Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φαίδρα Ζαμπαθά — Παγουλάτου: Φοβισμένα πουλιά

Η Φαί­δρα Ζαμπα­θά — Παγου­λά­του γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να. Κόρη του λογο­τέ­χνη Κού­λη Ζαμπα­θά. Τ’ όνο­μά της το χρω­στά­ει στους Μενέ­λαο Λου­ντέ­μη και Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα. Σπού­δα­σε Γαλ­λι­κή και Ιτα­λι­κή Φιλο­λο­γία. Στα γράμ­μα­τα εμφα­νί­στη­κε στη δεκα­ε­τία του 1960. Το 1964 έγι­νε μέλος της Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών. Από την μετα­πο­λί­τευ­ση το 1975 ως το 1982 Zampathaεκλέ­γε­ται Γεν. Γραμ. της Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών κι απο­σύ­ρε­ται μετά το 1983. Παίρ­νει μέρος στα κοι­νά μέσα από τις Οργα­νώ­σεις ΟΓΕ, ΕΓΑΚ, ΕΕΔΥΕ. Έλα­βε μέρος σε πολ­λά συνέ­δρια μέσα κι έξω από την Ελλά­δα. Διε­τέ­λε­σε μέλος του Δ. Σ. της Στέ­γης Καλών Τεχνών και Γραμ­μά­των. Μέλος του Π.Ε.Ν. Club. Έχει λάβει μέρος σε διε­θνή λογο­τε­χνι­κά συνέ­δρια και έδω­σε πολ­λές δια­λέ­ξεις στο κέντρο και την επαρ­χία, σε σχο­λεία, στην Τοπι­κή Αυτο­διοί­κη­ση και στο Ανοι­χτό Πανε­πι­στή­μιο. Έχει εκδώ­σει 21 βιβλία, ποι­η­τι­κά, δοκί­μια, μετα­φρά­σεις. Έχει επί­σης συνερ­γα­στεί με περιο­δι­κά κι εφη­με­ρί­δες. Έχει μετα­φρα­στεί σε αρκε­τές γλώσ­σες κι έχουν ανθο­λο­γη­θεί ποι­ή­μα­τά της στην Ελλά­δα και το εξωτερικό.

Αισθα­ντι­κή και με ακο­νι­σμέ­νη ευαι­σθη­σία μιλά για την αγά­πη και τον έρω­τα. Πιστεύ­ει ότι το ερω­τι­κό στοι­χείο είναι πηγή δημιουρ­γί­ας και κέντρο της ζωής, αλλά και του θανάτου.

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ

Eκρυ­ψα βαθιά μέσα στο βλέμ­μα του Αντάρη
Τις μύχιες σκέ­ψεις, τα όνει­ρα, τα ταξίδια
Για να μη ζήσου­με το ναυάγιο
Του Μέγα Σεί­ριου όταν ερωτοτροπούσε
Με το χαμό­γε­λο της σελήνης
Πάνω στο κορ­μί της θάλασσας
Ενώ ριγού­σε ηδο­νι­κά από τα ερωτικά
Χάδια του άγριου Γαρμπή !

ΠΟΙΗΤΗ

Ποια μαγεία ψάχνεις
Ποιητή
Μέσα στους κάδους
Της ανακυκλωμένης
Σκέ­ψης σου
Δεν έμαθες
Ότι το ουρά­νιο τόξο
Μετανάστευσε
Μαζί με τους στί­χους σου !

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

Στο χέρι σου που είδα για τελευταία
Ορκί­στη­κα στον τίμιο αγώ­να μας.
Στο χέρι σου που ακί­νη­το έπε­φτε κάτω
Χωρίς ψυχή κι όμως είχε ακόμη
Τη δύνα­μη των είκο­σι χρό­νων σου
Ανά­με­σα στις μικρές λεπτές γαλά­ζιες φλέβες
Είδα να χάνε­ται η ίδια η ζωή
Κι ορκί­στη­κα να μην ξεχά­σω ποτέ κεί­νη τη νύχτα
Δεν τόλ­μη­σα ν’ αγγί­ξω το χέρι σου
Μόνο που άφη­σα πάνω του το βλέμ­μα μου
Απα­λά να μη σε βαραίνει
Και να σε συντροφεύει .
Φίλε των είκο­σι χρο­νώ ορκίζομαι
Δεν θα πάψω να κοι­τά­ζω τον ήλιο
Όπως τον κοιτάζαμε
Δεν θα πάψω ν αγα­πάω τους ανθρώπους
Όπως τους αγα­πή­σα­με μαζί
Ορκί­στη­κα στο χέρι σου
Την ώρα που σέρ­να­νε τα είκο­σι σου χρόνια
Σε μια κόκ­κι­νη λάσπη που μύρι­ζε θάνατο.
Ορκί­στη­κα στην τελευ­ταία νύχτα
Της Μεγά­λης Παρα­σκευ­ής 17 Νοέμ­βρη 1973 .

ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ ΠΟΥΛΙΑ

Όλα γύρω ξένα, ο χώρος, μίκρυνε
Κι εγώ ναυα­γός μιας παρουσίας
Που παρέ­μει­νε απουσία
Στου χρό­νου την αντίφαση
Στις θωπεί­ες των χεριών μου
Στ’ απο­τυ­πώ­μα­τα της σιωπής
Στα ερω­τι­κά σπαράγματα
Στης καρ­διάς τους ατίθασους
Χτύπους
Στις χαρά­δρες του μυαλού
Στις τελευ­ταί­ες σου λέξεις
Που έφυγαν
Φοβι­σμέ­να πουλιά!!!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο