Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το φασιστικό τελεσίγραφο και το «ΟΧΙ» του Μεταξά, του Γ. Κορδάτου

Καλ­λιερ­γή­θη­κε από τα κάθε λογής όργα­να του καθε­στώ­τος της 4ης Αυγού­στου η ιδέα πως ο Μετα­ξάς τα ξημε­ρώ­μα­τα της 28 Οκτώ­βρη 1940 που δέχτη­κε στο σπί­τι του την επί­σκε­ψη του Ιτα­λού πρε­σβευ­τή Ε. Γκρά­τσι, κρά­τη­σε όλη του την ψυχραι­μία και στο φασι­στι­κό τελε­σί­γρα­φο απά­ντη­σε με ένα ΟΧΙ. Τόσα έχουν γρα­φεί από τις ελλη­νι­κές εφη­με­ρί­δες του και­ρού εκεί­νου, ώστε παρ’ ολί­γο να σχη­μα­τι­σθεί και ολό­κλη­ρος θρύ­λος γύρω στο ζήτη­μα αυτό. Και όμως τα πράγ­μα­τα δεν έγι­ναν όπως το Γρα­φείο του Τύπου του τεταρ­το­αυ­γου­στια­νού καθε­στώ­τος, πλα­στο­γρα­φώ­ντας την αλή­θεια, τόνι­ζε σ’ όλους τους τόνους της προ­πα­γάν­δας. Ο Μετα­ξάς κανέ­να ΟΧΙ δεν είπε στον Ιτα­λό πρε­σβευ­τή. Το ΟΧΙ το είπεν ο Ελλη­νι­κός λαός και στο Αλβα­νι­κό μέτω­πο και ύστε­ρα στον και­ρό της κατο­χής με την εθνι­κή του αντί­στα­ση. Τον πόλε­μο λοι­πόν του τον επέ­βα­λε ο Ιτα­λι­κός φασι­σμός. Αυτή είναι η ιστο­ρι­κή αλή­θεια. Και υπάρ­χουν και ντο­κου­μέ­ντα. Ο τότε πρε­σβευ­τής της Ιτα­λί­ας Ε. Γκρά­τσι έγρα­ψε σα να πού­με τις ανα­μνή­σεις του και τις δημο­σί­ευ­σε κιό­λας. Πρέ­πει δε προ­κα­τα­βο­λι­κά να τονί­σου­με πως απ’ όσα δημο­σί­ευ­σε ο Γκρά­τσι βγαί­νουν πολ­λά στοι­χεία που χαρα­κτη­ρί­ζουν καλά τον Έλλη­να δικτά­το­ρα στις κρί­σι­μες για τη χώρα μας εκεί­νες στιγ­μές. Ο Μετα­ξάς ήταν ως το κόκα­λο γερ­μα­νό­φι­λος και ιτα­λό­φι­λος κι αν ο Μου­σο­λί­νι δεν ήταν τόσο προ­κλη­τι­κός ίσως ο αρχη­γός του τεταρ­το­αυ­γου­στια­νού καθε­στώ­τος νάβρι­σκε τον τρό­πο να τα στρί­ψει και να πάει με τον άξο­να. Απ’ την αιτία αυτή κήρυ­χνε στην Πάτρα και αλλού, λίγους μήνες πριν ξεσπά­σει ο δεύ­τε­ρος παγκό­σμιος πόλε­μος, πως «είναι μωροί εκεί­νοι που βλέ­πουν στον διε­θνή ορί­ζο­ντα περι­πλο­κάς και πολέ­μους». Και από την ίδια αιτία άφη­σε ανέ­τοι­μη την Ελλά­δα και παρά­δω­σε τον ελλη­νι­κό στρα­τό στα χέρια ανί­κα­νων αξιω­μα­τι­κών. Ήταν της ιδέ­ας ―κι όταν πια κηρύ­χθη­κε ο παγκό­σμιος πόλε­μος― πως οι φίλοι του, ο Γκαί­μπελς και ο Γκαί­ριγκ θα τον προ­στά­τευαν και δεν θ’ άφη­ναν τα πράγ­μα­τα να πάρουν την τρο­πή που πήραν. Ακό­μα πίστευε πως και ο Μου­σο­λί­νι δεν θα κατέ­βαι­νε πιο κάτω από την Αλβα­νία, όχι για­τί φοβό­ταν τους Εγγλέ­ζους ―αυτοί δεν υπο­λο­γί­ζο­νταν τότε― αλλά για­τί στην Ελλά­δα υπήρ­χε φασι­στι­κό καθε­στώς ― δηλα­δή «αδελ­φόν καθε­στώς» όπως έλε­γε ο Νικο­λού­δης λίγες μέρες πριν μας κηρύ­ξει ο Μου­σο­λί­νι τον πόλε­μο. Εξάλ­λου ο Ι. Πολί­της, ο τότε πρε­σβευ­τής μας στη Ρώμη, είδε κι έπα­θε όσο να πεί­σει τον Μετα­ξά πως η φασι­στι­κή Ιτα­λία ετοι­μά­ζο­νταν να μας χτυ­πή­σει. Ο ίδιος ο Πολί­της σε μια ιδιαί­τε­ρη συνο­μι­λί­ας μας, λίγο και­ρόν πριν φύγει κρυ­φά από την Ελλά­δα, στον και­ρό της κατο­χής, μου ανα­κοί­νω­σε πως έβρι­σκε μεγά­λη αντί­δρα­ση στο υπουρ­γείο Εξω­τε­ρι­κών, για­τί δεν ήθε­λαν να τον πιστέ­ψουν πως η Ιτα­λία μια μέρα θα μας χτυ­πού­σε! Τέτοια νοο­τρο­πία είχαν οι περί­φη­μοι κυβερ­νή­τες της χώρας μας όταν και τα μικρά παι­διά το κατα­λά­βαι­ναν πως ο ορί­ζο­ντας ολο­έ­να σκε­πα­ζό­ταν από νέφη και ο Ιτα­λι­κός φασι­σμός μάς ετοί­μα­ζε την ίδια τύχη της Αλβανίας.

Μα και όταν το μαχαί­ρι έφθα­σε στο κόκα­λο και ο φασι­σμός μάς χτυ­πού­σε απει­λη­τι­κά την πόρ­τα, πάλι ο Μετα­ξάς δεν έπαι­ξε τον ιστο­ρι­κό ρόλο που καλού­σαν οι περι­στά­σεις να παί­ξει. Ως την τελευ­ταία στιγ­μή έλπι­ζε πως ο Μου­σο­λί­νι δεν θα μας επι­τί­θο­νταν, για­τί πολ­λά περί­με­νε από το Χίτλερ που τον πίστευε φίλο και προ­στά­τη της Ελλά­δας! Γι’ αυτό, όταν στις 4 το πρωί της 28 του Οκτώ­βρη 1940 τον ξύπνη­σε ο Ιτα­λός πρε­σβευ­τής Γκρά­τσι για να του επι­δώ­σει το τελε­σί­γρα­φο, δεν κατά­λα­βε περί τίνος επρό­κει­το ―έτσι διη­γεί­ται ο Γκρά­τσι που κατά τα άλλα γρά­φει με πολ­λή συμπά­θεια για τον Μετα­ξά― κι άρχι­σε τις φιλο­φρο­νή­σεις. Άμα δε διά­βα­σε το τελε­σί­γρα­φο, ούτε αγρί­ε­ψε, ούτε κρά­τη­σε την ψυχραι­μία του, ούτε βρή­κε δύο λέξεις, από κεί­νες που μένουν ιστο­ρι­κές, να πει για λογα­ρια­σμό της Ελλά­δας, παρά δάκρυ­σε. Κι ήταν τα δάκρυά του αυτά δάκρυα συγκί­νη­σης φυσι­κά, αλλά συγκί­νη­σης για­τί δεχό­ταν το ράπι­σμα από το φασι­σμό που τόσο πολύ τον εξυπηρέτησε.

«Ο Μετα­ξάς ―γρά­φει ο Γκρά­τσι― άρχι­σε να δια­βά­ζει το τελε­σί­γρα­φο. Τα χέρια του, καθώς διά­βα­ζε, έτρε­μαν ελα­φρά και δια­μέ­σου των γυα­λιών του είδα τα μάτια του να δακρύ­ζουν, όπως συνέ­βαι­νε όταν βρί­σκο­νταν σε μεγά­λη συγκί­νη­ση. Άμα τέλειω­σε το διά­βα­σμα με κοί­τα­ξε κατά­μα­τα και με φωνή συγκι­νη­μέ­νη, αλλά στα­θε­ρή, μου είπε (γαλ­λι­κά) «Ώστε έχου­με πόλε­μο». Του απά­ντη­σα πως αυτό δεν ήταν απα­ραί­τη­το και ότι η ιτα­λι­κή κυβέρ­νη­ση έλπι­ζε πως η ελλη­νι­κή θα δεχό­ταν την αξί­ω­σή της να περά­σουν ελεύ­θε­ρα τα ιτα­λι­κά στρα­τεύ­μα­τα που θ’ άρχι­ζαν τις κινή­σεις τους στις 6 το πρωί. Ο Μετα­ξάς μου είπε τότε πως αυτό ήταν αδύ­να­το κι αν θα ήθε­λε να ενδώ­σει, δεν μπο­ρού­σε να βρει μέσα σε τρεις ώρες τον και­ρό να πάρει δια­τα­γές απ’ το Βασι­λέα και να μετα­βι­βά­σει τις ανα­γκαί­ες οδη­γί­ες. Ο Μετα­ξάς με ρώτη­σε αν του­λά­χι­στον μπο­ρού­σα να του υπο­δεί­ξω ποια ήταν τα στρα­τη­γι­κά σημεία που ήθε­λε να κατα­λά­βει η ιτα­λι­κή κυβέρ­νη­ση. Φυσι­κά υπο­χρε­ώ­θη­κα να του απα­ντή­σω ότι δεν είχα καμιά ιδέα. Ο Μετα­ξάς απά­ντη­σε: «Βλέ­πε­τε ότι είναι αδύ­να­το (να κάνω τίπο­τα). Η ευθύ­νη του πολέ­μου βαρύ­νει την ιτα­λι­κή κυβέρνηση».

Όπως φαί­νε­ται απ’ τη στι­χο­μυ­θία αυτή, ο Μετα­ξάς, αν το ιτα­λι­κό τελε­σί­γρα­φο ήταν κάπως ελα­στι­κό θ’ άρχι­ζε δια­πραγ­μα­τεύ­σεις, δηλα­δή θα υπο­χω­ρού­σε, αφού φυσι­κά πρώ­τα έκα­νε τις ανά­λο­γες μετα­βο­λές στο ναυ­τι­κό και στο στρα­τό, για­τί ύστε­ρα από τον τορ­πι­λι­σμό της «Έλλης» ο ελλη­νι­κός στρα­τός και λαός είχαν εξα­γριω­θεί και ο Μετα­ξάς βρι­σκό­ταν σε πολύ δύσκο­λη θέση. Τον δέχτη­κε λοι­πόν τον πόλε­μο σαν ανα­γκαίο κακό, περι­μέ­νο­ντας την ηθι­κή υπο­στή­ρι­ξη του Χίτλερ, γι’ αυτό όταν ήλθαν οι Άγγλοι στην Ελλά­δα ως σύμ­μα­χοι και έφερ­ναν πολε­μι­κό υλι­κό και βαριά τανκς, άρχι­σε να δυσφο­ρεί και να δια­μαρ­τύ­ρε­ται έμμε­σα, όπως μου έλε­γε τότε ο κ. Γεώργ. Καρ­τά­λης που ως στρα­τιώ­της είχε εμπι­στευ­τι­κή θέση. Έβα­λε μάλι­στα και τις αρμό­διες ελλη­νι­κές υπη­ρε­σί­ες να δηλώ­νουν στους Εγγλέ­ζους πως τα γεφύ­ρια των ελλη­νι­κών δρό­μων δεν αντέ­χουν για να μετα­φερ­θεί στο εσω­τε­ρι­κό το αγγλι­κό υλι­κό και υπάρ­χει κίν­δυ­νος να γίνουν δυστυ­χή­μα­τα και κατα­στρο­φές. Δηλα­δή ο Μετα­ξάς, που στο μετα­ξύ, όπως έγρα­ψαν ευρω­παϊ­κές εφη­με­ρί­δες, μέσω του Τούρ­κου υπουρ­γού των Εξω­τε­ρι­κών Σαρά­τσο­γλου, δια­πραγ­μα­τεύ­ο­νταν με τον Χίτλερ για να βρε­θεί μια διέ­ξο­δος στην ιτα­λο­ελ­λη­νι­κή δια­φο­ρά και να στα­μα­τή­σει ο πόλε­μος, δυσφο­ρού­σε για τις προ­ε­τοι­μα­σί­ες των Εγγλέ­ζων, κι αυτό για­τί δεν ήθε­λε να βρουν οι φίλοι του Γερ­μα­νοί καμία αντί­στα­ση από ξένο στρα­τό, όταν την Άνοι­ξη θα κατέ­βαι­ναν στην Ελλά­δα. Έτσι σκέ­πτο­νταν κι αυτά μαγεί­ρευε ο «εθνι­κός» κυβερνήτης.

Γιάν­νης Κορδάτος

Ριζο­σπά­στης 25 Οκτω­βρί­ου 1945

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο