Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το φως λιγόστεψε στην άκρη της πόλης

Δελ­τίο Τύπου

Παρου­σί­α­ση βιβλίου

Το φως λιγό­στε­ψε στην άκρη της πόλης
της Ανα­στα­σί­ας Βούλγαρη
από τις εκδό­σεις “Εύμα­ρος” του Πέτρου Κακολύρη

Την Τετάρ­τη 3 Φεβρουα­ρί­ου 2016 και ώρα 18:00 θα παρου­σια­στεί η νέα ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Ανα­στα­σί­ας Βούλ­γα­ρη «Το φως λιγό­στε­ψε στην άκρη της πόλης» στο  Ίδρυ­μα Μιχά­λης Κακογιάννης.

Η παρου­σί­α­ση θα γίνει με ένα θεα­τρι­κό ανα­λό­γιο από τους ηθο­ποιούς Ευγε­νία Απο­στό­λου, Αλί­κη Ζαχα­ρο­πού­λου, Τάκη Νάτση και τον Βασί­λη Παλαιο­λό­γο, οι οποί­οι  θα δια­βά­σουν απο­σπά­σμα­τα  του βιβλί­ου, ενώ στο πιά­νο ο Στέ­φα­νος Κορ­κο­λής, με το ευφά­ντα­στο μονα­δι­κό  του ταλέ­ντο, θα συνο­δεύ­σει τις ανα­γνώ­σεις με μελω­δί­ες εμπνευ­σμέ­νες από τα ποι­ή­μα­τα του βιβλί­ου και τρα­γού­δια, που θα ερμη­νεύ­σει η Σοφία Μανου­σά­κη. Την σκη­νο­θε­τι­κή επι­μέ­λεια θα κάνει ο ηθο­ποιός και σκη­νο­θέ­της ο Αλέ­ξιος Κοτσώ­ρης.

Για το βιβλίο θα μιλή­σουν ο φιλό­λο­γος Μανώ­λης Χατζη­νά­κης, ο ποι­η­τής Βασί­λης Κου­μής και ο ζωγρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας Ανδρέ­ας Μαρά­τος.

Το βιβλίο προ­λο­γί­ζει ο ζωγρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας Ανδρέ­ας Μαρά­τος, ο οποί­ος φιλο­τέ­χνη­σε το εξώ­φυλ­λο με το έργο του «Ανα­μο­νή ΙΙΙ».

Το βιβλίο είναι αφιε­ρω­μέ­νο στον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΡΑΤΟΥ

Η Ανα­στα­σία Βούλ­γα­ρη συν­θέ­τει μια ελε­γεία για τη ναυα­γι­σμέ­νη πολι­τεία. Οι πηγές της είναι διά­φα­νες· τα νάμα­τα μιας βιω­μέ­νης ελλη­νι­κό­τη­τας μετου­σιω­μέ­νης σε ποι­η­τι­κή εμπει­ρία. Η ποί­η­σή της δια­λο­γι­κή με προ­νο­μια­κούς συνο­μι­λη­τές τον Μίκη, τον Ρίτσο, τον Σεφέ­ρη, τον Καζαν­τζά­κη, τον Ελύ­τη, μιλά για την ήττα, την προ­σμο­νή, τη μνή­μη και τον έρω­τα και διαρ­κώς ταλα­ντεύ­ε­ται –συνει­δη­τά και καθό­λου ανα­πο­φά­σι­στη- ανά­με­σα στο προ­σω­πι­κό και το συλ­λο­γι­κό ψηλα­φώ­ντας τη δύσκο­λη δια­λε­κτι­κή τους. Αλα­φια­σμέ­νη γυρ­νά στο παρελ­θόν ζητώ­ντας απ’ τον προ­μη­θεϊ­κό ραψω­δό που στέ­κει στο βρά­χο του χρό­νου και της ιστο­ρί­ας να κρα­τή­σει κρυμ­μέ­να τιμαλ­φή τις ραψω­δί­ες του  –αν ακού­σουν όλα του τα έργα μπο­ρεί να τον μισή­σουν, ποιος θέλει άλλω­στε ν’ ακού­ει στις μέρες μας αλή­θειες;-. Ακού­ει τη γυναί­κα με τα μαύ­ρα έξω στους δρό­μους και τους χρό­νους της πολι­τεί­ας, όχι πια προ­φυ­λαγ­μέ­νη στις σκιές του φεγ­γα­ριού μα κάτω απ’ το αμεί­λι­κτο φως της μέρας, να μονο­λο­γεί: «Δεν μπο­ρεί, κάπου θα σε βρω…Όλη μου η ζωή μια συνε­χώς ανα­βαλ­λό­με­νη επα­νά­στα­ση κι ένας απλη­σί­α­στος έρω­τας». Μας καλεί στα σταυ­ρο­δρό­μια των ανθρώ­πων με τα υλι­κά μιας Ρωμιο­σύ­νης ανυ­πό­τα­κτης και τον πυρε­τό του από­λυ­του έρω­τα. Οικο­δο­μεί τελι­κά μια νοε­ρή εστία, μια «μήτρα τρυ­φε­ρό­τη­τας» ‑κατα­φύ­γιο για πλά­νη­τες μα όχι πλα­νη­μέ­νους όταν έξω αγκο­μα­χά­ει ο και­ρός- κι από εκεί μας ανοί­γει ένα παρά­θυ­ρο σ’ έναν κόσμο που κοπιά­ζει, δύνα­ται, επι­θυ­μεί κι ονει­ρεύ­ε­ται ακό­μα. Δεν έχει αυτα­πά­τες για όσα την πονούν και την πει­σμώ­νουν κι έτσι γίνε­ται συχνά αμφί­θυ­μη. Εκεί που βλέ­πει το δρό­μο να κλεί­νει σε αιώ­νιο κύκλο κι απελ­πι­σμέ­νη ακού­γε­ται να ζητά ανά­πο­δα ο χρό­νος να γυρί­σει, δεν διστά­ζει να ακο­λου­θή­σει μια «νεκρι­κή πομπή κατά­βα­σης σε πορεία μελ­λο­ντι­κής ανά­στα­σης». Ξέρει πως μόνο έτσι στα­μα­τά τού­τος ο διαρ­κής πόλε­μος. Αξί­ζει να την ακο­λου­θή­σου­με κι εμείς.

Ανδρέ­ας Μαράτος

Ζωγρά­φος-Συγ­γρα­φέ­ας

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο