Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τρεις ποιητές & τέσσερα ποιήματα για την πολιτική συγκυρία

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Σήμε­ρα στο Ατέ­χνως κάνου­με την επι­λο­γή να φιλο­ξε­νή­σου­με τρεις νέους δημιουρ­γούς σε μια σει­ρά τεσ­σά­ρων ποι­η­μά­των, μέσα από μία ενιαία θεμα­τι­κή ενό­τη­τα. Τα ποι­ή­μα­τα αυτά, βαθειά ανθρώ­πι­να και συναι­σθη­μα­τι­κά διεκ­δι­κούν την προ­σο­χή μας καθώς μιλούν για ζητή­μα­τα καθη­με­ρι­νά, εκφρά­ζο­ντας γόνι­μους προ­βλη­μα­τι­σμούς για την κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση, θυμό κι οργή.

Πρώ­τος στη σει­ρά των νέων δημιουρ­γών που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα, είναι ο ποι­η­τής Χάρης Γαν­τζού­δης με το ποί­η­μά του Τρο­χιά, να ανα­ζη­τά και να διεκ­δι­κεί, μέσα και πάνω σε σκου­ρια­σμέ­νες ράγες, επα­φή με τον κόσμο της ελπί­δας και του αγώ­να. O ποι­η­τής γεν­νή­θη­κε τον Μάιο του 1985 στο Αγρί­νιο και από το 2012 δημο­σιεύ­ει κεί­με­να και άλλα σε διά­φο­ρα λογο­τε­χνι­κά περιο­δι­κά και blogs.

Συνε­χί­ζου­με με τον Γιάν­νη, από το ποι­η­τι­κό ιστο­λό­γιο «Ρωγ­μές στο σκο­τά­δι», όπου μας έστει­λε ένα και­νούρ­γιο ποί­η­μα, οργι­σμέ­νο, θλιμ­μέ­νο, με αφορ­μή τις μαζι­κές δολο­φο­νί­ες προ­σφύ­γων και μετα­να­στών στα νερά του Αιγαί­ου. Ο Γιάν­νης, τον οποίο παρου­σιά­σα­με πρό­σφα­τα στο Ατέ­χνως, γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά στο σημεί­ω­μα που συνο­δεύ­ει το ποί­η­μα του: «Οι στί­χοι ήρθαν σχε­δόν μόνοι τους στο μυα­λό μου χωρίς να κάτσω και  να προ­σπα­θή­σω να γρά­ψω κάτι.  Έχω χρό­νια να νιώ­σω τόσο θυμό και μίσος και εκτός από τον βασι­κό δεν έχω άλλο τρό­πο να το βγά­λω από μέσα μου. Αν θέλε­τε το ανε­βά­ζε­ται αν δεν θέλε­τε όχι δεν με πει­ρά­ζει. Λες και αυτό έχει  τώρα σημασία…».

Τέλος, κι ο ποι­η­τής Ανδρέ­ας Κολ­λια­ρά­κης, τον οποίο επί­σης έχου­με παρου­σιά­σει στην στή­λη των Νέων Δημιουρ­γών, μας έστει­λε δύο ποι­ή­μα­τά του για το ίδιο θέμα όπου χωρίς μισό­λο­γα παρου­σιά­ζει το δρά­μα των προ­σφύ­γων, στο­χο­ποιώ­ντας εκεί­νους που πραγ­μα­τι­κά ευθύ­νο­νται για τον χαμό τους και οι οποί­οι συνε­χί­ζουν τους ιμπε­ρια­λι­στι­κούς πολέ­μους καθώς και τη μνη­μο­νια­κή κατα­στρο­φή στη χώρα μας.

Από την πλευ­ρά μας δεν έχου­με να προ­σθέ­σου­με τίπο­τα εκτός από την αυτο­νό­η­τη, θέλου­με να πιστεύ­ου­με, επι­σή­μαν­ση ότι οι σύγ­χρο­νοι ποι­η­τές δεν μένουν ανε­πη­ρέ­α­στοι από το δρά­μα των προ­σφύ­γων (γενι­κό­τε­ρα: από τις πολι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις) κι ότι αξί­ζει αυτή η ιδιό­τυ­πη και ιδιό­μορ­φη ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή να κατα­γρα­φεί –τώρα που είναι ακό­μα νωρίς–  και να παρου­σια­στεί στο σύνο­λο της κοι­νω­νί­ας. Αλή­θεια, ποιος είπε ότι δεν γρά­φε­ται ποί­η­ση στις μέρες μας;

Φωτογραφία: Κυριακή Γονάκη

Φωτο­γρα­φία: Κυρια­κή Γονάκη

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τρο­χιά…

Για και­ρό
περ­πα­τώ στις σκου­ρια­σμέ­νες ράγες,
ακο­λου­θώ τις γραμμές
της κοι­νής μας πορείας.
Κάθε βήμα κι ένας σταθμός.
Τώρα βρι­σκό­μα­στε σε δια­φο­ρε­τι­κή τροχιά
μα θα συνε­χί­σω να περ­πα­τώ στις σκου­ρια­σμέ­νες ράγες,
ν‘ ακο­λου­θώ τις γραμμές
ώσπου να συνα­ντη­θούν ξανά οι τρο­χιές μας.

Χάρης Γαν­τζού­δης

 

Από­ψε κοι­μή­θη­κε ο Γιασέρ
μα κανείς δεν θα το μάθει.
Ένα μπλου­ζά­κι λευ­κό μόνο θα δείτε
στης θάλασ­σας τα ανοιχτά
να επιπλέει.
Και αυτή
από το χώμα και το αίμα το έπλυνε
την φρί­κη των ανθρώ­πων να το εξαγνίσει
‑σημά­δια της ύπαρ­ξής τους να μην φανούν.
Και στα κύμα­τα απα­λά το ταξιδεύει
το νανουρίζει
ήσυ­χα να κοιμηθεί
η ψυχή του.

Από­ψε μόνο από την θάλασ­σα επάνω
έχει αστέρια
‑σιχά­θη­καν την ομορ­φιά τους
να χαρίζουν
στου κόσμου αυτού το σαπι­σμέ­νο κουφάρι.

Όλη η πλά­ση κλαίει
χωρίς φωνή
μα ακού­γε­τε εκκωφαντικά
στα μάτια, τα γεμά­τα οργή.
Και όσοι υψώ­νουν φράχτες
και όσοι δεν τους ρίχνουν
και όσοι διάλεξαν
το ένα κτή­νος ή το άλλο
να ξέρουν
πως κάποια μέρα
μια λευ­κή σημαία
από το λευ­κό μπλου­ζά­κι του Γιασέρ
στην καρ­δία τους θα καρφώσουν
όλοι οι Για­σέρ αυτού του κόσμου
για να μην ντρέ­πε­ται πια η Γη
πως τέτοιοι άνθρω­ποι ανα­πνέ­ουν ακόμη.

Γιάν­νης, Ρωγ­μές στο σκοτάδι

 

προ­σφυ­γιά

κι ούτε να μένου­με στα δάκρυα μας, έχου­με ακό­μα διαδρομή
κι είναι αδέρ­φια μας, γονείς, παι­διά μας
είναι δική μας προ­σφυ­γιά μας και φέρει ελπί­δα και ορμή

πεδίο βολής

να νανου­ρί­ζο­μαι με όλμους και με σφαίρες
να κολυ­μπώ στης μεσο­γεί­ου τα νερά
και να ελπί­ζω σε καλές να έρθουν μέρες
μα, είμαι πρό­σφυ­γας κι εκεί κι εδώ ξανά
μες σε στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης με κλείνουν
σε παρα­λί­ες να ξεβρά­ζω σε νησιά
για λίγο μόνο λέω, οι έννοιες μου μ’ αφήνουν
μα, είμαι ξένος, μόνος και χωρίς χαρτιά
και πόσα έδω­σα λεφτά
και πόσους πίσω έχω αφήσει
ποιο είναι το τίμη­μα για όποιον ποθεί να ζήσει;
να νανου­ρί­ζο­μαι με όλμους και με σφαίρες
όλος ο τόπος μου ένα πεδίο βολής
πεδίο του άρε­ως κατα­σκη­νώ­νω μέρες
κι εσύ στα έδρα­να κοι­μά­σαι της βουλής

Ανδρέ­ας Κολλιαράκης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο