Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φρανκ Σινάτρα. Το άστρο του στον κινηματογράφο…

Ο Φρανκ Σινά­τρα στον κινη­μα­το­γρά­φο. Το μυα­λό πολ­λών θα πάει στα ντο­κι­μα­ντέρ για τον κορυ­φαίο τρα­γου­δι­στή της Αμε­ρι­κής, με τους εκα­το­ντά­δες εκα­τομ­μύ­ρια δίσκους, τις βιο­γρα­φι­κές προ­σεγ­γί­σεις του μύθου του, τις κινη­μα­το­γρα­φή­σεις τρα­γου­διών του, πριν από τη ζαλά­δα των βίντεο κλιπ. Θα πάει και στις θρυ­λι­κές ερω­τι­κές περι­πέ­τειες, με διά­ση­μες σταρ, τους γάμους του, τους γνω­στούς δεσμούς του, αλλά και τις παρά­νο­μες σχέ­σεις που έφτα­σαν στα άκρα. Κι ακό­μη για τις σχέ­σεις του με προ­έ­δρους των ΗΠΑ, αλλά και τις σκο­τει­νές επα­φές του με τη μαφία. Ίσως και στην ιστο­ρία που υπάρ­χει στον “Νονό” με το βαφτι­στή­ρι του, διά­ση­μο τρα­γου­δι­στή που βρί­σκε­ται στα πολύ κάτω του και ο Κορ­λε­ό­νε στέλ­νει σε σκη­νο­θέ­τη τού Χόλι­γουντ τον δικη­γό­ρο του για να τον πεί­σει να πρω­τα­γω­νι­στή­σει στην ται­νία του. Και μετά την αρχι­κή του άρνη­ση τού στέλ­νει και το κεφά­λι του αγα­πη­μέ­νου του αλό­γου κάτω από τα σεντό­νια του κρε­βα­τιού του! Μια ιστο­ρία που για πολ­λούς παρα­πέ­μπει στον Σινάτρα…

Ο Σινά­τρα, για τους θαυ­μα­στές του παρα­μέ­νει “Η Φωνή”, αλλά ταυ­τό­χρο­να διέ­γρα­ψε μια τερά­στια πορεία και στον κινη­μα­το­γρά­φο. Αν δεν ήταν “Η Φωνή”, θα μπο­ρού­σε να είναι ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους Αμε­ρι­κα­νούς ηθο­ποιούς του κινη­μα­το­γρά­φου. Ένας περί­ερ­γος ζεν πρε­μιέ, που λάτρε­ψαν οι γυναί­κες, παρό­τι δεν ήταν όμορ­φος, δεν ήταν σωμα­τώ­δης, ήταν μακριά από τα πρό­τυ­πα των “ωραί­ων” του Χόλι­γουντ και της εποχής.

Δύσκολη γέννα και δύσκολη μάνα

Σαν σήμε­ρα (12/12/1915) έρχε­ται στη ζωή ο Φράν­σις Άλμπερτ Σινά­τρα στο Χομπό­κεν του Νιου Τζέρ­σεϊ, από γονείς Ιτα­λούς μετα­νά­στες. Ο πατέ­ρας του Αντό­νιο, ένας αναλ­φά­βη­τος μπο­ξέρ που δού­λε­ψε και ως πυρο­σβέ­στης, μάλ­λον ήταν ένα αγα­θό ανθρω­πά­κι, εν αντι­θέ­σει με τη μητέ­ρα του. Την περί­φη­μη Ντό­λι, μία σκλη­ρή γυναί­κα, μία μαία που μπλέ­χθη­κε και σε ιστο­ρί­ες παρά­νο­μων υιο­θε­σιών, να τον καθο­δη­γεί και σύμ­φω­να με βιο­γρά­φους του να του ‘χει ρίξει πολύ ξύλο! Τα παι­δι­κά του χρό­νια ήταν δύσκο­λα, όπως και η γέν­να του. Ναι αυτός ο μικρο­κα­μω­μέ­νος άντρας γεν­νή­θη­κε 6,1 κιλά και μετά από δύσκο­λο τοκε­τό, καθώς χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν λαβί­δες για να βγει, τραυ­μα­τί­ζο­ντάς τον στο αρι­στε­ρό μάγου­λο, το λαι­μό και το αυτί, προ­κα­λώ­ντας του διά­τρη­ση τυμπά­νου, μια πλη­γή που παρέ­μει­νε για όλη του τη ζωή. Πολ­λά απ’ τα τραύ­μα­τά του, κυρί­ως τα σωμα­τι­κά, τα επού­λω­σε. Ορι­σμέ­να έμει­ναν για πάντα.

Από το μπελκάντο στα μιούζικαλ

Από νωρίς έδει­ξε την προ­τί­μη­σή του στο μπελ­κά­ντο και ως έφη­βος απο­φά­σι­σε να γίνει τρα­γου­δι­στής επη­ρε­α­σμέ­νος από τον αστέ­ρα της επο­χής Μπινγκ Κρό­σμπι. Παρό­τι δεν είχε μου­σι­κή παι­δεία, θα τρα­βή­ξει την προ­σο­χή του τρο­μπε­τί­στα Χάρι Τζέιμς, θα συνερ­γα­στεί με τον Τόμι Ντόρ­σεϊ για τρία χρό­νια, ενώ από το 1942 θα ακο­λου­θή­σει ατο­μι­κή καριέ­ρα για να εξε­λι­χθεί σε ένα μονα­δι­κό φαινόμενο.

Στον κινη­μα­το­γρά­φο μπαί­νει με πρω­τό­γνω­ρη αυτο­πε­ποί­θη­ση στις αρχές τις δεκα­ε­τί­ας του ’40, παί­ζο­ντας σε μιού­ζι­καλ. Το 1945 θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει μαζί με τον Τζιν Κέλι στο απο­λαυ­στι­κό “Βίρα τις Άγκυ­ρες”, ενώ το 1949 και πάλι με τον Κέλι θα γυρί­σει το μιού­ζι­καλ “Τρία Κορί­τσια και Τρεις Ναύ­τες” σε σκη­νο­θε­σία Στάν­λεϊ Ντό­νεν. Οι περισ­σό­τε­ρες απ’ τις υπό­λοι­πες ται­νί­ες του δεν θα έχουν την ίδια επι­τυ­χία και η καριέ­ρα του ως ηθο­ποιός θα βρε­θεί σε ορια­κό σημείο.

Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι

Το 1953, όμως, ο Σινά­τρα, δέχθη­κε σοφά την πρό­τα­ση του μεγά­λου Φρεντ Τσί­νε­μαν, αν και σχε­δόν χωρίς καμία αμοι­βή, να παί­ξει στο κλα­σι­κό δρά­μα “Όσο Υπάρ­χουν Άνθρω­ποι” δίπλα στον Μπαρτ Λάν­κα­στερ, την Ντέ­μπο­ρα Κερ, τον Μοντ­γκό­με­ρι Κλιφτ και την Ντό­να Ριντ. Πολ­λά Όσκαρ, ανά­με­σά τους και αυτό της Καλύ­τε­ρης Ται­νί­ας, και βεβαί­ως δικαιω­μα­τι­κά Όσκαρ Β’ Ρόλου στον Σινά­τρα, που βλέ­πει το άστρο στην κορυ­φή του χολι­γου­ντια­νού γαλαξία.

Μετά από δυο χρό­νια έρχε­ται η καλύ­τε­ρη ίσως επί­δο­σή του στον κινη­μα­το­γρά­φο, πρω­τα­γω­νι­στώ­ντας στο δρά­μα “Ο Άνθρω­πος με το Χρυ­σό Χέρι” που σκη­νο­θέ­τη­σε ο Ότο Πρέ­μι­γκερ. Ο Σινά­τρα θα είναι υπο­ψή­φιος για Όσκαρ Α’ Ανδρι­κού Ρόλου, υπο­δυό­με­νος έναν ναρ­κο­μα­νή που προ­σπα­θεί να ξεφύ­γει από τον εθι­σμό του. Εκπλη­κτι­κή ται­νία, τρο­με­ρός ο Φράνκι.

Η Συμμορία της αντροπαρέας

Το 1960 θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει στην καλτ ται­νία του Λιού­ις Μάλ­στο­ουν “Η Συμ­μο­ρία των Έντε­κα”, μια κωμι­κή περι­πέ­τεια γύρω από μία παρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νη κλο­πή ενός καζί­νο στο Λας Βέγκας. Εκεί με τη γνω­στή τρε­λή αντρο­πα­ρέα των Σάμι Ντέι­βις Τζού­νιορ, Ντιν Μάρ­τιν, Πίτερ Λόφορντ, Τζόι Μπί­σοπ, Ρίτσαρντ Κόντε, Σίζαρ Ρομέ­ρο αλλά και την κού­κλα και ερω­μέ­νη του Φράν­κι, Άντζι Ντί­κιν­σον, περισ­σό­τε­ρο θα το δια­σκε­δά­οει παρά θα δου­λέ­ψουν πάνω στο σενά­ριο και τις επι­λο­γές του σκη­νο­θέ­τη. Και σε αυτό οφεί­λε­ται η αξία της ταινίας…

Ακό­μη μερι­κές από τις πιο αξιό­λο­γες ται­νί­ες του θα είναι: “Το Στίγ­μα του Κολα­σμέ­νου” (1955), του Βιν­σέ­ντε Μινέ­λι, με την Σίρ­λεϊ ΜακΛέιν και τον Ντιν Μάρ­τιν, “Ο Άνθρω­πος της Ματζου­ρί­ας” (1962) του Τζον Φραν­κε­χάι­μερ, με την Άντζε­λα Λάν­σμπε­ρι, “Μάγκες και Κού­κλες” (1955) του Φραν­κε­χάι­μερ, με τον Μάρ­λον Μπρά­ντο, “Οι Τρο­μο­κρά­τες” (1954) του Λιού­ις Άλεν, “Υψη­λή Κοι­νω­νία” (1956) με την Γκρέις Κέλι και τον Μπινγκ Κρό­σμπι, “Το Εξπρές του Φον Ράιαν” (1965) του Μαρκ Ρόμπ­σον, με τον Τρέ­βορ Χάουαρντ.

Θα εμφα­νι­στεί συνο­λι­κά σε 58 ται­νί­ες, μιού­ζι­καλ, περι­πέ­τειες, κωμω­δί­ες, αστυ­νο­μι­κά, πολε­μι­κά, ρομα­ντι­κά και δρά­μα­τα, άλλες φορές μετα­φέ­ρο­ντας στη μεγά­λη οθό­νη αυτή τη σπά­νια λάμ­ψη ενός σταρ κι άλλες ερμη­νεύ­ο­ντας απαι­τη­τι­κούς ρόλους σαν να έχει εμπει­ρία και παι­δεία ξεχω­ρι­στή και πάνω από όλα το σπά­νιο άστρο του που δεν έσβη­σε ποτέ. Ούτε στις 14 Μαΐ­ου του 1998, όταν μετά από έμφραγ­μα έφευ­γε για πάντα, για να περά­σει στην αιωνιότητα…

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

Πάνε καλά αυτοί οι Σουηδοί;

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο