Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το ραντεβού, το γουδί και το στούμπισμα

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Ίσως να είναι ατυ­χές το περι­στα­τι­κό, ίσως να είμα­στε υπερ­βο­λι­κοί, ίσως «έτυ­χε» και ίσως… «μας πήρε το ποτά­μι, μας πήρε ο ποτα­μός» και αλει­φτή­κα­με με τη λάσπη της αδια­φο­ρί­ας και της ξετσι­πω­σιάς. Ίσως… Από όποια πλευ­ρά και αν εξε­τά­σεις το ζήτη­μα αυτό το ίσως φαί­νε­ται όχι απλό καρ­φί στην έννοια του κοι­νω­νι­κού κρά­τους που εν πάση περι­πτώ­σει οφεί­λει-λέμε τώρα- να εκπλη­ρώ­νει τις «απαι­τή­σεις του ατό­μου ένα­ντι του κρά­τους να προ­βεί δηλα­δή σε θετι­κές παρο­χές». Μιλά­με για κοι­νω­νι­κά δικαιώ­μα­τα που συν­θέ­τουν και οπωσ­δή­πο­τε χαρα­κτη­ρί­ζουν ένα κοι­νω­νι­κό κρά­τος. Μιλά­με… «Φουρ­τού­να μας και χαλα­σιά μας». Η είδη­ση έφτα­κε από τα Χανιά. Ραντε­βού στο νοσο­κο­μείο για εξέ­τα­ση μετά από δύο χρό­νια. Απί­στευ­το; Όλα συμ­βαί­νουν. Είναι γνω­στό. Η έννοια του κόψε κόστος οδη­γεί κατευ­θεί­αν στον τρα­γέ­λα­φο «κόβο­νται ζωές».

Παλιό­τε­ρα έβα­ζε στοί­χη­μα ο πονη­ρός πολι­τευ­τής. « Να ανα­στή­σου­με αυτόν τον τόπο, να ζωντα­νέ­ψου­με τα παρα­τη­μέ­να χωριά, να ακου­στούν οι φωνές των παι­διών  στην πλα­τεία. Άμα δεν το πετύ­χου­με εγώ δεν έχω λόγο ύπαρ­ξης. Βάζω στοί­χη­μα». Και ούτως ή άλλως το στοί­χη­μα στην ουσία χανό­ταν αφού έπαιρ­ναν όλοι «αμού­ρες κατσα­ρές και γκόρ­τσα αγέ­νω­τα». Υπάρ­χουν λύσεις, αλλά απο­ρί­ας άξιον είναι πώς και για­τί αυτοί οι «Χαρ­βα­τι­κοί» δεν τις ανα­κά­λυ­ψαν. Να επα­νε­ξε­τά­σου­με τη λει­τουρ­γία και τη χρη­σι­μό­τη­τα των κλι­νι­κών. Ειδικότερα:

Δερ­μα­το­λο­γι­κή κλι­νι­κή: Υπερ­πο­λυ­τέ­λεια  και άκρως ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κή η χρή­ση της. Να βρά­ζου­με πικρα­λί­δες  και να κάνου­με έμπλα­στρα με τσου­κνί­δες και με ρετσί­νι από ρου­μπου­έ­λα­τα. Επί­σης να χρη­σι­μο­ποιού­με αλοι­φή από βρα­σμέ­να κού­μα­ρα και γκόρ­τσα.  Θα φτιά­ξου­με όλοι ένα δέρ­μα… βελούδινο.

Μαιευ­τι­κή κλι­νι­κή: Δεν χρειά­ζε­ται. Οι γυναί­κες να τίκτουν εκεί όπου γεν­νή­θη­κα και εγώ. Στην παρα­στιά, στην παρα­γω­νιά, δίπλα στο τζά­κι.  Παράλ­λη­λα, προ­λη­πτι­κώς να στα­μα­τή­σουν οι σια­κά­δες, οι πατσια­βέ­λες και τα σκα­πέ­μα­τα.  Τάξη και ηθι­κή. Σε τελι­κή ανά­λυ­ση να εφαρ­μό­σου­με και το τσιο­κά­νι­σμα.  Προ­σο­χή όμως μην μεί­νουν μερι­κοί ρογκάτσικοι.

Κλι­νι­κή Ω.Ρ.Λ.: Να καταρ­γη­θούν  πάραυ­τα.  Δεν χρειά­ζε­ται να ακού­με και καλά. Να στα­μα­τή­σει και το τσιου­λαύ­τια­σμα του καθε­νός. Να πάνε  όλοι στις δου­λειές τους. Άλλω­στε τώρα δεν χρειά­ζε­ται το κρυφακούειν.

Γαστρε­ντο­λο­γι­κή κλι­νι­κή: Στο­μα­χι­κές δια­τα­ρα­χές και στο­μα­χι­κά προ­βλή­μα­τα δεν υπάρ­χουν πλέ­ον. Τι χρειάζεται;

Κατό­πιν όλων αυτών δεν είναι ανά­γκη να λει­τουρ­γή­σουν  ενδο­κρι­νο­λο­γι­κές, νεφρο­λο­γι­κές, λοι­μω­ξιο­λο­γι­κές και τόσες άλλες κλινικές.

Ένα πρό­βλη­μα ανα­κύ­πτει, αν πρέ­πει να λει­τουρ­γή­σουν οι Ψυχια­τρι­κές Κλι­νι­κές. Κατά τη γνώ­μη μου απαι­τεί­ται η λει­τουρ­γία τους. Θα χρεια­στεί να μας βάλουν όλους σε κατα­στο­λή αφού απα­ξά­πα­ντες… «θα πάρου­με τα πλάια».

«Ειπώ­θη­καν ψέμα­τα που ντρά­πη­καν και τα ίδια. Μιας και δεν ντρά­πη­καν τα στό­μα­τα που τα λέγαν…». Μ. Λουντέμης

Μετά από όλα αυτά μού έρχο­νται στο μυα­λό τα εξής: Το στού­μπι­σμα, δηλα­δή το κτύ­πη­μα με στού­μπο, με κόπα­νο, με «δάρ­τι». Στου­μπί ή και στού­μπος σημαί­νει και η πέτρα που μπο­ρεί να σηκώ­σει κάποιος με το ένα χέρι και να την πετά­ξει (να ρίξει μια στου­μπιά), «του ‘ριξε μια στου­μπιά». Το χρη­σι­μο­ποιούν και για το στού­μπι­σμα του χοντρού αλα­τιού. Ακό­μα στου­μπάω (στ’μπάω) σημαί­νει στου­μπί­ζω, χτυ­πώ με στού­μπο ή με κόπα­νο ή με γου­δο­χέ­ρι ή αλω­νί­ζω το σιτά­ρι με δάρ­τια ή σπά­ζω καρύ­δια, μύγδα­λα κλπ. ή σκο­τώ­νω. «Tον στούμπ’σε τον λαγό». Όλα αυτά τα βάζω στο μυα­λό μου και αντρα­λί­ζο­μαι για­τί παράλ­λη­λα θυμά­μαι και τι δεν θυμά­μαι. Κι αμέ­σως τα ξεπερ­νάω για­τί ανα­τρι­χιά­ζω στη σκέ­ψη πως «Άμα τους αρπά­ξουν και τους στ’μπίσουν με το γ’δί και τους κάνουν σκορ­δα­λιά, ίσως και να κοκκινίσουν».

_______________________________________________________________________

toumpourosΟ Χρήστος Α.Τούμπουρος γεννήθηκε στην Άγναντα Άρτας (Τζουμέρκα). Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έγραψε τέσσερα βιβλία: «Αγναντίτικα Λιχνίσματα», «Το Γυμνάσιο Αγνάντων ο Πνευματικός Φάρος των Τζουμέρκων», «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» και «Τραγουδώντας την ξενιτιά», καθώς και εννέα θεατρικά έργα με περιεχόμενο που αφορά τη ζωή στην Ήπειρο.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο