Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΦΩΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (ΜΕΡΟΣ Β’)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ (Κολομβία, 1927–2014)

Ο Μάρ­κες, στην ομι­λία του με αφορ­μή το βρα­βείο Νόμπελ, το οποίο του απο­νε­μή­θη­κε το 1982, θα εκφρά­σει ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­πο­νο απέ­να­ντι στην παλαιά ήπει­ρο, μιλώ­ντας στην αίθου­σα απο­νο­μής στη νορ­βη­γι­κή πρω­τεύ­ου­σα για την ουσία της «μονα­ξιάς της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής»: «Η ερμη­νεία της δικής μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας με ξένα σχή­μα­τα συμ­βάλ­λει μονά­χα στο να μας κάνει κάθε φορά πιο άγνω­στους, κάθε φορά λιγό­τε­ρο ελεύ­θε­ρους, κάθε φορά πιο μονα­χι­κούς. Ισως η αξιο­σέ­βα­στη Ευρώ­πη θα μας κατα­λά­βαι­νε καλύ­τε­ρα, αν προ­σπα­θού­σε να μας βλέ­πει στο δικό της παρελ­θόν» θίγο­ντας το θέμα του σεβα­σμού για την λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή ταυ­τό­τη­τα, κραυ­γή πόνου που ακού­γε­ται συχνά από τον πρώ­ην (και νυν) αποι­κιο­κρα­τού­με­νο κόσμο. Λίγο παρα­κά­τω θα ανα­ρω­τιέ­ται: «Για­τί η πρω­το­τυ­πία που μας ανα­γνω­ρί­ζε­ται χωρίς επι­φυ­λά­ξεις στη λογο­τε­χνία, μας την αρνιέ­στε με κάθε είδος καχυ­πο­ψιών στις τόσο δύσκο­λές μας προ­σπά­θειες της κοι­νω­νι­κής αλλα­γής;» Αλλά και τα ακό­λου­θα λόγια στο Ο συνταγ­μα­τάρ­χης δεν έχει κανέ­ναν να του γρά­ψει είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κά για το «παρά­πο­νο» με τους Ευρω­παί­ους: «Για τους Ευρω­παί­ους η Αμε­ρι­κή του Νότου είναι ένας άντρας με μου­στά­κια, κιθά­ρα και ένα ρεβόλ­βερ […] Δεν κατα­λα­βαί­νουν το πρόβλημα».

Το θέμα της μονα­ξιάς της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής έχει ανα­λυ­θεί και από έναν άλλο σπου­δαίο συγ­γρα­φέα, τον Μεξι­κα­νό Οκτά­βιο Πας με ιδιαί­τε­ρη εστί­α­ση στο Μεξι­κό και μάλι­στα στο Ο λαβύ­ριν­θος της Μονα­ξιάς. Και μην ξεχνά­με τον τίτλο του εμβλη­μα­τι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος του Μάρ­κες, που τον έκα­νε ευρύ­τε­ρα γνω­στό, το Εκα­τόν χρό­νια μοναξιάς.

Το έργο του Μάρ­κες είναι γεμά­το από συνταγ­μα­τάρ­χες, στρα­τη­γούς κι άλλους στρα­τιω­τι­κούς. Μην ξεχνά­με, ότι η κυρί­ως ισπα­νι­κή και πορ­το­γα­λι­κή κατά­κτη­ση της Νότιας Αμε­ρι­κής δεν έφε­ρε ποτέ μια καπι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη τύπου Βόρειας Αμε­ρι­κής, αλλά εγκα­τέ­στη­σε εκεί σε μεγά­λο βαθ­μό φεου­δαρ­χι­κές σχέ­σεις, καθο­λι­κι­σμό, στρα­το­κρα­τί­ες, μεσαιω­νι­σμό με στη σύγ­χρο­νη επο­χή και χαρα­κτη­ρι­στι­κά καπι­τα­λι­σμού. Το βάσα­νο και η κατα­πί­ε­ση της από­λυ­της εξου­σί­ας, παρού­σα σε όλο το έργο του Μάρ­κες, βρί­σκει το απο­κο­ρύ­φω­μά του στο Το Φθι­νό­πω­ρο του Πατριάρ­χη, σπου­δαία συμ­βο­λή στην πλού­σια παρα­γω­γή του λεγό­με­νου «μυθι­στο­ρή­μα­τος της δικτα­το­ρί­ας», στο οποίο άλλοι μεγά­λοι δημιουρ­γοί είχαν προη­γη­θεί. Με την έννοια αυτή Το Φθι­νό­πω­ρο του Πατριάρ­χη απο­τε­λεί σημα­ντι­κή συμ­βο­λή στην ιστο­ρι­κο­πο­λι­τι­κή έρευ­να στην νοτια­με­ρι­κα­νι­κή ήπει­ρο. Επί­σης δεί­χνει πώς το έργο του Μάρ­κες συνυ­φαί­νε­ται στε­νά με την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του κόσμου του, παρ’ όλες τις μαγι­κές απο­δρά­σεις, με τις οποί­ες καθιέ­ρω­σε την έννοια του μαγι­κού ρεα­λι­σμού. Ακρι­βώς, όμως, αυτά τα μη ρεα­λι­στι­κά στοι­χεία απο­γειώ­νουν αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κάνο­ντάς την οικου­με­νι­κή και άχρο­νη, άρα και δια­χρο­νι­κή. Όπως είπα­με παρα­πά­νω, ο δικτά­το­ρας στο Το φθι­νό­πω­ρο του πατριάρ­χη έχει μια ηλι­κία, η οποία συμ­βο­λί­ζει την ατέ­λειω­τη σει­ρά δικτα­το­ριών στις συγκε­κρι­μέ­νες κοι­νω­νί­ες. Στο έργο αυτό, το πλή­θος είναι παθη­τι­κό. Περί­με­νε παθη­τι­κά το θάνα­το του τυράν­νου. Δηλα­δή βρί­σκε­ται στην άκρη σ’ ό, τι αφο­ρά το ιστο­ρι­κό γίγνε­σθαι, για­τί δεν συνέ­βα­λε στην πτώ­ση του δικτά­το­ρα-πατριάρ­χη από την εξου­σία. Το αφή­νει σε άλλους. Η μη-ανά­μει­ξη της μάζας αφή­νει τους τυράν­νους ελεύ­θε­ρους να κάνουν ο, τι θέλουν. Η μάζα ξεχύ­νε­ται βέβαια παρά­φρε­νη και ανα­κου­φι­σμέ­νη στους δρό­μους με την είδη­ση του θανά­του του πατριάρ­χη τρα­γου­δώ­ντας και ξεφα­ντώ­νο­ντας. Ο Μάρ­κες έζη­σε από την αρχή της συγ­γρα­φι­κής του στα­διο­δρο­μί­ας τη βία της κολομ­βια­νής εξου­σί­ας, ενά­ντια στην οποία είχε πάντα στα­θε­ρές από­ψεις. Η αδιά­λει­πτη υπο­στή­ρι­ξή του της κου­βα­νι­κής επα­νά­στα­σης σ’ όλη του τη ζωή, όπως και η βαθιά φιλία του με τον Φιδέλ Κάστρο ήταν η αιτία μιας μόνι­μης πολε­μι­κής ενα­ντί­ον του.

Ρομπέρτο Μπολάνιο (Χιλή, 1953–2003)

Ο Μπο­λά­νιο ήταν 20 χρο­νών, όταν στη χώρα του ο δικτά­το­ρας Πινο­σέτ κατέ­λα­βε με πρα­ξι­κό­πη­μα την εξου­σία από τον δημο­κρα­τι­κά εκλεγ­μέ­νο Σαλ­βα­δόρ Αγιέ­ντε, ο οποί­ος δολο­φο­νή­θη­κε. Το μυθι­στό­ρη­μα Μακρι­νό Αστέ­ρι κυκλο­φό­ρη­σε το 1996. Τοπο­θε­τεί­ται στη Χιλή και ξεκι­νά­ει λίγο πριν από το πρα­ξι­κό­πη­μα του Πινο­σέτ για να ολο­κλη­ρω­θεί αρκε­τά χρό­νια μετά. Πρω­τα­γω­νι­στής είναι ένα αινιγ­μα­τι­κό και σκο­τει­νό πρό­σω­πο, ο ποι­η­τής Αλβέρ­το Ρουίς — Τάγλε, ο οποί­ος συχνά­ζει σε ένα λογο­τε­χνι­κό εργα­στή­ρι, όπως και ο αφη­γη­τής. Ο από­μα­κρος ποι­η­τής ασκεί μια παρά­ξε­νη γοη­τεία, ιδί­ως στις γυναί­κες της παρέ­ας, κάποιες από τις οποί­ες, λίγο αργό­τε­ρα, κατά την περί­ο­δο της δικτα­το­ρί­ας του Πινο­σέτ, θα βασα­νί­σει και θα δολο­φο­νή­σει. Για­τί ο Ρουίς — Τάγλε δεν είναι άλλος από τον γερ­μα­νι­κής κατα­γω­γής υπο­σμη­να­γό της χιλιά­νι­κης αερο­πο­ρί­ας Κάρ­λος Βίντερ, τον εκκε­ντρι­κό πιλό­το — ποι­η­τή που γρά­φει, με τον καπνό του αερο­πλά­νου του, στον ουρα­νό της Χιλής ανα­τρι­χια­στι­κούς στί­χους, παρ­μέ­νους από τη Βίβλο. Το βιβλίο διέ­πε­ται από το κλί­μα του φόβου και της τρο­μο­κρα­τί­ας. Έχου­με δηλα­δή, το φαι­νό­με­νο της δικτα­το­ρί­ας από μια άλλη οπτι­κή γωνία. «Καλ­λι­γρά­φο των ονεί­ρων» απο­κά­λε­σε ο Ισπα­νός Ενρί­κε Βίλα-Μάτες τον ομό­τε­χνό του Χιλια­νό Ρομπέρ­το Μπο­λά­νιο με αφορ­μή το θάνα­το του τελευ­ταί­ου. Το Μακρι­νό Αστέ­ρι έχει μια ιδιόρ­ρυθ­μη δομή. Ο συγ­γρα­φέ­ας χρο­νι­κο­γρα­φεί, αλλά ανα­κα­τεύ­ει στοι­χεία αστυ­νο­μι­κού θρίλ­λερ και δια­πλέ­κει το σύνο­λο με επί μέρους ιστο­ρί­ες προ­σώ­πων. Στην αρχή έχου­με τα λεγό­με­να ποι­η­τι­κά εργα­στή­ρια με την έντο­νη σφρα­γί­δα της λογο­τε­χνι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας να ποτί­ζει την ατμό­σφαι­ρα. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή ρήση του ήταν, καθό­λου τυχαία: «Να σκο­τω­θείς σε μια τέτοια κοι­νω­νι­κή στιγ­μή είναι περιτ­τό. Το καλύ­τε­ρο είναι να μετα­μορ­φω­θείς σε ποι­η­τή.» Με την ποί­η­ση μας εισά­γει ο συγ­γρα­φέ­ας στην ιστο­ρία. Ο ανα­γνώ­στης μαθαί­νει τα πρό­σω­πα στον κύκλο των ποι­η­τών. Το πρα­ξι­κό­πη­μα δεν ανα­φέ­ρε­ται ρητώς, αλλά το κατα­λα­βαί­νου­με. Σκου­ραί­νουν τα πράγ­μα­τα και ο φόβος αρχί­ζει να περ­πα­τα­έι στις σελί­δες του βιβλί­ου μαζί με την υπό­νοια δολο­φο­νιών και των μυστη­ριω­δών εξα­φα­νί­σε­ων οι οποί­ες στη Χιλή – και όχι μόνο – έφτα­σαν στις χιλιά­δες που δε βρέ­θη­καν ποτέ μέχρι σήμε­ρα. Στο έκτο κεφά­λαιο πραγ­μα­το­ποιεί­ται μια ενα­έ­ρια επί­δει­ξη με αερο­πλά­νο. Είμα­στε στο 1974. Γρά­φο­νται στο σκο­τει­νια­σμέ­νο ουρα­νό οι εξής στίχοι:

«Ο θάνα­τος είναι φιλία
Ο θάνα­τος είναι η Χιλή
Ο θάνα­τος είναι ευθύνη
Ο θάνα­τος είναι αγάπη
Ο θάνα­τος είναι ανάπτυξη»

Έπει­τα ερχε­ται η σκη­νή στην οποία ο πιλό­τος «ποι­η­τής» του στρα­τιω­τι­κού καθε­στώ­τος Αλμπέρ­το Ρουίς-Τάγκλε, προ­σπα­θεί να βρει τη λογο­τε­χνι­κή έκφρα­ση της φασι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας του με ποι­ή­μα­τα και μανι­φέ­στα, αλλά και με φωτο­γρα­φί­ες. Παρου­σιά­ζει λοι­πόν στους καλε­σμέ­νους την ανα­τρι­χια­στι­κή έκθε­ση φωτο­γρα­φιών του, τη «νέα τέχνη», όπως τη λέει κυνι­κά. Αφή­νει τους καλε­σμέ­νους να μπουν ένας ένας. Κάποιοι βγαί­νουν εντε­λώς ανα­στα­τω­μέ­νοι. Οι πρά­ξεις του γνω­στο­ποιού­νται μέσω διη­γή­σε­ων και εικα­σιών, οι εμφα­νί­σεις του όμως, όπου και όπο­τε γίνουν, αρκούν για να προ­κα­λέ­σουν αμη­χα­νία και φόβο.

Ο δολο­φό­νος σε διαρ­κή φυγή, τελι­κά εντο­πί­ζε­ται και μάλ­λον δολο­φο­νεί­ται ο ίδιος. Έτσι του­λά­χι­στον μας δίνει το κεί­με­νο να κατα­λά­βου­με. Στο μετα­ξύ εμβό­λι­μα στο κεί­με­νο του βιβλί­ου, μαθαί­νου­με για τη φυγή, αλλά και για το βόλε­μα κάποιων προ­σώ­πων τα πρώ­τα χρό­νια της δικτα­το­ρί­ας του Πινοσέτ.

Με λίγα λόγια, το βιβλίο αυτό του Μπο­λά­νιο φέρ­νει το κλί­μα ζωής του φόβου και του τρό­μου επί της δικτα­το­ρί­ας του Πινοσέτ.

Ο Ρομπέρ­το Μπο­λά­νιο επι­νό­η­σε τον υπο­ρε­α­λι­σμό, μια λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κη μορ­φή ενός ρεύ­μα­τος που ταύ­τι­ζε ζωή και τέχνη. Επη­ρε­ά­στη­κε από μια σει­ρά καθιε­ρω­μέ­νων λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κών συγ­γρα­φέ­ων, Ήταν δυό φορές εξό­ρι­στος από τη Χιλή που την εγκα­τέ­λει­ψε ορι­στι­κά λόγω Πινο­σέτ και περι­πλα­νή­θη­κε στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή και την Ευρώ­πη. Δού­λε­ψε για την επι­βί­ω­σή του πότε ως οδο­κα­θα­ρι­στής, αγρό­της και φορ­το­εκ­φορ­τω­τής, κάτι το οποίο εκτί­μη­σαν από­λυ­τα οι ανα­γνώ­στες, οι κρι­τι­κοί και οι ομό­τε­χνοί του. Πέθα­νε σε ηλι­κία μόλις 50 ετών αφή­νο­ντας ημι­τε­λές ένα μνη­μειώ­δες έργο του πάνω από χίλιες σελί­δες, με τίτλο 2666.

Γιοκόντα Μπέλι (Νικαράγουα, 1948 — )

«Σηκώ­νο­μαι
εγώ,
γυναί­κα σαντινίστα,
που απαρ­νή­θη­κα την τάξη μου,
γεν­νη­μέ­νη μεσ’ σε που­που­λέ­νια μαξιλάρια
και λαμπε­ρές επαύλεις
έκπλη­κτη στα 20 μου χρόνια
από μια πραγματικότητα
ξένη με τα φορέ­μα­τά μου από τού­λια και πούλια,
στραμ­μέ­νη στην ιδε­ο­λο­γία των δίχως ψωμί και γη,
μελαγ­χρι­νοί στοι­βα­χτές του πλούτου
άντρες και γυναί­κες δίχως άλλο βιός απ’ τη δύνα­μή τους
και τις από­το­μες κινή­σεις τους»
[…] Σηκώ­νο­μαι να τραγουδήσω
Πάνω απ’ τους σεισμούς
Και τις στριγ­γλιά­ρι­κες, απελ­πι­σμέ­νες φωνές
Κάποιων συγ­γε­νών μου,
Που διεκ­δι­κούν τα για πάντα χαμέ­να δικαιώ­μα­τά τους,
Οργι­σμέ­νοι μπρο­στά στους απόκληρους
Που πλημ­μύ­ρι­σαν πλα­τεί­ες, θέα­τρα, ομί­λους, σχολιά,
Και που τώρα ξεχύ­νο­νται, φτω­χοί ακόμη,
Μα κύριοι της πατρί­δας και της μοί­ρας τους,
Περή­φα­νοι ανά­με­σα στους περήφανους.
Ηφαί­στεια εκτο­ξεύ­ο­ντας το μάγ­μα του πολέμου
Δέντρα που θεριεύ­ουν στο άρω­μα της θύελλας.
[…] Σηκώ­νο­μαι πάνω απ’ το κάμα­το της δουλειάς,
μαζί με κεί­νους που ποτέ δεν πεθαίνουν,
πορεύ­ο­μαι στην κορ­φή του βουνού
απο­γυ­μνώ­νο­ντας το επί­θε­το και τ’ όνο­μά μου,
εγκα­τα­λεί­πο­ντάς το μεσ’ τους αγριόθαμνους,
για ν’ αντι­κρύ­σω τον απέ­ρα­ντο ορίζοντα
της βρο­ντό­λα­λης αυγής των εργατών,
που ανοί­γουν δρόμους
με τσά­πες, ματσέ­τες και φτυάρια,
που άφη­σαν πίσω τους να συντριβούν,
κι οι γυναί­κες με τις καλα­μπο­κέ­νιες φούστες
‑όλα τα ποτά­μια χυμέ­να στα μπρά­τσα τους –
νανου­ρί­ζο­ντας τα παι­διά που γεν­νή­θη­καν στο ρυθ­μό της ελπίδας
παι­διά π’ άφη­σαν πίσω τους την ορφά­νια των καμέ­νων κτημάτων
και των δολο­φο­νη­μέ­νων πατεράδων».
Σηκώνομαι.
.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….…..

Με τους παρα­πά­νω στί­χους ξεκι­νά­ει το ποί­η­μα Τρα­γου­δώ την και­νούρ­για επο­χή της Νικα­ρα­γουα­νής Γιο­κό­ντα Μπέ­λι εμπνευ­σμέ­νο από την επα­νά­στα­ση των Σαντι­νί­στας του 1979. Η Μπέ­λι ήταν παι­δί ευκα­τά­στα­της οικο­γέ­νειας η οποία απο­φά­σι­σε να πάει με τον επα­να­στα­τη­μέ­νο λαό. Το παρα­πά­νω από­σπα­σμα, όπως και όλο το ποί­η­μα, εκφρά­ζει την από­φα­ση αυτή. Στη μεγά­λη αυτή ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση η ποι­ή­τρια εκφρά­ζει την εσω­τε­ρι­κή της πορεία από το βόλε­μα της τάξης της μέχρι το πέρα­σμά της στον ένο­πλο αγώ­να των Σαντι­νί­στας. Μετά την Επα­νά­στα­ση του 1979 η Μπέ­λι ήταν υπεύ­θυ­νη για το πολι­τι­στι­κό πρό­γραμ­μα της τηλε­ό­ρα­σης καθώς και της διεύ­θυν­σης της εφη­με­ρί­δας Barricada (Οδό­φραγ­μα). Η ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή Linea de Fuego (Γραμ­μή Πυρός) κέρ­δι­σε το 1979 το βρα­βείο Casa de las Americas (Κού­βα) καθιε­ρώ­νο­ντάς την στη σύγ­χρο­νη λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή ποί­η­ση. Ευρύ­τε­ρα γνω­στή έγι­νε όμως, με το πρώ­το της μυθι­στό­ρη­μα Η γυναί­κα φωλιά, γραμ­μέ­νο το 1988. Δηλα­δή χρό­νια μετά την Επα­νά­στα­ση, αλλά ανα­φέ­ρε­ται στην επο­χή εκεί­νη ξεκι­νώ­ντας από τα προ­ε­πα­να­στα­τι­κά χρό­νια με το σκλη­ρό παρά­νο­μο αγώνα.

Οι κατα­κόμ­βες της λευ­τε­ριάς. Μια σύντο­μη ματιά στην ιστορία

Ο August Cesar Sandino (1895–1934), από τον

οποίο το μέτω­πο των Σαντι­νί­στας πήρε τ’ όνο­μά του, εξέ­φρα­σε με τα παρα­κά­τω λόγια την από­λυ­τη επι­λο­γή ενός λαού αλυσοδεμένου:

«Εγώ θέλω πατρί­δα ελεύ­θε­ρη ή θάνατο.
Εάν πεθά­νου­με, δεν έχει σημα­σία, η υπό­θε­σή μας θα ζήσει, άλλοι
θα μας ακολουθήσουν».

Το 1963 ιδρύ­θη­κε το Μέτω­πο των Σαντι­νί­στας για την Εθνι­κή Απε­λευ­θέ­ρω­ση της Νικα­ρά­γουας, χώρα που στέ­να­ζε κάτω από την τυραν­νία της οικο­γέ­νειας Σομό­ζα με τη στή­ρι­ξη των ΗΠΑ. Ακο­λού­θη­σε μια πολύ­χρο­νη περί­ο­δος ένο­πλης πάλης που κρά­τη­σε μέχρι το 1979 όταν οι αντάρ­τες Σαντι­νί­στας κατέ­λα­βαν την πρω­τεύ­ου­σα Μανά­γουα εγκα­θι­δρύ­ο­ντας επα­να­στα­τι­κό καθε­στώς. Κατά τη διάρ­κεια του ανταρ­το­πό­λε­μου χιλιά­δες νέοι εντά­χθη­καν στις παρά­νο­μες γραμ­μές του μετώ­που ζώντας μέσα σε συν­θή­κες στε­ρή­σε­ων και κατα­τρεγ­μών. Ζού­σαν στην ύπαι­θρο καθώς και στις λαϊ­κές συνοι­κί­ες των πόλε­ων στην απί­στευ­τη εξα­θλί­ω­ση που επι­κρα­τού­σε σ’ αυτές. Επί­σης η παρα­νο­μία τους ανά­γκα­ζε να κρύ­βο­νται σε υπό­γεια κρη­σφύ­γε­τα (κατα­κόμ­βες) και από κει να εξα­πο­λύ­ουν τις επι­θέ­σεις τους ενά­ντια στο καθε­στώς του Σομό­ζα. Τους ονό­μα­ζαν «άγιους» για­τί ζού­σαν όπως οι άγιοι και οι ασκη­τές. Πολ­λοί απ’ αυτούς άφη­σαν έξο­χα ποι­η­τι­κά δείγ­μα­τα των πνευ­μα­τι­κών τους ανη­συ­χιών εκφρά­ζο­ντας με τον πιο απλό και τρυ­φε­ρό τρό­πο την αγά­πη τους για τη ζωή, την ελευ­θε­ρία, την πατρί­δα και κυρί­ως την αγά­πη τους προς τους άλλους, τους φτω­χούς της υπαί­θρου και των πόλε­ων. Ο Σαντί­νο ήταν ένας από τους θεμε­λιω­τές της παρά­δο­σης του αγώ­να για την ελευ­θε­ρία. Ηγή­θη­κε το 1927 μια λαϊ­κή εξέ­γερ­ση για αγρο­τι­κές μεταρ­ρυθ­μί­σεις και για την κατάρ­γη­ση των προ­νο­μί­ων της ολι­γαρ­χί­ας. Τότε οι ΗΠΑ επεμ­βαί­νο­ντας στη Νικα­ρά­γουα συνέ­τρι­ψαν την εξέ­γερ­ση. Ο Σαντί­νο δολο­φο­νή­θη­κε σε ενέ­δρα, όταν πήγαι­νε να συζη­τή­σει με το στρα­τη­γό Σομό­ζα, αρχη­γό της Εθνο­φρου­ράς. Τη δια­τα­γή της δολο­φο­νί­ας είχε δώσει ο Αμε­ρι­κα­νός πρε­σβευ­τής. Με τη συντρι­βή της εξέ­γερ­σης ο Σομό­ζα έγι­νε δικτά­το­ρας κυβερ­νώ­ντας με τη δυνα­στεία του τη Νικα­ρά­γουα μέχρι το 1979 όταν ανα­τρά­πη­κε από τους Σαντι­νί­στας. Η εικό­να του Τσε Γκε­βά­ρα, μετά τη δολο­φο­νία του στη Βολι­βία το 1967, βρι­σκό­ταν στους τοί­χους των κατα­κομ­βών δίπλα στην εικό­να του Σαντί­νο. Οι εισερ­χό­με­νοι στις γραμ­μές των Σαντι­νί­στας έδι­ναν όρκο στο όνο­μα των Τσε και Σαντί­νο ότι θα πεθά­νουν για την υπό­θε­ση των καταπιεσμένων.

Πολεμάμε και τραγουδάμε

Μετά την Επα­νά­στα­ση των Σαντι­νί­στας το 1979 ιδρύ­θη­καν σε όλη τη Νικα­ρά­γουα τα λεγό­με­να «Εργα­στή­ρια Ποί­η­σης» (talleres de poesía) . Ο κομα­ντά­ντε Μπα­γιάρ­δο Άρσε έδω­σε με τα εξής λόγια το στίγ­μα και το στό­χο της κάθε λαϊ­κής επα­νά­στα­σης: «Μια δημο­κρα­τι­κή κουλ­τού­ρα στην οποία θα έχει πρό­σβα­ση όλος ο λαός, όχι μόνο για να την απο­λαμ­βά­νει, αλλά και για να την παρά­γει». Εργα­στή­ρια ποί­η­σης είχαν λει­τουρ­γή­σει και πριν από την Επα­νά­στα­ση, αλλά μετά πήραν μαζι­κό και συστη­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα, όταν ο υπουρ­γός Πολι­τι­σμού, Ερνέ­στο Καρ­ντε­νάλ, ο ίδιος ποι­η­τής παγκό­σμιας εμβέ­λειας, έδω­σε πια προ­τε­ραιό­τη­τα στη δημιουρ­γία τους σε όλη τη Νικα­ρά­γουα. Γίνο­νταν και μαθή­μα­τα παγκό­σμιας ποί­η­σης και έτσι ο στρα­τιώ­της-ποι­η­τής Χοσέ Αγκίρ­ρε έλε­γε: «Γνώ­ρι­σα όχι μόνο τον Ρού­μπεν Ντα­ρίο, αλλά και ποι­η­τές όπως ο Ουί­λιαμ Ουί­λιαμς, ο Κων­στα­ντί­νος Καβά­φης, ο Ρόκε Ντάλ­τον, ακό­μα και την Ελλη­νί­δα ποι­ή­τρια Σαπ­φώ και την ποί­η­ση των Παλαι­στι­νί­ων αγωνιστών».

Σημα­σία είχε το δημιουρ­γι­κό, μορ­φω­τι­κό φτε­ρού­γι­σμα ενός λαού βασα­νι­σμέ­νου, κατα­πιε­σμέ­νου που επί τέλους άρχι­σε να μετρά­ει σαν άνθρω­πος. Η Νικα­ρά­γουα είχε ποι­η­τι­κές παρα­δό­σεις, αλλά από λίγους για λίγους στην έντε­χνη μορ­φή της και ο λαός είχε προ­φο­ρι­κές ποι­η­τι­κές ρίζες στο βαθύ παρελ­θόν του ιθα­γε­νούς πληθυσμού.

Παρ’ όλη τη βαθιά πεποί­θη­ση των αγω­νι­στών ότι το παρελ­θόν δεν θα επέ­στρε­φε στη Νικα­ρά­γουα, όπως ο ποι­η­τής Χοσέ Κορο­νέλ Ουτρέ­τσο το εξέ­φρα­σε στο ποί­η­μά του Δεν θα επι­στρέ­ψει το παρελ­θόν (Δεκέμ­βρης 1979), το παρελ­θόν επέ­στρε­ψε. Μετά τη νίκη των Σαντι­νί­στας ο Ντά­νιελ Ορτέ­γκα έγι­νε πρό­ε­δρος της χώρας. Οι ΗΠΑ επί Ρήγκαν είχαν δημιουρ­γή­σει και χρη­μα­το­δο­τή­σει το αντι­κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα των «Κόντρας» για να υπο­νο­μεύ­σουν το και­νούρ­γιο καθε­στώς το οποίο επι­πλέ­ον προ­μή­θευε όπλα στους αντάρ­τες του διπλα­νού επα­να­στα­τη­μέ­νου Ελ Σαλ­βα­δόρ. Η Νικα­ρά­γουα βυθί­ζε­ται σε εμφύ­λιο πόλε­μο. Το 1990 υπήρ­ξε μια ειρη­νι­κή ρύθ­μι­ση υπό την αιγί­δα του ΟΗΕ. Ακο­λου­θούν εκλο­γές που ο Ορτέ­γκα τις χάνει. Από τότε ο λαός της χώρας άσπρη μέρα δεν γνώ­ρι­σε, ενώ η χώρα παρου­σιά­ζει τη χαρα­κτη­ρι­στι­κή για Λατι­νι­νι­κή Αμε­ρι­κή χαώ­δη εικό­να είτε με δικτα­το­ρί­ες είτε με συμ­βι­βα­σμέ­νες (ενδε­χο­μέ­νως με το ζόρι) με το μεγά­λο κεφά­λαιο πολι­τι­κές εξου­σί­ες. Κυρί­ως των ΗΠΑ, οι οποί­ες θέλουν να ελέγ­χουν το «μαλα­κό τους υπο­γά­στριο» το τόσο πλού­σιο σε πρώ­τες ύλες.

Η φωλιά του αρχαίου ινδιάνικου πολιτισμού

Η γυναί­κα φωλιά, το πρώ­το μυθι­στό­ρη­μα της Ιοκό­ντα Μπέ­λι, όπως είπα­με, είναι έργο με έντο­νη δια­πλο­κή έρω­τα-επα­νά­στα­σης. Ακού­γε­ται ο μακρι­νός από­η­χος των ινδιά­νι­κων μύθων σαν μια όαση μαγεί­ας, αλλά και σύμ­βο­λο της πάλης του ιθα­γε­νούς πλη­θυ­σμού ενά­ντια στον Ισπα­νό κατα­κτη­τή. Ο ανα­στε­ναγ­μός πόνου και νοσταλ­γί­ας για την ιστο­ρι­κή ήττα έρχε­ται κάθε τόσο εμβό­λι­μα στη ροή της αφή­γη­σης «παί­ζο­ντας» με το παρελ­θόν και το παρόν. Παρόν και παρελ­θόν βρί­σκο­νται αδιάρ­ρη­κτα δεμέ­να μετα­ξύ τους. H τομή στη νικα­ρα­γουα­νή κοι­νω­νία πριν και μετά την επα­νά­στα­ση των Σαντι­νί­στας του 1979 βάζει την ανε­ξί­τη­λη σφρα­γί­δα της σ’ όλη την πλο­κή του βιβλί­ου, στο οποίο απο­τυ­πώ­νε­ται η σπα­ρα­χτι­κή εσω­τε­ρι­κή πορεία μιας καλο­α­να­θραμ­μέ­νης κοπέ­λας, της Λαβί­νιας, από ευκα­τά­στα­τη οικο­γέ­νεια η οποία επι­λέ­γει να στρα­τευ­θεί στον ένο­πλο αγώ­να των επα­να­στα­τών. Έντο­να παρόν λοι­πόν το αυτοβ­θιο­γρα­φι­κό στοι­χείο. Μια πορεία που εξω­τε­ρι­κεύ­ε­ται στη δρά­ση της οδη­γώ­ντας την τελι­κά στο θάνα­το. Θάνα­τος; Όχι, ο θάνα­τος είναι ψέμα, όπως λέει ο μύθος των Ινδιά­νων Μακι­ρι­τά­ρε, με τον οποίο ξεκι­νά­ει το βιβλίο και που εκφρά­ζει τη δια­λε­κτι­κή σχέ­ση ζωής και θανά­του. Η ύλη δεν πεθαί­νει, δεν εξα­φα­νί­ζε­ται, αλλά μετα­τρέ­πε­ται σε μια άλλη μορ­φή ύπαρ­ξης. Τη «νεκρή» Λαβί­νια την περι­μέ­νει για να τη δεχθεί στο γόνι­μο χώμα η «γυναί­κα φωλιά», η πανάρ­χαια, η αρχέ­γο­νη ιθα­γε­νής που σκο­τώ­θη­κε στις μάχες με τους Ισπα­νούς. Σύμ­φω­να με το μύθο θα γεν­νη­θούν ξανά, όπως η αιώ­νια ανα­γέν­νη­ση της ύλης συμ­βο­λι­κά μετου­σιω­μέ­νη εδώ στο μήνυ­μα, ότι η επα­νά­στα­ση συνε­χί­ζε­ται, παρ’ όλο που έχει ηττη­θεί προ­σω­ρι­νά. Διαβάζουμε:

«Έκλει­σα τον κύκλο: τη μοί­ρα του σπό­ρου που βλα­σταί­νει, όπως το θέλη­σαν οι πρό­γο­νοί μου.
Η Λαβί­νια τώρα είναι χώμα και χού­μο. Το πνεύ­μα της χορεύ­ει στον άνε­μο κάθε γιόμα.
Το κορ­μί της λίπα­σμα σε καρ­πε­ρούς κάμπους.….….….….….….….….….….….….….…
Βλέ­πω μεγά­λα πλή­θη να προ­χω­ρούν στους δρό­μους που ανοί­ξα­νε ο Για­ρίν­σε και οι πολε­μι­στές του σήμε­ρα, του τότε,
κανείς δεν θα ‘χει στην κατο­χή του αυτό το κορ­μί με τις λίμνες και τα ηφαίστεια,
αυτό το συνον­θύ­λευ­μα φυλών,
αυτή τη γεμά­τη δόρα­τα ιστορία,
αυτό το λαό που λατρεύ­ει το καλαμπόκι,
τη φιέ­στα στο φεγγαρόφωτο,
λαό του τρα­γου­διού και των πολύ­χρω­μων ρούχων.
Κι ούτε πεθά­να­με εκεί­νη κι εγώ χωρίς σκο­πό και κληρονομιά.
Ξανα­γυ­ρί­σα­με στη γη απ’ όπου θα ξαναγεννηθούμε.
Θα γεμί­σου­με με σαρ­κώ­δεις καρ­πούς και­νούρ­γιους καιρούς.
.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….…..
Γρή­γο­ρα θα δού­με την ημέ­ρα με την ευτυ­χία στο απο­κο­ρύ­φω­μά της, τα καρά­βια των
κατα­κτη­τών ν’ απομακρύνονται
για πάντα.
Δικά μας θα ‘ναι το χρυ­σά­φι και
το κακάο και το μάγκο
το άρω­μα του σακουανχότσε.
Ποτέ δεν πεθαί­νει αυτός που αγαπάει.»

Η αρχέ­γο­νη ινδιά­να που πάλε­ψε μέχρι θανά­του τον Ισπα­νό κατα­κτη­τή και η σύγ­χρο­νη λευ­κή επα­να­στά­τρια των Σαντι­νί­στας ξανα­γεν­νιού­νται στην επα­να­στα­τι­κή κίνη­ση που συμπλέ­κε­ται στο μυθι­στό­ρη­μα αυτό της Ιοκό­ντα Μπέ­λι με τη δια­λε­κτι­κή κίνη­ση της ύλης στο αιώ­νιο γίγνε­σθαι του θανά­του και της ανα­γέν­νη­σης. Το παρελ­θόν γεν­νά­ει το παρόν και το μέλ­λον, το παρόν και το μέλ­λον δεν μπο­ρούν να υπάρ­χουν χωρίς το παρελθόν.

Αλέχο Καρπεντιέρ (Κούβα, 1904–1980)

Δε θα μπο­ρού­σα­με να κλεί­σου­με χωρίς να αφιε­ρώ­σου­με κάποια λόγια στην Κού­βα. Η Κού­βα, ως μονα­δι­κή χώρα όπου πέτυ­χε και κρα­τή­θη­κε η επα­νά­στα­ση, είναι ένα κεφά­λαιο ξεχω­ρι­στό. Βέβαια, και η προ­ε­πα­να­στα­τι­κή Κού­βα είχε μια πλού­σια λογο­τε­χνία, η οποία αξί­ζει ιδιαί­τε­ρη προ­σο­χή. Ένα μεγά­λο όνο­μα της λογο­τε­χνί­ας του 20ου αιώ­να είναι, χωρίς αμφι­βο­λία, ο Αλέ­χο Καρ­πε­ντιέρ (1904–1980), γιος Ρωσί­δας μητέ­ρας και Γάλ­λου πατέ­ρα που είχαν μετα­να­στεύ­σει στην Κού­βα. Είναι παγκό­σμια γνω­στός. Έχει μετα­φρα­στεί σε πάμπολ­λες γλώσ­σες και τα έργα του επα­νεκ­δί­δο­νται συνε­χώς. Ο στο­χα­σμός του ξεπερ­νά­ει τα σύνο­ρα της Κού­βας και έχει πάρει παναν­θρώ­πι­νη διά­στα­ση. Ο Καρ­πε­ντιέρ υπη­ρέ­τη­σε με την τέχνη του την κου­βα­νι­κή Επα­νά­στα­ση και συνέ­βα­λε στη δια­μόρ­φω­ση μιας νοτιο­α­με­ρι­κα­νι­κής πολι­τι­στι­κής συνεί­δη­σης. Πάλε­ψε για την ενό­τη­τα των λαών της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής. Το 1979 γρά­φει το τελευ­ταίο του έργο με τίτλο Ο καθα­για­σμός της Άνοι­ξης. Στο βιβλίο αυτό περ­νά­ει μέσα από την πορεία των ηρώ­ων, μιας Ρωσί­δας (όχι τυχαία, θυμη­θεί­τε την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση του 1917 στη Ρωσία) και ενός Κου­βα­νού, όλη η ιστο­ρία της προ­ε­πα­να­στα­τι­κής Κού­βας, καθώς και η ιστο­ρία της Ευρώ­πης του 20ου αιώ­να. Το έργο τελειώ­νει με το θρί­αμ­βο της Κου­βα­νι­κής Επα­νά­στα­σης του 1959. Η «Άνοι­ξη» του τίτλου είναι η Επα­νά­στα­ση η οποία δεν άλλα­ξε μονά­χα τη συνεί­δη­ση των ηρώ­ων, αλλά και του κου­βα­νέ­ζι­κου λαού. Ένα άλλο έργο του που μετα­φρά­στη­κε στα ελλη­νι­κά με τον τίτλο Μεθό­δου Τέχνα­σμα (1974) απο­τε­λεί μια συμ­βο­λή στο μυθι­στό­ρη­μα της δικτα­το­ρί­ας. Ο πρω­τα­γω­νι­στής είναι αυτό που λέμε «πεφω­τι­σμέ­νος τύραννος».

«Είναι η ιστο­ρία ενός λατι­νο­α­με­ρι­κά­νου εθνο­σω­τή­ρα, ενός δικτά­το­ρα» δια­βά­ζου­με στην εισα­γω­γή. «Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πρό­κει­ται για έναν ήρωα φτιαγ­μέ­νο με τη συναρ­μο­γή στοι­χεί­ων που χαρα­κτη­ρί­ζουν πολυά­ριθ­μες λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κές δικτα­το­ρί­ες του παρελ­θό­ντος και του παρό­ντος. Τυράν­νους που – εμπνευ­σμέ­νοι απ΄όσους Χίτλερ και Μου­σο­λί­νι υπάρ­χουν στην ευρω­παϊ­κή ιστο­ρία – εγκα­θί­δρυ­σαν μια μέθο­δο δια­κυ­βέρ­νη­σης που τα τεχνά­σμα­τά της, πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν μέσα σε μια απέ­ρα­ντη και πολύ­πλο­κη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, […] Αυτά τα λόγια δίνουν το στίγ­μα του­τύ­που του δικτά­το­ρα της μαρ­τυ­ρι­κής για τους λαούς της ηπείρου.

Συμπερασματικά

Αρκε­τοί συγ­γρα­φείς οι οποί­οι πραγ­μα­τεύ­ο­νται τη δικτα­το­ρία, όπως είδα­με από κάποια παρα­δείγ­μα­τα, φέρ­νουν και τη μάζα στο προ­σκή­νιο. Δικτα­το­ρία και επα­νά­στα­ση είναι δύο συγκοι­νω­νού­ντα δοχεία. Παρ’ όλα αυτά, ξεχω­ρί­ζουν σε δύο είδη λογο­τε­χνι­κά: το μυθι­στό­ρη­μα της δικτα­το­ρί­ας και το μυθι­στό­ρη­μα της επα­νά­στα­σης με το τελευ­ταίο να άνθι­σε κυρί­ως στο Μεξι­κό εξαι­τί­ας της Επα­νά­στα­σης του 1910–1917. Οι συγ­γρα­φείς δίνουν την εικό­να του πλή­θους σε διά­φο­ρες δια­βαθ­μί­σεις. Είτε μένει παθη­τι­κός στη μοί­ρα του, είτε φωνά­ζει ακο­λου­θώ­ντας ηγέ­τες της στιγ­μής, είτε επα­να­στα­τεί ως ξέσπα­σμα, είτε – κι αυτό είναι το πιο προηγ­μέ­νο στά­διο – ανα­λαμ­βά­νει οργα­νω­μέ­νη την προ­σπά­θεια μιας νέας κοι­νω­νί­ας, όπως σε δύο παρα­δείγ­μα­τα που διά­λε­ξα: αυτό της Νικα­ρά­γουας με την επα­νά­στα­ση των Σαντι­νί­στας που νικά­ει για κάποια χρό­νια, αλλά προ­δί­δε­ται και αυτή της Κού­βας που μέχρι τώρα δεν έχει ανα­τρα­πεί, παρ’ όλο τον εξη­ντά­χρο­νο οικο­νο­μι­κό απο­κλει­σμό της από τις ΗΠΑ. Ένα άλλο χαρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο είναι η απει­κό­νι­ση του ντό­πιου πλη­θυ­σμού, των ιθα­γε­νών, από πολ­λούς συγ­γρα­φείς, ανά­λο­γα και με την πλη­θυ­σμια­κή παρου­σία τους σε κάθε χώρα. Διό­τι οι πλη­θυ­σμοί των νοτιο­α­με­ρι­κα­νι­κών χωρών κάθε άλλο παρά ομο­γε­νείς είναι. Σε άλλες είναι ισχυ­ρό το ιθα­γε­νι­κό στοι­χείο, σε άλλες σχε­δόν ανύ­παρ­κτο ή λίγο. Η φυλε­τι­κή παρου­σία περι­πλέ­κε­ται με τους ταξι­κούς δια­φυ­λε­τι­κούς δια­χω­ρι­σμούς. Όλα αυτά αντα­να­κλώ­νται στα έργα των συγγραφέων.

ΦΩΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ* (ΜΕΡΟΣ Α)’

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο