Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το Στάλινγκραντ θα τους πονά για πάντα

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας* //

Δύο είναι οι ημε­ρο­μη­νί­ες που οι φασί­στες-νεο­να­ζί όπου γης απε­χθά­νο­νται όπως ο διά­ο­λος το λιβά­νι: η πρώ­τη είναι η 9η Μάη, ημέ­ρα της Αντι­φα­σι­στι­κής Νίκης των Λαών. Τότε που η κόκ­κι­νη σημαία με το σφυ­ρο­δρέ­πα­νο υψώ­νο­νταν στο Ράϊχ­σταγκ και το χιτλε­ρι­κό κτή­νος συντρί­βο­νταν μια και καλή μέσα στην ίδια του την έδρα, το Βερο­λί­νο. Η δεύ­τε­ρη ημε­ρο­μη­νία είναι η 2η Φλε­βά­ρη που σημα­το­δο­τεί τη μεγα­λειώ­δη, απο­φα­σι­στι­κής σημα­σί­ας για την έκβα­ση του δευ­τέ­ρου παγκο­σμί­ου πολέ­μου, νίκη του Κόκ­κι­νου στρα­τού επί των ναζι­στι­κών στρα­τευ­μά­των στο Στάλινγκραντ.

Πρό­σφα­τα, με αφορ­μή εκδή­λω­ση-αφιέ­ρω­μα της ΚΝΕ στην επέ­τειο των 73 χρό­νων από το θρί­αμ­βο του Στά­λιν­γκραντ, τα χιτλε­ρι­κά απο­μει­νά­ρια της φασι­στι­κής Χρυ­σής Αυγής βρή­καν την ευκαι­ρία για αντι­κομ­μου­νι­στι­κό δηλη­τή­ριο: «Μάλι­στα! Μόνο που δεν υπάρ­χει πλέ­ον πόλη που να ονο­μά­ζε­ται Στά­λιν­γκραντ. Το πρώ­ην Στά­λιν­γκραντ λέγε­ται τώρα Βόλ­γο­γκραντ. Επί­σης, δεν υπάρ­χει πλέ­ον Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Την έφα­γε η… μαρ­μά­γκα, εδώ και μια 25ετία. Τέλος, δεν υπάρ­χει πλέ­ον Κόκ­κι­νος Στρα­τός. Κομ­μού­νια, αφή­στε τα… τσα­κί­σμα­τα, για­τί το κεντρι­κό μαγα­ζί κατέ­βα­σε ρολά. Πως είναι δυνα­τόν να υπάρ­χει ακό­μα το… υπο­κα­τά­στη­μα;». Τέτοια έγρα­φαν σε μια απ’ τις εμε­τι­κές ιστο­σε­λί­δες τους.

Προ­φα­νώς, η απέ­χθεια του χρυ­σαυ­γί­τι­κου εσμού απέ­να­ντι στο ιστο­ρι­κό ορό­ση­μο του Στά­λιν­γκραντ, όπως επί­σης απέ­να­ντι στην ΕΣΣΔ και τον ηρω­ϊ­κό Κόκ­κι­νο Στρα­τό, δεν προ­κα­λεί καμία έκπλη­ξη. Αντι­θέ­τως, είναι από­λυ­τα λογι­κό για τους ιδε­ο­λο­γι­κούς απο­γό­νους του Χίτλερ, του Γκέ­μπελς και του Μου­σο­λί­νι να αφρί­ζουν από αντι­κομ­μου­νι­στι­κό αμόκ όταν θυμού­νται πως ο σοβιε­τι­κός λαός- του Στά­λιν και του Ζού­κωφ τα παι­διά- τους έστει­λε εκεί που πραγ­μα­τι­κά ανή­κουν: Στον σκου­πι­δο­τε­νε­κέ της Ιστορίας.

Stalingrad - LatuffΗ μάχη του Στά­λιν­γκραντ- η μάχη των μαχών- δεν ήταν απλά η σπου­δαιό­τε­ρη στρα­τιω­τι­κή ανα­μέ­τρη­ση του 20ου αιώ­να. Σημα­το­δό­τη­σε μια μάχη ανά­με­σα στο φως και το σκο­τά­δι της Ιστο­ρί­ας, ανά­με­σα στην ανθρω­πό­τη­τα και τους επί­δο­ξους κατα­στρο­φείς της. Και τη μάχη αυτήν την κέρ­δι­σε ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός, ο λαός της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης, χωρίς καμία αρω­γή των δυτι­κών «συμ­μά­χων», απέ­να­ντι σε οκτώ στρα­τιές του ναζι­στι­κού κτή­νους. Ακό­μη και ο τότε αμε­ρι­κα­νός πρό­ε­δρος Ρουζ­βελτ, σε σχε­τι­κό μήνυ­μα του, χαρα­κτή­ρι­ζε το Στά­λιν­γκραντ «ως ένα από τα λαμπρό­τε­ρα κεφά­λαια του πολέ­μου των λαών που ηνώ­θη­σαν ενα­ντί­ον του ναζι­σμού και των μιμη­τών του».

Να ξεκα­θα­ρί­σου­με, λοι­πόν, στα ναζι­στοει­δή της εγκλη­μα­τι­κής Χρυ­σής Αυγής πως όσα ονό­μα­τα κι’ αν αλλά­ξει η ιστο­ρι­κή πόλη του Στά­λιν­γκραντ, η 2α Φλε­βά­ρη 1943 θα θυμί­ζει για πάντα την αρχή του τέλους του χιτλε­ρι­κού τέρα­τος. Να ξεκα­θα­ρί­σου­με, επί­σης, πως όση λάσπη κι’ αν ρίχνει ο ναζι­στι­κός τους από­πα­τος ενά­ντια στην Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, τα ιδα­νι­κά, οι ιδέ­ες και οι αξί­ες που γέν­νη­σαν και έχτι­σαν το πρώ­το σοσια­λι­στι­κό κρά­τος στον κόσμο θα συνε­χί­σουν να υπάρ­χουν όσο συνε­χί­ζει να υπάρ­χει ταξι­κή εκμετάλλευση.

Οι ναζί της Χρυ­σής Αυγής, ως βρυ­κό­λα­κες της Ιστο­ρί­ας και μαντρό­σκυ­λα του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος, καλά κάνουν και φοβού­νται το «Στά­λιν­γκραντ». Καλώς το απε­χθά­νο­νται. Διό­τι τους θυμί­ζει ποιά θα είναι πάντο­τε η κατά­λη­ξη της μίζε­ρης τους ύπαρ­ξης. Διό­τι τους θυμί­ζει- και θα τους θυμί­ζει πάντα–  αυτό που διδά­σκει η ιστο­ρι­κή εμπει­ρία: πως τους ρου­φιά­νους των εκμε­ταλ­λευ­τών και των αφε­ντι­κών πάντα θα τους τσα­κί­ζει η πάλη των λαών. Και αυτό τους πονά.

 

Πάμπλο Νερού­δα
Και­νούρ­γιο τρα­γού­δι αγά­πης στο Στά­λιν­γκραδ (1943).

Εγώ έγρα­ψα για το νερό και για το χρόνο
περί­γρα­ψα το πέν­θος και το μαύ­ρο μέταλ­λό του,
έγρα­ψα για τον ουρα­νό και για τα μήλα,
και τώρα γρά­φω για το Στάλινγκραδ.

Με το μαντή­λι της έχει φυλά­ξει η νύφη
του ερω­τευ­μέ­νου μου έρω­τα τη λάμψη,
Πάνω στο χώμα είναι η καρ­διά μου, τώρα,
στο φως και στον καπνό του Στάλινγκραδ.

Αγγι­ξα με τα χέρια το σκισμένο
σωκάρ­δι της γαλά­ζιας δύσης:
τώρα καθώς το πρω­ι­νό της ζωής γεννιέται
τ’ αγγί­ζω στον ήλιο του Στάλινγκραδ.

Ξέρω πως ο αιώ­νιος νέος με τα εφή­με­ρα φτε­ρά του,
σαν ένας κύκνος δεμένος,
το γνώ­ρι­μο του πόνο ξεδιπλώνει
με την κραυ­γή μου αγά­πης για το Στάλινγκραδ.

Αφή­νω την ψυχή μου όθε μ’ αρέσει.
Εμέ­να δεν με τρέ­φουν κουρασμένα
χαρ­τιά μου­τζου­ρω­μέ­να και μελάνι.
Γεν­νή­θη­κα να τρα­γου­δή­σω το Στάλινγκραδ.

Ήταν μαζί με τους αθά­να­τους νεκρούς σου
στα τρυ­πη­μέ­να τεί­χη σου η φωνή μου,
κ’ ήχη­σε σαν καμπά­να ή σαν αγέρας
κοι­τά­ζο­ντάς σε να πεθαί­νεις, Στάλινγκραδ.

Πολε­μι­στές Αμε­ρι­κά­νοι τώρα
λεφού­σια, άσπροι και μαύροι
σκο­τώ­νου­νε στην έρη­μο το φίδι.
Τώρα δεν είσαι μόνο, Στάλινγκραδ.

Γυρί­ζει στα παλιά οδο­φράγ­μα­τα ή Γαλλία
με μια σημαία τρι­κυ­μί­ας στημένη
πάνω σε δάκρυα που μόλις εστεγνώσαν.
Τώρα δεν είσαι μόνο, Στάλινγκραδ.

Τα τρο­με­ρά λιο­ντά­ρια της Αγγλίας
πάνω απ’ την άγρια θάλασ­σα πετώντας
στη μαύ­ρη γη καρ­φώ­νου­νε τα νύχια.
Τώρα δεν είσαι μόνο Στάλινγκραδ.

Μόνο οι δικοί σου δεν είναι θαμμένοι
στο χώμα των βου­νών της τιμωρίας:
εκεί το κρέ­ας των πεθα­μέ­νων τρέμει
που αγγί­ξα­νε το μέτω­πό σου, Στάλινγκραδ.

Νικη­μέ­να φεύ­γου­νε των εισβο­λέ­ων τα χέρια,
και δίχως φως τα μάτια του στρατιώτη,
πλημ­μυ­ρι­σμέ­να με αίμα τα παπούτσια
που πάτη­σαν την πόρ­τα τη δίκη σου, Στάλινγκραδ.

Με περη­φά­νεια είναι το ατσά­λι σου φτιαγμένο,
η χαί­τη σου από φωτει­νούς πλανήτες,
οι επάλ­ξεις σου είναι από καρ­βέ­λια μοιρασμένα,
το μέτω­πό σου σκο­τει­νια­σμέ­νο, Στάλινγκραδ.

Η πατρί­δα σου είναι από σφυ­ριά και δάφνες,
στο χιο­νι­σμέ­νο μεγα­λείο σου είναι το αίμα,
πάνω στο χιό­νι είναι η ματιά του Στάλιν,
με το αίμα σου πλεγ­μέ­νη, Στάλινγκραδ.

Οι δάφ­νες, τα μετάλ­λια που οι νεκροί σου
από­θε­σαν στο τρυ­πη­μέ­νο στήθος
της γης, και τη συγκί­νη­ση όλης
της ζωής και του θανά­του, Στάλινγκραδ.

Η βαθιά πίστη που τώρα ξαναφέρνεις
στην καρ­διά του κου­ρα­σμέ­νου ανθρώπου
με τη γενιά των ρού­σων καπετάνιων
από το αίμα σου βγαλ­μέ­νων Στάλινγκραδ.

Η ελπί­δα που γεν­νιέ­ται μες στους κήπους
σαν το λου­λού­δι που προ­σμέ­νου­με του δέντρου,
σελί­δα χαραγ­μέ­νη με τουφέκια,
τα γράμ­μα­τα απ’ το φως σου, Στάλινγκραδ.

Τον Πύρ­γο σου που ανέ­βα­σες στα ύψη,
τους ματω­μέ­νους πέτρι­νους βωμούς σου,
τους υπε­ρα­σπι­στές της ώρι­μης ηλικίας,
τους γιούς της σάρ­κας της δικής σου, Στάλινγκραδ.

Τους παθια­σμέ­νους σου αετούς των βράχων,
τα μέταλ­λα που βύζα­ξε ή ψυχή σου,
τους χαι­ρε­τι­σμούς με δάκρυα δίχως τέλος
και τα κύμα­τα της αγά­πης, Στάλινγκραδ.

Τα κόκ­κα­λα κατα­ρα­μέ­νων δολοφόνων
τα σφα­λι­σμέ­να μάτια του εισβολέα,
και τους κατα­χτη­τές καταδιωγμένους
πίσω απ’ τη λάμ­ψη τη δική σου, Στάλινγκραδ.

Αυτοί που ταπει­νώ­σαν την Αψίδα
και πέρα­σαν τα νερά του Σηκουάνα
με την ιδία τη συγκα­τά­θε­ση του σκλάβου,
εμεί­να­νε στο Στάλινγκραδ.

Αυτοί που στην ωραία Πράγα,
πάνω σε δάκρυα, σε σιω­πή και προδοσία
περά­σα­νε πατώ­ντας τις πλη­γές της,
πεθά­να­νε στο Στάλινγκραδ.

Αυτοί που στις ελλη­νι­κές σπηλιές
λερώ­σαν τον κρυ­στάλ­λι­νο σπα­σμέ­νο σταλαχτίτη
και τη γαλά­ζια κλασ­σι­κή του ακρίβεια,
πού είναι χαμέ­νοι τώρα, Στάλινγκραδ;

Αυτοί που γκρέ­μι­σαν στην Ισπα­νία και κάψαν
κι αφή­σαν την καρ­διά άλυσσοδεμένη
της μάνας των δρυών και πολεμάρχων,
στά πόδια σου σαπί­ζουν, Στάλινγκραδ.

Εκεί­νοι που στην Όλλαν­δία ραντίσαν
του­λί­πες και νερό με ματω­μέ­νη λάσπη,
κι άπλω­σαν το σπα­θί και το μαστίγιο,
τώρα ανα­παύ­ο­νται στο Στάλινγκραδ.

Εκεί­νοι που στης Νορ­βη­γί­ας την άσπρη νύχτα
με ούρ­λια­σμα τσα­κα­λιού ξαμολημένου
κάψαν την παγω­μέ­νη άνοι­ξή της,
βου­βά­θη­καν στο Στάλινγκραδ.

Τιμή σ’ εσέ γι’ αυτό που ο αγέ­ρας φέρνει,
γι’ αυτό που τρα­γου­δή­θη­κε, γι’ αυτό που τραγουδιέται,
τιμή για τα παι­διά σου, τις μανάδες
και για τους εγγο­νούς σου, Στάλινγκραδ.

Τιμή στον πολε­μάρ­χο της ομίχλης,
τιμή στον κομισ­σά­ριο, στο στρατιώτη,
τιμή στον ουρα­νό του φεγ­γα­ριού σου,
τιμή στον ήλιο το δικό σου, Στάλινγκραδ.

Φύλα μου ένα του­φέ­κι κ’ ένα αλέτρι,
κ’ ένα κομ­μά­τι αφρού να μου φυλάξεις,
κ’ ένα κόκ­κι­νο στά­χυ από τη γη σου,
μαζί μου να τα βάλου­νε στο μνήμα,
για να γνω­ρί­ζουν, αν ποτέ αμφιβάλουν,
πως αν και δεν πολέ­μη­σα μαζί σου,
πως πέθα­να αγα­πώ­ντας σε, πως μ’ είχες αγαπήσει·
αυτό το μαύ­ρο ρόδι αφή­νω στην τιμή σου,
αυτόν τον ύμνο αγά­πης για το Στάλινγκραδ.

 

* υπο­ψήφ. Διδά­κτωρ Πολι­τι­κών Επι­στη­μών και Ιστορίας

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο