Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τρία ποιήματα του Ειρηναίου Μαράκη

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΜΑΣ

σε χαρ­το­πε­τσέ­τες

σε κου­τά­κια τσιγάρων

δεν γρά­φου­με πια τους στί­χους μας

ούτε ποτέ διαβάσαμε

κάποιο βιβλίο, μια εφημερίδα

τις λέξεις μας να βάλουμε

σε μια σει­ρά δημιουργική

ένα να βγά­ζουν νόημα

μόνο τα λάικ ψάχνουμε

και τις κοινοποιήσεις

λιγά­κι να αντέξουμε

την ηθι­κή μας παρακμή

της έκφρα­σης την εμπορευματοποίηση

με ιδέ­ες πικρές

που δεν περιέ­χουν έρωτα

 

metanastis1

 

ΛΙΜΑΝΙΑ

λιμά­νια σκοτεινά

λιμά­νια πονεμένα

τι γίναν οι αφέ­ντες σας

της θάλασ­σας οι μούτσοι

οι ναυ­τι­κοί, οι πλοίαρχοι

οι ασυρ­μα­τι­στές;

 

ξένε, για­τί ρωτάς

πες μας, τι θες να μάθεις

τίπο­τα πρωτότυπο

δεν έχου­με να πούμε

η θάλασ­σα πήρε τους αφέ­ντες μας

κι όλα τα μαύ­ρα βάθη

που όπως πάντα έκαναν

τα πέλα­γη στον κόσμο

αφή­νο­ντας μας ορφανά

μες του και­ρού τα πάθη

να ψάχνου­με παρηγοριά

μέσα στα ξένα μπάρκα

 

metanastis2

 

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

του άρε­ζε το τάβλι

και το τσίπουρο

δεν κάπνι­ζε

αλλά εργά­στη­κε ως καπνεργάτης

στα πλοία ακό­μα εδούλεψε

δέκα χρό­νια έκα­νε στη Γερμανία

παι­δί του εμφυλίου

στις κρύ­ες νύχτες της ξενιτιάς

συνή­θεια είχε να διαβάζει

Κωστή Παλα­μά και Νίκο Καζαντζάκη

το όνο­μα του Άρης

όπως του Βελουχιώτη

έκα­νε δύο παιδιά

ένα κορί­τσι

τον θάψα­νε στα πάτρια χώματα

αντί για επικήδειο

με το χαμό­γε­λο στα χείλη

με δάκρυα στα μάτια

δύο τρα­γού­δια του ψάλανε

που τόσο αγαπούσε

το ένας λεβέ­ντης εροβόλαγε

και τις βερ­γού­λες του Μάρκου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο