Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τση Καλογράς τη στέρνα, Μαργίνα

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Ένα ακό­μη μεση­μέ­ρι σε βρί­σκει αλλιώς. Εδώ το λένε: «Τση Καλο­γράς τη στέρ­να, κοντά στου Μπα­γκά­λη. Ο πύρ­γος του ανε­μό­μυ­λου σακα­τε­μέ­νος από τους και­ρούς σκου­ριά­ζει στο χώμα. Η ανά­μνη­ση της παλιάς αίγλης ανα­με­τρά­ται με τη σκου­ριά. Παρέα με τα μελισ­σό­χορ­τα και τους ήχους του παμπά­λαιου νερού. Χαί­ρε­σαι με την απλή ευχα­ρί­στη­ση που σου προ­σφέ­ρουν ο ήλιος, οι κορ­φές, ο κάμπος, η γνή­σια ομορ­φιά μιας δια­φο­ρε­τι­κής καθη­με­ρι­νό­τη­τας, που απο­δί­δο­νται με ζωη­ρά χρώ­μα­τα, ζωη­ρά και λαμπερά.

Η χαρά της ζωής, καθώς το φως προ­στί­θε­ται στα γυμνά σου χέρια με μικρές κοφτές πινε­λιές, χωρίς τίπο­τε να σκιά­ζει τη φωτει­νό­τη­τα και το μεγα­λείο του, η χαρά της ζωής είναι εδώ. Τα πρό­βα­τα του Φαζού, χορ­τα­σμέ­να έχουν στα­λί­σει κάτω από τους πρί­νους. Ένα αρνά­κι μόνο, με μια κόκ­κι­νη κορ­δέ­λα στο λαι­μό θα ξεκό­ψει από το κοπά­δι. Αφή­νει τη βαθιά σκιά και τρέ­χο­ντας προς το μέρος σου, σε γυρο­φέρ­νει με κάποια περιέργεια.

«Πιστεύ­γεις σε θεό ή κια­ο­λιάς πρά­μα», ακού­γε­ται η φωνή.
Ξέρεις πως το θρη­σκευ­τι­κό συναί­σθη­μα είναι ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό απο­κλει­στι­κά του ανθρώ­που. Τα ζώα αδιαμ­φι­σβή­τη­τα αισθά­νο­νται, αγα­πούν, συγκι­νού­νται, σκέ­φτο­νται, κατα­φέρ­νουν να επι­κοι­νω­νούν με άλλους κώδι­κες γλώσ­σας, μα δεν είναι δυνα­τόν να μιλούν, και μάλι­στα να δια­τυ­πώ­νουν τέτοιες ερωτήσεις…

«Πιστεύ­γεις σε θεό ή κια­ο­λιάς πρά­μα» , ακού­γε­ται η φωνή, δεύ­τε­ρη φορά πριν καλά – καλά προ­λά­βεις να ολο­κλη­ρώ­σεις την απο­ρία σου. Γελάς. Ανα­σαί­νεις βαθιά. Σε κυκλώ­νει ο ήχος της φωνής. Κρα­τάς το σφυγ­μό σου. Ένα θρόι­σμα φτά­νει για μια μόνο στιγ­μή. Σε πεί­ρα­ξε η ζέστη. Ταλα­ντεύ­ε­σαι πάνω από το νερό στην πέτρι­νη στέρ­να. Τα κλα­διά της μηλιάς θαρ­ρείς ζωντα­νεύ­ουν μέσα στο νερό. Μεγα­λώ­νουν, μικραί­νουν, μια κοντά σου και μια χάνο­νται. Ακούς το τρί­ξι­μο που κάνουν όταν σμί­γουν μετα­ξύ τους. Γυρί­ζεις το βλέμ­μα στη μηλιά πάνω από τη στέρ­να με τα κιτρι­νο­πρά­σι­να μήλα. Ούτε ένα φύλ­λο δεν κου­νιέ­ται. Από­το­μα το βλέμ­μα ξανά στο νερό. Όλα τα φύλ­λα χορεύ­ουν. Και τα μήλα κόκ­κι­να.  Σίγου­ρα σε έχει πει­ρά­ξει η  ζέστη. Παίρ­νεις μια χού­φτα νερό, βρέ­χεις το πρόσωπο.

Το αρνά­κι σε πλη­σιά­ζει πιο κοντά. Η κόκ­κι­νη κορ­δέ­λα δεμέ­νη σε φιό­γκο. Το κοι­τά­ζεις με καχυ­πο­ψία. Σου γελά­ει… Μα τι είναι αυτά που λες… Τα ζώα δεν γελούν. Και όμως, αυτό το αρνά­κι γελά με καλοσύνη…

Αθώες σκέψεις σε εκείνη τη μεσημεριανή ζέστη του Λασιθιώτικου κάμπου, ή μήπως…

Ο βοσκός θα σου λύσει την απο­ρία. Πλη­σιά­ζει με την κατσού­να στους ώμους και τη βούρ­για στην πλάτη.
«Σάι­κα, εφα­ντά­χτη­κες» , λέει με σιγου­ριά, κι εσύ θα το παρα­δε­χτείς δεί­χνο­ντάς του με δυσπι­στία το αρνά­κι, που εκεί­νος δεν βλέπει.
Χαρι­το­λο­γώ­ντας θα συμπλη­ρώ­σει: «Παπα­δου­λί­ζου­νε πρέ­πει τα μάθια σου κοπε­λιά, το σημείο τόχει, μα δεν είναι κακό συνα­πά­ντη­μα, μήτε κακή περα­σά, μόνο αφρου­κά­σου ό,τι επό­μει­νε από την ιστο­ρία τση Μαρ­γί­νας, τση καλογράς».

Επι­μέ­νεις να κοι­τά­ζεις στην κατεύ­θυν­ση που κινεί­ται το αρνά­κι και από πιο μακριά συνε­χί­ζεις ν’ ακούς την ίδια φωνή : «Πιστεύ­γεις σε θεό ή κια­ο­λιάς πρά­μα»  και τον ήχο του παμπά­λαιου νερού, εκεί­νου που τρέ­χει παντού και μέσα σου.

Στην ασκιανιάδα τση μηλιάς θ’ αφρουκαστείς την ιστορία:

«Όντε(ν) ήρθα­νε οι Τούρ­κοι, την τελευ­ταία φορά, αυτή κι αμο­να­χή τζης και να μην ξαναρ­θεί ετσά ώρα, εκά­μα­νε μια περα­τζά­δα γύρου – γύρου όλα τα χωριά και τα μετό­χια και πέτρα δεν εφή­κα­νε, πέτρα τη μια απά­νω στην άλλη, και σπί­τι να μην τ’ ανε­γο­γυ­ρέ­ψου­νε και να το δια­γου­μί­σου­νε με το χει­ρό­τε­ρο τρόπο.

Εγκρε­μί­ζα­νε, εκαί­γα­νε, εσφά­ζα­νε, ατι­μά­ζα­νε γυναί­κες και τσι σύρ­να­νε σού λέει απού τα μαλ­λιά κι απού τα βυζά και δεν ελο­γα­ριά­ζα­νε πρά­μα. Τέθοια όργη­τα και μάνη­τα είχανε.

Απή­τις εφτά­ξα­νε σ’ ενούς παπ­πά το σπί­τι, επα­δέ κάτω, στον Άγιο Χαρά­λα­μπο, Γερο­ντο­μου­ρί το λέγα­νε τότε­σας, αφού εσφά­ξα­νε στο σοφρά απά­νω την παπα­διά ομπρός στα μάθια ντου, τον επιά­σα­νε απού τα ψαρά γένια και τον επι­λώ­θα­νε και ύστε­ρα τον εσύρ­να­νε όξω και εγυ­ρεύ­γα­νε ντου, να μολο­ή­σει πού είχε­νε χωσμέ­νη τη θυγα­τέ­ρα ντου, μα αυτός, τα ποδει­νά­ζου­ντα­νε όλα και δεν εμο­λό­γα­νε και δεν ήλε­γε κι άλλο πρά­μα μόνο τού­τη­νιε την κου­βέ­ντα: “Πιστεύ­γεις σε θεό ή κια­ο­λιάς πρά­μα”. Ύστε­ρα, αφού δεν εμο­λό­γα­νε, τον εμπρο­σμουρ­γιά­σα­νε χάμε τσι χοχλά­κους και πριν προ­λά­βει να βγά­λει μου­γκρά του κόψα­νε πρώ­τα τη γλώσ­σα που δεν εμί­λη­σε και μετά την κεφαλή.

Την παρα­μπρός αργα­τι­νή όμως, ο παπ­πάς, καλός άθρω­πος, εψυ­χα­νε­μί­ζου­ντα­νε πρέ­πει ήντα ’θελε γενεί, και για να προ­στα­τέ­ψει τη θυγα­τέ­ρα ντου, την επή­ρε­νε και την ήφε­ρε σε τού­το­νε το σημείο που είμα­στε εδά και εμείς. Επα­δά είχε­νε ένα κηπου­λά­κι και μέσα ένα πηγάι­δι χτι­σμέ­νο ξερο­λι­θιά, πέντε – έξε μέτρα βάθος τότεσας.

Γροί­κα εδά, να σου πώ για τη Μαρ­γί­να, την κόρη του παπ­πά, που δεν ήτο­νε μόνο όμορ­φη, μα ήτο­νε και γραμ­μα­τι­σμέ­νη για­τί εκά­τε­χε όλα τ’ αλφα­βη­τά­ρια και τα ψαλ­τή­ρια, που εκά­τε­χε και ο κύρης τζης. Μη θαρ­ρείς πως στα λέω από δικού μου… Όι, εγώ την έχω θωρώ­ντας την απο­ζα­λή τζης σε τού­τα­νε τα χωρά­φια κι απο­δά και πέρα, μπο­ρεί να τήνε θωρείς κι εσύ, μόνο νάχεις τ’ αμέ­ντε σου.

Στη στρά­τα εκειά που πηγαί­να­νε, τος επά­ντη­ξε ένα μελίσ­σι, ετέ παρα­πέ­ρα από­ξω από την Πανα­γία τη Βιδια­νή, και μια ήμπαι­νε ομπρός ντως, και μια τσι τύλι­γε από πάνω ίσα­με κάτω, μα ένα σού λέει δεν εβρέ­θη­κε να τσι βλά­ψει. Καλό σημά­δι εσκέ­φτη­κε­νε ο παπ­πάς, ήκα­με τον σταυ­ρό ντου, και ήδω­κε θάρ­ρος και τση θυγα­τέ­ρας του.

Εκο­ντεύ­γα­νε να φτά­ξου­νε στην ανε­βάλ­λου­σα στην κάτω μερά του χωρά­φου και ίσα­με εκει­νιά την ώρα τση ορμή­νευ­γε να μην πάει και κάνει κια­μιά ζαβά­γρα και πάνε αφού­ρα οι κόποι ντως.

Μετά ήδε­σε τη μακρά βουρ­λιά χαμη­λά στη ρίζα τση μηλιάς, εφί­λη­σέ ντη στο κού­τε­λο, εφί­λη­σέ ντου κι αυτή τη χέρα και πετού­σα­νε τζο­μπιές – τζο­μπιές τα μάθια ντως τα δάκρυα, σαν να απο­χαι­ρε­τιού­ντα­νε κι αφού εκρέ­μα­σε σταυ­ρω­τά στον ώμο τζης, το ντρου­βά με τα θρου­λιά του ψωμιού που τως είχα­νε πομεί­νει στο πιθά­ρι, “έχε την ευκή τσ’ ευκής μου” , είπε­νε ο παπ­πάς, και ήπια­σε τη βουρ­λιά και την εκα­τέ­βα­σε, όι στον πάτο στο πηγάι­δι, μα σ’ ένα μικιό πατά­ρι πού ’κανε μια­ο­λιά πια παρα­πά­νω απ’ το νερό.»

Δεν σου κάνει καρ­διά να τον δια­κό­ψεις. Σε ταξι­δεύ­ει σε μια άλλη επο­χή κι έχει τόση πίστη σε αυτά που σού λέει, που σε κάνει να ζηλεύ­εις αυτή την αγνό­τη­τα. Τα νερά τρέ­χουν, τα νερά μέσα σου, ανα­βλύ­ζει η ψυχή της, της Μαργίνας…

«Πιστεύ­γεις σε θεό ή κια­ο­λιάς πρά­μα, κοπε­λιά… » , επα­να­λαμ­βά­νει κου­νώ­ντας το κεφά­λι του, και σού προ­σφέ­ρει το μισό καθα­ρι­σμέ­νο αχλά­δι και τη μπο­τί­λια με τη ρακή να πιεις πρώ­τη. Δεν περι­μέ­νει να του απα­ντή­σεις, περισ­σό­τε­ρο ενδια­φέ­ρε­ται να συνε­χί­σει τη διή­γη­ση. Πίνεις στην υγειά του και του χαμο­γε­λάς με ευγνω­μο­σύ­νη. Είναι ωραί­οι οι βοσκοί του Οροπεδίου!

Τση Καλογράς τη στέρνα Μαργίνα 1«Δεκα­ο­χτώ μερό­νυ­χτα εξό­μει­νε μέσα στο πηγάι­δι. Κάποιες φορές τη μέρα, δεν εθώ­ριε­νε ουρα­νό, μόνο τσι μέλισ­σες που ήτο­νε όλες μαζί από πάνω τζης και εβουί­ζα­νε. Αυτή πάλι μήτε ανε­μι­γή δεν ήβγα­νε. Πολύς πόνος είχε­νε κατα­στα­λά­ξει στην ψυχή τζης, μα ήκα­νε καε­ρέ­τι να μην κατρα­μα­ρι­στεί πια πολύ και χάσει τα θάρ­ρη τζης.

Μιαν αργα­τι­νή ήκου­σε ένα αρνί να μπε­μπε­ρί­ζει και ετσά που εξά­νοι­ξε προς τα πάνω εφα­νί­στη­κέ τζης, στη λαμπυ­ρί­δα τ’ άστρου, πως δεν ήτο­νε αρνί, μόνο ήτο­νε ο πατέ­ρας τζης, απού εσί­μω­νε κατσά — κατσά, μα ως ήκα­με να του φωνιά­ξει τον ήχα­σε απού τα μάθια τζης και από­ει εξα­νά­κου­γε το αρνί απ’ αλλάρ­γο, μπε­εε, μπεεε…

Κάθε ταχι­νή πάλι, ήβρι­σκε ένα κόκ­κι­νο μήλο δίπλα τζης. Εκά­τε­χε καλά πως δεν ήτο­νε επο­χή από μήλα, κι ήβα­νε με τη γνώ­ση τζης πως κάποια αγγε­λι­κή δύνα­μη τήνε βοη­θού­σε για να ζήσει. Γι’ αυτό τό ’τρω­γε σύφλου­δο και μετά, με τ’ ανυ­χα­λά­κια τζης εκα­θά­ρι­ζε και τα κου­κού­τσια, τα μάσε­νε κι αυτά κι ήτο­νε πρι­κιά, και από μέσα τζης ήλε­γε τα γράμ­μα­τα τσ’ εκκλη­σάς, αυτά που εκάτεχε.

Τσι δεκα­ο­χτώ μέρες, είχα­νε κατα­λα­γιά­σει οι σφα­γές και οι φωθιές στο Λασί­θι. Μια παρα­λοϊ­σμέ­νη γρα επέρ­να­νε από­παε, πάρω­ρα ήτο­νε, και εκρά­θιε­νε ένα λύχνο ανα­φτό. Είδε­νε κι αυτή τ’ αρνί και ενώ ήδει­χνε πως ήτα­νε σφα­μέ­νο, κι είχε­νε αίμα­τα στο λαι­μό, εμπε­μπέ­ρι­ζε στην άκρα του πηγα­διού. “Μίστη­τί μου Κύριε κι εσο­κου­ζου­λά­θη­κα” , είπε­νε χιαρ­χι­ντι­σμέ­νη κι εσω­στά­θη­κε ένα ζάλο, από την κορ­φή του πηγαδιού.

Ως εκρά­θιε τον λύχνο ψηλά να μη σβή­σει, ήπε­σε μια καψι­λή­θρα μέσα στο πηγάι­δι και κόλ­λη­σε απά­νω στο μάγου­λο τση κοπε­λιάς. Ετσά ξετρου­μι­σμέ­νη επε­τά­χτη­κε και ήρχι­ξε να φωνιά­ζει του κυρού τζης.

Η καψι­λή­θρα, ήτα­νε αφορ­μή, και η γρα εγί­νη­κε η αιτία και την ενέ­συ­ρε, ως κι ας μην είχε νέκα­ρα και την ήβγα­λε απού το πηγάι­δι. Τη βουρ­λιά την ήβρη­κε απο­κά­τω από ’να σπα­σμέ­νο πιθά­ρι που τόχε ματζα­ντού­ρα του μου­λα­ριού ο παπ­πάς στη δεξά μπά­ντα του κηπου­λιού, τη φώτι­ση και τη δύνα­μη, τσή τά ’πεψε το μεγά­λο αφε­ντι­κό από ψηλά.»

Δεν θέλεις να τελειώ­σει η ιστο­ρία της Μαρ­γί­νας. Κοι­τά­ζεις το βοσκό στα μάτια. Επι­στρέ­φεις σ’ εκεί­νη την αθώα παι­δι­κή σου άγνοια. Απέ­να­ντι στην αγνή του παρου­σία, θα καθρε­φτί­σεις τη δική σου χαμέ­νη ψυχή. Ο βοσκός ανή­κει σ’ εκεί­νους που αγά­πη­σαν και προ­σευ­χή­θη­καν για την αγά­πη, σ’ εκεί­νους που μοι­ρά­στη­καν το ψωμί και τον ιδρώ­τα τους με τιμή, σ’ εκεί­νους που χωρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη θ’ απα­ντού­σαν και απα­ντούν στη φωνή “πιστεύ­γω στον Θεό…”.

Τση Καλογράς τη στέρνα ΜαργίναΜάτια καθα­ρά, αυτά που κρα­τούν την ομορ­φιά του Ορο­πε­δί­ου, τις μακρι­νές ιστο­ρί­ες και το φως. Κάτω απ’ το που­κά­μι­σό του χτυ­πά μια παι­δι­κή καρ­διά και στο φεύ­γα της αστρα­πής του ονεί­ρου αρχί­ζει τις μαντινάδες.

Η Μαρ­γί­να, θα μεί­νει στην καρ­διά και στη σκέ­ψη σου, εκεί­νη η όμορ­φη μονα­χο­θυ­γα­τέ­ρα του παπ­πά από το Γερο­ντο­μου­ρί, που αφού γλί­τω­σε την ατί­μω­ση και τη σφα­γή, έζη­σε μια μόνο νύχτα με τον Αντρώ­νη, τον βοσκό που αγά­πη­σε και μετά έγι­νε καλόγρια.

Στο ζωστι­κό της, που ήταν μπλά­βο, από την μέσα μεριά είχε κεντη­μέ­να με μπρι­σί­μι δεκα­ο­χτώ κόκ­κι­να μήλα, ένα για κάθε νύχτα που είχε μεί­νει στο πηγά­δι, ένα για κάθε χωριό του Οροπεδίου.

Κάθε φορά που ήταν να συμ­βεί ένα κακό, ανά­λο­γα με το σε ποιο χωριό θα γινό­ταν, το ονο­μα­τι­σμέ­νο μήλο  πάνω στο ζωστι­κό έχα­νε το χρώ­μα του ή μαύ­ρι­ζε, κι εκεί­νη έτρε­χε πότε να προ­λά­βει και πότε να παρηγορήσει.

Την πρώ­τη φορά που έτρε­ξε, όσο και αν προ­σευ­χή­θη­κε, όσο και αν έτα­ξε, δεν πρό­λα­βε. Χιλιά­δες μικρές φλό­γες έκαι­γαν μυστι­κά την καρ­διά της. Ίσα που μετά­λα­βε ένα φιλί, πριν κλεί­σει τα μάτια και σφρα­γί­σει με κερί τα χεί­λη του αγα­πη­μέ­νου της. Δεκα­ο­χτώ μερό­νυ­χτα κρα­τού­σε κακιά κι αμά­χη με το θανα­τι­κό, με τον Χάρο, που λαχτα­ρού­σε άλλο ένα κορ­μί και πάλι αχόρ­τα­γος θα καρ­τε­ρού­σε ο Άδης. Είχε κακο­φορ­μί­σει μια πλη­γή από παλιό βόλι, αυτό ήτα­νε, από το ποτέ για πάντα του ανθρώ­που, στο αύριο, μαζί για πάντα του θεού.

Λέξεις, όπως η ζωή και ο θάνα­τος, αυτές που ακού­ει κανείς κάθε μέρα για τη Μαρ­γί­να έγι­ναν δρό­μοι. Έτρε­χε. Και σήμε­ρα τρέ­χει, μόνο που δεν την βλέ­πει κανείς. Κάποιοι, τυχαί­νει και βλέ­πουν την απο­ζα­λή της στα χωράφια.

Τα χέρια της ποτέ σφιγ­μέ­να, ανοι­κτά σαν φτε­ρού­γες ν’ αγκα­λιά­σουν, απλω­μέ­να να δώσουν. Ο και­ρός της, όπως λένε δεν ήταν λίγος. Ένα από­βρα­δο, στα μάτια της χαρά­χτη­κε μια άσβη­στη χαρά και δεν ήταν άλλη από τη χαρά μιας και­νού­ριας αρχής, εκεί που κανείς δεν τρέ­χει, εκεί που μπο­ρεί να μην πηγαί­νου­με όλοι μαζί, μα κάθε μέρα όλο και περισ­σό­τε­ροι φτά­νουν, σ’ αυτή την μακρι­νή πολι­τεία, την μεγα­λύ­τε­ρη από όλες, αυτή την πολι­τεία του άλλου κόσμου. Ένας αέρας που είχε σηκω­θεί μαστί­γω­νε τα κλα­διά στα δέντρα και το λάβα­ρο στην πόρ­τα του μονα­στη­ριού. Μ’ εκεί­νον έφυγε…

Τση Καλογράς τη στέρνα, Μαργίνα

Η Μαρ­γί­να, έχτι­σε και τη στέρ­να για να βρί­σκουν νερό οι δια­βά­τες. Τα μελισ­σό­χορ­τα φυτρώ­νουν πάντα στη θέση που ήταν εκεί­νο το πηγά­δι και κάπου κάπου, ένα αρνά­κι, όχι με αίμα­τα στο λαι­μό πια, αλλά με μια κόκ­κι­νη κορ­δέ­λα, έρχε­ται και ρωτά: «Πιστεύ­γεις σε θεό ή κια­ο­λιάς πρά­μα,», η φωνή του παππά…

Τις νύχτες του καλο­και­ριού, στο Ορο­πέ­διο, χαμη­λώ­νουν οι απέν­θη­τες φλό­γες ως την καρ­διά. Ακα­τα­σκεύ­α­στη και σκο­τει­νή η αγά­πη, σε τού­τα τα νοη­μα­τι­σμέ­να βου­νά, εσέ­να καλεί να γυρί­σεις, να βρεις το νόη­μα του γενέ­θλιου τόπου μέσα σου. Η επα­νά­κτη­ση των ανα­μνή­σε­ων απο­κτά άλλη αξία τώρα, μεγά­λω­σες, και δεν είναι αυτή η ανα­ζή­τη­ση μιας χαμέ­νης εικό­νας, όχι, τα παλιά σου ίχνη υπάρ­χουν για να δεις ξανά και ξανά τον τόπο σου με μιαν άλλη πιο δυνα­τή συγ­γέ­νεια και οικειότητα.

Σε βρή­κα, παρέα με τους αθώ­ους, εκεί­νους που αγά­πη­σαν τη γλώσ­σα που βύζα­ξαν, εκεί­νους που προ­σεύ­χο­νται με τις λέξεις που δεν λησμο­νή­θη­καν και τη ρακή στον ουρανίσκο.

Μετρά η αγάπη τα βουνά, μετριέται κι η αγάπη, συλλαβιστά να μη ραγίσουν οι λέξεις. Το φιλί δικάζεις…

Κοι­τάς ψηλά στις κορ­φές, θαρ­ρείς κι ανά­βουν  όλες μαζί οι πικρο­δάφ­νες τ’ ουρα­νού σ’ ένα ηλιο­βα­σί­λε­μα, θαρ­ρείς σε κάθε επι­στρο­φή, ένα και­νού­ριο ταξί­δι σού τάζει ο ορί­ζο­ντας  φτά­νει να ξέρεις να περι­μέ­νεις, να κρα­τάς την ψυχή, πετα­λού­δα στις απλω­μέ­νες χού­φτες. Αυτή τη φορά συλ­λα­βί­ζο­ντας καλο­καί­ρια να ψιθυ­ρί­ζεις ευχαριστώ…

Σαν να ήταν μοί­ρα, πάντο­τε να φεύ­γεις και πάντο­τε να επι­στρέ­φεις. Αυτή τη φορά ήρθες για να βρεις τα συντρίμ­μια της παλιάς σου ζωής, ένα αλγει­νό ταξί­δι που, από όποιον δρό­μο κι αν το επι­χει­ρή­σεις, πάλι νόστος, νόστος θα πεις ό,τι είναι…


Από το βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»
Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα Μάης του 2020


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου] γεν­νή­θη­κε στην Κρήτη.
Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρκυρα.
Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο…»

ℹ️ Η φωτο κεφα­λί­δας είναι του Fred Boissonas, που από το 1903 και για 30 χρό­νια περί­που, ταξί­δε­ψε από την Πελο­πόν­νη­σο έως την Κρή­τη και τον Όλυ­μπο, από την Ιθά­κη έως το Άγιο Όρος


Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο