Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Υποκριτές

Γρά­φει η Φαίη Λιά­ρα //

Μπή­καν οι μπουλ­ντό­ζες στο Ελλη­νι­κό. Χαρά μεγά­λη από την κυβέρ­νη­ση, ετοι­μά­ζε­ται η κιτς έμπνευ­ση των πολυ­τε­λών κατοι­κιών — φρού­ριων, του καζί­νο, του ουρα­νο­ξύ­στη, του εμπο­ρι­κού κέντρου. Εκνευ­ρι­σμός από την αντι­πο­λί­τευ­ση που δεν πρό­λα­βε να κάνει αυτή τα εγκαί­νια, κατη­γο­ρεί την κυβέρ­νη­ση ότι άργη­σε. Οι αγώ­νες στο Ελλη­νι­κό και στις Σκου­ριές ήταν κάπο­τε η σημαία τους για να πιά­σουν κυβερ­νη­τι­κές καρέκλες.

Πίσω από την ψευ­το­γκλα­μου­ριά όμως αυτές τις μέρες παί­ζε­ται ένα δρά­μα. Δεκά­δες ψυχές πει­να­σμέ­νες, διψα­σμέ­νες, περι­μέ­νουν το τέλος τους.

Για τα ζώα του Ελλη­νι­κού που διώ­κο­νται στο όνο­μα του κέρδους

Τα ζώα που ζού­νε στο Ελλη­νι­κό, που δεν μιλά­νε την γλώσ­σα μας, δεν έχουν την όψη μας, είχαν όμως το σπί­τι τους εκεί. Και τους αφο­σιω­μέ­νους εθε­λο­ντές που τα φρό­ντι­ζαν. Οι πόρ­τες έχουν κλεί­σει, κανέ­νας δεν μπο­ρεί να μπει να αφή­σει τρο­φή και λίγο νερό.  Πει­νά­νε, πεθαί­νουν από δίψα. Ζώα κατά­μαυ­ρα από τον αμί­α­ντο πετά­γο­νται αλλό­φρο­να βλέ­πο­ντας τις μπουλ­ντό­ζες. Τα μωρά τους φωνά­ζουν απελ­πι­σμέ­να. Οι εθε­λο­ντές και οι φορείς τους κατέ­θε­σαν μήνυ­ση κατά της εται­ρεί­ας, κατά του Δήμου, κατά παντός αρμο­δί­ου και πρέ­πει όλοι να τους στηρίξουμε.

Οι αυτα­πά­τες τόσων χρό­νων κατα­δί­κα­σαν αυτά τα ζώα. Όταν ο λαός της περιο­χής έδι­νε μεγά­λους αγώ­νες ενά­ντια στην αθλιό­τη­τα της ”επέν­δυ­σης”, ουσια­στι­κά της αρπα­γής δημό­σιου χώρου για ένα κομ­μά­τι ψωμί που όμως θα φέρει μεγά­λα κέρ­δη στους εκμε­ταλ­λευ­τές του, κάποιοι απου­σί­α­ζαν, κάποιοι βρά­βευαν τους εκμε­ταλ­λευ­τές για το ”μεγά­λο έργο τους.”

Ακό­μα και τώρα άνθρω­ποι και φορείς που ισχυ­ρί­ζο­νται ότι βάζουν τα ζώα πάνω από όλα, δια­δί­δουν ότι το Ελλη­νι­κό θα δώσει δου­λειές. Την παρα­χώ­ρη­ση του μονα­δι­κού αυτού φιλέ­του γης σε ιδιώ­τες για το κέρ­δος τους, ονο­μά­ζουν επέν­δυ­ση. Και την εκμε­τάλ­λευ­ση ”δου­λειές”.

Όταν θα περ­νά­νε έξω από τον χώρο, για­τί μέσα θα μπαί­νουν μόνο λίγοι και εκλε­κτοί, εκτός και αν πρό­κει­ται να καθα­ρί­σουν ή να σερ­βί­ρουν, ας θυμού­νται αυτές τις ψυχές που κάπο­τε ζού­σαν εκεί και έλιω­σαν στο όνο­μα του κέρδους.

Ας θυμού­νται πού και πού και όλες τις ψυχές που έλιω­σαν στην δου­λειά για να καρ­πώ­νο­νται τον κόπο τους οι ”επεν­δυ­τές” αυτού του πλα­νή­τη. Που πετά­νε ένα ψίχου­λο από τα κέρ­δη που βγά­ζουν από την δου­λειά άλλων και περι­μέ­νουν υπο­κλί­σεις δουλοπρέπειας.

Να έρθει κάπο­τε η μέρα που θα πάρου­με εκδί­κη­ση για όλες αυτές τις ψυχές.

Μαύ­ρες μέρες ζού­με… κατά­μαυ­ρες. Σαν τον αμί­α­ντο που κατα­πλα­κώ­νει τις γατού­λες του Ελληνικού.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο