Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ. Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Εκεί­νο το παλαιόν, βάρ­βα­ρον και αφύ­σι­κον και απάν­θρω­πον ήθος, οπού θέλει ταις γυναί­καις ξεχω­ρι­σμέ­ναις από την ανθρω­πί­νην εται­ρεί­αν»

Η Διδώ Σωτη­ρί­ου (1909–2004) στο βιβλίο της «Οι Επι­σκέ­πτες» (Εκδ. «Κέδρος», πρώ­τη έκδο­ση το 1979) βγά­ζει την Ελι­σά­βετ Μαρ­τι­νέ­γκου από την αφά­νεια με πρω­τό­τυ­πο τρό­πο. Σκη­νο­θε­τεί μια νοε­ρή συνά­ντη­ση της Μαρ­τι­νέ­γκου με μια μαθή­τρια Λυκεί­ου της δεκα­ε­τί­ας του ’80 του περα­σμέ­νου αιώ­να, τη Ντο­ρί­τα. Το τέχνα­σμα περι­λαμ­βά­νει και μια συνά­ντη­ση της μαθή­τριας με έναν νεα­ρό άντρα, τον Αλέ­ξαν­δρο. Στις «Σημειώ­σεις» στο τέλος του βιβλί­ου η Διδώ Σωτη­ρί­ου μας εξη­γεί πώς της ήρθε να γρά­ψει για τη σχε­δόν άγνω­στη Ζακυν­θι­νή λογο­τέ­χνη. Ένα καλο­καί­ρι μιλώ­ντας με τη Ντο­ρί­τα, η οποία ανα­ζη­τώ­ντας παρα­δείγ­μα­τα κατα­πί­ε­σης γυναι­κών είχε πέσει πάνω στην Ελι­σά­βετ Μαρ­τι­νέ­γκου. «Από κεί­νη τη στιγ­μή», γρά­φει η Σωτη­ρί­ου, «η Ντο­ρί­τα έγι­νε ένα πρό­σχη­μα και το βάρος έπε­σε στους δύο επι­σκέ­πτες». Το 1960 ήδη, ο Κ. Πορ­φύ­ρης της είχε δόσει την «Αυτο­βιο­γρα­φία» της Μαρ­τι­νέ­γκου που την είχε επι­με­λη­θεί ο Πορ­φύ­ρης και εμπλου­τί­σει με έναν εξαι­ρε­τι­κό και κατα­το­πι­στι­κό πρό­λο­γο εισά­γο­ντας τον ανα­γνώ­στη στην επτα­νη­σια­κή ατμό­σφαι­ρα των αρχών του 19ου αιώ­να. Δηλα­δή της επο­χής της Μαρ­τι­νέ­γκου, αλλά και του Σολω­μού, του Τερ­τσέ­τη και του Μάτε­σι. Η Διδώ Σωτη­ρί­ου θα ομο­λο­γή­σει: «Η γνω­ρι­μία μου με τη Μαρ­τι­νέ­γκου μ’εντυπωσίασε και από τότε δεν έχα­να ευκαι­ρία που να μην ανα­φέ­ρο­μαι σ’ αυτήν σε δια­λέ­ξεις ή από τις γυναι­κεί­ες στή­λες που έτυ­χε κατά και­ρούς να κρα­τάω. Όμως εκεί­νο το περισ­σό­τε­ρο που μου είχε ζητή­σει ο Πορ­φύ­ρης δεν είχα βρει ευκαι­ρία να το πραγ­μα­το­ποι­ή­σω. Στ’ αυτιά μου ωστό­σο ηχού­σε πάντα το παρά­πο­νο της γυναί­κας αυτής, που άλλο δε λαχτά­ρη­σε παρά να επι­κοι­νω­νή­σει με το κοι­νό, να δει να τυπώ­νο­νται και να κυκλο­φο­ρούν τα βιβλία της και δεν το αξιώ­θη­κε» (σελ. 172).

Ποιοί ήταν οι επισκέπτες;

Η Μαρ­τι­νέ­γκου ήταν ο ένας επι­σκέ­πτης. Ο άλλος ήταν ένας νεα­ρός από την Πόλη που ζού­σε περί­που την ίδια επο­χή με τη Μαρ­τι­νέ­γκου. Ενώ η Μαρ­τι­νέ­γκου μιλά­ει για τη γυναι­κεία και την παι­δι­κή κατα­πί­ε­ση, ο Αλέ­ξαν­δρος μας λέει πολ­λά για τη ζωή του, για το πώς τον μεγά­λω­σαν και για την παι­δεία στις αρχές του 19ου αιώ­να. Και οι δύο «επι­σκέ­πτο­νται» τη Ντο­ρί­τα, αλλά πρώ­τα, στο πρώ­το μέρος του βιβλί­ου, γνω­ρί­ζου­με τη Ντο­ρί­τα που γρά­φει μια έκθε­ση για το σχο­λείο. Η Ντο­ρί­τα σκέ­φτε­ται να «τα ψάλει λίγο και στους μεγά­λους» στην έκθε­σή της, παρ’ όλο που η ίδια δεν έχει παρά­πο­νο. Όμως, γενι­κά μιλά­με: «Η νεο­λαία αυτό…η νεο­λαία εκεί­νο. Γλει­φι­τζού­ρι κατά­ντη­σε το θέμα. Το νοστι­μεύ­ο­νται και οι προ­ο­δευ­τι­κοί και οι καθυ­στε­ρη­μέ­νοι ‘γεν­νή­το­ρες’» (σελ. 11).

Οι σκέ­ψεις της Ντο­ρί­τας απο­τυ­πώ­νο­νται στο χαρ­τί γραμ­μέ­νες από τη Δ.Σ. με χιού­μορ και λεπτό­τη­τα. Η Ντο­ρί­τα ανα­λαμ­βά­νει μια εισή­γη­ση για το λεγό­με­νο χάσμα των γενιών. Κάθε­ται, σκέ­φτε­ται και όλο στα­μα­τά­ει να γρά­φει. Δια­βά­ζου­με τις ιδέ­ες της για τις σχέ­σεις των γενιών και των δύο φύλων, τον κίν­δυ­νο της απά­θειας και της αδια­φο­ρί­ας, της απο­νεύ­ρω­σης. Η Ντο­ρί­τα γρά­φει λοι­πόν: «Σήμε­ρα οι σχέ­σεις αγο­ριών και κορι­τσιών είναι πιο ειλι­κρι­νείς, πιο έντι­μες. Ολο και περισ­σό­τε­ρο ξεμα­κραί­νουν από συμ­φε­ρο­ντο­λο­γί­ες, προ­κλή­σεις, προ­κα­τα­λή­ψεις και ξεπε­ρα­σμέ­να κοι­νω­νι­κά και οικο­γε­νεια­κά ταμπού. Τα προ­βλή­μα­τα που έχουν σχέ­ση με το σεξ, τα αντι­με­τω­πί­ζουν και τ’ αγό­ρια και τα κορί­τσια με σοβα­ρό­τη­τα, με σεβα­σμό, με γνώ­ση. Οι παλαιές αντι­λή­ψεις, δίνο­ντας ελευ­θε­ρί­ες μόνο στ’ αγό­ρια, τους μεί­ω­ναν το αίσθη­μα της ευθύ­νης, της εντι­μό­τη­τας και τους οδη­γού­σαν σε άναν­δρες, επι­πό­λαιες και συχνά απάν­θρω­πες διε­ξό­δους. Αντί­θε­τα τα κορί­τσια, η κοι­νω­νία και δυστυ­χώς και οι ιδιοι οι γονείς, τα φόρ­τω­ναν και τα φορ­τώ­νουν ακό­μα με τις ενο­χές του προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος και πλη­ρώ­νουν πάντα τα σπα­σμέ­να» (σελ 35).

Μια συνά­ντη­ση-απο­κά­λυ­ψη

Αλή­θεια, πόσο δια­φο­ρε­τι­κή ήταν η θέση της Μαρ­τι­νέ­γκου κι η νοο­τρο­πία που αντι­με­τώ­πι­ζε: “Τις σπά­νιες φορές που χρειά­στη­κε ν’αναφερθώ στον έρω­τα τον έλε­γα «πταί­σμα». Το χωρά­ει ο νους σου; Πταί­σμα! «Όχι μόνον είχα γνώ­μην να ξεφεύ­γω το πταί­σμα, αλλά ακό­μα και την υπο­ψί­αν του πταί­σμα­τος…» γρά­φω στην αυτο­βιο­γρα­φία μου. Βλέ­πεις, οι γυναί­κες μέσα στα άλλα έπρε­πε και να συν­θλί­βο­νται κάτω από το βάρος του «προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος» (σελ. 73).

Τη Ντο­ρί­τα δεν την είχε πιά­σει ο ύπνος μετά από το πολύ διά­βα­σμα και τότε της ήρθαν οι δύο ήρω­ες- η κοπέ­λα και ένας νέος — από κάποια από τα βιβλία που είχε δια­βά­σει. Ήρθαν νυχτιά­τι­κα από την μπαλ­κο­νό­πορ­τα. «Ερχό­μα­στε» είπε ο Αλέ­ξαν­δρος, «από πολύ μακριά. Περ­πα­τή­σα­με κάπου ενά­μι­ση αιώ­να ως να φτά­σου­με» (σελ. 42). Και η κοπέ­λα συστή­θη­κε: «Με λένε Ελι­σά­βετ. Οι δικοί μου με φώνα­ζαν πάντα Ελί­ζα. Όπως κι εσέ­να από Δωρο­θέα σε φωνά­ζουν Ντο­ρί­τα» (σελ. 43). Και προ­ε­ξο­φλώ­ντας μια ενδε­χό­με­νη απο­ρία της Ντο­ρί­τας της δεκα­ε­τί­ας του ’80 του 20ου αιώ­να, της μιλά­ει για το δικό της ανο­λο­κλή­ρω­το έρω­τα μ’ έναν «ποπο­λά­ρο» και προ­σθέ­τει δίνο­ντας μια άλλη διά­στα­ση: «Όμως μην ξεχνάς πως το δικό μου μαρ­τύ­ριο, τη δική μου συγκρά­τη­ση, τη δική μου αντί­λη­ψη για το «πταί­σμα» συνει­δη­τά ή ασυ­νεί­δη­τα την κου­βα­λούν ακό­μα και σήμε­ρα εκα­τομ­μύ­ρια γυναί­κες. Δε σου κρύ­βω πως η αλη­θι­νή χρι­στια­νι­κή αγνό­τη­τα και αγιό­τη­τα μου έδι­νε μεγά­λη ικα­νο­ποί­η­ση, για­τί η πίστη ήταν για μένα, ο, τι είναι σήμε­ρα για σας τα ιδα­νι­κά του σοσια­λι­σμού. Άλλω­στε στην ουσία θα συγ­γέ­νευαν, αν βέβαια επι­κρα­τού­σε αυτή η ουσία και όχι το κατα­πιε­στι­κό στεί­ρο καλο­γε­ρί­στι­κο δόγ­μα που στρέ­βλω­σε τον χρι­στια­νι­σμό…» (σελ. 75).

Πιά­νουν λοι­πόν την κου­βέ­ντα και η Ντο­ρί­τα πέφτει από τη μία έκπλη­ξη στην άλλη. Σκέ­φτε­ται: «Τί λένε τού­τοι εδώ; Τί λένε; Νοση­ρά παρα­μύ­θια; Μα ούτε οι δρά­κοι και οι μάγισ­σες δε φτά­νουν σε τέτοιες σκλη­ρό­τη­τες. Και δια­τεί­νο­νται πως ζήσα­νε στο δέκα­το ένα­το αιώ­να, τον αιώ­να του Δια­φω­τι­σμού…» (46).

Οι επι­σκέ­πτες γονι­μο­ποιούν τη φαντασία

Ο Αλέ­ξαν­δρος προ­σθέ­τει τις δικές του «εισα­γω­γι­κές» κου­βέ­ντες λέγο­ντας της Ντο­ρί­τας που είχε μεί­νει με το στό­μα ανοι­χτό: «Το οχυ­ρό του αστι­σμού, η οικο­γέ­νεια, έκα­νε εκα­τομ­μύ­ρια γυναί­κες και παι­διά να υπο­φέ­ρουν τα πάν­δει­να, όπως υπο­φέ­ρα­νε και οι φτω­χοί από την άγρια εκμε­τάλ­λευ­ση των ισχυ­ρών, ως να φτά­σε­τε σεις να μετα­βά­λε­τε, όπως γυρεύ­ε­τε, την πατρι­κή εξου­σία, σε πατρι­κή μέρι­μνα, ως να κατα­κτή­σε­τε, να στε­ριώ­στε και να ευρύ­νε­τε τη δημο­κρα­τία, την κοι­νω­νι­κή ισό­τη­τα και την ισό­τη­τα των φύλων. Πόσο σας ζηλεύ­ου­με που μπο­ρεί­τε ελεύ­θε­ρα να μιλά­τε, να συλ­λο­γιέ­στε και ν’ αγω­νί­ζε­στε για την απε­λευ­θέ­ρω­ση του ανθρώ­που. Αν το ήθε­λες, η Ελί­ζα κι εγώ θα μπο­ρού­σα­με να σου διη­γη­θού­με τη ζωή μας» (47/48).

Και αρχί­ζει η Ελί­ζα μπαί­νο­ντας στο δεύ­τε­ρο μέρος του βιβλί­ου που είναι αφιε­ρω­μέ­νο στην αφή­γη­σή της και που ξεκι­νά­ει με τους εξής στί­χους της Ελί­ζας, στί­χους στους οποί­ους συμπυ­κνώ­νε­ται το μαρ­τύ­ριό της:

Ήθε­λα να μιλή­σω και μου κλεί­ναν το στόμα.

Ήθε­λα να σκε­φτώ και μου νέκρω­ναν τον εγκέφαλο.

Ήθε­λα να δρά­σω και με δέναν χεροπόδαρα…

Η Ελί­ζα διη­γεί­ται για τα λαμπρά πνεύ­μα­τα της επο­χής της: «Πόσο ονει­ρευό­μου­να, Θεέ μου, πόσο λαχτα­ρού­σα να γνω­ρι­ζό­μου­να με τα ελεύ­θε­ρα πνεύ­μα­τα, τους μεγά­λους στο­χα­στές και ποι­η­τές, τους σχε­δόν σύγ­χρο­νούς μου, το Σολω­μό, το Μάτε­ση, τον Τερ­τσέ­τη» (σελ. 53). «Η καρ­διά μου σκιρ­τού­σε και ποθού­σα να ζωστώ τ’ άρμα­τα και να τρέ­ξω εκεί που πολε­μού­σαν οι Γραι­κοί για ανε­ξαρ­τη­σία και ελευ­θε­ρία. «Μα κοί­τα­ζα τους τοί­χους του σπι­τιού οπού με κρα­τού­σαν κλει­σμέ­νη, κοί­τα­ζα τα μακριά φορέ­μα­τα της γυναι­κεί­ας σκλα­βιάς και τότε θυμό­μου­να πως ήμου­να γυναί­κα και μάλι­στα γυναί­κα της Ζάκυν­θος» και απελ­πι­ζό­μου­να…». Το δεύ­τε­ρο μέρος περι­λαμ­βά­νει «Και λίγη ιστο­ρία. Οι ποπο­λά­ροι καί­νε τη Χρυ­σή Βίβλο», όπως είναι ο τίτλος του επό­με­νου κεφα­λαί­ου. Ακο­λου­θούν «Η λατρεία της μάθη­σης», «Ένας φωτι­σμέ­νος δάσκα­λος» για τον Θεο­δό­σιο Δημά­δη, που της τον έφε­ραν δάσκα­λο στο σπί­τι στα δεκα­έ­ξι της και που με τρό­πο απο­μα­κρύν­θη­κε. Όταν «η υπαν­δρεία άρχι­σε να μου ανο­στί­ζει…» πριν ακό­μα την παντρέ­ψουν, εκδη­λώ­νει τη θέλη­σή της να πάει σε μονα­στή­ρι, γνω­στό κατα­φύ­γιο για κορί­τσια της τάξης της που δεν ήθε­λαν παντρειά και που ήταν παρα­δό­ξως ο μόνος δρό­μος επι­κοι­νω­νί­ας με τη ζωή. Η Διδώ Σωτη­ρί­ου παρου­σιά­ζει τους βασι­κούς άξο­νες της ζωής της Μαρ­τι­νέ­γκου βασι­σμέ­νη σε κάποια γράμ­μα­τα και στί­χους ανα­φε­ρό­με­νη και στο γιό της που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν τον έζη­σε, αφού πέθα­νε η Μαρ­τι­νέ­γκου λίγες μέρες μετά τη γέν­να, αλλά και στο αίσθη­μά της για έναν ποπο­λά­ρο δίνο­ντας στοι­χεία από την ιστο­ρία των Επτα­νή­σων της εποχής.

Στο τρί­το μέρος του βιβλί­ου ο Αλέ­ξαν­δρος προ­σθέ­τει τα δικά του βιώ­μα­τα. Η μάνα του είχε πεθά­νει στη γέν­να: «Στη ζωή μ’ έφε­ρε όχι της γέν­νας ο σπα­σμός, μα του θανά­του της μάνας που δεν γνώ­ρι­σα. Σου δίνω μια εικό­να. Αν μπο­ρείς αντί­κρι­σέ την: Μια κοπε­λί­τσα πολύ όμορ­φη – στα χρό­νια σου, Ντο­ρί­τα, μόλις έκλει­νε τα δεκά­ξι – σε ώρα που πλη­σί­α­ζε να γεν­νή­σει, πέφτει αιμό­φυρ­τη, καθώς τηνε χτυ­πά­ει ο απο­θη­ριω­μέ­νος πενη­ντά­ρης σύζυ­γός της. Και, σ’έ­να τίναγ­μα, το τελευ­ταίο της ζωής της, βγαί­νει από τα σπλά­χνα της το βρέ­φος, που κοντά οχτώ μήνες έτρε­φε. Το βρέ­φος αυτό ήμουν εγώ. Ωραίο, μα την αλή­θεια, δια­βα­τή­ριο για τη ζωή…» (σελ. 115/116).

Η Ντο­ρί­τα και η ετε­ρο­χρο­νι­σμέ­νη δημιουρ­γι­κό­τη­τα της Μαρτινέγκου

Επει­δή το θέμα είναι η Μαρ­τι­νέ­γκου στο έργο αυτό της Διδώς Σωτη­ρί­ου, δεν θα στα­θού­με περισ­σό­τε­ρο στον Αλέ­ξαν­δρο. Η Ντο­ρί­τα ακού­γο­ντας όλα αυτά φορ­τί­ζε­ται με ανα­κα­τε­μέ­να αισθή­μα­τα θλί­ψης, οργής, αγα­νά­κτη­σης και δεν ξέρει πια τί να κάνει. Θέλει την άλλη μέρα να προ­τεί­νει στην καθη­γή­τρια των ελλη­νι­κών να δια­βά­σει η τάξη ομα­δι­κά την αυτο­βιο­γρα­φία της Ελί­ζας και να γρά­ψουν όλες οι μαθή­τριες ένα βιβλίο-αντίλογο…

Αλλά και η ιστο­ρία του Αλέ­ξαν­δρου δεν κάνει πίσω, όσο τρα­γι­κός ο ερχο­μός του στη ζωή, τόσο τρα­γι­κός κι ο θάνα­τός του. Μαθαί­νου­με τις αντι­λή­ψεις για την παι­δεία και τη δια­παι­δα­γώ­γη­ση της επο­χής του.

Η Ντο­ρί­τα μετά από τις αφη­γή­σεις αυτές κατα­λα­βαί­νει ότι χωρίς σκέ­ψη και γνώ­ση δεν μπο­ρεί να στε­ρε­ώ­σει καμία ελευθερία.

Στο τέλος του βιβλί­ου η Ελί­ζα πιά­νει το χέρι της Ντο­ρί­τας για απο­χαι­ρε­τι­σμό και της λέει: «Ξημέ­ρω­σε. Πρέ­πει τώρα να σ’ αποχαιρετίσουμε…

-Μη φεύγετε…Σας χρειάζομαι…

-Δεν χρειά­ζε­σαι εμάς, Ντο­ρί­τα. Άλλοι θα είναι οι δικοί σου ήρω­ες. Από­ψε έζη­σες την πρώ­τη δημιουρ­γι­κή σου νύχτα. Σ’ ευχα­ρι­στού­με που άρχι­σες από μας…»

-Μα…Πώς; Σας έδω­σα τέτοια εντύ­πω­ση; Είμαι ανώ­ρι­μη για κάτι τόσο μεγάλο…

-Θα γρά­ψεις, Ντο­ρί­τα, είπε και ο Αλέ­ξαν­δρος. Αυτός είναι ο δρό­μος σου. Μην αφή­σεις κανέ­ναν και τίπο­τα να σ’ εμποδίσει…Αν από­ψε άρχι­σες από μας, αύριο θα δώσεις άλλους…

Τον έκο­ψε η Ντορίτα:

-Μα γελιέ­στε. Δεν σας έπλα­σα εγώ…Αύριο αν πιά­σω πένα ίσως δεν μπο­ρέ­σω καν να ιστο­ρή­σω τα όσα μου εμπι­στευ­τή­κα­τε. Όμως, με συγκι­νή­σα­τε, δεν το κρύ­βω, με συγκλο­νί­σα­τε, με διδάξατε…

Τότε η Ελί­ζα τη φίλη­σε τρυ­φε­ρά λέγοντας:

-‘Εχε γεια, Ντο­ρί­τα. Και πες από μέρος μας στα παι­διά της γενιάς σου, πως τα καμα­ρώ­νου­με και τα εμπιστευόμαστε…»

Και οι επι­σκέ­πτες φεύ­γουν αφή­νο­ντας μια Ντο­ρί­τα ξεκα­θα­ρι­σμέ­νη πια για τον προ­ο­ρι­σμό της.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο