Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τσε: «Ο πραγματικός επαναστάτης καθοδηγείται από βαθιά αισθήματα αγάπης»

«Θα ήθε­λα τώρα να μιλή­σω για τον ρόλο που παί­ζει η προ­σω­πι­κό­τη­τα, ο άνθρω­πος ως άτο­μο που καθο­δη­γεί τις μάζες οι οποί­ες γρά­φουν την ιστο­ρία. Δεν παρου­σιά­ζου­με εδώ κάποια συντα­γή. Πρό­κει­ται μόνο για την εμπει­ρία μας».

Επι­μέ­λεια Οικο­δό­μος //

Σχε­δόν μισό αιώ­να από την άναν­δρη δολο­φο­νία του ο Τσε παρα­μέ­νει το σύμ­βο­λο των κατα­πιε­σμέ­νων όπου γης, των εκμε­ταλ­λευό­με­νων, των ασυμ­βί­βα­στων, των επα­να­στα­τών, των ανθρώ­πων που ονει­ρεύ­ο­νται ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον και παλεύ­ουν για τη σοσια­λι­στι­κή-κομ­μου­νι­στι­κή κοινωνία.

Ο Τσε παρα­μέ­νει στη σκέ­ψη και την καρ­διά εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων του πλα­νή­τη ως ο άνθρω­πος της δρά­σης, ο τέλεια καταρ­τι­σμέ­νος στρα­τιω­τι­κός, ο ανυ­πό­τα­χτος αντάρ­της. Πολ­λοί ήταν αυτοί που δοκί­μα­σαν να εκμε­ταλ­λευ­τούν την επα­να­στα­τι­κή του δια­δρο­μή και το ηρω­ι­κό του τέλος, για να τον παρου­σιά­σουν ως ιδε­α­λι­στή, έναν ρομα­ντι­κό «Δον Κιχώ­τη» που δεν είχε επα­φή με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Απέ­τυ­χαν. Ο Τσε φυσι­κά κατα­νο­ού­σε και ερμή­νευε την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πριν σχε­διά­σει τα βήμα­τά του και αυτό είχε κατα­γρα­φεί ιστο­ρι­κά προ­τού ακό­μα γίνει πλα­τιά γνω­στή μια άλλη πλευ­ρά της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του.

Η έκδο­ση τα τελευ­ταία χρό­νια βιβλί­ων με τις σκέ­ψεις του, μάς έκα­νε να γνω­ρί­σου­με μια λιγό­τε­ρο γνω­στή πλευ­ρά του μεγά­λου επα­να­στά­τη, αυτή του στο­χα­στή. Ο Τσε μετά τη νίκη της επα­νά­στα­σης, είχε την ευκαι­ρία να ερευ­νή­σει πολύ σημα­ντι­κές πλευ­ρές της οικο­δό­μη­σης του σοσια­λι­σμού στην Κού­βα. Ήταν ρεα­λι­στής, και ταυ­τό­χρο­να είχε βαθιά πίστη στον άνθρωπο.

Πίστευε βαθιά και υπο­στή­ρι­ζε ότι η οικο­δό­μη­ση του σοσια­λι­σμού και του κομ­μου­νι­σμού δεν είναι μόνο ένα ζήτη­μα παρα­γω­γής και δια­νο­μής του πλού­του, αλλά επί­σης ζήτη­μα εκπαί­δευ­σης και συνεί­δη­σης. Έλε­γε ότι ο άνθρω­πος δεν πρέ­πει να δια­φθεί­ρε­ται, ούτε να απο­ξε­νώ­νε­ται και έδι­νε μεγά­λη βαρύ­τη­τα στη δημιουρ­γία του νέου ανθρώ­που μέσα από τη δια­δι­κα­σία οικο­δό­μη­σης του σοσια­λι­σμού, ως μια από τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για τη μετά­βα­ση στο επό­με­νο στά­διο, της κομ­μου­νι­στι­κής κοινωνίας.

Ο Τσε με τη στά­ση ζωής του έκα­νε πρά­ξη τις από­ψεις του, δίνο­ντας το παρά­δειγ­μα για το πώς πρέ­πει να συμπε­ρι­φέ­ρε­ται ένας λαϊ­κός ηγέ­της. Στο κεί­με­νο που ακο­λου­θεί (γρά­φτη­κε την επο­χή που ο Τσε ήταν υπουρ­γός Βιο­μη­χα­νί­ας) κατα­γρά­φο­νται κάποιες από αυτές τις απόψεις.

che12

«Θα ήθε­λα τώρα να μιλή­σω για τον ρόλο που παί­ζει η προ­σω­πι­κό­τη­τα, ο άνθρω­πος ως άτο­μο που καθο­δη­γεί τις μάζες οι οποί­ες γρά­φουν την ιστο­ρία. Δεν παρου­σιά­ζου­με εδώ κάποια συντα­γή. Πρό­κει­ται μόνο για την εμπει­ρία μας.

Τα πρώ­τα χρό­νια ο Φιντέλ έδω­σε την ώθη­ση και καθο­δή­γη­σε την επα­νά­στα­ση. Αυτός έδι­νε πάντα τον τόνο. Αλλά υπάρ­χει μια μεγά­λη ομά­δα επα­να­στα­τών που εξε­λίσ­σε­ται προς την ίδια κατεύ­θυν­ση με τον πρώ­το ηγέ­τη. Και υπάρ­χει μια μεγά­λη μάζα ανθρώ­πων που ακο­λου­θεί τους ηγέ­τες της επει­δή πιστεύ­ει σε αυτούς. Τους πιστεύ­ει, για­τί αυτοί ξέρουν πώς να ερμη­νεύ­σουν και να εκφρά­σουν τους πόθους της.

Εδώ δεν πρό­κει­ται για το πόσα κιλά κρέ­ας έχει κανείς να φάει, ούτε το πόσες φορές τον χρό­νο μπο­ρείς να πας στην παρα­λία, ούτε το πόσα ωραία πράγ­μα­τα από το εξω­τε­ρι­κό θα μπο­ρού­σες να αγο­ρά­σεις με τους σημε­ρι­νούς μισθούς. Πρό­κει­ται ακρι­βώς για το αν πραγ­μα­τι­κά το άτο­μο νιώ­θει πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νο, με μεγα­λύ­τε­ρο εσω­τε­ρι­κό πλού­το και πολύ περισ­σό­τε­ρη υπευθυνότητα.

Το άτο­μο στη χώρα μας γνω­ρί­ζει ότι η ένδο­ξη επο­χή στην οποία του έλα­χε να ζήσει είναι μια επο­χή θυσί­ας· γνω­ρί­ζει τη θυσία. Οι πρώ­τοι τη γνώ­ρι­σαν στη Σιέ­ρα Μαέ­στρα και όπου αλλού πολέ­μη­σαν· μετέ­πει­τα, τη γνώ­ρι­σε όλη η Κού­βα. Η Κού­βα είναι η πρω­το­πο­ρία της αμε­ρι­κα­νι­κής ηπεί­ρου και πρέ­πει να κάνει θυσί­ες επει­δή βρί­σκε­ται στην εμπρο­σθο­φυ­λα­κή, επει­δή δεί­χνει στις μάζες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής τον δρό­μο προς την πλή­ρη ελευθερία.

Στο εσω­τε­ρι­κό της χώρας, η ηγε­σία πρέ­πει να επι­τε­λέ­σει τον πρω­το­πο­ρια­κό της ρόλο. Και πρέ­πει να ειπω­θεί με κάθε ειλι­κρί­νεια ότι σε μια πραγ­μα­τι­κή επα­νά­στα­ση στην οποία δίνει κανείς τα πάντα και δεν περι­μέ­νει καμία υλι­κή αντα­μοι­βή, το καθή­κον του πρω­το­πό­ρου επα­να­στά­τη είναι ταυ­τό­χρο­να υπέ­ρο­χο και γεμά­το αγωνία.

che7

Επι­τρέψ­τε μου να πω, με κίν­δυ­νο να φανώ γελοί­ος, ότι ο πραγ­μα­τι­κός επα­να­στά­της καθο­δη­γεί­ται από βαθιά αισθή­μα­τα αγά­πης. Είναι αδύ­να­το να φαντα­στού­με έναν αλη­θι­νό επα­να­στά­τη δίχως αυτό το χαρα­κτη­ρι­στι­κό. Ίσως αυτό να απο­τε­λεί ένα από τα μεγά­λα δρά­μα­τα του ηγέ­τη: πρέ­πει να συν­δυά­ζει το φλο­γε­ρό πνεύ­μα με τον ψυχρό νου και να παίρ­νει επώ­δυ­νες απο­φά­σεις χωρίς να δει­λιά­ζει. Οι πρω­το­πό­ροι επα­να­στά­τες μας πρέ­πει να ανα­δεί­ξουν την αγά­πη για τους λαούς, την αγά­πη για τους πιο ιερούς σκο­πούς, σε ένα μονα­δι­κό και αδια­χώ­ρι­στο ιδα­νι­κό. Δεν είναι δυνα­τό να κατέ­βουν, με μικρές δόσεις καθη­με­ρι­νής τρυ­φε­ρό­τη­τας, στο επί­πε­δο όπου οι απλοί άνθρω­ποι κάνουν πρά­ξη την αγά­πη τους.

Οι ηγέ­τες της επα­νά­στα­σης έχουν παι­διά τα οποία στο πρώ­το στά­διο της ομι­λί­ας τους δεν μαθαί­νουν να λένε «μπα­μπά». Έχουν γυναί­κες που συμ­με­τέ­χουν και αυτές στη θυσία της ζωής τους για να οδη­γή­σουν την επα­νά­στα­ση στο πεπρω­μέ­νο της. Ο κύκλος των φίλων τους περιο­ρί­ζε­ται αυστη­ρά στον κύκλο των συντρό­φων της επα­νά­στα­σης. Δεν υπάρ­χει ζωή έξω από αυτήν. Κάτω από αυτές τις συν­θή­κες πρέ­πει να έχει κανείς μεγά­λη ανθρω­πιά μέσα του, μεγά­λη αντί­λη­ψη της δικαιο­σύ­νης και της αλή­θειας ώστε να μην πέσει στον ακραίο δογ­μα­τι­σμό και στον ψυχρό σχο­λα­στι­κι­σμό, σε απο­μό­νω­ση από τις μάζες. Πρέ­πει να πασχί­ζου­με κάθε ημέ­ρα ώστε αυτή η αγά­πη για τη ζωντα­νή ανθρω­πό­τη­τα να μετα­φρά­ζε­ται σε συγκε­κρι­μέ­να γεγο­νό­τα, σε πρά­ξεις που να απο­τε­λούν υπό­δειγ­μα, να απο­τε­λούν μοχλό κινητοποίησης.

che8

Ο επα­να­στά­της, η ιδε­ο­λο­γι­κή κινη­τή­ρια δύνα­μη της επα­νά­στα­σης μέσα στο κόμ­μα του, ανα­λώ­νε­ται σε αυτή την αδιά­κο­πη δρα­στη­ριό­τη­τα που στα­μα­τά μόνο με τον θάνα­το, εκτός και αν επι­τευ­χθεί η οικο­δό­μη­ση του σοσια­λι­σμού σε παγκό­σμιο επί­πε­δο. Αν ο επα­να­στα­τι­κός του ζήλος περιο­ρι­στεί όταν επι­τευ­χθούν τα πιο άμε­σα καθή­κο­ντα σε τοπι­κό επί­πε­δο και ξεχά­σει τον προ­λε­τα­ρια­κό διε­θνι­σμό, η επα­νά­στα­ση που καθο­δη­γεί θα στα­μα­τή­σει να εμπνέ­ει, θα χάσει τη δύνα­μη της να παρο­τρύ­νει και θα βυθι­στεί σε μια βολι­κή απο­χαύ­νω­ση την οποία ο ιμπε­ρια­λι­σμός, ο άσπον­δος εχθρός μας, θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει για να κερ­δί­σει έδα­φος. Ο προ­λε­τα­ρια­κός διε­θνι­σμός απο­τε­λεί καθή­κον, αλλά είναι επί­σης μια επα­να­στα­τι­κή ανα­γκαιό­τη­τα. Έτσι δια­παι­δα­γω­γού­με τον λαό μας.

Υπάρ­χουν φυσι­κά κίν­δυ­νοι στις σημε­ρι­νές συν­θή­κες. Όχι μόνο ο δογ­μα­τι­σμός, όχι μόνο ο κίν­δυ­νος να παγώ­σουν οι δεσμοί μας με τις μάζες στη μέση της μεγά­λης μας δια­δρο­μής. Υπάρ­χει επί­σης ο κίν­δυ­νος των αδυ­να­μιών στις οποί­ες μπο­ρεί να υπο­πέ­σου­με. Αν κάποιος πιστεύ­ει ότι, για να αφιε­ρώ­σει όλη του τη ζωή στην επα­νά­στα­ση, δεν πρέ­πει να τον απα­σχο­λούν έγνοιες, όπως αν το παι­δί του έχει ανά­γκη κάποιο συγκε­κρι­μέ­νο προ­ϊ­όν, αν τα παπού­τσια των παι­διών του έχουν λιώ­σει, αν η οικο­γέ­νεια του στε­ρεί­ται κάτι ανα­γκαίο, τότε με αυτή τη λογι­κή γίνε­ται ευά­λω­τος στο μικρό­βιο της μελ­λο­ντι­κής του διαφθοράς.

Στην περί­πτω­σή μας, έχου­με υπο­στη­ρί­ξει ότι τα παι­διά μας θα πρέ­πει να έχουν ή να στε­ρού­νται ό,τι έχουν ή στε­ρού­νται τα παι­διά του απλού ανθρώ­που, και ότι οι οικο­γέ­νειές μας θα πρέ­πει να το κατα­νο­ή­σουν και να αγω­νι­στούν γι’ αυτό. Η επα­νά­στα­ση γίνε­ται από τον άνθρω­πο, αλλά ο άνθρω­πος πρέ­πει μέρα με τη μέρα να σφυ­ρη­λα­τεί το επα­να­στα­τι­κό του πνεύμα.

che9

Έτσι λοι­πόν προ­χω­ρά­με. Επι­κε­φα­λής της ατέ­λειω­της φάλαγ­γας ―δεν ντρε­πό­μα­στε, ούτε φοβό­μα­στε να το πού­με― είναι ο Φιντέλ. Ύστε­ρα έρχο­νται τα καλύ­τε­ρα στε­λέ­χη του κόμ­μα­τος, και αμέ­σως πίσω τους, τόσο κοντά που νιώ­θου­με την τερά­στια δύνα­μή του, έρχε­ται ο λαός στο σύνο­λό του, ένα συμπα­γές συγκρό­τη­μα προ­σω­πι­κο­τή­των οι οποί­ες κινού­νται προς έναν κοι­νό στό­χο, άτο­μα που έχουν συνει­δη­το­ποι­ή­σει αυτό που πρέ­πει να γίνει, άνθρω­ποι που αγω­νί­ζο­νται να ξεφύ­γουν από το βασί­λειο της ανα­γκαιό­τη­τας και να προ­σεγ­γί­σουν το βασί­λειο της ελευθερίας.

Αυτό το τερά­στιο πλή­θος οργα­νώ­νε­ται· η οργά­νω­σή του είναι απο­τέ­λε­σμα της συνεί­δη­σης που απο­κτά για την ανα­γκαιό­τη­τα της οργά­νω­σης. Δεν είναι πλέ­ον μια δια­σκορ­πι­σμέ­νη δύνα­μη, που πετά­γε­ται στον αέρα σε χιλιά­δες κομ­μά­τια τιναγ­μέ­να σαν θραύ­σμα­τα χει­ρο­βομ­βί­δας, προ­σπα­θώ­ντας με οποιο­δή­πο­τε μέσο να εξα­σφα­λί­σει μια θέση, κάτι που προ­σφέ­ρει λίγη προ­στα­σία από ένα αβέ­βαιο μέλ­λον, σε μια απε­γνω­σμέ­νη πάλη μετα­ξύ ίσων.

Γνω­ρί­ζου­με ότι έχου­με μπρο­στά μας θυσί­ες και ότι πρέ­πει να πλη­ρώ­σου­με ένα τίμη­μα για το ηρω­ι­κό γεγο­νός ότι είμα­στε, ως έθνος, πρω­το­πό­ροι. Εμείς οι ηγέ­τες γνω­ρί­ζου­με ότι πρέ­πει να πλη­ρώ­σου­με ακρι­βά για το δικαί­ω­μα να δηλώ­νου­με ότι είμα­στε επι­κε­φα­λής ενός λαού, ο οποί­ος βρί­σκε­ται επι­κε­φα­λής της αμε­ρι­κα­νι­κής ηπεί­ρου. Όλοι μαζί και ο καθέ­νας από εμάς χωρι­στά πλη­ρώ­νει με συνέ­πεια το δικό του μερί­διο θυσί­ας, έχο­ντας συνεί­δη­ση ότι θα έχει ως αντα­μοι­βή την ικα­νο­ποί­η­ση της εκπλή­ρω­σης του καθή­κο­ντος, με συνεί­δη­ση ότι προ­χω­ρά μαζί με όλους τους υπο­λοί­πους προς τον νέο άνθρω­πο που ήδη αχνο­φαί­νε­ται στον ορίζοντα.

che10

Επι­τρέψ­τε μου να βγά­λω μερι­κά συμπεράσματα:

Εμείς οι σοσια­λι­στές είμα­στε πιο ελεύ­θε­ροι, επει­δή είμα­στε πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νοι· είμα­στε πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νοι, επει­δή είμα­στε πιο ελεύθεροι.

Ο σκε­λε­τός της πλή­ρους ελευ­θε­ρί­ας μας έχει ήδη δια­μορ­φω­θεί. Λεί­πουν η σάρ­κα και η επι­κά­λυ­ψη· θα τα δημιουργήσουμε.

Η ελευ­θε­ρία μας και η μάχη που δίνε­ται γι’ αυτήν καθη­με­ρι­νά έχουν το χρώ­μα του αίμα­τος και είναι βου­τηγ­μέ­νες στη θυσία.

Η θυσία μας είναι συνει­δη­τή· είναι το αντί­τι­μο που μας ανα­λο­γεί να πλη­ρώ­νου­με για την ελευ­θε­ρία την οποία οικοδομούμε.

Ο δρό­μος είναι μακρύς και κατά ένα μεγά­λο μέρος άγνω­στος. Γνω­ρί­ζου­με τα όριά μας. Θα δημιουρ­γή­σου­με τον άνθρω­πο του εικο­στού πρώ­του αιώ­να ― εμείς, οι ίδιοι.

Θα σφυ­ρη­λα­τη­θού­με μέσα από την καθη­με­ρι­νή δρά­ση, δημιουρ­γώ­ντας ένα νέο άνθρω­πο με μια νέα τεχνική.

Το άτο­μο παί­ζει ρόλο στην κινη­το­ποί­η­ση και την καθο­δή­γη­ση, στον βαθ­μό που ενσαρ­κώ­νει τις μεγα­λύ­τε­ρες αρε­τές και τις φιλο­δο­ξί­ες του λαού και δεν ξεκό­βει από την πορεία.

Ανοί­γει τον δρό­μο η πρω­το­πό­ρα ομά­δα, οι καλύ­τε­ροι μετα­ξύ των καλών, το κόμμα.

Ο βασι­κός πηλός του έργου μας είναι οι νέοι. Ενα­πο­θέ­του­με την ελπί­δα μας σε αυτούς και τους προ­ε­τοι­μά­ζου­με να πάρουν το λάβα­ρο από τα χέρια μας».

che6Πρό­κει­ται για από­σπα­σμα από άρθρο με τη μορ­φή επι­στο­λής που έγρα­ψε ο Τσε προς τον Κάρ­λος Κιχά­νο, αρχι­συ­ντά­κτη του Marcha, ενός εβδο­μα­διαί­ου περιο­δι­κού που εκδι­δό­ταν στο Μοντε­βί­δεο της Ουρου­γουά­ης. Δημο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φορά στο τεύ­χος του Marcha της 12ης Μάρ­τη του 1965. Ο Τσε έγρα­ψε αυτό το κεί­με­νο στη διάρ­κεια μιας τρί­μη­νης περιο­δεί­ας, κατά την οποία μίλη­σε στη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση των Ηνω­μέ­νων Εθνών και μετέ­πει­τα επι­σκέ­φθη­κε μια σει­ρά από χώρες της Αφρι­κής. Στα ελλη­νι­κά εκδό­θη­κε το 2011. Περι­λαμ­βά­νε­ται στο βιβλίο «Ερνέ­στο Τσε Γκε­βά­ρα, Ο σοσια­λι­σμός και ο άνθρω­πος στην Κού­βα», από τις εκδό­σεις Διε­θνές Βήμα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο