Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τ’ ανεμοσούρι. του Παύλου Α. Μουρουζίδη

στη Βασι­λι­κή

Η κατα­κόκ­κι­νη κου­βέρ­τα με τ’ άσπρα ζωγρα­φι­στά τρια­ντά­φυλ­λα κρε­μό­τα­νε, μισή μπρος – μισή πίσω στο αλου­μι­νέ­νιο κάγκε­λο του μπαλ­κο­νιού. Δίπλα της άρχι­σαν να παρα­τάσ­σο­νται ένα – ένα κι άλλα σκε­πά­σμα­τα∙ ένα πικέ κάλυμ­μα, κι άλλη κου­βέρ­τα, ένα γαλά­ζιο πάπλωμα. 

Σάβ­βα­το σήμε­ρα κι η Άννα, όπως κάθε Σάβ­βα­το, μπαι­νο­βγαί­νει στο μπαλ­κό­νι κι απλώ­νει τα σκε­πά­σμα­τα από το νυχτε­ρι­νό ύπνο. Αφού λια­στούν αρκε­τά, θα τα τινά­ξει ένα-ένα πριν τα μαζέ­ψει μέσα, για να αρχί­σει το σφουγ­γά­ρι­σμα. Καρ­τέ­ρι κανο­νι­κό κι εγώ κάθε Σάβ­βα­το στην χορο­πη­δη­χτή της εικό­να, καθώς μπαι­νό­βγαι­νε στο μπαλ­κό­νι της ανάλαφρη. 

Τριά­ντα μέτρα χωρί­ζα­νε τη μονο­κα­τοι­κία και τα ολάν­θι­στα παρ­τέ­ρια της από τις απέ­να­ντι λεύ­κες και την αυλή του Τεχνι­κού Λυκεί­ου της πόλης. Τα σκα­λά­κια που ξεκι­νού­σαν χαμη­λά από το ρεί­θρο του πεζο­δρο­μί­ου, ανέ­βαι­ναν στο μπαλ­κο­νά­κι με τις μολό­χες και τους παν­σέ­δες. Το ύψος του κρα­σπέ­δου όπου σου­λα­τσά­ρι­ζα “όλως τυχαί­ως”, μού χάρι­ζε ικα­νό οπτι­κό πεδίο ώστε να χαζεύω το κοντο­μά­νι­κο κορι­τσό­που­λο με το τρια­ντα­φυλ­λέ­νιο στό­μα, τις μεγά­λες πυρό­ξαν­θες μπού­κλες και τα γυμνά, χυμώ­δη πόδια, πάνω από την ανε­παρ­κή κάλυ­ψη των ακου­μπι­σμέ­νων σκεπασμάτων. 

Λίγο πιο πίσω από το πεζο­δρό­μιο η μηχα­νή του αδερ­φού της· πάντα γυα­λι­σμέ­νη, απα­στρά­πτου­σα, με γυρι­σμέ­νο το φανά­ρι ξανά προς το δρό­μο απ’ όπου ήρθε, έτοι­μη πάντα για φευ­γιό. Πάντα στην ίδια θέση παρ­κα­ρι­σμέ­νη, μάταια προ­σπα­θού­σε να καλύ­ψει το λεκέ του λαδιού που λίγο-λίγο μεγά­λω­νε από κάτω. 

Τα πρω­ι­νά, πάντα βια­στι­κός ο αδερ­φός της, πηδού­σε πάνω στη μηχα­νή με μια στε­γνή φέτα στο χέρι κι έφευ­γε βια­στι­κά για το σχο­λείο. Νωρί­τε­ρα, με βήμα σερ­νά­με­νο καθώς μπαι­νό­βγαι­νε στα νοσο­κο­μεία χρό­νια τώρα, ο πατέ­ρας της έφευ­γε για το περί­πτε­ρο, να προ­λά­βει την αλλα­γή της βάρ­διας ορυ­χεί­ων και σταθμών. 

Η απου­σία του πατέ­ρα της άφη­νε το πεδίο ελεύ­θε­ρο στην Άννα να βάλει το ράδιο ή τις ροκ κασέ­τες της δυνα­τά. Η μου­σι­κή που έβγαι­νε από το παρά­θυ­ρό της, ηχού­σε στ’ αυτιά μου σαν ροκ εν ρολ ερω­τι­κό κάλε­σμα, εναρ­κτή­ριο της οπτι­κο­α­κου­στι­κής μυστα­γω­γί­ας του Σαβ­βα­τιά­τι­κου πρωινού. 

Την ταλαι­πω­ρία των χημειο­θε­ρα­πειών ο πατέ­ρας της δεν την άντε­ξε κι “έφυ­γε” την επό­με­νη χρονιά. 

Μαύ­ρι­σε το ντύ­σι­μο των παι­διών∙ κι η Άννα έμει­νε μισή. Λες και χλώ­μια­σε το σπί­τι. Η μου­σι­κή πια έβγαι­νε αραιά και που, δει­λά και χαμη­λό­φω­να από το παρά­θυ­ρό της και ροκ μπα­λά­ντες, σα θλιμ­μέ­νο χάδι από το σπί­τι που ορφά­νε­ψε, αντι­κα­τέ­στη­σαν τις πανκ κιθάρες.

Το σου­λά­τσο μου ματαιο­πο­νού­σε κάτω από τα κλει­στά της παραθυρόφυλλα: 

« — Άδι­κα επι­μέ­νεις. Να τελειώ­σει ο αδερ­φός μου το σχο­λείο με το καλό και του χρό­νου θα φύγου­με», μου είπε κάποια στιγμή.

Με το χαμή­λω­μα της μου­σι­κής κι η λάτρα του Σαβ­βά­του περιο­ρί­στη­κε στα απο­λύ­τως απα­ραί­τη­τα. Ό,τι χρεια­ζό­τα­νε πλε­νό­τα­νε ή τινα­ζό­τα­νε επί τόπου για να χαθεί βια­στι­κά πίσω από τους τοί­χους του άβα­φου πια σπι­τιού. Παρα­τη­μέ­να και τα παρ­τέ­ρια, χωρίς ασβέ­στη τα πεζο­δρό­μια, φού­ντω­σε και το γκα­ζόν∙ τα καβά­κια από απέ­να­ντι γέμι­σαν το δρό­μο και τα πεζο­δρό­μια με τα μαρα­μέ­να φύλ­λα τους να πηγαι­νο­έρ­χο­νται, ασκού­πι­στα δεξιά κι αρι­στε­ρά απ’ τα ανεμοσούρια. 

Η χρο­νιά κύλη­σε, το καλο­και­ρά­κι μισά­νοι­ξε τα παρα­θυ­ρό­φυλ­λα της Άννας. Ο αδερ­φός της ξεμπέρ­δε­ψε με τις εξε­τά­σεις και συνέ­χι­σε τις κόντρες με τη μηχα­νή και τις παρέ­ες του στον περι­φε­ρεια­κό, ώσπου ένας στύ­λος, σε μια ανά­πο­δη στρο­φή έξω απ’ την πόλη, έβα­λε ορι­στι­κό τέλος στο γκά­ζι της ζωής του. 

Μαύ­ρι­σε η Άννα. Στα μάτια της οι κύκλοι γίνα­νε πλέ­ον μόνιμοι. 

Το παρα­θύ­ρι της πλέ­ον δεν ανοι­γο­κλεί­νει, μένει συνέ­χεια ανοι­χτό, παρα­τη­μέ­νο κι ασά­λευ­το, γυμνό, χωρίς κουρ­τί­νες, να χάσκει τις νύχτες, με το χαμη­λό φως μιας λάμπας να φανε­ρώ­νει τη μου­ντή γύμνια των τοί­χων. Κι η σκό­νη έγι­νε μόνι­μη λάσπη πια στο μπαλ­κό­νι της. Καμιά φορά ‘κανα πατά­κι παρα­τη­μέ­νο στα κάγκε­λα, ξεχνιό­ταν κι απέ­με­νε εκεί για μήνες. Μόνο η σπα­ρα­χτι­κή φωνή της Φέιθ­φουλ βγαί­νει απ’ το κασε­τό­φω­νο τώρα πιά· γρυ­λί­ζει σα να αγκο­μα­χά­ει κάτω από την εξώ­πορ­τα και το ξεκάρ­φω­το, καμιά φορά σαρ­κα­στι­κό, γέλιο της Άννας ακού­γε­ται παρά­ται­ρα, σα να περι­γε­λά­ει τις παλιές ανέ­φε­λες μέρες της ολάν­θι­στης νιότης.

 

«Τα σκαρ­πί­νια» του Παύ­λου Μουρουζίδη

 

Ο Παύ­λος Μου­ρου­ζί­δης γεν­νή­θη­κε το ’68 στην Πεντά­βρυ­σο Καστο­ριάς και μεγά­λω­σε στην Πτολεμαΐδα.

 Είναι πτυ­χιού­χος Χημι­κός Μηχ/κός (1996, ΑΠΘ) και εργά­ζε­ται σε ιδιω­τι­κές εται­ρί­ες στο χώρο της ηλε­κτρο­πα­ρα­γω­γής (ως χει­ρι­στής βάρ­διας, ανα­λυ­τής εργα­στη­ρί­ων, μηχα­νι­κός επί­βλε­ψης) σε εργο­τά­ξια νέων ΑΗΣ ανά τη χώρα. Το 2015 ολο­κλή­ρω­σε τις μετα­πτυ­χια­κές του σπου­δές στη Συστη­μα­τι­κή Φιλο­σο­φία Κοι­νω­νι­κών Επι­στη­μών (ΑΠΘ). Είναι τακτι­κός συνερ­γά­της στην περιο­δι­κή πολι­τι­κή επι­θε­ώ­ρη­ση «Τετρά­δια Μαρ­ξι­σμού», ενώ άρθρα του έχουν δημο­σιευ­τεί σε εβδο­μα­διαί­ες (ΠΡΙΝ) κι επαρ­χια­κές εφημερίδες.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο