Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το όπιο του λαού

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Αυτές τις γιορ­τά­ρες μέρες, η σκέ­ψη σκο­ντά­φτει σε πει­σμα­τά­ρι­κα γεγο­νό­τα και οδη­γεί­ται μηχα­νι­κά στα ίδια συμπε­ρά­σμα­τα: η θρη­σκεία είναι το όπιο του λαού, όπως σημεί­ω­νε κι ο Μαρξ. Για να προ­σθέ­σει μετά από μερι­κά χρό­νια ο Λένιν πως «η θρη­σκεία είναι μια απ’ τις μορ­φές της πνευ­μα­τι­κής κατα­πί­ε­σης που κατα­δυ­να­στεύ­ει παντού τις λαϊ­κές μάζες, που τσα­κί­ζο­νται στη δου­λειά προς όφε­λος τρί­των. Η αδυ­να­μία των τάξε­ων που υφί­στα­νται την εκμε­τάλ­λευ­ση στην πάλη τους ενά­ντια στους εκμε­ταλ­λευ­τές γεν­νά­ει την πίστη σε μια καλύ­τε­ρη ζωή μετά θάνα­το, το ίδιο ανα­πό­φευ­κτα όπως η αδυ­να­μία του άγριου, στην πάλη του με τη φύση, γεν­νά­ει την πίστη στους θεούς, τους σατα­νά­δες, στα θαύ­μα­τα, κλπ».

Δεν εξα­ντλεί­ται όμως τόσο απλά το θέμα. Ο Μαρξ συμπλή­ρω­νε αμέ­σως μετά τη γνω­στή φρά­ση για το όπιο (που απο­κό­πη­κε και αυτο­νο­μή­θη­κε) πως «η θρη­σκεία απο­τε­λεί την καρ­διά ενός άκαρ­δου κόσμου». Το όπιο ως ναρ­κω­τι­κό μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί και για ιατρι­κούς σκο­πούς, ως παυ­σί­πο­νο. Κι ως παρη­γο­ριά στον άρρω­στο μέχρι να βγει η ψυχή του ανα­ζη­τώ­ντας τη μετά θάνα­τον δικαί­ω­ση. Και μια ελπί­δα για να πορεύ­ε­ται και να αντέ­ξει στην ατέ­λειω­τη κοι­λά­δα των δακρύ­ων που λέμε ζωή.

Κατά μία έννοια όμως κι η σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία είναι ένα σύγ­χρο­νο όπιο του λαού, με γλυ­κε­ρές ρεφορ­μι­στι­κές ουτο­πί­ες για όσους εύπι­στους θέλουν να παρα­μυ­θια­στούν: Δευ­τέ­ρα Παρου­σία, καπι­τα­λι­σμός με ανθρώ­πι­νο πρό­σω­πο, δια­τα­ξι­κή συνερ­γα­σία, κτλ. Μια προ­σπά­θεια-ματαιο­πο­νία να κατα­πο­λε­μη­θεί με ασπι­ρί­νες ένα σύστη­μα βαριά άρρω­στο, σε προ­χω­ρη­μέ­νη σήψη και στά­διο καρ­κί­νου. Παστί­λιες για τα κέρ­δη του άλλου, όπως θα έλε­γε παρα­φρα­σμέ­νη και μια δια­φή­μι­ση. Ή με άλλα λόγια, η σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία είναι ο “δίκαιος συμ­βι­βα­σμός” ενός άδι­κου κόσμου, η καρ­διά ενός άκαρ­δου συστή­μα­τος, που έχει στο DNA του τα κέρ­δη του και την εκμε­τάλ­λευ­ση που τα αυγατίζει.

Σε κάθε περί­πτω­ση βέβαια, το δικό μας πρό­βλη­μα δεν είναι με τον χρή­στη ναρ­κω­τι­κών ουσιών, αλλά με τον έμπο­ρο που τις καλ­λιερ­γεί και τις εμπο­ρεύ­ε­ται συστη­μα­τι­κά –είτε μιλά­με για το κανο­νι­κό όπιο, είτε για τη μετα­φο­ρι­κή του σημα­σία (πολι­τι­κή, θρη­σκευ­τι­κή, κτλ). Συνε­πώς είναι ζητού­με­νο, δύσκο­λο προς κατά­κτη­ση, να πολε­μή­σου­με στα­θε­ρά και επί­μο­να τη διά­δο­σή τους, χωρίς εκπτώ­σεις στο περιε­χό­με­νο, αλλά και χωρίς να προ­σβά­λου­με τους ίδιους τους πιστούς και τους ψηφο­φό­ρους για τις αυτα­πά­τες που τρέ­φουν. Και αυτό δε σημαί­νει να πάμε με τα νερά τους και να τα ανοί­ξου­με στα δύο με το μαγι­κό μας ραβδί. Αλλά να κατα­πο­λε­μή­σου­με όλες τις αυτα­πά­τες, σκλη­ρές και μαλα­κές, ανε­ξάρ­τη­τα από το φιλο­λαϊ­κό, ριζο­σπα­στι­κό τους μαν­δύα (με το δηλη­τή­ριο του Νέσ­σου, που σκό­τω­σε τον Ηρακλή).

Και το κυριό­τε­ρο, να μην υπο­κα­τα­στή­σου­με αυτές τις ουσί­ες και ξεπέ­σου­με οι ίδιοι σε κάποια μορ­φή θρη­σκεί­ας, θεϊ­κών εντο­λών-κανό­νων και αφη­ρη­μέ­νων εξαγ­γε­λιών για το απώ­τε­ρο μέλ­λον, που θα έρθουν από τα πάνω, θεό­σταλ­τες, ως μάν­να εξ ουρα­νού, με το λαό στο περι­θώ­ριο, δει­λό, μοι­ραίο και άβου­λο αντά­μα, προ­σμέ­νο­ντας ίσως κάποιο θάμα και την άνω­θεν σωτη­ρία του. Μόνο αν σπά­σει αυτό το από­στη­μα της ανά­θε­σης και κου­νή­σει την χεί­ρα του (συν Αθη­νά), χωρίς να περι­μέ­νει την ευτυ­χία να έρθει από το αόρα­το χέρι της (καπι­τα­λι­στι­κής) αγο­ράς του Άνταμ Σμιθ, θα μπο­ρέ­σει ο περιού­σιος λαός να κάνει κοι­νω­νι­κή περιου­σία τον πλού­το που παρά­γει. Μόνο τότε θα συμ­με­τέ­χει στο θείο μυστή­ριο της επ-ανά­στα­σης και το δικό του πέρα­σμα (Πεσάχ, δηλ Πάσχα) στην κοι­νω­νία του μέλ­λο­ντος και τη γη της επαγ­γε­λί­ας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο