Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φιλοσοφία της κρίσης ή κρίση της φιλοσοφίας; Α’ Μέρος

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Παρ’ όλο που πέρα­σαν 20 χρό­νια από τη χρο­νιά που κυκλο­φό­ρη­σε στα ελλη­νι­κά το εξαι­ρε­τι­κό, αλλά καθό­λου εύκο­λο βιβλίο του Ούγ­γρου μαρ­ξι­στή φιλό­σο­φου Αντράς Γκε­ντέ «Η φιλο­σο­φία της κρί­σης» (Εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», μετα­φρα­σμέ­νο από τον Απο­στό­λη Οικο­νό­μου) και το όργιο των δημο­σιευ­μά­των, βιβλί­ων και άρθρων που κυκλο­φό­ρη­σε εκεί­να τα χρό­νια «απο­δεί­χνο­ντας» ότι είχε έρθει το τέλος του μαρ­ξι­σμού, έχει κατα­λα­γιά­σει, οι εξε­λί­ξεις απο­δεί­χνουν αντί­θε­τα ότι ο μαρ­ξι­σμός χρειά­ζε­ται όσο ποτέ όχι μόνο για να κατα­λά­βου­με τον κόσμο, αλλά και για να τον αλλά­ξου­με. Το βιβλίο του Γκε­ντέ απο­τε­λεί μια απο­στο­μω­τι­κή απά­ντη­ση σ’ όσους τότε ισχυ­ρί­ζο­νταν ότι ο μαρ­ξι­σμός τελεί­ω­σε ή ότι έχει κρί­ση. Αντι­θέ­τως απο­δεί­χνει ότι η αστι­κή φιλο­σο­φία έχει κρί­ση, μια κρί­ση βαθιά και αξε­πέ­ρα­στη που δεν μπο­ρεί παρά να βαθαί­νει όσο το καπι­τα­λι­στι­κό οικο­νο­μι­κό σύστη­μα βυθί­ζε­ται όλο και περισ­σό­τε­ρο στην κρί­ση του. Κρί­ση δεν μπο­ρεί να μην έχει μια φιλο­σο­φία που δικαιο­λο­γεί ιστο­ρι­κά ξεπε­ρα­σμέ­να, «νεκρά» πράγ­μα­τα, φαι­νό­με­να ενός συστή­μα­τος χωρίς μέλ­λον, αλλά που παρου­σιά­ζει τον εαυ­τό του σαν για πάντα δοσμέ­νο και γι αυτό το λόγο προ­σπα­θεί να μονο­πω­λή­σει τη σκέ­ψη όσο και τις αγο­ρές. Σε κύμα­τα πολε­μά­ει και πολε­μού­σε το μαρ­ξι­σμό σε όλη τη διάρ­κεια της ιστο­ρι­κής πορεί­ας του παρου­σιά­ζο­ντας τη δεκα­ε­τία του ’90 του περα­σμέ­νου αιώ­να μια έξαρ­ση μετά τις ανα­τρο­πές του σοσια­λι­στι­κού «στρα­το­πέ­δου». Ωστό­σο, ουσια­στι­κά ανα­γκά­ζε­ται να απο­λο­γη­θεί απέ­να­ντι στο μαρ­ξι­σμό κι ας μην το παρα­δέ­χε­ται. Γι αυτό και προ­σπα­θεί να γυρί­σει τους ρόλους και να κάνει το μαρ­ξι­σμό να απο­λο­γη­θεί βαζο­ντάς τον στο εδώ­λιο του κατη­γο­ρού­με­νου. Ο Γκε­ντέ απο­δεί­χνει ότι όλα τα μετά το Μαρξ φιλο­σο­φι­κά ρεύ­μα­τα υπάρ­χουν με τον ένα ή τον άλλο τρό­πο σε σχέ­ση με το μαρ­ξι­σμό είτε ανα­φε­ρό­με­να σ’ αυτό, είτε πολε­μώ­ντας το, είτε απο­λο­γού­με­να είτε απο­σιω­πώ­ντας το: «Στη φιλο­σο­φι­κή συνεί­δη­ση της κρί­σης ακό­μα και η πιο αφη­ρη­μέ­νη προ­βλη­μα­τι­κή, η φαι­νο­με­νι­κά αθώα και ανι­διο­τε­λής θεμα­τι­κή του τέλους της φιλο­σο­φί­ας και της ανα­ζή­τη­σης μιας νέας φιλο­σο­φί­ας της ζωής και του είναι εμπε­ριέ­χει την αντι­πα­ρά­θε­ση με το μαρ­ξι­σμό σαν πρω­ταρ­χι­κό πρό­βλη­μά της, είτε αυτό εκφρά­ζε­ται ανοι­χτά, είτε υπο­λαν­θά­νει» (σελ. 495). Η βασι­κή αυτή σκέ­ψη περ­νά­ει σαν κόκ­κι­νο νήμα όλο το έργο. Εξε­τά­ζο­ντας τη βαθύ­τε­ρη κρί­ση της ύστε­ρης αστι­κής φιλο­σο­φί­ας ο Γκε­ντέ απο­δεί­χνει την απο­λο­γη­τι­κή της σ’ ό, τι αφο­ρά τον καπι­τα­λι­σμό μ’ όλες τις μορ­φές εμφά­νι­σής της. Πρό­κει­ται στην ουσία για μια απο­λο­γη­τι­κή-εξο­μο­λό­γη­ση μιας ενο­χής του ιστο­ρι­κά γερα­σμέ­νου καπι­τα­λι­σμού που προ­σπα­θεί να κρύ­ψει με τρό­πους είτε περισ­σό­τε­ρο είτε λιγό­τε­ρο ανοι­χτούς ή συγκα­λυμ­μέ­νους τη δική του αξε­πέ­ρα­στη κρί­ση και να την προ­βάλ­λει σαν κρί­ση του μαρ­ξι­σμού. Πάντως από το 19ο αιώ­να ο μαρ­ξι­σμός ανά­γκα­σε την αστι­κή φιλο­σο­φία σε θέση άμυ­νας- απο­λο­γί­ας, έστω μέσα από μια αμή­χα­νη επί­θε­ση. Από τότε η φιλο­σο­φία είχε χάσει με το μαρ­ξι­σμό το θεω­ρη­σια­κό της χαρα­κτή­ρα πια και έμπαι­νε στην κοι­νω­νι­κή δρά­ση κι αυτό ακρι­βώς δυσκό­λε­ψε την αστι­κή φιλο­σο­φία που μόνο ερμή­νευε και εξηγούσε.

Χρειά­ζε­ται ακό­μα η φιλοσοφία;

Ανα­κε­φα­λαιώ­νο­ντας τις εξε­λί­ξεις στην επι­στή­μη και στη φιλο­σο­φία ο Φρί­ντριχ Ένγκελς στο «Αντι-Ντί­ρινγκ», στην Εισα­γω­γή, θα πει τα εξής λόγια που έχουν προ­κα­λέ­σει προ­βλη­μα­τι­σμό και στους μαρ­ξι­στές φιλό­σο­φους: «…, ο σύγ­χρο­νος υλι­σμός είναι ουσιω­δώς δια­λε­κτι­κός και δε χρειά­ζε­ται πια μια φιλο­σο­φία πάνω από τις άλλες επι­στή­μες. Από τη στιγ­μή που απαι­τεί­ται από κάθε επι­στή­μη ξεχω­ρι­στά να ξεκα­θα­ρί­σει τη θέση της στη συνο­λι­κή συνάρ­τη­ση των πραγ­μά­των, καθώς και στη συνο­λι­κή συνάρ­τη­ση της γνώ­σης των πραγ­μά­των, η κάθε ξεχω­ρι­στή επι­στή­μη της συνο­λι­κής συνάρ­τη­σης είναι περιτ­τή. Τότε, το μόνο αυτο­τε­λές που μένει απ’ όλη την ως τότε φιλο­σο­φία, είναι η δια­δι­κα­σία του στο­χα­σμού και των νόμων του – η τυπι­κή λογι­κή και η δια­λε­κτι­κή. Όλα τα άλλα αφο­μοιώ­νο­νται μέσα στη θετι­κή επι­στή­μη της φύσης και της ιστο­ρί­ας» (Εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», σελ. 31/32). Αυτό έρχε­ται σε αντί­θε­ση με την επο­χή που η φιλο­σο­φία χρεια­ζό­ταν να γίνει ξεχω­ρι­στή επι­στή­μη στην αρχαιό­τη­τα, όταν η εμπο­ρευ­μα­τι­κή κοι­νω­νία δημιούρ­γη­σε το ερώ­τη­μα τι το κοι­νό υπάρ­χει σε πολύ δια­φο­ρε­τι­κά μετα­ξύ τους πράγ­μα­τα ώστε να εκφρά­ζο­νται σε αξί­ες εμπο­ρευ­μα­τι­κές μέσα από το νόμι­σμα. Δηλα­δή, τι είναι το πρω­ταρ­χι­κό, κοι­νό σε όλα τα πράγ­μα­τα και γι αυτό ο Αρι­στο­τέ­λης συμπέ­ρα­νε ότι χρειά­ζε­ται μια ξεχω­ρι­στή (μια «πρώ­τη») φιλο­σο­φία για να εξε­τά­σει τους κοι­νούς νόμους που κινούν την κοι­νω­νία. Επο­μέ­νως έπρε­πε να γίνει ένα πέρα­σμα από μεμο­νω­μέ­νες γνώ­σεις στη γνώ­ση της αλλη­λο­ε­πί­δρα­σης, της γενι­κής συνάρ­τη­σης των πραγ­μά­των. Η ανά­πτυ­ξη των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων, του εμπο­ρί­ου με όλα τα επα­κό­λου­θα, όξυ­ναν τις αντι­θέ­σεις στην κοι­νω­νία. Άρχι­σε και η φιλο­σο­φία να εκφρά­ζει ταξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα ανα­ζη­τώ­ντας μια συνο­λι­κό­τε­ρη εξή­γη­ση των κοι­νω­νι­κών φαι­νο­μέ­νων και ταρα­κου­νώ­ντας τις μέχρι τότε στο­χα­στι­κές παρα­δό­σεις. Η αρχαία ελλη­νι­κή φιλο­σο­φία ήταν στην αρχή μιας πιο ανε­βα­σμέ­νης βαθ­μί­δας της εμπο­ρευ­μα­τι­κής επο­χής, ο Ένγκελς ζού­σε σε μια επο­χή ραγδαί­ας επι­στη­μο­νι­κής εξέ­λι­ξης (ιδιαί­τε­ρα στις φυσι­κές επι­στή­μες) και η σκέ­ψη του έτρε­χε μπρο­στά συμπε­ραί­νο­ντας ότι από κει που χρεια­ζό­ταν μια ξεχω­ρι­στή φιλο­σο­φία, δεν χρεια­ζό­ταν πια στην επο­χή ψηλής ανά­πτυ­ξης παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων. Το θέμα θέλει βαθύ­τε­ρη αντι­με­τώ­πι­ση και δεν χωρά­ει στα πλαί­σια μιας αρθρογραφίας.

Μια γενι­κευ­μέ­νη κρί­ση συνείδησης

Ο Γκε­ντέ έγρα­ψε το βιβλίο του αυτό τη δεκα­ε­τία του ’70 και το τελευ­ταίο μέρος του «Η κατη­γο­ρού­με­νη επι­στή­μη» τη δεκα­ε­τία του ’80. Δηλα­δή όταν ακό­μα δεν φαι­νό­ταν η θύελ­λα του ’89. Ωστό­σο, ο Γκε­ντέ έβλε­πε από και­ρό τη γοη­τεία που ασκού­σαν και στο σοσια­λι­στι­κό κόσμο, αλλά και σε μαρ­ξι­στές φιλό­σο­φους η αστι­κή σκέ­ψη, συνεί­δη­ση και φιλο­σο­φία της κρί­σης. Μια φιλο­σο­φία που καλ­λιερ­γού­σε τον ανορ­θο­λο­γι­σμό, τη μοι­ρο­λα­τρία, το συμ­βι­βα­σμό, ακό­μα και το «φλερ­τά­ρι­σμα» με παρακ­μια­κά φαι­νό­με­να στο όνο­μα της ελευ­θε­ρί­ας του ατό­μου γενι­κά και αόρι­στα. Δεν ήταν λίγοι οι αστοί φιλό­σο­φοι που παρα­δέ­χο­νται την απο­τυ­χία όλων των τάσε­ων της αστι­κής φιλο­σο­φί­ας, αλλά δεν το κατο­νό­μα­ζαν έτσι. Παρου­σί­α­ζαν την απο­τυ­χία αυτή σαν γενι­κό φαι­νό­με­νο και όχι απο­κλει­στι­κά αστι­κό. Δηλα­δή απο­τυ­χία γενι­κά της φιλο­σο­φί­ας, όλης της φιλο­σο­φί­ας, όπως θεω­ρούν την κρί­ση του καπι­τα­λι­σμού κρί­ση όλου του πολι­τι­σμού γενι­κά. Μέσα από τη γενί­κευ­ση αυτή η σκέ­ψη έχει περά­σει σε μεγά­λο βαθ­μό μέχρι ιδιαί­τε­ρα σήμε­ρα που η βαθυ­νό­με­νη καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση με την απα­ξί­ω­ση ανθρώ­πι­νων αξιών, την κατάρ­γη­ση δικαιω­μά­των και τη χει­ρο­τέ­ρευ­ση της δια­βί­ω­σης έχει κάνει μαζι­κά τους ανθρώ­πους απαι­σιό­δο­ξους και ακό­μα και απελ­πι­σμέ­νους. Το «δεν πιστεύω πια σε τίπο­τα» κάνει θραύ­ση. Τελειώ­νει ο μαρ­ξι­σμός λοι­πόν; Όχι, απα­ντά­ει ο Ούγ­γρος φιλό­σο­φος «οι μαρ­ξι­στές βρί­σκο­νται σε ένα νέο ξεκί­νη­μα, μια νέα αρχή δια­τή­ρη­σης της θεμε­λια­κής τους ταυ­τό­τη­τας, τη συνέ­χι­ση της θεω­ρί­ας τους». Αυτά έλε­γε τη δεκα­ε­τία του ’90 και σήμε­ρα η βαθιά και εντει­νό­με­νη καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση απο­δεί­χνει του λόγου το αλη­θές, αλλά οι μαρ­ξι­στές έχουν να κατα­πο­λε­μή­σουν πολύ περισ­σό­τε­ρο την ολι­κή απαι­σιο­δο­ξία και δυσπι­στία του κόσμου που όσο χει­ρο­τε­ρεύ­ουν τα πράγ­μα­τα ψάχνουν λύσεις πρό­χει­ρες μέσα στα πλαί­σια του υπαρ­κτού συστήματος.

Συνε­χί­ζε­ται.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο