Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Φεγγάρι μάγια μου΄κανες” — 60 χρόνια

Τέτοιες μέρες Δεκέμ­βρη του 1996  κοντά  στη μεγα­λύ­τε­ρη νύχτα του χρό­νου –σίγου­ρα όχι σαν “λιπο­τά­κτης”, όπως ο ίδιος πιθα­νά πίστευε, ο αδερ­φός του Μίκη Γιάν­νης Θεο­δω­ρά­κης.

Ο Γιάν­νης Θεο­δω­ρά­κης ήταν «παλιός»: έβγα­λε στον αέρα πτυ­χές της δρά­σης του παρα­κρά­τους — όντας ένας από τους δημο­σιο­γρά­φους που απο­κά­λυ­ψε τους δολο­φό­νους του Γρη­γό­ρη Λαμπρά­κη.

Έκα­νε τα πρώ­τα δημο­σιο­γρα­φι­κά του βήμα­τα στους «Δρό­μους της Ειρή­νης», στη συνέ­χεια στην (προ­δι­κτα­το­ρι­κή) «Αυγή» και αργό­τε­ρα στον «Ριζο­σπά­στη» μετά την επα­νέκ­δο­σή του, το Σεπτέμ­βρη του 1974.

Ποι­η­τι­κά του έργα: Λιπο­τά­κτες — τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια: Όμορ­φη Πόλη, Αυγή Αφρά­τη, Δακρυ­σμέ­να Μάτια, Χάθη­κα — που μελο­ποί­η­σε ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, ο οποί­ος μελο­ποί­η­σε επί­σης τα ποι­ή­μα­τα Λει­τουρ­γία — στην ενό­τη­τα Αρχι­πέ­λα­γος — Βγά­λε τα μαύ­ρα πανιά, Μελα­χρι­νό αγό­ρι — Οκτώ­βρης ’98 — Μενε­ξε­δέ­νια τα βου­νά ‑Ταξί­δι μέσα στη Νύχτα — Νύχτα μαγι­κιά, Κάνε κου­ρά­γιο, Η αγά­πη ζει με τ’ όνει­ρο, Μη με προ­δώ­σεις, Χωρί­σα­με — Χαι­ρε­τι­σμοί — κ.ά.

Έχουν επί­σης εκδο­θεί σε βιβλία τα ποι­η­τι­κά του έργα Πλημ­μύ­ρα, Ένα τρα­γού­δι του και­ρού, καθώς και τα πεζά Υπέρ Βωμών και Αστειών, όπου δια­κω­μω­δεί το παρακράτος.

Γεν­νή­θη­κε το 1932 στα Γιάν­νε­να και έκα­νε τα πρώ­τα του βήμα­τα στη δημο­σιο­γρα­φία σε εφη­με­ρί­δες και περιο­δι­κά της Αρι­στε­ράς στη δύσκο­λη περί­ο­δο της φασι­στι­κής βίας και τρο­μο­κρα­τί­ας, αψη­φώ­ντας διώ­ξεις και κινδύνους.

Στις 10 Νοέμ­βρη 1996 έστει­λε από το κρε­βά­τι του πόνου (δημο­σιεύ­θη­κε στο “Ριζο­σπά­στη”), ένα τελευ­ταίο κεί­με­νό του με αφορ­μή το βιβλίο του Β. Απο­στο­λό­που­λου για τον ΔΣΕ στη Ρούμελη.

Τέλειω­νε με τη φρά­ση “ΝαιΜπο­ρού­με και πάλι να ελπί­ζου­με” !

Στα ποι­ή­μα­τά του έγρα­φε “θάμαι πάντα μόνος”, αλλά έφυ­γε –όπως του έπρε­πε, περι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος με αγά­πη, δίνο­ντας τη μάχη μέχρι το τέλος γεν­ναία, με πολύ κου­ρά­γιο και καλή διάθεση.

(Της ξενι­τιάς) του Μίκη πριν 60 χρό­νια -1962 (1η εκτέ­λε­ση Γρη­γό­ρης Μπι­θι­κώ­τσης και από τότε καμιά 10α­ριά-20α­ριά ακό­μη … Μανώ­λης Μητσιάς, ο «άρχο­ντας» Δημή­τρης Μητρο­πά­νος … Μπά­σης ο δεξιο­τέ­χνης του μπου­ζου­κιού και συν­θέ­της Μανώ­λης Πάπ­πος, Τρί­φω­νο κά)

Το λαϊ­κό αυτό αρι­στούρ­γη­μα απο­τε­λεί κομ­μά­τι του έργου (και βινύ­λιου) «Όμορ­φη Πόλη» (σύν­θε­ση 1961–62 σε Αθή­να | Παρί­σι, για την ομώ­νυ­μη επι­θε­ώ­ρη­ση – θέα­τρο «Παρκ» ‑παί­χτη­κε το καλο­καί­ρι του 1962 σε σκη­νο­θε­σία Μιχά­λη Κακο­γιάν­νη.

Το πρώ­το μέρος της στι­χουρ­γι­κά υπέ­γρα­φε ο Μποστ το 2ο ο ίδιος ο συν­θέ­της, με κομ­μά­τια πάνω σε στί­χους Δημή­τρη Χρι­στο­δού­λου, Ερρί­κου Θαλασ­σι­νού και Άκου Δασκα­λό­που­λου.

(Στί­χοι και μου­σι­κή που αγάπησα)
Στεί­λε ουρα­νέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή

Φεγ­γά­ρι μάγια μου ‘κανες
και περ­πα­τώ στα ξένα
είναι το σπί­τι ορφανό
αβά­στα­χτο το δειλινό
και τα βου­νά κλαμένα

Στεί­λε ουρα­νέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή

Στεί­λε ουρα­νέ μου ένα πουλί
ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτί­σει τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά
δίπλα στο μπαλκονάκι,
στεί­λε ουρα­νέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή

Να πάει στη μάνα υπομονή
δεμέ­νη στο μαντίλι
προι­κιά στην αδερ­φού­λα μου
και στη γει­το­νο­πού­λα μου
γλυ­κό φιλί στα χείλη

Ο τίτλος «Όμορ­φη πόλη», από το ομό­τι­τλο (+θα γίνεις δικιά μου) σε στί­χους του «κατα­ρα­μέ­νου» αδερ­φού του Μίκη, Γιάν­νη Θεο­δω­ρά­κη (κύκλος «Λιπο­τά­κτες» ένα χρό­νο πριν –βγή­κε και σε 45άρι και, αργό­τε­ρα, το 1966 ενσω­μα­τώ­θη­κε και στο άλμπουμ «Μικρές Κυκλάδες»

Όμορ­φη πόλη φωνές μουσικές
απέ­ρα­ντοι δρό­μοι κλεμ­μέ­νες ματιές
ο ήλιος χρυ­σί­ζει χέρια σπαρμένα
βου­νά και για­πιά πελά­γη απλωμένα
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλω­μά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου

Η νύχτα έφτα­σε τα παρά­θυ­ρα κλείσαν
η νύχτα έπε­σε οι δρό­μοι χαθήκαν

Το έργο απο­τε­λούν τα τρα­γού­δια: Σερε­νά­τα, Μπουρ­νά­ζι, Όταν με δεί­τε να μιλώ, Εκεί­νος που μας χάθη­κε, Θλιμ­μέ­νη ματιά, Του σπι­τιού, Της Δου­λειάς, Του γάμου, Του χάρου, Μέσα στα μαύ­ρα σου μαλ­λιά, Της ξενι­τιάς (Φεγ­γά­ρι μάγια μού ΄κανες), Νανούρισμα.

Ερμή­νευαν επί σκη­νής ο Γρη­γό­ρης Μπι­θι­κώ­τσης (καθιε­ρω­μέ­νος πια στο κοι­νό), η Ντό­ρα Γιαν­να­κο­πού­λου (λίγους μήνες μετά την επι­τυ­χη­μέ­νη της παρου­σία στην παρά­στα­ση «Ένας όμη­ρος») και ο Γιάν­νης Βογια­τζής με τη Γιο­βάν­να εναλ­λάξ το «Μέσα στα μαύ­ρα σου μαλ­λιά».

Η ηχο­γρά­φη­ση έγι­νε το καλο­καί­ρι του 1962 στο studio Columbia με ηχο­λή­πτη τον Νίκο Κανελ­λό­που­λο και μου­σι­κούς Γιάν­νη Διδί­λη, Κώστα Παπα­δό­που­λο και Λάκη Καρ­νέ­ζη –εκτός από Μπι­θι­κώ­τση και Ντό­ρα Γιαν­να­κο­πού­λου, πήραν μέρος, Άννα | Μαρία Καλου­τά και Ανδρέ­ας Ντού­ζος, ενώ έκα­ναν το ντε­μπού­το τους στο σανί­δι η Μάρ­θα Καρα­γιάν­νη και η Κατε­ρί­να Γώγου!

Πηγή: Μεγά­λη Μου­σι­κή Βιβλιο­θή­κη της Ελλά­δας | Σύλ­λο­γος «οι Φίλοι της Μουσικής»

σσ.
1. Η λογο­κρι­σία απα­γό­ρευ­σε να συμπε­ρι­λη­φθεί στο δίσκο το «Μπουρ­νά­ζι» ‑τρα­γου­διό­ταν επί σκη­νής από τη Μαρία Κων­στα­ντά­ρου, για­τί … «περιεί­χε υπαι­νιγ­μούς για το βιο­τι­κό επί­πε­δο της Ελλά­δας» ‑ξεκί­να­γε με το στί­χο «Είμα­στε λαός φτω­χός» κομ­μά­τι που τελι­κά δεν πέρα­σε ποτέ στη δισκο­γρα­φία και παρα­μέ­νει ως σήμε­ρα ανέκδοτο…

2. Η φυμα­τί­ω­ση του Μίκη εμφα­νί­στη­κε ξανά τότε «από το που­θε­νά» έτσι ίσα-ίσα που πρό­λα­βε τη γενι­κή πρό­βα και μετά πήγε στο Παρί­σι (για δου­λειά ‑έγρα­φε μου­σι­κή για ένα φιλμ) και στη συνέ­χεια μετα­φέρ­θη­κε σε σανα­τό­ριο στο Έσεξ της Αγγλί­ας και μετά στο δικό μας στην Πεντέλη.

Έτσι δεν ήταν παρών στις παρα­στά­σεις παρά μόνο την τελευ­ταία διευ­θύ­νο­ντας για λίγο και την ορχή­στρα, ενώ στο μεσο­διά­στη­μα εμφα­νί­στη­καν οι Στέ­λιος Καζαν­τζί­δης + Μαρι­νέλ­λα (ο θρυ­λι­κός «Καη­μός» είχε ηχο­γρα­φη­θεί νωρί­τε­ρα σε πρώ­τη εκτέ­λε­ση από αυτό το –τότε, «δίδυ­μο») και ο Μανώ­λης Χιώ­της με τη Μαί­ρη Λίντα.

3. Οι “Λιπο­τά­κτες” περι­λαμ­βά­νουν τέσ­σε­ρα μελο­ποι­η­μέ­να ποι­ή­μα­τα του αδελ­φού του Μίκη Γιάν­νη (πιθα­νά μετα­ξύ 1952–1954).
Όπως εξο­μο­λο­γεί­ται ο ίδιος ο Μίκης, τα ποι­ή­μα­τα αυτά «τα μάζευε από πετα­μέ­να χαρ­τά­κια που έβρι­σκε στον κήπο τους στα Χανιά», όπου τα σκορ­πού­σε ο αδερ­φός του

Τα τρα­γού­δια του δίσκου

  1. Εισα­γω­γή (Ορχή­στρα)
  2. Σερε­νά­τα (Μποστ) Αν. Ντούζος
  3. Όταν με δεί­τε να μιλώ (Δ. Χρι­στο­δού­λου) Ντ. Γιαννακοπούλου
  4. Του σπι­τιού (Ερ. Θαλασ­σι­νού) Χορωδία
  5. Της ξενι­τιάς (Ερ. Θαλασ­σι­νού) Γρ. Μπιθικώτσης
  6. Νανού­ρι­σμα (Ερ. Θαλασ­σι­νού) Ντ. Γιαννακοπούλου
  7. Μέσα στα μαύ­ρα σου μαλ­λιά (Α. Δασκα­λό­που­λου) Γρ. Μπιθικώτσης-Χορωδία
  8. Καη­μός (Δ. Χρι­στο­δού­λου) Γρ. Μπι­θι­κώ­τσης – Χορωδία
  9. Εκεί­νος που μας χάθη­κε (Δ. Χρι­στο­δού­λου) Ντ. Γιαννακοπούλου
  10. Του γάμου (Ερ. Θαλασ­σι­νού) Άννα και Μαρία Καλουτά
  11. Του χάρου (Ερ. Θαλασ­σι­νού) Γρ. Μπιθικώτσης-Χορωδία
  12. Θλιμ­μέ­νη ματιά (Δ. Χρι­στο­δού­λου) Ντ. Γιαννακοπούλου
  13. Της δου­λειάς (Ερ. Θαλασ­σι­νού) Χορωδία
  14. Κρη­τι­κός χορός (Ορχή­στρα)
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο