Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τρούμπα: Η ιστορία της κακόφημης συνοικίας του Πειραιά

Χωρίς υπερ­βο­λή, απο­τε­λεί από μόνη της κεφά­λαιο της ευρω­παϊ­κής κοι­νω­νι­κής ανθρω­πο­λο­γί­ας και επει­δή στο ιστο­ρι­κό της είναι κατα­γε­γραμ­μέ­νο έντο­νο και το αμε­ρι­κα­νι­κό στοι­χείο, «η χάρη» της κατα­χω­ρή­θη­κε και στην άλλη ήπειρο.

Τα δικά της κόκ­κι­να φανά­ρια κρα­τή­θη­καν αναμ­μέ­να για τρεις «γεμά­τες» δεκα­ε­τί­ες και σ΄ αυτό το διά­στη­μα «άντρω­σαν» παλι­κα­ρά­κια, ροκά­νι­σαν χαρ­τζι­λί­κια, φού­ντω­σαν έρω­τες και αίμα­τα, αντή­χη­σαν τον ρεμπέ­τι­κο καη­μό… Αυτά τα φανά­ρια έσβη­σαν σαν σήμε­ρα, 12 Σεπτεμ­βρί­ου, πριν από 53 χρό­νια, όταν δήμος και αστυ­νο­μία απο­φά­σι­σαν να βάλουν λου­κέ­το στη μακρά παρου­σία και προ­σφο­ρά της. Από την επο­μέ­νη, η Τρού­μπα έγι­νε ιστορία…

Τρού­μπα είναι η ηχη­τι­κή παρα­φθο­ρά της τρό­μπας, της βρύ­σης στο δυτι­κό τμή­μα της Τερ­ψι­θέ­ας (στη δια­σταύ­ρω­ση της σημε­ρι­νής λεω­φό­ρου 2ας Μεραρ­χί­ας με την παρα­λια­κή) απ΄ όπου για πολ­λά χρό­νια μετά την τοπό­θε­τη­σή της τη δεκα­ε­τία του 1860, τρο­φο­δο­τού­νταν τα ατμό­πλοια του Πει­ραιά. Έτσι ονο­μά­στη­κε η περιο­χή της Τερ­ψι­θέ­ας στα σύνο­ρα του κεντρι­κού λιμα­νιού και της Ακτής Μια­ού­λη ίσα­με την οδό Κολο­κο­τρώ­νη. Για την ακρί­βεια, τα όρια της θρυ­λι­κής Τρού­μπας εκτεί­νο­νταν ανά­με­σα σε δυο εκκλη­σί­ες. Τον Άγιο Νικό­λαο και τον Άγιο Σπυ­ρί­δω­να. «Καρ­διά» της ήταν η οδός Νοτα­ρά, όπου κατά κανό­να βρί­σκο­νταν οι οίκοι ανο­χής, ξενο­δο­χεία που χρέ­ω­ναν με την ώρα και γρα­φεία για­τρών εξει­δι­κευ­μέ­νων στα αφρο­δί­σια νοσή­μα­τα… Στους γει­το­νι­κούς δρό­μους, τη Φίλω­νος, τη Σκου­ζέ και την Κολο­κο­τρώ­νη, λει­τουρ­γού­σαν τα μπαρ και τα καμπαρέ.

ΟΙ «ΜΑΓΔΑΛΗΝΕΣ» ΤΗΣ ΤΡΟΥΜΠΑΣ

Την περί­ο­δο του Μεσο­πο­λέ­μου, ή δρά­ση των εκδι­δό­με­νων γυναι­κών εντο­πί­ζε­ται χωρο­τα­ξι­κά στα Βούρ­λα, ελώ­δη περιο­χή της Δρα­πε­τσώ­νας, όπου αν δεν είσαι «από­κλη­ρος», δεν κατοι­κείς… Ειδι­κό­τε­ρα, το 1867, υπό την πίε­ση των κατοί­κων του Πει­ραιά, που δια­μαρ­τύ­ρο­νται για «χαμαι­τυ­πεία, που ξεφυ­τρώ­νουν στην πόλη ως μανι­τά­ρια προ­κει­μέ­νου να καλύ­πτουν τις ανά­γκες των ναυ­τι­κών», η δημο­τι­κή Αρχή απο­φα­σί­ζει τη συγκέ­ντρω­ση των ιερο­δού­λων σε σημείο, που δεν θα προ­σβάλ­λει την αισθη­τι­κή και την ηθι­κή… Αυτό το αθέ­α­το σημείο είναι τα Βούρ­λα. Έτσι, το 1876 ‑με ανά­θε­ση από τον δήμο- κατα­σκευά­ζε­ται συγκρό­τη­μα κρα­τι­κών πορ­νεί­ων, που προ­στα­τεύ­ε­ται μάλι­στα από τη Χωρο­φυ­λα­κή. Αλλά το 1937, η περιο­χή επι­λέ­γε­ται για εγκα­τά­στα­ση σωφρο­νι­στι­κού ιδρύ­μα­τος και οι εκτο­πι­σμέ­νες πόρ­νες συγκε­ντρώ­νο­νται πέριξ της Τρού­μπας ‑όπου λει­τουρ­γούν ήδη μπαρ και καμπα­ρέ- στή­νο­ντας εκεί, αυτή τη φορά με ιδιω­τι­κή πρω­το­βου­λία, ένα άλλο ανθη­ρό βασίλειο…

«Μια φορά κι έναν και­ρό σ’ ένα από τα πιο όμορ­φα λιμά­νια της Μεσο­γεί­ου, τον Πει­ραιά, υπήρ­χε μια συνοι­κία, που ήταν το καμά­ρι του και η… ντρο­πή του» γρά­φει για την Τρού­μπα η αεί­μνη­στη Σπε­ράν­τζα Βρα­νά στο σχε­τι­κό βιβλίο της και όχι αδί­κως. Από τις περι­γρα­φές των βιβλί­ων, των ται­νιών, των ανθρώ­πων που την έζη­σαν, προ­κύ­πτει ότι η Τρού­μπα ήταν μια «άλλη» κοι­νω­νία μέσα στην κοι­νω­νία του Πει­ραιά. Ένας θορυ­βώ­δης μικρό­κο­σμος που ξεδι­πλω­νό­ταν ανά­με­σα στα χιλιο­χρη­σι­μο­ποι­η­μέ­να κρε­βά­τια των κορι­τσιών της χαράς, στα σοκά­κια, όπου εύκο­λα έβγαι­νε η φαλ­τσέ­τα για μια στρα­βή ματιά, στους γκα­ζο­τε­νε­κέ­δες που «φιλο­ξε­νού­σαν» την τέχνη του παπα­τζή και στα μπαρ, όπου έρεε άφθο­νο το αλκο­όλ, ειδι­κά όταν ερχό­ταν ο 6ος αμε­ρι­κα­νι­κός στό­λος. Περισ­σό­τε­ρες από 500 δηλω­μέ­νες γυναί­κες όλων των ηλι­κιών ‑μαρ­τυ­ρούν τα αρχεία της Αστυ­νο­μί­ας- πρό­σφε­ραν τις υπη­ρε­σί­ες τους κατά την εξαι­ρε­τι­κά ανθη­ρή δεκα­ε­τία του 1950 στα «σπί­τια» της Τρού­μπας. Αλλά υπήρ­χαν και οι… περι­στα­σια­κές. Γυναί­κες, αδή­λω­τες, ενί­ο­τε νοι­κο­κυ­ρές, σύζυ­γοι και μάνες με οικο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα, που σε περιό­δους μεγά­λης ζήτη­σης (όταν ερχό­ταν ο στό­λος) … εμπλού­τι­ζαν με την παρου­σία και τη δου­λειά τους την «πρώ­τη ύλη» των «σπι­τιών» για να ενι­σχύ­σουν και το δικό τους εισό­δη­μα. Το σίγου­ρο, πάντως, είναι πως εκεί όλες ήταν «σπι­τω­μέ­νες». Δεν πατού­σε «καλ­ντε­ρι­μι­τζού» στην Τρού­μπα. Κι αν έκα­νε το λάθος, ο «προ­στά­της» των κορι­τσιών την έστελ­νε από κει που ΄ρθε. Εκεί όλοι ζού­σαν για μια μπέ­σα. Ο λόγος του άντρα στον άντρα ήταν ιερός κι αν κάποιος τον βρό­μι­ζε, ήξε­ρε τη συνέ­χεια… Μόνοι θα καθά­ρι­ζαν. «Οι μπά­τσοι στην Τρού­μπα ήταν ανε­πι­θύ­μη­τοι. Εκεί ήταν άλλοι οι νόμοι» μαρ­τυ­ρά η Σπε­ράν­τζα. Μόνο ο λόγος στη γυναί­κα ήταν ανί­σχυ­ρος. Για­τί τι κι αν ήταν πόρ­νες; Είχαν καρ­διά και την έδι­ναν. Συχνά ερω­τεύ­ο­νταν τους «προ­στά­τες» τους, που που­λού­σαν αίσθη­μα και όνει­ρα για να τις εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται. Κι άμα ανα­κά­λυ­πταν ότι αντί­στοι­χες υπο­σχέ­σεις έδι­ναν αυτοί και σε άλλες, γίνο­νταν άγρια θηρία και χει­ρο­δι­κού­σαν κι αυτές και μαχαί­ρω­ναν και ρίχνα­νε βιτριό­λια… Ήταν αυτές οι ίδιες λαϊ­κές γυναί­κες, που έδιω­χναν από την Τρού­μπα τους πιτσι­ρι­κά­δες για να μη «βρο­μί­σουν», που έφτια­χναν πρό­σφο­ρο για να πάνε στην εκκλη­σία την Κυρια­κή, που κάλυ­πταν με μαύ­ρα πανιά τα κόκ­κι­να φανά­ρια τους και κατέ­βα­ζαν ρολά τη Μεγά­λη Εβδομάδα…

Εκεί στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ΄50, η συνεύ­ρε­ση με ένα κορί­τσι της Τρού­μπας κυμαι­νό­ταν στις 25 δραχ­μές κι όταν ερχό­ταν ο στό­λος, η ταρί­φα διπλα­σια­ζό­ταν υπερ­δι­πλα­σια­ζό­ταν. Όλα πλή­θαι­ναν όταν ερχό­ταν ο στό­λος. Οι τιμές των ποτών, η δρά­ση των παπα­τζή­δων, η προ­σφο­ρά των κορι­τσιών. Έως και 40 ‑πολ­λές φορές και 50- πελά­τες έφτα­νε να πάρει η κάθε μια σε μια μέρα και ασφα­λώς τα έσο­δα πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νταν. Αλλά κυρί­ως για τον «προ­στά­τη» που πίε­ζε για μεγα­λύ­τε­ρη… από­δο­ση κι αν η προ­στα­τευό­με­νη δεν αντα­πο­κρι­νό­ταν, ο πέλε­κυς έπε­φτε βαρύς. Και να σκε­φτείς ότι λεό­ντεια μερί­δια από κεί­νη την ταρί­φα των 25 δραχ­μών έπαιρ­ναν ο προ­στά­της και η τσα­τσά. Το κορί­τσι αρκεί­το στην ασφά­λι­ση («που­τα­νό­ση­μα» τα λέγα­νε οι ίδιες) τη δωρε­άν στέ­γη, το φαγη­τό και σ΄ ένα ισχνό χαρ­τζι­λί­κι για τα τσι­γά­ρα και τα μικρο­έ­ξο­δά του… Πικρή ζωή κι ακό­μα πιο πικρό το τέλος γι αυτές τις γυναί­κες, που γερ­νού­σαν γρη­γο­ρό­τε­ρα απ΄ όλες κι έχα­ναν τη φρε­σκά­δα τους και κατέ­λη­γαν στον δρό­μο. Αλλά εκεί, στα κακό­φη­μα της Τρού­μπας, όση λάσπη κι αν έπνι­γε τα σώμα­τα, ήταν και κάτι ψυχές που θαρ­ρείς με το πέρα­σμα του χρό­νου, γίνο­νταν πιο διά­φα­νες, πιο καθα­ρές… Κορί­τσια που πόνε­σαν Έλλη­νες και ξένους ναυ­τι­κούς, που ζού­σαν με την ανά­μνη­σή τους, που πέθαι­ναν κάθε μέρα και ανα­σταί­νο­νταν με την επι­στρο­φή εκεί­νων από τα μεγά­λα ταξί­δια. Κορί­τσια που αγά­πη­σαν και αγα­πή­θη­καν, που παντρεύ­τη­καν κι έφυ­γαν μακριά κι άλλα­ξαν ζωή. «Κορί­τσια που δεν άφη­σαν τη μαύ­ρη καθη­με­ρι­νό­τη­τά τους να βρο­μί­σει την ψυχή τους. Κορί­τσια που κρα­τή­θη­καν μέσα τους αγνά για τα ταί­ρια τους. Για­τί άμα είσαι τέτοια, μπο­ρείς και κρα­τάς αμό­λυ­ντη την ψυχή σου και πιο αλη­θι­νά, πιο πιστά αγα­πάς…» έλε­γε η Σπε­ράν­τζα, στιγ­μα­τί­ζο­ντας με τον δικό της ιδιαί­τε­ρο τρό­πο την… «οξύ­μω­ρη ηθι­κή μιας κοι­νω­νί­ας που ευκο­λύ­νε­ται να ασκεί την πιο ανη­λεή κρι­τι­κή στην αιδώ, της οποί­ας η ίδια απο­τε­λεί κομ­μά­τι…». Κοπέ­λες των οίκων δήλω­ναν πως «οι χει­ρό­τε­ροι διώ­κτες τους την ημέ­ρα ήταν οι καλύ­τε­ροι πελά­τες τους τη νύχτα»… Σ΄ έναν κόσμο, όπου η «ηθι­κή» ερμη­νεύ­ε­ται κατά το δοκούν, ευκο­λό­τε­ρα στιγ­μα­τί­ζε­σαι ως «ανή­θι­κος», παρά ως «περι­θω­ρια­κός» και όπως δήλω­σε κάπο­τε ο Πει­ραιώ­της συγ­γρα­φέ­ας Γιάν­νης Κακου­λί­δης «στην Τρού­μπα δεν κυριαρ­χού­σε ο υπό­κο­σμος. Κυριαρ­χού­σε το περι­θώ­ριο»… Γι αυτό και ο λόγος ήταν η τιμή. Γι αυτό και οι ρεμπέ­τες που πλημ­μύ­ρι­σαν την Τρού­μπα με τη μου­σι­κή τους ήταν εκτο­πι­σμέ­νοι στο περι­θώ­ριο και πάμπολ­λα τρα­γού­δια εμπνεύ­στη­καν από τα καλ­ντε­ρί­μια της.

ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΤΡΟΥΜΠΑΣ

Όλα τα χρό­νια λει­τουρ­γί­ας της Τρού­μπας ως παρα­δεί­σου του αγο­ραί­ου έρω­τα, η εικό­να της περιο­χής θυμί­ζει τα δύο πρό­σω­πα του Ιανού. Το πρωί λει­τουρ­γούν εμπο­ρι­κά κατα­στή­μα­τα, άνθρω­ποι περι­δια­βά­ζουν αμέ­ρι­μνοι, οικο­γε­νειάρ­χες τρο­φο­δο­τούν τα σπι­τι­κά με τα παι­διά και τις γυναί­κες τους. Πολ­λά νοι­κο­κυ­ριά είναι στη­μέ­να ανά­με­σα στις επι­χει­ρή­σεις του πλη­ρω­μέ­νου έρω­τα. Μόλις πέφτει ο ήλιος και ανά­βουν τα φώτα, το σκη­νι­κό της Τρού­μπας αλλά­ζει. Οι οικο­γέ­νειες κλεί­νο­νται στα σπί­τια τους και κάποια άλλα «σπί­τια» ετοι­μά­ζο­νται για το νυχτο­κά­μα­το. Οι περί­φη­μες «μαντά­μες» ή «τσα­τσά­δες», παλιές πόρ­νες που λόγω περα­σμέ­νης ηλι­κί­ας περ­νούν στην εφε­δρεία της εκπόρ­νευ­σης των δικών τους κορ­μιών, αλλά όχι εν γένει του επαγ­γέλ­μα­τος, ανοί­γουν τον ένα μετά τον άλλο τους «οίκους ανο­χής» και αντί αδρού αντι­τί­μου στε­γά­ζουν κοπέ­λες, τα ραντε­βού των οποί­ων κλεί­νουν οι ίδιες. Αλλά στην καθη­μαγ­μέ­νη Ελλά­δα της δεκα­ε­τί­ας του 1950 συντε­λού­νται και κοσμοϊ­στο­ρι­κές αλλα­γές υπέρ της γυναί­κας, η οποία κατά κανό­να απο­τε­λεί αντι­κεί­με­νο εκμε­τάλ­λευ­σης. Το 1956 δίνε­ται στο «ασθε­νές φύλο» το προ­νό­μιο του «εκλέ­γειν» και την ίδια χρο­νιά η πρώ­τη γυναί­κα υπουρ­γός (Κοι­νω­νι­κής Πρό­νοιας) στην ιστο­ρία της Ελλά­δας, η Λίνα Τσαλ­δά­ρη της ΕΡΕ, εκδί­δει νόμο, σύμ­φω­να με τον οποίο απα­γο­ρεύ­ε­ται η λει­τουρ­γία των οίκων ανο­χής ως ομα­δι­κών εται­ρι­σμών. Σε κάθε «σπί­τι» επι­τρέ­πε­ται η εξά­σκη­ση του επαγ­γέλ­μα­τος από μόνον δύο ιερό­δου­λες. Οι «τσα­τσά­δες» χάνουν τη δου­λειά τους και οι ιδιο­κτή­τες ακι­νή­των (κυρί­ως μικρών κατοι­κιών) στην Τρού­μπα βρί­σκουν ευκαι­ρία να πλου­τί­σουν. Συχνά επι­λέ­γουν να αφή­σουν την κατοι­κία τους στην περιο­χή για να τη νοι­κιά­σουν στις πετα­λού­δες της νύχτας με τη μέρα και για εξω­φρε­νι­κά ποσά. Οι… κακές γλώσ­σες λένε πως ιερέ­ας είναι ο πρώ­τος ιδιο­κτή­της κατοι­κί­ας, την οποία ενοι­κί­α­σε σε ιερό­δου­λες, κι έχει συμ­φω­νή­σει να εισπράτ­τει 150 δραχ­μές ημε­ρη­σί­ως! Για την ιστο­ρία, το 1960, ο μηνιαί­ος μισθός ενός υπαλ­λή­λου κυμαί­νε­ται μετα­ξύ 1.500 και 3.000 δραχ­μών και το ημε­ρο­μί­σθιο του ανει­δί­κευ­του εργά­τη είναι περί τις 50 δραχμές!

Αλλά, έτσι κι αλλιώς, καθώς ο και­ρός περ­νά και το βασί­λειο του αγο­ραί­ου έρω­τα φου­ντώ­νει, η περιο­χή απο­ψι­λώ­νε­ται από οικο­γέ­νειες. Συχνά ανί­δε­οι ή μεθυ­σμέ­νοι πελά­τες εισβάλ­λουν σε οικο­γε­νεια­κές κυψέ­λες, τρο­μο­κρα­τώ­ντας τα μέλη τους. Τη δεκα­ε­τία του 1960 τα ενα­πο­μεί­να­ντα νοι­κο­κυ­ριά ανα­γκά­ζο­νται να τοπο­θε­τή­σουν στις εισό­δους των σπι­τιών τους ‑πολ­λές φορές και στην Αγγλι­κή- πινα­κί­δες με την ένδει­ξη «προ­σο­χή, σε αυτό το σπί­τι κατοι­κεί οικογένεια»!

ΣΤΑ ΥΨΗ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΉΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΩΛΗΣ ΣΥΝΟΙΚΙΑΣ

Χρό­νο με τον χρό­νο ‑και παρά την ανα­κα­τε­μέ­νη ανθρω­πο­γε­ω­γρα­φία της περιο­χής, που έχει στή­σει μια νέα, αυθε­ντι­κή γενιά νοι­κο­κύ­ρη­δων Πει­ραιω­τών υπο­δε­χό­με­νη νωρί­τε­ρα μετα­νά­στες από τα νησιά και την ηπει­ρω­τι­κή Ελλά­δα, αλλά και μικρα­σιά­τες πρό­σφυ­γες- η Τρού­μπα ενσω­μα­τώ­νε­ται στον οικι­στι­κό ιστό του Πει­ραιά ως ανα­γκαίο κακό. Ως «τόπος χαράς που επι­βάλ­λε­ται να προ­σφέ­ρει κάθε λιμά­νι στον ναυ­τι­κό», αλλά και ως πηγή παρα­γω­γής χρή­μα­τος. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι δημο­σί­ευ­μα της εφη­με­ρί­δας «Το Βήμα» της 13/2/1966. Ο τίτλος του κει­μέ­νου που φέρει την υπο­γρα­φή Ν.Ν., είναι «Οι εισπρά­ξεις της Τρού­μπας είναι όσες και του ΟΛΠ» και το περιε­χό­με­νο: «Σε πραγ­μα­τι­κό χρη­μα­τι­στή­ριο έχει εξε­λι­χθεί η Τρού­μπα η γνω­στή και άγνω­στη “αμαρ­τω­λή” συνοι­κία του Πει­ραιώς. Οι καθα­ρές καθη­με­ρι­νές εισπρά­ξεις της- όσο και αν φανεί απί­στευ­το- είναι γεγο­νός ότι συνα­γω­νί­ζο­νται τις καθη­με­ρι­νές εισπρά­ξεις του πρώ­του λιμε­νι­κού οργα­νι­σμού της χώρας, του ΟΛΠ, δηλα­δή υπερ­βαί­νουν τις 260.000 δραχ­μές περί­που. Αυτό είναι το συμπέ­ρα­σμα στο οποίο κατα­λή­ξα­με ύστε­ρα από ειδι­κή έρευ­να στην περιο­χή αυτή.

Σήμε­ρα, στο οικο­δο­μι­κό τετρά­γω­νο της Τρού­μπας, στε­γά­ζο­νται και εργά­ζο­νται ‑σύμ­φω­να με τα στοι­χεία της Υπη­ρε­σί­ας Ηθών της Αστυ­νο­μι­κής Διεύ­θυν­σης Πει­ραιώς- 140 ιερό­δου­λοι, 16 καμπα­ρέ και 25 μπαρ, που συν­θέ­τουν έναν δεύ­τε­ρο οικο­νο­μι­κό “οργα­νι­σμό” με καθη­με­ρι­νά κέρ­δη καταπληκτικά.

Υπο­λο­γί­ζε­ται λοι­πόν ότι οι 140 αυτές “χαρα­κτη­ρι­σμέ­νες”- γυναί­κες που δέχο­νται αντί 55 δραχ­μών γύρω στις 15 “επι­σκέ­ψεις” την ημέ­ρα- εισπράτ­τουν αυτές μόνο συνο­λι­κά 115.000 δραχ­μές ημε­ρη­σί­ως. Η Εφο­ρία δεν τις φορο­λο­γεί. Τις φορο­λο­γούν όμως (κάθε επάγ­γελ­μα έχει τα μυστι­κά του πολύ δε περισ­σό­τε­ρο το επάγ­γελ­μα του αγο­ραί­ου έρω­τος) οι υπε­νοι­κια­στές ή “προ­στά­τες”. Είναι αυτοί, που ενοι­κιά­ζουν πρώ­τοι τα σπί­τια από τους ιδιο­κτή­τες τα οποία υπε­νοι­κιά­ζουν κατό­πιν στις ιερό­δου­λες με το απί­στευ­το ενοί­κιο των 300–400 δραχ­μών την ημέ­ρα! Δηλα­δή περί­που 9.000–12.000 δραχ­μές εισπράτ­τουν τον μήνα, από τις οποί­ες απο­κλεί­ε­ται να πλη­ρώ­νουν στους ιδιο­κτή­τες ‑σύμ­φω­να με την γνώ­μη των ίδιων των γυναι­κών- περισ­σό­τε­ρες από 3–4000 δραχ­μές τον μήνα.

Και να φαντα­σθεί κανείς ότι υπάρ­χουν πολ­λοί τέτοιοι ενοι­κια­στές στην Τρού­μπα οι οποί­οι δια­θέ­τουν και 4 και 5 σπί­τια ο καθένας!

Τη δεύ­τε­ρη θέση στη σει­ρά των συντε­λε­στών που δια­μορ­φώ­νουν τον τερά­στιο “προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό” των 260.000 περί­που δραχ­μών που παρου­σιά­ζει από ημέ­ρα σε ημέ­ρα το χρη­μα­τι­στή­ριο της Τρού­μπας κατέ­χουν τα καμπα­ρέ. Συγκε­ντρώ­νο­ντας σχε­τι­κά στοι­χεία που αφο­ρούν την κίνη­ση πελα­τών όλον τον χρό­νο και τα διά­φο­ρα έξο­δα που αντι­με­τω­πί­ζουν, απο­δο­χές προ­σω­πι­κού και καλ­λι­τε­χνι­κών συγκρο­τη­μά­των, κατα­λή­ξα­με στο συμπέ­ρα­σμα ότι και τα 16 καμπα­ρέ που υπάρ­χουν θα πρέ­πει να συγκε­ντρώ­νουν την ημέ­ρα καθα­ρό κέρ­δος γύρω στις 96.000 χιλιά­δες δραχ­μές. Βεβαί­ως ο αριθ­μός αυτός δεν είναι από­λυ­τος, αλλά κυμαί­νε­ται άλλο­τε λιγό­τε­ρο (όπως αυτή την επο­χή) και άλλο­τε περισ­σό­τε­ρο (όπως όταν επι­σκέ­πτε­ται τον Πει­ραιά ο στόλος).

Ας σημειω­θεί δε ότι οι τιμές των ποτών που σερ­βί­ρο­νται στα καμπα­ρέ αυτά δεν υπό­κει­νται σε αγο­ρα­νο­μι­κό έλεγ­χο και εμφα­νί­ζο­νται κατά μεγά­λο ποσο­στό ανώ­τε­ρες από τις τιμές των ελεγ­χο­μέ­νων κατα­στη­μά­των. Αρκεί να προ­σθέ­σου­με ότι τη μικρή φιά­λη της μπύ­ρας (τιμή αγο­ρα­νο­μί­ας 4,20)… την κοστο­λο­γούν προς 33 δραχ­μές, ενώ τη φιά­λη το ουί­σκι (180) προς 1.000 δραχμές.

Τέλος, υπάρ­χουν και τα μπαρ και δεν είναι λίγα. Είκο­σι πέντε εργά­ζο­νται σήμε­ρα και συνε­χώς αυξά­νο­νται. Κατά τους μετριό­τε­ρους υπο­λο­γι­σμούς σε 50.000 δραχ­μές αντι­στοι­χεί το καθη­με­ρι­νό τους μερί­διο από τον γενι­κό “τζί­ρο” των 260.000 δραχ­μών περίπου».

Η ΤΡΟΥΜΠΑ ΩΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗ

Η ζωή των γυναι­κών της πει­ραϊ­κής «αμαρ­τω­λής» συνοι­κί­ας που από ανά­γκη ή και από επι­λο­γή βιο­πο­ρί­ζο­νται που­λώ­ντας το κορ­μί τους και συντη­ρώ­ντας στρα­τιές προ­α­γω­γών και «τσα­τσά­δων» γίνε­ται συχνά έμπνευ­ση υπη­ρε­τών όλων των μορ­φών της τέχνης. Από τους λογο­τέ­χνες της περί­φη­μης «γενιάς του ΄30», που στα έργα τους θα βρε­θεί του­λά­χι­στον μία ανα­φο­ρά στη ζώσα τότε Τρού­μπα (είναι, βλέ­πεις, η επο­χή της μεγά­λης μετα­νά­στευ­σης, κατά την οποία μετα­νά­στες και εμι­γκρέ­δες ξεφορ­τώ­νο­νται καρα­βιές στο λιμά­νι του Πει­ραιά) έως τους σύγ­χρο­νους συγ­γρα­φείς, που ανα­ζη­τούν μαρ­τυ­ρί­ες του παρελ­θό­ντος και κατα­γρά­φουν στο παρόν, τους Πει­ραιώ­τες Διονύ­ση Χαρι­τό­που­λο και Βασί­λη Πισι­μί­ση κ.α.. Μια ιδιαί­τε­ρη μνεία στη «Μπέ­μπα» της Τρού­μπας κάνει στο βιβλίο του με τίτλο «Ανα­φο­ρά στον Κύριο Κωστά­κη Πρου» ο Γιάν­νης Κακου­λί­δης. «Πριν έρθεις να ξαπλώ­σεις, βγά­λε τα φτε­ρά σου κρέ­μα­σέ τα κάπου» του έλε­γε του 15χρονου Φωκά η περ­πα­τη­μέ­νη «Μπέ­μπα» και πώς εκεί­νος να μην πέσει βαθιά, θανά­σι­μα, στον έρω­τά της;

Αλλά και στο σινε­μά. Από τον Γιώρ­γο Τζα­βέλ­λα που απο­τυ­πώ­νει στο πρό­σω­πο της ηρω­ί­δας του, της Αγνής του λιμα­νιού, όλη την πίκρα για τη γονι­κή εγκα­τά­λει­ψη που την οδή­γη­σε στην Τρού­μπα έως τον σκη­νο­θέ­τη Βασί­λη Γεωρ­γιά­δη, που φέρ­νει τα «Κόκ­κι­να φανά­ρια» του στην Ακα­δη­μία Κινη­μα­το­γρά­φου, ως υπο­ψή­φια για το Όσκαρ ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας, αλλά και τον Μάνο Χατζη­δά­κι, που κερ­δί­ζει το χρυ­σό αγαλ­μα­τί­διο για τη μου­σι­κή επέν­δυ­ση της ται­νί­ας «Ποτέ την Κυρια­κή», με σκη­νο­θέ­τη τον Ζιλ Ντα­σέν και τη Μελί­να Μερ­κού­ρη στον ρόλο της πόρ­νης του πει­ραϊ­κού λιμα­νιού. Η πρω­τα­γω­νί­στρια θα βρα­βευ­θεί για την ερμη­νεία της με το βρα­βείο α΄ γυναι­κεί­ου ρόλου στο Φεστι­βάλ των Καννών.

Καθώς μάλι­στα η άνθη­ση της Τρού­μπας συμπί­πτει χρο­νι­κά με τους πει­ρα­μα­τι­σμούς του ελλη­νι­κού σινε­μά, η παρα­γω­γή ται­νιών με θεμα­το­λο­γία από τη ζωή των ανθρώ­πων της «αμαρ­τω­λής» συνοι­κί­ας είναι πλού­σια. «Η Αγνή του λιμα­νιού» (1952), «Ποτέ την Κυρια­κή» (1960), «Το κάθαρ­μα» (1963) «Τα κόκ­κι­να φανά­ρια» (1963), «Λόλα» (1964) , «Το δόλω­μα» (1964), «Τρού­μπα ΄67» (1967), «Καλώς ήρθε το δολά­ριο» (1967), «Οι βάσεις και η Βασού­λα» (1975) είναι μερι­κές από τις γνω­στές κινη­μα­το­γρα­φι­κές επι­τυ­χί­ες που «γέν­νη­σε» η θρυ­λι­κή γει­το­νιά του Πειραιά.

Όσο για τη μου­σι­κή, αναμ­φι­σβή­τη­τα η δυνα­τό­τε­ρη έμπνευ­ση από το χρώ­μα, τον ήχο, τις μυρω­διές της Τρού­μπας πιστώ­νε­ται στον Σταύ­ρο Ξαρ­χά­κο, που «ντύ­νει» αρι­στουρ­γη­μα­τι­κά τις εμβλη­μα­τι­κές ται­νί­ες «Λόλα» και «Κόκ­κι­να Φανά­ρια», με τη Βίκυ Μοσχο­λιού (σε πρώ­τη εμφά­νι­ση στη «Λόλα»), τον Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση, την Πόλυ Πάνου, τον Πάνο Γαβα­λά και τη Ρία Κούρ­τη να ερμη­νεύ­ουν επι­τυ­χί­ες, που θα κρα­τούν για πάντα τη δική τους φωτει­νή σελί­δα στα χρο­νι­κά του πενταγράμμου.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Κι εκεί που η Τρού­μπα έχει εντα­χθεί για τα καλά στο τοπι­κό ηχό­χρω­μα του ελλη­νι­κού λιμα­νιού, έρχε­ται η Χού­ντα και ο δήμαρ­χος Αρι­στεί­δης Σκυ­λί­τσης, στις 5 Αυγού­στου του 1967 απο­φα­σί­ζει το λου­κέ­το της «αντι­χρι­στια­νι­κής, αντι­κοι­νω­νι­κής και εν πάση περι­πτώ­σει απα­ρα­δέ­κτου δια την κοι­νω­νί­αν του Πει­ραιώς κατα­στά­σε­ως». Κάποιες… διεισ­δυ­τι­κό­τε­ρες ματιές απο­δί­δουν αλλού τον λόγο της από­φα­σης. Οι εφο­πλι­στές εγκα­θι­στούν σιγά σιγά τα γρα­φεία τους στην ακτή Μια­ού­λη, σε από­στα­ση ανα­πνο­ής από την Τρού­μπα, και μια γειτ­νί­α­ση με πόρ­νες και περι­θώ­ριο είναι του­λά­χι­στον ταπει­νω­τι­κή εικό­να για την επι­χει­ρη­μα­τι­κή δρά­ση τους.

Η από­φα­ση, πάντως, ανα­φέ­ρει πως σε έναν μήνα πρέ­πει να απο­χω­ρή­σουν τα «σπί­τια της χαράς», τα οποία ασφα­λώς, φεύ­γο­ντας θα πάρουν μαζί τους και την πελα­τεία που συντη­ρεί τα ξενο­δο­χεία, τα μπαρ και τα καμπα­ρέ της περιο­χής. Ένας κόσμος, που τριά­ντα χρό­νια τώρα πορεύ­ε­ται με τη δική του ηθι­κή στα καλ­ντε­ρί­μια της Τρού­μπας, εκπα­ρα­θυ­ρώ­νε­ται, ένα μεγά­λο κομ­μά­τι του τοπι­κού ηχο­χρώ­μα­τος σβή­νει, μια «αντι­χρι­στια­νι­κή» ανορ­θό­δο­ξη βιο­μη­χα­νία παρα­γω­γής χρή­μα­τος βάζει λου­κέ­το. Όσα σπί­τια δεν κλεί­νουν εγκαί­ρως, όργα­να της τάξης τα «τακτο­ποιούν» σε λίγες ώρες, τη 12η Σεπτεμ­βρί­ου του 1967. Οι δρό­μοι της Τρού­μπας «πνί­γο­νται» στα… αμαρ­τω­λά στρώ­μα­τα, που μαζεύ­ουν οι υπη­ρε­σί­ες καθα­ριό­τη­τας του δήμου. Τα κορί­τσια σκορ­πί­ζουν. Άλλες ανη­φο­ρί­ζουν στα «σπί­τια» της Αθή­νας κι άλλες ανα­ζη­τούν την τύχη τους σε ξένα λιμά­νια. Η Τρού­μπα καθα­ρί­ζει και ο Αρ. Σκυ­λί­τσης καμα­ρώ­νει που δια­φύ­λα­ξε τα χρη­στά ήθη των κατοί­κων, απαλ­λάσ­σο­ντάς τους από το «κοι­νω­νι­κόν άγος»…

Τα Πρα­κτι­κά της 18ης Συνε­δρί­ας του Δημο­τι­κού Συμ­βου­λί­ου Πει­ραιώς, της γενο­μέ­νης την 15η Ιου­λί­ου 1968, ημέ­ρα Δευ­τέ­ρα και ώραν 09.30, παρου­σιά­ζουν τα πεπραγ­μέ­να του δημάρ­χου κατά το έτος 1967. Η παρά­γρα­φος για την Τρού­μπα ανα­φέ­ρει: «Απο­μά­κρυν­σις κακο­φή­μων οίκων περιο­χής Τρού­μπας. Ο κεντρι­κός τομεύς της πόλε­ως, περιο­χή Τρού­μπας ως απε­κα­λεί­το, απε­τέ­λη τόπον ακο­λα­σί­ας διά των υφι­στα­μέ­νων κακο­φή­μων οίκων και της εν αυτή εγκα­τα­στά­σε­ως, παρα­μο­νής και εκθέ­σε­ως των ασέ­μνων γυναι­κών. Οι Πει­ραιείς οι οικο­γε­νειάρ­χαι και οι υγειώς σκε­πτό­με­νοι πολί­ται, δεν διήρ­χο­ντο των οδών του τομέ­ως αυτού […] Κατό­πιν συντό­μων ενερ­γειών μας οι κακό­φη­μοι οίκοι εκλεί­σθη­σαν ορι­στι­κώς. Άπα­σαι αι άσε­μναι γυναί­κες απο­μα­κρύν­θη­σαν των οδών του εν λόγω κεντρι­κού τομέ­ως της πόλε­ως, ούτω δε εξέ­λει­πεν το κοι­νω­νι­κόν άγος εκ της περιο­χής ήτις απαλ­λαγ­μέ­νη πλέ­ον εκ των αμαρ­τιών του παρελ­θό­ντος αφέ­θη ελευ­θέ­ρα εις τους Πειραιείς».

Πηγή: ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο