Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Από τη «ζεστασιά» της τάξης του, στο πλευρό αυτών που δε σηκώνουν τ’ άδικο

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Ο Φεντε­ρί­κο Γκαρ­θία Λόρ­κα υπήρ­ξε μια από τις μεγα­λύ­τε­ρες μορ­φές της παγκό­σμιας λογο­τε­χνί­ας· ήταν ο ποι­η­τής και θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας που με τη ζωή και το έργο του στά­θη­κε η αφορ­μή να γνω­ρί­σου­με την Ισπα­νία του μόχθου, της αντί­στα­σης και της προόδου.

Γεν­νή­θη­κε στις 5 Ιού­νη του 1898 στο χωριό Φου­έ­ντε Βακέ­ρος (κοντά στη Γρα­νά­δα). Από­γο­νος εύπο­ρης και μορ­φω­μέ­νης οικο­γέ­νειας, είχε εξα­σφα­λι­σμέ­νη μια λαμπρή πορεία στη «ζεστα­σιά» της τάξης του. Όμως από νωρίς απο­φά­σι­σε ότι δεν θα ακο­λου­θού­σε την ήδη χαραγ­μέ­νη ρότα. Αντι­κρί­ζο­ντας τον πόνο και την φτώ­χεια της μεγά­λης μάζας των συμπα­τριω­τών του συνει­δη­το­ποί­η­σε τους «κανό­νες» του συστή­μα­τος της εκμε­τάλ­λευ­σης και ακο­λού­θη­σε ολό­ψυ­χα τον δρό­μο της σύγκρου­σης με την αδι­κία και τους εκφρα­στές της.

Παντέρ­μη

Σκά­βουν το χώμα οι πετεινοί
σκά­βουν ζητώ­ντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαί­νει η Παντέρ­μη και γυρνά.

Μαύ­ρη μαυ­ρί­λα είν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπα­κί­ρι το πετσί της
τα στή­θια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυ­πούν χωρίς συμπόνια.

―Παντέρ­μη τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
―Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πες μου, σε γνοιά­ζει εσένανε;

Ζητάω εκεί­νο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.
―Παντέρ­μη, πες ποιος ο καη­μός σου
ποιος ο αγιά­τρευ­τος καη­μός σου;

―Ποιός ο καη­μός μου; Μαύ­ρη πίσσα
εγί­νη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπί­τι σαν τρελή
σούρ­νω το ξέπλε­κο μαλλί.

―Παντέρ­μη, λού­σε το κορ­μί σου
λουσ’ το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
άσ τη και να βρει αναπαμό.

Άχου, τσιγ­γά­νι­κες ψυχές
κι όλο κρυ­φές νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρι­νά χαράματα.

Federico Garcia Lorca
(από­δο­ση: Οδυσ­σέ­ας Ελύτης)

Φιλο­μα­θής (σπού­δα­σε φιλο­σο­φία και λογο­τε­χνία ενώ πήρε πτυ­χίο και από τη Νομι­κή σχο­λή), φιλό­τε­χνος (λάτρευε τη μου­σι­κή), αντι­συμ­βα­τι­κός, άρχι­σε να γρά­φει από νεα­ρή ηλι­κία και να εκδη­λώ­νει μέσα από το έργο του την ενα­ντί­ω­σή του απέ­να­ντι στον πόλε­μο και το αντι­δρα­στι­κό πλαί­σιο της καθο­λι­κής εκκλη­σί­ας. Το ταξί­δι του στις ΗΠΑ (σε ηλι­κία 31 ετών, τη χρο­νιά που ξέσπα­σε το «κραχ»), θα στα­θεί η αφορ­μή να προ­σεγ­γί­σει από μαρ­ξι­στι­κή σκο­πιά την κατα­πί­ε­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο που «άνθι­ζε» στη μητρό­πο­λη του καπι­τα­λι­σμού. Εκεί, στη Νέα Υόρ­κη θα μπει στον κόσμο του θεάτρου.

Δυο χρό­νια αργό­τε­ρα επι­στρέ­φει στην Ισπα­νία και περιο­δεύ­ει με θία­σο σε όλη την επι­κρά­τεια. Το ανέ­βα­σμα του έργου του «Γέρ­μα» προ­κα­λεί την αντί­δρα­ση των φασι­στών που δημιουρ­γούν επει­σό­δια κατά τη διάρ­κεια των παρα­στά­σε­ων. Ο Λόρ­κα περ­νά στο στό­χα­στρο της αντίδρασης.

lorca4

Τον Ιού­λη του 1936 ο στρα­τη­γός Φράν­κο κατα­λαμ­βά­νει με πρα­ξι­κό­πη­μα την εξου­σία. Στις 19 Αυγού­στου ο Λόρ­κα του­φε­κί­ζε­ται πισώ­πλα­τα από φασί­στες παρα­κρα­τι­κούς στο Βιθνάρ (στα περί­χω­ρα της Γρα­νά­δα) στα 38 του χρό­νια, και περ­νά το κατώ­φλι της αθα­να­σί­ας για να πάρει τη θέση του δίπλα σ’ αυτούς που με τη ζωή και το έργο τους προ­σπά­θη­σαν να «μερέ­ψουν» τον άνθρω­πο και να κάνουν τον κόσμο καλύτερο.

Ισπα­νός στην κατα­γω­γή ο Λόρ­κα, μα δεν άργη­σε να “γίνει” και Αμε­ρι­κα­νός, Ρώσος, Αφρι­κα­νός, παναν­θρώ­πι­νος. Ο ποι­η­τής που με το έργο του τρα­γού­δη­σε την αγά­πη αλλά και το θάνα­το και, μισώ­ντας την αδι­κία, αντι­τά­χτη­κε στην εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο ήταν φυσι­κό να αγα­πη­θεί με πάθος αλλά και να μιση­θεί θανά­σι­μα, όπως όλοι οι αλη­θι­νά μεγάλοι.

12 Τρα­γού­δια του F.G Lorca
Από­δο­ση στα ελλη­νι­κά: Λευ­τέ­ρης Παπαδόπουλος
Μου­σι­κή: Γιάν­νης Γλέζος
Ενορ­χή­στρω­ση-Διεύ­θυν­ση: Νίκος Μαμαγκάκης
Ερμη­νεύ­ει: Γιάν­νης Πουλόπουλος
Ερμη­νεύ­ει: Έλε­να Κυρανά

1.Το τρα­γού­δι του καβαλάρη
2.Σεβιλλιάνικο νανούρισμα
3.Οι ρηγά­δες της τράπουλας
4.Το πρώ­το φιλί-Έλε­να Κυρανά
5.Θάνατος την αυγή
6.Από έρω­τα πεθαί­νουν τα κλαριά
7.Κόρντοβα
8.Μπαλκόνι
9.Αποχαιρετισμός
10.Κεφαλοδέσι-Έλενα Κυρανά
11.Χάρτινο τριαντάφυλλο
12.Μπαλάντα των τριών ποταμών

Κόρ­ντο­βα, μακρι­νή και μόνη
Κόρ­ντο­βα, μακρι­νή και μόνη

Που­λά­ρι μαύ­ρο, φεγ­γά­ρι γεμά­το κι ελιές στο δισά­κι μου
Αν και τους ξέρω τους δρό­μους, ποτέ δε θα φτά­σω στη Κόρντοβα
Αχ τι ατέ­λειω­τος δρό­μος, αχ, που­λά­ρι μου γενναίο
Ο θάνα­τος, αχ, με καρ­τε­ρά­ει, προ­τού να φτά­σω στη Κόρντοβα

Κόρ­ντο­βα, μακρι­νή και μόνη
Κόρ­ντο­βα, μακρι­νή και μόνη

Μέσα από τον κάμπο, μέσ’ από τον άνε­μο, που­λά­ρι μαύ­ρο φεγ­γά­ρι κόκκινο
ο θάνα­τος με παρα­μο­νεύ­ει, από τους Πύρ­γους της Κόρντοβα
Αχ τι ατέ­λειω­τος δρό­μος, αχ, που­λά­ρι μου γενναίο
Ο θάνα­τος, αχ, με καρ­τε­ρά­ει, προ­τού να φτά­σω στη Κόρντοβα

Κόρ­ντο­βα, μακρι­νή και μόνη
Κόρ­ντο­βα, μακρι­νή και μόνη…

Δημο­φι­λής και πολυα­γα­πη­μέ­νος ο Λόρ­κα στη χώρα μας· το έργο του (ποί­η­ση-θεα­τρι­κά έργα) απο­δό­θη­κε από σπου­δαί­ους ποι­η­τές μας και συγ­γρα­φείς και μελο­ποι­ή­θη­κε από μεγά­λους και κατα­ξιω­μέ­νους συν­θέ­τες. Τρα­γου­δή­σα­με και τρα­γου­δά­με τους στί­χους του σε στιγ­μές ανά­τα­σης, έρω­τα, χαράς ή μελαγ­χο­λί­ας, τόσο που να τον νιώ­θου­με πια «δικό» μας, έναν από τους δικούς μας μεγά­λους. Ο μονα­χι­κός καβα­λά­ρης του πάθους και του φωτός, της ποί­η­σης και του έρω­τα, που κίνη­σε για το «ταξί­δι» αν και γνώ­ρι­ζε πόσο κακο­τρά­χα­λος ήταν ο δρό­μος, θα κρα­τά πάντα μια θέση στην καρ­διά μας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο