα­νι­κής Επανάστασης.

Πλη­σιά­ζουν, επο­μέ­νως, δύσκο­λες μάχες, στις οποί­ες ο εχθρός δεν μας δεί­χνει το πρό­σω­πό του καθα­ρά, αλλά δου­λεύ­ει με πανουρ­γία, πιο δια­κρι­τι­κά. Όπως θα έλε­γε ο Από­στο­λος (Χοσέ Μαρ­τί), ο πόλε­μος μάς γίνε­ται στη σκέ­ψη και στη σκέ­ψη πρέ­πει να τον εξα­πο­λύ­σου­με. Δεν έχου­με πια να δια­σχί­σου­με αντα­ρια­σμέ­νες θάλασ­σες, ούτε να αντι­με­τω­πί­σου­με βου­νά και υψώ­μα­τα, ούτε να κατα­λά­βου­με στρα­τό­πε­δα και τεθω­ρα­κι­σμέ­να τρέ­να. Πρέ­πει να είμα­στε σε επα­γρύ­πνη­ση μπρο­στά σε προ­σπά­θειες ιδε­ο­λο­γι­κής υπο­νό­μευ­σης της εθνι­κής θέλη­σης για ανε­ξαρ­τη­σία και σε προ­σπά­θειες  χει­ρα­γώ­γη­σης ή κατα­σκευ­ής της ιστορίας.

Αυτό είναι το σημε­ρι­νό καθή­κον, να συνε­χί­σου­με να αρμε­νί­ζου­με μαζί με την καθο­δή­γη­ση της χώρας πάνω στο πλοιά­ριο Γκράν­μα, για νέες νίκες.

granma21bΠηγή (στα ισπα­νι­κά): Bohemia, άρθρο της σύνταξης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο