Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το τραίνο της μεγάλης φυγής

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Πρέ­πει να παρα­δε­χτού­με ότι τού­τες οι εκλο­γές είναι τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κές από όσα είχα­με μάθει ίσα­με σήμε­ρα. Επί σαρά­ντα χρό­νια, μέχρι και τον περα­σμέ­νο Γενά­ρη, πηγαί­να­με στην κάλ­πη έχο­ντας πάντα κατά νου ένα «δια­κύ­βευ­μα» και βασα­νι­ζό­με­νοι πάντα από κάποιο δίλημ­μα: Καρα­μαν­λής ή τανκς; Στα­θε­ρό­τη­τα ή αβε­βαιό­τη­τα; Ευρω­κε­ντρι­κός φιλε­λευ­θε­ρι­σμός ή τρι­το­δρο­μι­κός σοσια­λι­σμός; Παρά­δο­ση ή εκσυγ­χρο­νι­σμός; Συντή­ρη­ση ή πρό­ο­δος; Επι­στρο­φή στα παλιά ή φυγή προς τα και­νούρ­για αλλά άγνω­στα; Κιθα­ρί­στας ή ντρά­μερ; Ρεάλ ή Μπαρ­τσε­λό­να; Βίσ­ση ή Βανδή;

Πέρα από όλα αυτά τα διλήμ­μα­τα, πάντο­τε πηγαί­να­με στις κάλ­πες έχο­ντας ένα δάχτυ­λο τεντω­μέ­νο στην μού­ρη μας, το οποίο μας εφι­στού­σε τους θανά­σι­μους κιν­δύ­νους που θα δια­τρέ­χα­με αν δεν ψηφί­ζα­με σωστά. Αν δεν υπα­κού­α­με στις εντο­λές του συστή­μα­τος και η ψήφος μας ήταν κόντρα προς τις επι­θυ­μί­ες του, μπο­ρεί ‑λόγου χάρη- να κατα­ντού­σα­με σοβιε­τία ή να μας πετού­σαν εκτός ευρω­ζώ­νης ή να μην είχε το κρά­τος λεφτά για μισθούς και συντά­ξεις ή να χάνα­με τις κατα­θέ­σεις μας ή να μη μπο­ρού­σα­με να κατε­βά­σου­με μια εφαρ­μο­γή στο άιφόν μας ή να ξεμέ­να­με από κωλό­χαρ­το ή να βγά­ζα­με την μπέ­μπε­λη ή να μας και­γό­ταν το βίντεο ή… ή… ή…

Απ’ αυτή την άπο­ψη, σε τού­τες τις εκλο­γές πρέ­πει να αισθα­νό­μα­στε ευτυ­χείς. Ούτε δια­κυ­βεύ­μα­τα υπάρ­χουν ούτε διλήμ­μα­τα ούτε ελλο­χεύ­ο­ντες κίν­δυ­νοι. Είτε κατά θεί­αν οικο­νο­μί­αν είτε λόγω ευμε­νούς φυσι­κής συγκυ­ρί­ας είτε απλώς επει­δή δεν είναι ανά­δρο­μος ο Ερμής, όλα μας τα προ­βλή­μα­τα έχουν λυθεί ή, έστω, έχουν μπει σε καλό δρό­μο και κίν­δυ­νος για ο,τιδήποτε δεν υπάρ­χει στον ορί­ζο­ντα. Φρό­ντι­σαν για όλα αυτά οι καλοί μας πολι­τι­κοί, οι οποί­οι έχουν ήδη συνα­πο­φα­σί­σει περί του ποιο δρο­μο­λό­γιο θα ακο­λου­θή­σει το τραί­νο της χώρας τα επό­με­να χρό­νια, οποιο­δή­πο­τε κόμ­μα κι αν επι­λέ­ξου­με εμείς στην κάλ­πη. Βέβαια, οι καλοί μας πολι­τι­κοί έχουν συνα­πο­φα­σί­σει επί­σης ότι ως καύ­σι­μα του τραί­νου θα χρη­σι­μο­ποι­η­θού­με εμείς, οι πολί­τες αυτής της χώρας, αλλά δεν παρα­πο­νιό­μα­στε. Αν είναι για το καλό του τόπου… χαλάλι.

Θα με ρωτή­σε­τε τώρα για­τί πάμε σε εκλο­γές αφού το πώς θα εξε­λι­χθεί η επό­με­νη μέρα είναι προ­α­πο­φα­σι­σμέ­νο. Ε, πώς! Είπα­με ότι το τραί­νο θα κατευ­θυν­θεί σε δεδο­μέ­νο προ­ο­ρι­σμό και με καύ­σι­μα εμάς αλλά μη μου πεί­τε πως δεν έχει σημα­σία το ποιος θα είναι ο μηχα­νο­δη­γός! Σας θυμί­ζω ότι ο ίδιος ο τέως πρω­θυ­πουρ­γός έδω­σε το περί­γραμ­μα αυτού του κεφα­λαιώ­δους ερω­τή­μα­τος κατά την πρό­σφα­τη προ­ε­κλο­γι­κή του ομι­λία στην Κρή­τη: «Ποιον θέλου­με υπουρ­γό υγεί­ας; Τον Κου­ρου­μπλή ή τον Γεωρ­γιά­δη;». Φυσι­κά, εκ της θέσε­ώς του δεν μπο­ρού­σε να κάνει λόγο για τους μηχα­νο­δη­γούς και γι’ αυτό ανα­φέρ­θη­κε στις δευ­τε­ράν­τζες, στους ελεγ­κτές του τραίνου.

Έτσι, λοι­πόν, θα πάμε στις κάλ­πες έχο­ντας μεν ως δεδο­μέ­να και το ότι από Δευ­τέ­ρα θα χάνου­με περισ­σό­τε­ρα απ’ όσα χάνου­με σήμε­ρα και το πού θα πηγαί­νουν τα χαμέ­να, όντας δε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να δια­λέ­ξου­με ποιος θα είναι εκεί­νος που θα μας τα παίρ­νει. Θέλου­με π.χ. να μας τα παίρ­νει αρι­στε­ρό χέρι ή δεξιό; Ό,τι επι­λέ­ξου­με θα γίνει σεβα­στό, αυτό είναι σίγουρο.

cogito2

Το ευχά­ρι­στο είναι πως, σε τού­τη την θανα­τε­ρή μονο­το­νία, υπάρ­χει και μια ελπι­δο­φό­ρα πινε­λιά: και οι δυο υπο­ψή­φιοι μηχα­νο­δη­γοί υπό­σχο­νται ότι θα κάνουν ό,τι μπο­ρούν ώστε να γίνει πιο ευχά­ρι­στο το ταξί­δι μας προς την φτώ­χεια. Για παρά­δειγ­μα, θα συνε­χί­σουν τις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις με το κουαρ­τέ­το, προ­κει­μέ­νου να ακυ­ρω­θούν ή να ελα­φρυν­θούν κάποια από τα βασα­νι­στή­ρια στα οποία και οι δυο έχουν απο­δε­χτεί πως πρέ­πει να υπο­βλη­θού­με. Επί­σης, θα καταρ­γή­σουν τον ΦΠΑ που οι ίδιοι επέ­βα­λαν στην ιδιω­τι­κή παι­δεία (σημειω­τέ­ον, πάντως, ότι κανείς από τους δυο δεν λέει το παρα­μι­κρό για βελ­τί­ω­ση της δημό­σιας παι­δεί­ας) ενώ, αν πάει καλά το μαγα­ζί, από του χρό­νου θα εξε­τά­σουν το ενδε­χό­με­νο να ξανα­μειω­θεί ο ΦΠΑ στις φρυ­γα­νιές και στα σου­βλά­κια. Ακό­μη, θα πατά­ξουν την δια­φθο­ρά, θα στη­ρί­ξουν τους πιο αδύ­να­μους, θα δημιουρ­γή­σουν νέες θέσεις εργα­σί­ας και, γενι­κά, θα κάνουν ό,τι περ­νά­ει από το χέρι τους για να φτά­σου­με όσο πιο ευχα­ρι­στη­μέ­νοι γίνε­ται στο ικρί­ω­μα όπου θα μας κρε­μά­σουν, στον τοί­χο όπου θα μας εκτε­λέ­σουν και στον Καιά­δα όπου θα μας πετάξουν.

Κάπως έτσι, λοι­πόν, απαλ­λαγ­μέ­νοι από φόβους και διλήμ­μα­τα, βαδί­ζου­με προς τις κάλ­πες.  Δεν υπάρ­χει λόγος να ξοδέ­ψου­με χρό­νο για να μελε­τή­σου­με τα προ­γράμ­μα­τα, τα δρο­μο­λό­για των δυο μηχα­νο­δη­γών, εφ’ όσον το ίδιο δρο­μο­λό­γιο θα ακο­λου­θή­σουν κι οι δυο. Αρκεί να πάρου­με τις φωτο­γρα­φί­ες τους και, αφού τις κοι­τά­ξου­με καλά, να δια­λέ­ξου­με ποια­νού η μού­ρη μάς πάει περισ­σό­τε­ρο για μηχανοδηγός.

Τώρα, βέβαια, που το ξανα­σκέ­φτο­μαι, για­τί να βαδί­σου­με απλώς προς τις κάλ­πες και να μη κάνου­με μια προ­σπά­θεια «να περά­σου­με προς την ελευ­θε­ρία», όπως λέει κι ο Μιχά­λης Κατσα­ρός στην «Δια­θή­κη» του; Αφού εμείς οι επι­βά­τες είμα­στε περισ­σό­τε­ροι, για­τί να μην επι­βά­λου­με εμείς το δρο­μο­λό­γιο που θέλου­με; Για­τί να μη προ­σπα­θή­σου­με να μετα­τρέ­ψου­με αυτό το τραί­νο του ολέ­θρου μας σε τραί­νο τής μεγά­λης φυγής από όλα τού­τα που κλέ­βουν τις ζωές μας, σκο­τώ­νουν τα όνει­ρά μας και μας κόβουν τα πόδια, ανα­γκά­ζο­ντάς μας να σερνόμαστε;

Τους δοκι­μά­σα­με. Τους ξέρου­με, Για­τί να μη πάρου­με τώρα οι ίδιοι το τιμό­νι στα χέρια μας;

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο