Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τ’ αθέατα αίτια μιας κοινωνικής ασθένειας (Διήγημα)

του Νίκου Γεωρ­γα­ντώ­νη //

«Δεν είναι σαφή τα αίτια της πάθη­σής σας. Η επι­στή­μη δεν έχει κατα­φέ­ρει ακό­μη να ερμη­νεύ­σει τους λόγους που προ­κα­λούν αυτό που παρου­σιά­ζε­τε. Είναι κάτι σπά­νιο. Δεν συνη­θί­ζε­ται σε άτο­μα της ηλι­κί­ας σας, αλλά σας δια­βε­βαιώ: δεν είναι κάτι που πρέ­πει να σας ανησυχεί…»

Ο ασθε­νής φάνη­κε σκε­πτι­κός και ρώτησε:

«Έχε­τε υπό­ψιν σας τις διά­φο­ρες μορ­φές εκδή­λω­σης της δυσλει­τουρ­γί­ας του ήπα­τος;… Ερευ­νού­σα στη Βιβλιο­θή­κη ένα λήμ­μα σχε­τι­κό με παθή­σεις του φλε­βι­κού συστή­μα­τος του ήπα­τος· η συμ­πτω­μα­το­λο­γία μοιά­ζει αρκε­τά με την περί­πτω­σή μου· έντο­νοι πόνοι στην κοι­λια­κή χώρα, ναυ­τία, αδυ­να­μία, μη φυσιο­λο­γι­κή λει­τουρ­γία του πεπτι­κού συστή­μα­τος, παλιν­δρο­μή­σεις, έντο­νο αίσθη­μα κόπω­σης…» (στα­μα­τά­ει λίγο, σκέ­φτε­ται) «και το υπε­ρη­χο­γρά­φη­μα δεί­χνει κάποιες μικρές αλλοιώ­σεις της υφής του περι­βλή­μα­τος του ήπα­τος· ξέρε­τε… είναι μία κακή συνή­θεια, αλλά κάπως μ’ αρέ­σει να ψάχνω περαι­τέ­ρω μόνος μου τα πράγ­μα­τα. Είναι μάλ­λον το μικρό­βιο ενός ανθρώ­που επι­φυ­λα­κτι­κού…» είπε χαρού­με­να στον γιατρό.

«Πολύ καλά κάνε­τε και ψάχνε­τε τα πράγ­μα­τα. Κι εγώ το συνη­θί­ζω. Δεν είναι δα κάτι το πολύ­πλο­κο. Η ιατρι­κή, άλλω­στε, τι είναι; Φυσι­κή!» (στα­μα­τά­ει για λίγο και διορ­θώ­νει τη θέση των γυα­λιών του με τον δεί­κτη του ενός χεριού του) «Έχω υπό­ψιν μου τη συμ­πτω­μα­το­λο­γία που ανα­φέ­ρε­τε για το ήπαρ. Βέβαια… Είναι κάτι εξαι­ρε­τι­κά σπά­νιο!… Προ­σω­πι­κά δεν έχω συνα­ντή­σει κάτι παρό­μοιο ποτέ σ’ όλη τη διάρ­κεια της στα­διο­δρο­μί­ας μου… Είναι κάτι πολύ σπά­νιο, να δια­στέλ­λε­ται το φλε­βι­κό σύστη­μα στο ήπαρ! Όχι, όμως, και αδύ­να­το… Δεν είναι κάτι, δηλα­δή, που δεν θα μπο­ρού­σα­με να εντο­πί­σου­με… Αλλά, αυτό που πρέ­πει να κάνου­με πρώ­τα είναι να σκε­φτού­με απλά… Να απο­κλεί­σου­με πρώ­τα τις συνη­θι­σμέ­νες περιπτώσεις…»

«Δια­φο­ρο­διά­γνω­ση» είπε ο ασθενής.

«Ακρι­βώς. Να εξε­τά­ζου­με αρχι­κά τις πιο συνη­θι­σμέ­νες παθή­σεις… Και σεις… από την εξέ­τα­ση που κάνα­με δεν θα πρέ­πει να ανη­συ­χεί­τε… Δεν εντο­πί­σα­με κάποιο παθο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα. Οι αλλοιώ­σεις στην επι­φά­νεια της άνω και κεντρι­κής κοι­λια­κής χώρας, τα εξέ­ρυ­θρα και μελα­νά σημεία που υπάρ­χουν σε μικρό βαθ­μό, δεν αξιο­λο­γού­νται ως ανη­συ­χη­τι­κά… Είναι φυσιο­λο­γι­κό με την ηλι­κία να παρου­σιά­ζο­νται αλλοιώ­σεις στην υφή και το χρώ­μα του δέρ­μα­τος. Εκτι­μώ ότι υπάρ­χει μία προ­διά­θε­ση η οποία όμως δεν πρέ­πει να μας ανη­συ­χεί. Η συνή­θης αντι­με­τώ­πι­ση, αυτών των ενο­χλή­σε­ων, είναι μία ετή­σια ή εξά­μη­νη απλώς, παρα­κο­λού­θη­ση… Μπο­ρώ, ωστό­σο, να σας παρα­πέμ­ψω και σε μιαν άλλη ειδι­κό­τη­τα αν το επι­θυ­μεί­τε· για να σας φύγει κάθε ανη­συ­χία, κάθε υπό­νοια από τη σκέ­ψη σας.»

«Δεν υπάρ­χει το ενδε­χό­με­νο η συμ­πτω­μα­το­λο­γία αυτή να κατα­τάσ­σε­ται σε μία ασθέ­νεια που δεν εμπί­πτει στο υπάρ­χον σύστη­μα ταξι­νό­μη­σης που χρη­σι­μο­ποιεί­ται από τη σύγ­χρο­νη παθο­λο­γία; Θυμά­μαι π.χ., ότι στην έκδο­ση του International Classification of Diseases (ICD) υπάρ­χουν αρκε­τές ατα­ξι­νό­μη­τες περι­πτώ­σεις παθή­σε­ων του ήπατος.»

«Ναι…»

«Όχι μόνο στο ήπαρ. Αλλά και σ’ άλλες κατη­γο­ρί­ες παθή­σε­ων, που μπο­ρεί να αφο­ρούν το ανα­πνευ­στι­κό, το καρ­διαγ­γεια­κό, το ουρο­ποι­η­τι­κό σύστη­μα, τις δερ­μα­τι­κές παθή­σεις, τις παθή­σεις νεφρών, διά­φο­ρες ιογε­νείς παθή­σεις – σ’ όλες τις κατη­γο­ρί­ες υπήρ­χαν παθή­σεις αταξινόμητες.»

«Αυτό είναι σωστό.»

«Αυτό πώς το ερμη­νεύ­ε­τε; Τι λέει αυτό για σας;»

Ο για­τρός σηκώ­νει τα χέρια.

«Τι να πω;… Terra incognita! Η επι­στή­μη δεν έχει δώσει ακό­μη απα­ντή­σεις…» είπε και χαμο­γέ­λα­σε αμήχανα.

«Θα συμ­φω­νή­σω. Αλλά ίσως νομί­ζω ότι η απά­ντη­ση σ’ αυτό δεν θα έπρε­πε να είναι τόσο απλή, εδώ υπάρ­χει ένα κενό το οποίο δεν έχει ληφθεί σοβα­ρά υπό­ψιν. Δηλα­δή, το ότι υπάρ­χουν ασθέ­νειες που μοιά­ζουν με κάποιες άλλες ταξι­νο­μη­μέ­νες, ότι η συμ­πτω­μα­το­λο­γία δεν είναι ξεκά­θα­ρη ούτε υπάρ­χουν σαφή όρια μετα­ξύ των παθή­σε­ων – αυτό δεί­χνει ενδε­χο­μέ­νως όχι τόσο ότι υπάρ­χουν ασθέ­νειες, που δεν έχουν ακό­μη κατη­γο­ριο­ποι­η­θεί, όσο ότι τα μεθο­δο­λο­γι­κά εργα­λεία που χρη­σι­μο­ποιού­με για τη διά­γνω­ση και την ταξι­νό­μη­ση είναι ανε­παρ­κή… Προ­σεγ­γί­ζου­με τον ανθρώ­πι­νο οργα­νι­σμό σαν μια μηχα­νή. Απο­μο­νώ­νου­με τα όργα­να σαν να ήταν εξαρ­τή­μα­τα, και, όσον αφο­ρά την αλλη­λε­πί­δρα­σή τους, δεν βλέ­που­με τίπο­τα άλλο παρά σχέ­σεις απο­μο­νω­μέ­νων μερών. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι όταν ένας για­τρός, γενι­κά, αντι­με­τω­πί­ζει αδυ­να­μία στην εξή­γη­ση συμ­πτω­μά­των που μπο­ρεί να μην αφο­ρούν στε­νά ένα συγκε­κρι­μέ­νο μέρος του οργα­νι­σμού, ο ασθε­νής πιθα­νό­τα­τα θ’ αρχί­σει ένα ταξί­δι από για­τρό σε για­τρό, από τη μία ειδι­κό­τη­τα στην άλλη, μήπως και βρε­θούν τα αίτια της πάθη­σης… Αλλά, τελι­κά, πώς να βρε­θούν; όταν ο καθ’ ένας στρέ­φει την προ­σο­χή του στο μέρος και όχι στο όλο!… Αυτό που κυριαρ­χεί είναι η αντι­με­τώ­πι­ση των παθή­σε­ων με βάση τη στα­τι­στι­κή, την μερι­κό­τη­τα, την απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα, την επι­στή­μη του μηχα­νι­κού, του μαθηματικού…»

Ο για­τρός άκου­γε κατά­πλη­κτος. Για μια στιγ­μή σκέ­φτη­κε και έπει­τα είπε:

«Μου κάνει εντύ­πω­ση η ανη­συ­χία σας. Δεν μπο­ρώ να σας κατα­νο­ή­σω. Η σύγ­χρο­νη επι­στή­μη θεω­ρώ ότι έχει κάνει άλμα­τα… Πώς μπο­ρεί­τε να μην τα ανα­γνω­ρί­ζε­τε; Η Ιατρι­κή έχει πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μία επα­νά­στα­ση!… Νέα δια­γνω­στι­κά μέσα, ασύλ­λη­πτες τεχνο­λο­γί­ες στην Χει­ρουρ­γι­κή, στη Φαρ­μα­κευ­τι­κή, έως την Ψυχια­τρι­κή, βαθιές και­νο­το­μί­ες. Τι να πει κανείς;… Π.χ. αν δει κανείς την τεχνο­λο­γία των ρομπο­τι­κών συστη­μά­των – πλέ­ον σήμε­ρα έχου­με τη δυνα­τό­τη­τα να χει­ρουρ­γού­με ασθε­νείς κάνο­ντας, μία ελά­χι­στη, σχε­δόν αναί­μα­κτη, τομή, με ακρί­βεια χιλιο­στού, δίχως να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με καθό­λου τα χέρια μας! Μπο­ρού­με να χει­ρουρ­γή­σου­με κάποιον που βρί­σκε­ται σ’ άλλη χώρα, με από­λυ­τη ασφά­λεια, μέσω του δια­δι­κτύ­ου! Μπο­ρού­με να κάνου­με ανθρώ­πους, που έχα­σαν τα κάτω άκρα τους, να ξανα­περ­πα­τή­σουν! παρα­πλη­γι­κούς να κινή­σουν με τη σκέ­ψη τους βιο­νι­κά χέρια!… Η απο­κω­δι­κο­ποί­η­ση του ανθρώ­πι­νου γονι­διώ­μα­τος… Οι μηχα­νι­κοί γίνο­νται για­τροί, οι για­τροί μηχα­νι­κοί… Δεν υπάρ­χει η παλιά μονο­μέ­ρεια και η απο­μό­νω­ση των επι­στη­μών. Μην το βλέ­πε­τε αρνη­τι­κά. Η Ιατρι­κή όπως σας είπα έχει μεγά­λη σχέ­ση με την επι­στή­μη του Φυσι­κού και του Μηχα­νι­κού. Προ­γραμ­μα­τι­στές, ομά­δες επι­στη­μό­νων, ελέγ­χουν βιο­λο­γι­κές δια­δι­κα­σί­ες, δημιουρ­γούν λογι­σμι­κά τρο­πο­ποί­η­σης γενε­τι­κού υλι­κού!… παρεμ­βαί­νου­με σε κυτ­τα­ρι­κό επί­πε­δο και ελέγ­χου­με βιο­χη­μι­κές αντι­δρά­σεις! Έχου­με τη δυνα­τό­τη­τα να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με βλα­στο­κύτ­τα­ρα και, πλέ­ον, είναι δυνα­τή η τρο­πο­ποί­η­ση γονι­δί­ων που προ­κα­λούν κατα­στρο­φι­κές παθή­σεις· ήδη δοκι­μά­ζο­νται εξα­το­μι­κευ­μέ­να γονι­δια­κά φάρ­μα­κα σε καρ­κι­νο­πα­θείς τελευ­ταί­ου στα­δί­ου. Δημιουρ­γού­με ιστούς! τένο­ντες! κόκα­λα! και σύντο­μα θα έχου­με τη δυνα­τό­τη­τα να εισά­γου­με στο αίμα μικρο­σκο­πι­κά νανο-ρομπότ, τα οποία θα κατα­στρέ­φουν επι­λε­κτι­κά ιστούς, όγκους, βακτή­ρια, ιούς, κύτ­τα­ρα, ξένες τοξι­κές ουσί­ες… Σας δια­βε­βαιώ! Ο Ιππο­κρά­της θα ένιω­θε δέος στην επο­χή μας… Ο Γαλη­νός θα έμε­νε άφω­νος από την λάμ­ψη των επι­τευγ­μά­των μας! Κι όμως! Εσείς, νεα­ρέ στο­χα­στή, νιώ­θε­τε αλλιώς…»

Ο για­τρός στα­μά­τη­σε γεμά­τος έξα­ψη από τον λόγο του, κοί­τα­ξε περή­φα­νος τον ασθε­νή του. Ο ασθε­νής δεν μίλη­σε. Ήταν προ­βλη­μα­τι­σμέ­νος και φαι­νό­ταν σκε­πτι­κός. Έδει­χνε ότι κατα­νο­ού­σε ό,τι άκου­σε. Ο για­τρός δεν άντε­ξε και ρώτησε:

«Ποια είναι η γνώ­μη σας για όλα αυτά; Θεω­ρεί­τε ότι η ιατρι­κή επι­στή­μη, παρά τα επι­τεύγ­μα­τά της, είναι ανεπαρκής;»

«Σε μεγά­λο βαθ­μό…» είπε ο ασθενής.

Ο για­τρός γούρ­λω­σε τα μάτια: «Μα όλα αυτά!… Όλα αυτά δεν λένε τίπο­τα για σας;…»

«Είναι πολύ σημα­ντι­κά όλα όσα είπα­τε. Σημα­ντι­κή είναι και η ανα­κά­λυ­ψη της εξί­σω­σης: E=mc2, όμως… κάνα­τε ένα σχό­λιο: για την σχέ­ση της Ιατρι­κής με τις επι­στή­μες της Φυσι­κής και της Μηχα­νι­κής – κάτι το οποίο έχει σημα­ντι­κούς περιο­ρι­σμούς κατά τη γνώ­μη μου – ξέρε­τε, δεν λαμ­βά­νε­τε υπό­ψιν τις δυνη­τι­κές κατα­στρο­φι­κές επι­πτώ­σεις αυτών των ανα­κα­λύ­ψε­ων από την αστό­χα­στη πρό­θε­ση του ανθρώ­που. Η ανθρω­πό­τη­τα έχει τη δυνα­τό­τη­τα να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την εξί­σω­ση μάζας κι ενέρ­γειας E=mc2 για να πρά­ξει κάτι θετι­κό ή κάτι αρνη­τι­κό… Μπο­ρεί να δημιουρ­γή­σει έναν αντι­δρα­στή­ρα πυρη­νι­κής σύντη­ξης και να σώσει ενερ­γεια­κά την ανθρω­πό­τη­τα για αιώ­νες, ή μπο­ρεί να δημιουρ­γή­σει ατο­μι­κές βόμ­βες, όπλα μαζι­κής κατα­στρο­φής… να τις ρίξει σε νέες Χιρο­σί­μες. Πιστέψ­τε με. Η συμ­βα­τι­κή Ιατρι­κή δεν μπο­ρεί να ξέρει τι άνε­μοι θα βγουν απ’ τον ασκό των βιο­λο­γι­κών ανα­κα­λύ­ψε­ών της, δίχως να γνω­ρί­ζει τους νόμους που διέ­πουν τον ανθρώ­πι­νο οργα­νι­σμό, τη φύση στο σύνο­λό της… Το πρό­βλη­μα, κατά τη γνώ­μη μου, είναι βαθιά κοι­νω­νι­κό και μεθο­δο­λο­γι­κό. Είναι ένα συστη­μι­κό πρό­βλη­μα. Αφο­ρά όλες τις πτυ­χές της ζωής και της προ­ο­πτι­κής της ανθρω­πό­τη­τας» (ο ασθε­νής έκα­νε μια παύ­ση, μετά συνέ­χι­σε) «Είναι ένα πρό­βλη­μα… Ιστο­ρι­κό. Λογικό.»

Ο ασθε­νής στα­μά­τη­σε. Δεν είπε τίποτ’ άλλο. Η αλή­θεια είναι ότι επέ­λε­ξε να μην εκφρά­σει όλη τη σκέ­ψη του. Άλλω­στε δεν θα μπο­ρού­σε να γίνει κατα­νοη­τή στα λίγα λεπτά μιας συνεδρίας.

Ο για­τρός κοί­τα­ξε παρά­ξε­να τον ασθε­νή. Δεν κατά­λα­βε την τελευ­ταία πρό­τα­ση και προ­σπερ­νώ­ντας την ως παί­γνιο περί­τε­χνου λόγου (το συνη­θί­ζουν αυτό, συχνά, οι άνθρω­ποι με πανε­πι­στη­μια­κή ή φιλο­λο­γι­κή μόρ­φω­ση) είπε:

«Όντως έχε­τε δίκιο! Η επι­στή­μη δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή… Δεν υπάρ­χει πρό­ση­μο στην επι­στή­μη. Ο άνθρω­πος είναι αυτός που την χρη­σι­μο­ποιεί. Μου θυμί­σα­τε την αλλη­γο­ρία με το νυστέ­ρι… Την ξέρε­τε; Ο χει­ρουρ­γός μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει το νυστέ­ρι είτε για να σώσει μια ζωή είτε για να την αφαι­ρέ­σει. Ο χει­ρουρ­γός είναι κάτι σαν τον Θεό: εκεί­νος «απο­φα­σί­ζει» πώς θα πρά­ξει… Εκεί­νος κρα­τά την εφεύ­ρε­ση στα χέρια του. Ένα λάθος ή μία μη ορθο­λο­γι­κή χρή­ση μπο­ρεί να είναι ολέ­θρια για τη ζωή του ασθε­νούς! Όπερ και σημαί­νει ότι ο άνθρωπος.…»

«…πρέ­πει να στο­χά­ζε­ται πάνω στη φύση του εργα­λεί­ου, του σκο­πού και των μεθό­δων που χρη­σι­μο­ποιεί!…» συμπλή­ρω­σε ο ασθε­νής με ενθουσιασμό.

«Δεν θα ‘λεγα αυτό… Βεβαί­ως… ναι… ναι… είναι σωστό κι αυτό… Αυτό που ήθε­λα όμως να πω είναι ότι ο άνθρω­πος πρέ­πει να σκέ­φτε­ται πριν πρά­ξει, δηλα­δή να είναι ηθικός!…»

«Α, μάλι­στα.»

«Ναι… Είναι σημα­ντι­κό» είπε ο για­τρός και έφτια­ξε τα γυα­λιά του.

Ο ασθε­νής παρέ­μει­νε σιωπηλός.

«Τα ζητή­μα­τα ηθι­κής έχουν ενδια­φέ­ρον» είπε γενι­κά ο ασθε­νής. «Αν και όσον αφο­ρά την επι­στή­μη δεν μπο­ρώ να κατα­νο­ή­σω επαρ­κώς το πρό­βλη­μα απο­κλει­στι­κά και μόνον από μία αφη­ρη­μέ­νη σκο­πιά ηθικής…»

Ο για­τρός χαμο­γέ­λα­σε αχνά.

«Μα αυτό ακρι­βώς είναι ο πυρή­νας του προ­βλή­μα­τος! η Ηθι­κή!… Όχι αφη­ρη­μέ­να, ναι σίγου­ρα… Έχε­τε δίκιο… Χρειά­ζε­ται η ηθι­κή εκγύ­μνα­ση των επι­στη­μό­νων ώστε να απο­φεύ­γο­νται οι παρε­κτρο­πές… οι φυσι­κές ροπές προς τον αντα­γω­νι­σμό, οι καυ­γά­δες, οι συγκρού­σεις μέσα στο πανε­πι­στή­μιο, στη δου­λειά, στο σπί­τι, όλα αυτά απο­φεύ­γο­νται αν οι άνθρω­ποι έχουν αξί­ες! Ναι… Ο αντα­γω­νι­σμός δεν είναι μονο­σή­μα­ντα αρνη­τι­κός. Πιστέψ­τε με… Με τη σωστή παι­δεία, τη σκλη­ρή δου­λειά, την ορθή και σκλη­ρή αξιο­λό­γη­ση των επι­στη­μό­νων όλα τα αρνη­τι­κά μπο­ρούν να εκλεί­ψουν. Η παι­δεία είναι πολύ σημα­ντι­κή σ’ αυτό. Εξαι­ρε­τι­κά σπουδαία!»

«Ναι, είναι…» είπε συγκα­τα­βα­τι­κά ο ασθε­νής. «Τον πυρήν… όμως…» στα­μά­τη­σε. Ο ασθε­νής πήρε μία έκφρα­ση απο­ρί­ας, και συνέ­χι­σε. «Της ανα­τολ… επι­στήμ… μης!…»

Δεν μπο­ρού­σε να μιλήσει.

«Δεν σας κατά­λα­βα» είπε ο για­τρός παρα­ξε­νε­μέ­νος. «Τι είπατε;»

«Αφρού…. Κατάλλ…. Απ… άντο­νε… Ρόλ… Πιστήμ…»

Ο ασθε­νής γούρ­λω­σε τα μάτια. Κάτι συνέ­βαι­νε… Ο για­τρός από­μει­νε κατά­πλη­κτος βλέ­πο­ντας τον ασθε­νή του να μην μπο­ρεί να μιλήσει.

«Δεν αισθά­νε­στε καλά;… Μήπως…»

Ο για­τρός σηκώ­θη­κε γρή­γο­ρα. Ο ασθε­νής τον απέ­τρε­ψε να πλη­σιά­σει, σήκω­σε την ανοι­χτή παλά­μη του και τον στα­μά­τη­σε. Έπει­τα, χαμο­γέ­λα­σε, σηκώ­θη­κε και στά­θη­κε με δυσκο­λία. Έδει­ξε με τον τρε­μά­με­νο δεί­κτη του την περιο­χή του ήπα­τος και το στό­μα του. Μετά, έπια­σε το κεφά­λι του. Χαμο­γέ­λα­σε παρά­ξε­να κι αν κοι­τού­σε κανείς το πρό­σω­πό του θα κατα­λά­βαι­νε ότι κάτι ήθε­λε να πει. Ίσως έλε­γε κάτι τέτοιο: «Είδα­τε που σας τα ’λεγα! Έχω δίκιο!»

Ο για­τρός σηκώ­θη­κε, προ­σπά­θη­σε να τον πλη­σιά­σει, αλλά στα­μά­τη­σε όταν είδε τον ασθε­νή να κου­νά­ει αρνη­τι­κά πάλι το χέρι του στον αέρα.

«Ντ… Κριζ… Αλλς… Αμπρο… Τίχ…» είπε ο ασθενής.

Ο για­τρός από­μει­νε άφω­νος, ήταν λες και παρα­κο­λου­θού­σε κάποιο πρω­τό­γνω­ρο φυσι­κό φαι­νό­με­νο. Ο ασθε­νής προ­χώ­ρη­σε προς την πόρτα.

«Δεν μπο­ρεί­τε να φύγε­τε! Πού πάτε! Για όνο­μα του Θεού! Σας παρα­κα­λώ, καθί­στε!… Μάλ­λον σας τάρα­ξε η συζή­τη­ση! Είστε άρρω­στος!» φώνα­ξε ο γιατρός.

Ο ασθε­νής δεν έδι­νε πλέ­ον καμία σημα­σία. Άνοι­ξε την πόρ­τα, βγή­κε. Πλη­σί­α­σε την γραμ­μα­τέα. Έβγα­λε το πορ­το­φό­λι, άφη­σε ένα χαρ­το­νό­μι­σμα στο γρα­φείο κι, έπει­τα, έφυγε.

«Σας παρα­κα­λώ! Τι είναι αυτά που κάνε­τε!» φώνα­ξε ο για­τρός και πετά­χτη­κε στον διά­δρο­μο, σε μια τελευ­ταία προ­σπά­θεια να κρα­τή­σει τον ασθε­νή του. «Δεν μπο­ρεί­τε να φύγε­τε μόνος σας! Είναι επι­κίν­δυ­νο! Μπο­ρεί να κάνε­τε κακό στον εαυ­τό σας!»

Ο ασθε­νής δεν άκου­γε πια.

Μπή­κε αμέ­σως στον ανελ­κυ­στή­ρα και κατέβηκε.

Βγή­κε έξω από το κτίριο.

Άρχι­σε να περ­πα­τά ζαλισμένος.

Με πολύ κόπο έφτα­σε στο σπίτι.

Πλη­σί­α­σε στην πόρ­τα. Βρί­σκει τα κλειδιά.

Ανοί­γει. Μπαί­νει μέσα.

Στέ­κε­ται για μια στιγ­μή ακίνητος…

Ανα­σαί­νει βαριά. Σκέφτεται…

Πηγαί­νει στη βιβλιο­θή­κη. Ψηλα­φεί τους τίτλους.

Κλεί­νει για λίγο τα μάτια.

Παίρ­νει μια βαθιά, αργή ανάσα.

Έπει­τα, ανοί­γει τα μάτια. Τεντώ­νε­ται. Ψάχνει ένα βιβλίο.

«Φύση πολύ­πλο­κη και γοη­τευ­τι­κή, άπει­ρη και απρο­σμέ­τρη­τη, ω, υπέ­ρο­χη υπό­στα­ση, σε σένα προ­στρέ­χω!» είπε ο ασθε­νής ψιθυ­ρι­στά ενώ έψα­χνε τους τόμους χωρίς να χάνει πλέ­ον τα λόγια του.

Το βρή­κε. Έβγα­λε ένα βιβλίο. Το κοί­τα­ξε, διά­βα­σε τον τίτλο, έπει­τα, σαν παι­δί, χαμο­γέ­λα­σε χαρού­με­νος, το χάι­δε­ψε, το μύρισε…

Άνοι­ξε μια σελί­δα, διά­βα­σε με ευχα­ρί­στη­ση μία τυχαία πρόταση:

“Η Ικα­νο­ποί­η­ση μπο­ρεί να προ­έλ­θει από τον λόγο και μόνο η ικα­νο­ποί­η­ση που προ­έρ­χε­ται από τον λόγο είναι η ύψι­στη που μπο­ρεί να υπάρξει.”

«Ό,τι πρέ­πει για να ηρε­μή­σει η ταραγ­μέ­νη ψυχή, ο νους και το ήπαρ» σκέ­φτη­κε και πήγε να καθί­σει στον καναπέ.

Άρχι­σε να δια­βά­ζει. Γαλή­νε­ψε. Ο πόνος υπο­χώ­ρη­σε, η σκέ­ψη του βρή­κε την έκφρα­σή της. Στο τέλος, κοι­μή­θη­κε. Στον ύπνο του είδε όνειρο:

Ήταν σ’ ένα από­κο­σμο μέρος. Στη φύση. Χει­μώ­νας. Φυσού­σε δυνα­τά. Περ­πα­τού­σε μαζί με μια γυναί­κα και ένα παι­δί. Εκεί­νος μπρο­στά. Άνοι­γε δρό­μο. Ξαφ­νι­κά σκο­τεί­νια­σε. Βγή­κε το φεγ­γά­ρι και φώτι­σε με τις αση­μέ­νιες ακτί­νες του τον κόσμο. Συνέ­χι­σαν να περ­πα­τούν μέσα στη νύχτα. Ξαφ­νι­κά, ακού­γο­νται παρά­ξε­νοι ήχοι. Κάτι θρόι­σε πέρα μακριά. Ακού­στη­κε, στιγ­μιαία, μια ανθρώ­πι­νη φωνή. Μέσα από τους πυκνούς θάμνους προ­βάλ­λει ένας ένας τοξό­της. Τους βλέ­πει. Στέ­κε­ται. Έπει­τα, τεντώ­νει το τόξο του κι αρχί­ζει να πετά­ει βέλη. Εκεί­νος είναι μπρο­στά προ­στα­τεύ­ει τη γυναί­κα και το παι­δί. Με μια υπερ­φυ­σι­κή δύνα­μη μετα­το­πί­ζε­ται αστρα­πιαία δεξιά-αρι­στε­ρά, μπρος-πίσω για να απο­φεύ­γει τα βέλη. Τα βέλη πέφτουν βρο­χή κου­ρά­ζε­ται. Η γυναί­κα και το παι­δί κλαί­νε. Ανη­συ­χεί. Ψάχνει να βρει μια λύση. Οι δυνά­μεις του λιγο­στεύ­ουν. Όλο και πιο αργά μετα­το­πί­ζε­ται και τα βέλη πέφτουν σχε­δόν δίπλα τους. Κοι­τά­ζει πίσω. Ο δρό­μος απ’ τον οποίο ήρθαν εξα­φα­νί­στη­κε. Στη θέση του υπάρ­χει άβυσ­σος, σκο­τά­δι… Γυρ­νά­ει μπρο­στά. Μετά κοι­τά­ζει πάλι πίσω· βλέ­πει το ίδιο ξανά. Κοι­τά­ζει πάλι μπρο­στά. Ξαφ­νι­κά, παίρ­νει την από­φα­ση. Λέει στην γυναί­κα: «μην ανη­συ­χείς! Επι­στρέ­φω…» Ξαφ­νι­κά, χυμά­ει μπρο­στά κι αρχί­ζει να τρέ­χει μανια­σμέ­νος σαν λιο­ντά­ρι. Το βλέμ­μα του είναι απο­φα­σι­στι­κό, ατσά­λι­νο. Ο τοξό­της αιφ­νι­διά­ζε­ται. Πετά­ει βέλη πιο γρή­γο­ρα επά­νω του. Τα βέλη πέφτουν βρο­χή δίπλα του. Τρέ­χει γρή­γο­ρα προς τον τοξό­τη προ­σπα­θώ­ντας ν’ απο­φύ­γει τα βέλη. Ξαφ­νι­κά, ένα βέλος τον καρ­φώ­νει στον ώμο. Εκεί­νος δεν στα­μα­τά­ει. Τρέ­χει συγκε­ντρω­μέ­νος. Ένα άλλο βέλος τον καρ­φώ­νει στην κοι­λιά. Μετά, ένα βέλος τον καρ­φώ­νει στον μηρό, ένα άλλο στο στή­θος. Πλη­σιά­ζει… Ο τοξό­της συνε­χί­ζει να τον σημα­δεύ­ει. Μ’ ένα πήδη­μα, ανε­βαί­νει ψηλά και προ­σγειώ­νε­ται πάνω στον τοξό­τη. Τον ρίχνει κάτω. Βάζει τα δόντια στον λαι­μό και τον πνί­γει σαν σκυ­λί. Ο τοξό­της σε λίγα δευ­τε­ρό­λε­πτα είναι νεκρός. Όταν βεβαιώ­θη­κε ότι σκό­τω­σε τον τοξό­τη, σηκώ­νε­ται. Βλέ­πει από μακριά την γυναί­κα και το παι­δί. Τους χαμο­γε­λά­ει ήρε­μα. Τους κάνει νόη­μα να πλη­σιά­σουν. Μα νιώ­θει μια ζάλη. Ταλα­ντεύ­ε­ται… Δεν μπο­ρεί να στα­θεί όρθιος. Πέφτει κάτω… στο χλω­ρό χορ­τά­ρι. Κοι­τά­ει τον ουρα­νό. Τα σύν­νε­φα φεύ­γουν. Πεθαί­νει γαλή­νιος που έκα­νε το καθή­κον του.
…………………………………………

«Ναι… Ό,τι πρέ­πει για να ηρε­μή­σει η ταραγ­μέ­νη ψυχή, ο νους και το ήπαρ» σκέ­φτη­κε ενώ ξύπνη­σε από­το­μα μες στον ιδρώτα.

_______________________________________________________________________________________________
Νίκος Γεωργαντώνης Γεννηθείς το 1984, στον Βύρωνα Αττικής. Σπούδασε Ηλεκτρονικός Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Εξέδωσε την πρώτη του λογοτεχνική συλλογή με τίτλο “Η Βασανισμένη Ψυχή του Κόσμου” (Ποιήματα & Διηγήματα, Εκδόσεις Γκοβόστη, Δεκ. 2014). Είναι μέλος των Ομίλων Επαναστατικής Θεωρίας, και της Συλλογικότητας Αγώνα για την Επαναστατική Ενοποίηση της Ανθρωπότητας

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο