Στις 21 Οκτωβρίου 1984 πεθαίνει ο Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου Φρανσουά Τριφό. Γεννήθηκε στις 6.2.1932 στο Παρίσι. Υπήρξε από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες του κινηματογράφου, στον οποίο προσέφερε επίσης ως ηθοποιός, συγγραφέας και παραγωγός. Αρχισε τη σταδιοδρομία του ως κριτικός. Από το 1958 στράφηκε οριστικά και αποκλειστικά στη σκηνοθεσία.
Μετά το δημοτικό σχολείο έκανε θελήματα για να κερδίσει τον επιούσιο και στη συνέχεια εργάστηκε βιομηχανικός εργάτης. Δημιούργησε μία κινηματογραφική λέσχη και γνωρίστηκε με τον αρχισυντάκτη Αντρέ Μπαζέν, ο οποίος τον προέτρεψε να γράψει άρθρα για τον κινηματογράφο. Σύντομα αναδείχθηκε ο Τριφό σε έναν από τους οξυδερκέστερους και δηκτικούς κριτικούς του κινηματογράφου. Μαζί με άλλους συναδέλφους του άνοιξαν το δρόμο για το νέο κύμα και το μη εμπορικό κινηματογράφο.
Το 1956 εργάστηκε ως βοηθός του Ροσελίνι, ενώ συνεργάστηκε με τους Ζαν Λικ Γκοντάρ και Ριβέτε. Με τη μικρού μήκους ταινία του «Les Mistons» (1958) έθεσε στην πράξη τις θεωρίες του, τις οποίες συνέχισε στην ημιαυτοβιογραφική, μεγάλου μήκους ταινία του «Τα τετρακόσια χτυπήματα». Λόγω της αυστηρής κριτικής του τοποθέτησης προς το Φεστιβάλ Καννών, του απαγορεύτηκε η συμμετοχή στο διαγωνιστικό πρόγραμμα το 1958. Συμμετείχε το 1959 με «Τα τετρακόσια χτυπήματα» και πήρε το μεγάλο βραβείο για την καλύτερη σκηνοθεσία, κάτι που τον καθιέρωσε ως τον κατ’ εξοχήν ηγέτη του πρωτοεμφανιζόμενου νέου κύματος. Ακολούθησαν οι ταινίες «Πυροβολείτε τον πιανίστα» (1960), «Απολαύστε το κορμί μου» (1961), «Ζιλ και Τζιμ» (1962), «Φαρενάιτ 451» (1966), «Η νύφη φορούσε μαύρα» (1967), «Η σειρήνα του Μισισιπή» (1969). Η ταινία του «Η αμερικάνικη νύχτα» κλείνει, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, μια σκηνοθετική του περίοδο, και του δίνει το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1974.
Σε ορισμένες από τις ταινίες του ερμηνεύει πρωταγωνιστικούς ρόλους ή απλά διασχίζει την οθόνη σαν περαστικός, όπως το συνήθιζε ο Αλφρεντ Χίτσκοκ.