Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς οι εργαζόμενοι πληρώνουν για τη στήριξη του κεφαλαίου και σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης και σε κρίση αποτελεί η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ένα σημαντικό μέρος των συνταξιούχων δεν μπορούν να εξασφαλίζουν ούτε τα βασικά αγαθά και καταφεύγουν στα συσσίτια των κοινωνικών δομών, καθώς οι συντάξεις τους είναι πολύ χαμηλές. Και αυτό μόνο περίεργο δεν είναι αφού η επίθεση στα δικαιώματα ασφαλισμένων και συνταξιούχων, που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες, είναι στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου και των κομμάτων του και αφορά όλες τις χώρες της ΕΕ. Δηλαδή, δεν αποτελεί «ελληνικό φαινόμενο» εξαιτίας της κρίσης, όπως ήθελαν να μας πείσουν οι κυβερνήσεις και τα αστικά επιτελεία στη χώρα μας, για να δικαιολογήσουν τις αλλεπάλληλες αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις. Κι αν τα θύματα αυτής της επίθεσης είναι γνωστά, το ίδιο ισχύει και για τους ωφελημένους, που είναι βέβαια το κεφάλαιο, καθώς απαλλάσσεται από τις ευθύνες του στην Κοινωνική Ασφάλιση, το κράτος, που εξοικονομεί πόρους για τη στήριξη της κερδοφορίας του και, ιδιαίτερα, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται ή θα δραστηριοποιηθούν στον τομέα της ιδιωτικής ασφάλισης. Είναι και αυτό ένα συμπέρασμα χρήσιμο στον αγώνα που δίνουν αυτό το διάστημα συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων και των συνταξιούχων για σύγχρονα ασφαλιστικά δικαιώματα και συντάξεις, ενάντια στο νέο γύρο της επίθεσης στο Ασφαλιστικό.
Θεσπίζεται η «βασική σύνταξη» φτώχειας
Στη θέσπιση της λεγόμενης «βασικής σύνταξης» (Grundrente) για τους πολύ φτωχούς συνταξιούχους που έχουν εργαστεί τουλάχιστον 35 χρόνια κατέληξε τη Δευτέρα η γερμανική κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD), μπροστά στις ανησυχητικές διαστάσεις που παίρνει η «φτώχεια στα γηρατειά» στην ισχυρή καπιταλιστική χώρα.
Ωστόσο ο γραφειοκρατικός λαβύρινθος, οι αυστηρές προϋποθέσεις, οι πολλές «κατηγορίες» και «υποκατηγορίες» των δικαιούχων, αλλά και τα πενιχρά ποσά που προβλέπονται ως συμπλήρωμα στην κανονική σύνταξη, οδηγούν την πλειοψηφία των αναλυτών στη βεβαιότητα ότι η «βασική σύνταξη» δεν επαρκεί για την αποτελεσματική καταπολέμηση της φτώχειας των ηλικιωμένων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις 1,2 — 1,5 εκατ. ηλικιωμένοι με πολύ χαμηλές συντάξεις θα επωφεληθούν από αυτό το μέτρο, όπως εκτιμούν η CDU/CSU και το SPD, το κόστος αναμένεται να αγγίξει τα 1,5 δισ. ευρώ και θα καταβληθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό και όχι από τις εισφορές. Το μέτρο θα αρχίσει να εφαρμόζεται από το 2021.
Σήμερα σχεδόν το 17% των συνταξιούχων στη Γερμανία είναι βυθισμένοι στη φτώχεια ή απειλούνται από αυτήν, και υπολογίζεται πως μέχρι το 2039 το ποσοστό αυτό θα ανέλθει σε 21,6% (πάνω από 1 στους 4). Χωρίς να υπολογίζονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι που ζουν λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας. Σύμφωνα με υπολογισμούς κοινωνικών επιστημόνων, με το μέτρο της «βασικής σύνταξης» οι φτωχοί συνταξιούχοι μέχρι το 2039 θα ανέρχονται στο 18,4% των συνταξιούχων.
Συμπληρωματική «βασική σύνταξη» θα δικαιούται — σε γενικές γραμμές — όποιος μετά από τουλάχιστον 35 χρόνια ασφαλισμένης εργασίας έχει μηνιαίο εισόδημα μικρότερο από 1.250 ευρώ το μήνα (μεικτά) και 1.950 ευρώ για ένα ζευγάρι συνταξιούχων. Το μέγιστο ποσό θα είναι γύρω στα 404 ευρώ το μήνα στα δυτικά κρατίδια και στα 390 ευρώ στα ανατολικά. Το όριο της φτώχειας στη Γερμανία είναι περίπου 950 ευρώ σύμφωνα με το κόστος ζωής στη χώρα.
Πηγή: Ριζοσπάστης