Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τραγούδια της Άνοιξης

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Δεν μπό­ρε­σε και τού­τη τη χρο­νιά να προ­σπε­ρά­σει η Άνοι­ξη και ήρθε μαγε­μέ­νη με λου­λού­δια ευω­διές και χρώ­μα­τα. Πικρα­μέ­νη από την βαρυ­χει­μω­νιά, παρα­τη­μέ­νη η νεραν­τζιά στην άκρη του δρό­μου, αντι­στά­θη­κε στέλ­νο­ντας μήνυ­μα, ήρθε και πέτα­ξε φύλ­λα χλω­ρά κι έδε­σε κάτα­σπρους μυρω­δά­τους ανθούς! Η ξεχα­σμέ­νη νεραν­τζιά στην άκρη του δρόμου…

Πλη­γω­μέ­να τα δέντρα του πολέ­μου. Δεν υπάρ­χει φοί­νι­κας που να μην έχει στα σπλά­χνα του βλή­μα­τα όπλων στις οάσεις των ερή­μων, από τις πολύ­νε­κρες μάχες και την οσμή θανά­του των σκο­τω­μέ­νων παι­διών. Ξεγε­λα­σμέ­νοι από την Άνοι­ξη πέτα­ξαν κλα­διά κι ανθούς…
…………
Με γέλα­σαν μια χαραυ­γή της Άνοι­ξης τ’ αηδό­νια. Με γέλα­σαν και μού­πα­νε ο χάρος δεν με παίρ­νει… Στα περι­βό­λια και στους ανθι­σμέ­νους κήπους, σαν άλλο­τε θα στή­σου­με χορό. Και τον χάρο θα καλέ­σου­με να πιού­με αντά­μα και να τρα­γου­δή­σου­με μαζί…! Απρί­λη μου ξαν­θέ και Μάη μυρω­μέ­νε, καρ­διά μου πως αντέ­χεις μέσα στην τόση αγά­πη και την τόση ομορφιά…!

Άνοι­ξη και νιά­τα πάνε μαζί. Μάης κι εργα­τιά πάνε μαζί. Φλό­γα, πάθος και μαχη­τι­κό­τη­τα πάνε μαζί… Λαϊ­κές κινη­το­ποι­ή­σεις, απερ­γί­ες, συγκε­ντρώ­σεις και πορεί­ες Ειρή­νης πάνε μαζί. Πρω­το­μα­γιές που βάφτη­καν στο αίμα. Πρω­το­μα­γιά στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα 200 παλ­λη­κά­ρια. Πρω­το­μα­γιά και ποί­η­ση πάνε μαζί… Μέρα Μαγιού γεν­νή­θη­κες. Μέρα Μαγιού μίσε­ψες, μέρα Μαγιού χάθη­κες… Μάης και μου­σι­κή και τρα­γού­δια πάνε μαζί.
………….
Έστη­σεν ο Έρω­τας χορό με τον ξαν­θό Απρί­λη κι η φύση βρή­κε την καλή και την γλυ­κιά την ώρα και μες στην σκιά που φού­ντω­σε και κλεί δρο­σιές και μόσχους ανά­κου­στος κελαϊ­δι­σμός και μοσχο­μυ­ρι­σμέ­νος…! Έρω­τας και φύση. Ξάνοι­ξε η μέρα, έγι­νε λαμπε­ρή. Το κόκ­κι­νο πλημ­μυ­ρί­ζει την πλα­τεία. Το κόκ­κι­νο που ανη­φο­ρί­ζει στα λιβά­δια σκορ­πώ­ντας τις μυρω­διές της Άνοιξης.

Εργά­τες κι αγρό­τες, μπρά­τσα δυνα­τά, πρό­σω­πα σκαμ­μέ­να, γιο­μά­τα σφρί­γος κρα­τά­νε τον κόσμο στα χέρια, στην αγκα­λιά λου­λού­δια. Θεού χαρά να σμί­γουν οι σύντρο­φοι, να χαμο­γε­λά­νε, να σφίγ­γου­νε τα χέρια, να αγκα­λιά­ζο­νται, να θυμού­νται, να ονει­ρεύ­ο­νται. Να προ­γραμ­μα­τί­ζουν και­νούρ­γιους αγώ­νες, προ­χω­ρώ­ντας ενω­μέ­νοι στον κόκ­κι­νο δρόμο!
………….
Κοι­τά­ζο­ντας στα μάτια, μας γέλα­σε η Άνοι­ξη, φου­ριό­ζα και δυνα­τή μας καλεί ν’ αντι­στα­θού­με. Βαδί­ζο­ντας κι ορθο­στα­τό­ντας ανε­μί­ζο­ντας σημαί­ες και λάβα­ρα Ειρήνης.

Μάη μου πολύ Μάη μου και μεγά­λη αντι­φα­σι­στι­κή νίκη των Λαών… Ασπρό­μαλ­λα κεφά­λια ξανα­νιώ­νουν, σεβά­σμια τρό­παια ιερά. Κατά­θε­σαν το αίμα της ψυχής τους. Και για κεί­νους που δεν ψήλω­σαν ποτέ. Που θάφτη­καν στα μπου­ντρού­μια και τα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης κι είναι φορές που δεν γνω­ρί­ζεις τι τους ται­ριά­ζει πιο πολύ, ο κότι­νος της Δόξας, για το ακάν­θι­νο στε­φά­νι του λυτρωτή…

ροχω­ρά­με στην καρ­διά της Άνοι­ξης, οχυ­ρω­μέ­νοι την Ελπί­δα, ανοι­χτή καρ­διά και άτρω­τοι στους αγώ­νες που φτάνουν!

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο