Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΦΩΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ* (ΜΕΡΟΣ Α)’

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Εισαγωγή

Παίρ­νο­ντας ως αφορ­μή την παρά­στα­ση που παί­χτη­κε αυτή τη σεζόν στο θέα­τρο «Αλφα» με τίτλο Ιστο­ρία ενός σκύ­λου που τον έλε­γαν πιστό του Χιλια­νού συγ­γρα­φέα Λού­ις Σεπούλ­βε­δα, θα στα­θού­με σε κάποιες λογο­τε­χνι­κές φωνές αντί­στα­σης της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής. Το συγκε­κρι­μέ­νο έργο του Σεπούλ­βε­δα πραγ­μα­τεύ­ε­ται ένα ζήτη­μα που καί­ει την αμε­ρι­κα­νι­κή ήπει­ρο: το λεγό­με­νο ιθα­γε­νι­κό, στο οποίο ο συγ­γρα­φέ­ας εφι­στά την προ­σο­χή μας. Το θέμα αυτο κατα­λαμ­βά­νει μια πολύ σπου­δαία θέση στη λογο­τε­χνία της νότιας Αμε­ρι­κής. Το υλι­κό είναι πλού­σιο και σε μεγά­λο βαθ­μό άγνω­στο στην Ελλά­δα, μια και έχουν μετα­φρα­στεί κυρί­ως οι πολύ γνω­στοί λογο­τέ­χνες της λατι­νι­κής ηπεί­ρου. Η παρά­στα­ση φέρ­νει στο προ­σκή­νιο τον αγώ­να των Μαπού­τσε, των «Ανθρώ­πων της Γης», των ιθα­γε­νών της Νότιας Χιλής που εκδιώ­χθη­καν βίαια από τη γη τους από τις μεγά­λες εται­ρί­ες υλο­το­μί­ας, οι οποί­ες για τα κέρ­δη τους κατα­στρέ­φουν τους πρά­σι­νους πνεύ­μο­νες της Γης σβή­νο­ντας μαζί και την αρχαία γνώ­ση των ντό­πιων φυλών. Βεβαί­ως, ο τρό­πος παρα­γω­γής και ζωής του ιθα­γε­νι­κού πλη­θυ­σμού ήταν αρμο­νι­κός απέ­να­ντι στη φύση. Δεν σπα­τα­λού­σαν τίπο­τα, δεν κατέ­στρε­φαν τίπο­τα. Η άγρια εισβο­λή του καπι­τα­λι­στι­κού τρό­που παρα­γω­γής με τη ληστρι­κή επι­βο­λή του στη φύση, κάνει αιώ­νες τώρα το αντί­θε­το με ολέ­θρια απο­τε­λέ­σμα­τα για όλη τη γη. Η λύση, ωστό­σο, δεν μπο­ρεί να είναι η επι­στρο­φή σε πιο πρω­τό­γο­νες μορ­φές παρα­γω­γής και ζωής. Δεν γυρί­ζει το ρολόι πίσω, αλλά με τα σύγ­χρο­να μέσα είναι κάλ­λι­στα δυνα­τόν να γίνο­νται όλα με σεβα­σμό για τη φύση. Εμπό­διο είναι το οικο­νο­μι­κό σύστη­μα που στη­ρί­ζε­ται στα υπερ­κέρ­δη των ολί­γων. Αυτό λοι­πόν πρέ­πει να ανατραπεί.

Θα στα­θώ σε κάποιους συγ­γρα­φείς της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής. Σε κάποιους, λέω, για­τί είναι πολ­λές οι χώρες, πολ­λοί οι συγ­γρα­φείς, τερά­στια η λογο­τε­χνι­κή δημιουρ­γία . Άλλοι τόσοι αξιο­λο­γό­τα­τοι θα μπο­ρού­σαν να αναφερθούν.
Οι συγ­γρα­φείς που παρου­σιά­ζο­νται εδώ, σήκω­σαν φωνή αντί­στα­σης στα κακώς κεί­με­να της νοτιο­α­με­ρι­κα­νι­κής ηπεί­ρου, στην κραυ­γα­λέα αδι­κία, άλλοι εντο­πί­ζο­ντας ευθέ­ως τα αίτια, τους υπεύ­θυ­νους, άλλοι είτε καθό­λου είτε σε λιγό­τε­ρο βαθ­μό. Στη Νότια Αμε­ρι­κή, όχι μόνο τη λατι­νι­κή, πολ­λοί ανα­γκά­στη­καν να δια­λέ­ξουν πιο από­κρυ­φες, πιο «κου­κου­λω­μέ­νες» μορ­φές έκφρα­σης της κοι­νω­νι­κής δια­μαρ­τυ­ρί­ας τους κωδι­κο­ποιώ­ντας με αλλη­γο­ρί­ες και συμ­βο­λι­σμούς την κραυ­γή τους ενά­ντια στην αδι­κία. Οι συνέ­πειες για τους δια­μαρ­τυ­ρώ­με­νους συγ­γρα­φείς ‑και όχι μόνο τους συγγραφείς‑, ήταν πολ­λές φορές φοβε­ρές. Φυλα­κί­σεις, διωγ­μοί, βασα­νι­στή­ρια, εξα­φα­νί­σεις μέχρι πρό­σφα­τα. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά γρά­φει ο Περου­βια­νός ιστο­ρι­κός της λογο­τε­χνί­ας Χοσέ Μιγέλ Οβιέ­δο, στη μεγά­λη τετρά­το­μη ιστο­ρία του της ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νι­κής λογο­τε­χνί­ας: «Η πολι­τι­κή ιστο­ρία δεν είναι το θέμα μας, αλλά στη διάρ­κεια διά­φο­ρων δεκα­ε­τιών η πολι­τι­κή πλευ­ρά, η οποία πάντα ήταν ανα­μειγ­μέ­νη με τη δια­νοη­τι­κή μας ζωή, δεν ήταν μόνο μια σημα­ντι­κή υπό­θε­ση για πολ­λούς σπου­δαί­ους συγ­γρα­φείς – […] αλλά άγγι­ζε τη δική τους ζωή και τη ζωή ολό­κλη­ρων λαών. Οι βασι­κές εμπει­ρί­ες που υπέ­στη­σαν στην εν λόγω περί­ο­δο , ήταν εξο­ρί­ες, φυλα­κές, βασα­νι­στή­ρια και θάνα­το. Όλα αυτά είναι μορ­φές φίμω­σης της δημιουρ­γι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας που έγι­νε μέρος της πολι­τι­κής του δικτα­το­ρι­κού κρά­τους ([…]) παρά­γο­ντας, έτσι, την παρά­λυ­ση του δημιουρ­γι­κού προ­τσές με κατα­στρο­φι­κές συνέ­πειες. Πόσα έργα δεν έχουν γρα­φτεί μέσα στο κλί­μα του εκφο­βι­σμού; Δύσκο­λο να μαθευ­τεί. Επι­κρα­τού­σε ένα γενι­κευ­μέ­νο κλί­μα βίας και πολι­τι­κής μισαλ­λο­δο­ξί­ας το οποίο επη­ρέ­α­ζε τόσο αναλ­φά­βη­τους αγρό­τες όσο τους δια­νο­ού­με­νους και καλ­λι­τέ­χνες. Ελά­χι­στοι από τους υπεύ­θυ­νους για την εξα­φά­νι­ση χιλιά­δων και των χιλιά­δων θανά­των έχουν τεθεί μπρο­στά στις ευθύ­νες τους: η παλιά πλη­γή είναι ακό­μα ανοι­χτή» (José Miguel Oviedo, Historia de la Literatura Hispanoamericana 4, σελ. 416–420).

Αυτά τα λόγια γρά­φτη­καν το 2012. Δεν πέρα­σαν πολ­λά χρό­νια δηλαδή.

Εγκαι­νιά­στη­κε λοι­πόν από τα μέσα του 19ου αιώ­να στη Νότια Αμε­ρι­κή ένα είδος λογο­τε­χνί­ας το οποίο ονο­μά­στη­κε «λογο­τε­χνία της δικτα­το­ρί­ας». Το είδος θα είχε εκφρα­στές και σε άλλους ηπεί­ρους, αλλά η Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή παρέ­μει­νε η πρώ­τη λόγω της από τότε ατέ­λειω­της σει­ράς δικτα­το­ριών και στρα­τιω­τι­κών πρα­ξι­κο­πη­μά­των. Έτσι, ο δικτά­το­ρας στο Το φθι­νό­πω­ρο του πατριάρ­χη του Κολομ­βια­νού Γκα­μπριέλ Γκαρ­σία Μάρ­κες έχει μια ηλι­κία, που κυμαί­νε­ται ανά­με­σα στα «107 και τα 232 χρό­νια» συμ­βο­λί­ζο­ντας την ατέ­λειω­τη ακο­λου­θία των δικτα­τό­ρων. Ούτε ο ίδιος δεν γνω­ρί­ζει την ηλι­κία του. Κι εμείς δεν ξέρου­με καν μήπως έχει πεθά­νει και αντι­κα­τα­στα­θεί από άλλο δικτά­το­ρα, από άλλον από­λυ­το εξου­σια­στή με το ίδιο όνο­μα. Δεν έχει σημα­σία. Οι αρχές χει­ρα­γω­γούν τα πάντα, ακό­μα και τον ιστο­ρι­κό χρό­νο καλ­λιερ­γώ­ντας στους υπή­κο­ους την αίσθη­ση της αιω­νιό­τη­τας της δικτα­το­ρι­κής εξου­σί­ας, κάτω από την οποία στενάζουν.

ΑΟΥΓΚΟΥΣΤΟ ΡΟΑ ΜΠΑΣΤΟΣ (Παραγουάη, 1917–2005)

Ο Παρα­γουα­νός αυτός συγ­γρα­φέ­ας είναι αναμ­φι­σβή­τη­τα μία από τις μεγά­λες μορ­φές των λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κών γραμ­μά­των. Το 1947 εξο­ρί­στη­κε από το δικτα­το­ρι­κό καθε­στώς του Στρέσ­νερ που του αφαί­ρε­σε την υπη­κο­ό­τη­τα για τη συμ­με­το­χή του στο αντι­δι­κτα­το­ρι­κό κίνη­μα. Έζη­σε 30 χρό­νια εξό­ρι­στος, πρώ­τα στην Αργε­ντι­νή μέχρι να γίνει κι εκεί στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα και μετά στη Γαλ­λία. Το 1995 επέ­στρε­ψε ορι­στι­κά στη χώρα του. Τα έργα του απο­πνέ­ουν την αγά­πη του για την πατρί­δα και το λαό της. Μοχλός γύρω από τον οποίο περι­στρέ­φε­ται η πλο­κή των έργων του, είτε πεζά είτε θεα­τρι­κά, είναι η ιδέα της ελευ­θε­ρί­ας ενά­ντια σε κάθε είδους κατα­πί­ε­σης. Το 1974 κυκλο­φο­ρεί το εμβλη­μα­τι­κό Εγώ ο Υπέρ­τα­τος (Yo el Supremo). Για το μυθι­στό­ρη­μα αυτό απο­τέ­λε­σε «μοντέ­λο» ο δικτά­το­ρας δρ. Χοσέ Γκά­σπαρ Ροντρί­γκες ντε Φράν­σια. ‘Οταν το 1810 οι Κρε­ο­λοί είχαν δια­κυ­ρή­ξει την ανε­ξαρ­τη­σία της Παρα­γουά­ης, η και­νούρ­για κυβέρ­νη­ση δεν μπο­ρού­σε να θέσει υπό έλεγ­χο την αναρ­χία που ξέσπα­σε στη χώρα και ο δικη­γό­ρος Ντε Φράν­σια πρό­σφε­ρε να ανα­λά­βει μόνος του τη δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας, την οποία τελι­κά ανέ­λα­βε μέχρι το 1840. Αν δεν το είχε κάνει, η χώρα μάλ­λον θα είχε ενσω­μα­τω­θεί σε κάποια από τις όμορ­ρες χώρες ή που­λη­θεί απο τη ντό­πια ολι­γαρ­χία στη δύνα­μη που θα πρό­σφε­ρε τα περισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα ή θα είχε μεί­νει το πει­ρα­μα­τό­ζωο των Ιησου­ϊ­τών. Η Παρα­γουάη είναι ένα από τα πολ­λά παρα­δείγ­μα­τα αποι­κιο­κρα­τού­με­νων χωρών που δεν το αφή­νουν είτε οι ξένες δυνά­μες- αποι­κιο­κρά­τες είτε οι ντό­πιες ολι­γαρ­χί­ες να ανε­ξαρ­τη­το­ποι­η­θούν. Ιδού και οι δικτα­το­ρί­ες. Πολ­λοί έχουν ανα­ρω­τη­θεί αν θα μπο­ρού­σε να γίνει αλλιώς. Υπάρ­χουν Λατι­νο­α­με­ρι­κα­νοί δικτά­το­ρες οι οποί­οι όντως απέ­κτη­σαν για τη χώρα τους και κρά­τη­σαν κάτι σαν εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, αλλά βεβαί­ως με κοι­νω­νί­ες με έντο­νους ταξι­κούς δια­χω­ρι­σμούς. Μέσα στα πλαί­σια ενός παγκό­σμιου καπι­τα­λι­σμού δεν πρό­κει­ται να κατα­κτη­θεί η πραγ­μα­τι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, αφού οι αποι­κιο­κρα­τι­κές δυνά­μεις έβα­λαν τις δομές για μια μόνι­μη υπο­α­νά­πτυ­ξη για χάρη της δικής τους ανά­πτυ­ξης. Ο Δρ. ντε Φράν­σια έδιω­ξε πράγ­μα­τι όλους τους «γραμ­μα­τείς και φαρι­σαί­ους» από το ναό, τη χώρα δηλα­δή, την οποία δια­χει­ρι­ζό­ταν από κει και πέρα ως ατο­μι­κή του ιδιοκτησία.Το 1817 διο­ρί­στη­κε Δικτά­το­ρας για όλη τη ζωή του και έδω­σε στον εαυ­τό του τον τίτλο «El Supremo». Δηλα­δή, ο Υπέρ­τα­τος. Μπο­ρεί να ήταν ένας από τους λίγους «πεφω­τι­σμέ­νους» δικτά­το­ρες. Έτσι λέγε­ται ότι είχε δια­βά­σει πολ­λά βιβλία, όπως των Γάλ­λων Δια­φω­τι­στών Βολ­ταί­ρο, Ρου­σό, Μοντε­σκιέ, Ντι­ντε­ρό, αλλά και τον Ιού­λιο Καί­σα­ρα, και βεβαί­ως τον Μακια­βέ­λι, αλλά και τον Ντον Κιχώ­τη του Ισπα­νού Σερ­βά­ντες. Λέγε­ται επί­σης ότι η βιβλιο­θή­κη του ήταν η μόνη βιβλιο­θή­κη στην Παρα­γουάη. Ωστό­σο, αυτό δεν τον έκα­νε και λιγό­τε­ρο δικτά­το­ρα. Αυτός λοι­πόν ήταν το ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο-μοντέ­λο που ενέ­πνευ­σε τον Ρόα Μπά­στος να γρά­ψει το Εγώ ο Υπέρ­τα­τος. Δεν είναι το μόνο παρά­δειγ­μα στη λογο­τε­χνία της Λατι­νι­κής και γενι­κά της Νότιας Αμε­ρι­κής, όπου ο συγ­γρα­φέ­ας δια­λέ­γει ένα ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο ως πρω­τα­γω­νι­στή για να καταγ­γεί­λει το δικτά­το­ρα των ημε­ρών του σε μια προ­σπά­θεια να γλι­τώ­σει τη σύλ­λη­ψη ή το διωγ­μό του. Εγώ ο Υπέρ­τα­τος ανή­κει μαζί με το Υιος του Ανθρώ­που (1960) και το Ο εισαγ­γε­λέ­ας (1989) σε μια τρι­λο­γία που καταγ­γέλ­λει τον από­λυ­το σφε­τε­ρι­σμό της εξου­σί­ας από έναν δικτά­το­ρα και τον πολύ­μορ­φο μηχα­νι­σμό κατα­πί­ε­σης του λαού.

Το 1995 ο Ρόα Μπά­στος έγρα­ψε το Η κυρία Σουί φωτί­ζο­ντας μια άλλη πλευ­ρά του κατα­πιε­στι­κού μηχα­νι­σμόυ μέσα από τη θέση μιας γυναί­κας. Είναι μια ιστο­ρία που βασί­ζε­ται σε πραγ­μα­τι­κά γεγο­νό­τα. Η ηρω­ί­δα έζη­σε στην Παρα­γουάη τα χρό­νια 1960–1970. Έγι­νε δια της βίας παλ­λα­κί­δα του δικτά­το­ρα (θυμί­ζει την ιστο­ρία του μυθι­στο­ρή­μα­τος του Μάριο Βάρ­γκας Ιόσα Η φιέ­στα του τρά­γου, όπου ένας δημό­σιος υπάλ­λη­λος εκδί­δει την έφη­βη κόρη του στο δικτά­το­ρα Τρου­χί­γιο της Ντο­μι­νι­κα­νής Δημο­κρα­τί­ας για να εξα­σφα­λί­σει μια καλύ­τε­ρη καριέ­ρα) και πει­θή­νιο όργα­νο ενός συστή­μα­τος που έβλε­πε στην εκπόρ­νευ­ση της γυναί­κας απο­τε­λε­σμα­τι­κή μέθο­δο για να στε­ρε­ώ­σει τη δια­φθο­ρά. Ουσια­στι­κά, όμως, ένας ολό­κλη­ρος λαός καλεί­ται να «εκπορ­νεύ­ε­ται» αν θέλει να φάει ή να «προ­κό­ψει». Η ηρω­ί­δα στο «Η κυρία Σουί» του Ρόα Μπά­στος αντι­προ­σω­πεύ­ει γι αυτό έναν ολό­κλη­ρο λαό που, ωστό­σο, στο έργο του δια­τη­ρεί άθι­κτη την αξιο­πρέ­πειά του, την εσω­τε­ρι­κή του ελευ­θε­ρία και τα ιδα­νι­κά του. Αυτό είναι το μήνυ­μα που μας στέλ­νει ο συγ­γρα­φέ­ας. Ο θάνα­τος της Κυρί­ας Σουί και του πολι­τι­κού φυγά­δα συμ­βο­λί­ζει την ηθι­κή νίκη του λαού της Παρα­γουά­ης που αντι­στέ­κε­ται με τα μέσα που δια­θέ­τει: το όνει­ρο και το ιδα­νι­κό στην περί­πτω­ση της ηρω­ί­δας και τον πολι­τι­κό αγώ­να στην περί­πτω­ση του φυγάδα.
Ο Ρόα Μπά­στος αγω­νί­στη­κε και υπέρ των δικαιω­μά­των του ιθα­γε­νή πλη­θυ­σμού. Ήξε­ρε και δίδα­σκε το γκουα­ρα­νί, τη δεύ­τε­ρη επί­ση­μη γλώσ­σα της Παρα­γουά­ης. Αξιο­ση­μεί­ω­το είναι, ότι η Παρα­γουάη είναι η μόνη χώρα της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής όπου η γλώσ­σα του ντό­πιου πλυ­θυ­σμού, των «ινδιά­νων», είναι επί­ση­μη δίπλα στα ισπανικά.

Αουγκούστο Μοντερόσο (Γουατεμάλα, 1921–2003)

Ο Αου­γκού­στο Μοντε­ρό­σο, στην Ελλά­δα γνω­στός για το αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό διή­γη­μά του Ο δει­νό­σαυ­ρος, γεν­νή­θη­κε στην πρω­τεύ­ου­σα της Ονδού­ρας από μητέ­ρα Ονδου­ρέ­ζα και πατέ­ρα Γουα­τε­μα­λέ­ζο. Στα δεκα­πέ­ντε του χρό­νια η οικο­γέ­νειά του μετα­κό­μι­σε στη Γουα­τε­μά­λα. Ανα­γκά­στη­κε να φύγει στο Μεξι­κό λόγω των πολι­τι­κών του δρα­στη­ριο­τή­των ενά­ντια στη δικτα­το­ρία του Χόρ­χε Ουμπί­κο. Μόνο κατά τη διάρ­κεια των δημο­κρα­τι­κών κυβερ­νή­σε­ων των Αρέ­βα­λο και Άρμπενς επέ­στρε­ψε στη χώρα του ανα­λαμ­βά­νο­ντας διπλω­μα­τι­κές θέσεις στο Μεξι­κό και τη Βολι­βία. Όταν ανα­τρά­πη­κε ο Χακό­μπο Άρμπενς το 1954 από πρα­ξι­κό­πη­μα της ΣΙΑ για χάρη των συμ­φε­ρό­ντων της εται­ρί­ας μπα­νά­νας United Fruit Company (το λεγό­με­νο «πρα­ξι­κό­πη­μα της μπα­νά­νας»), παραι­τή­θη­κε από το αξί­ω­μά του, αυτο­ε­ξο­ρί­στη­κε στη Χιλή για 2 χρό­νια και επέ­στρε­ψε στο Μεξι­κό, όπου παρέ­μει­νε ορι­στι­κά και δημιούρ­γη­σε σχε­δόν όλο το έργο του. Η διή­γη­ση «Μίστερ Τέϋ­λορ» γρά­φτη­κε στη Βολι­βία το 1954, σημα­δια­κή χρο­νιά δηλα­δή και παρου­σιά­ζε­ται σαν ένα πραγ­μα­τι­κό ανέκ­δο­το το οποίο κάποιος αφη­γεί­ται μπρο­στά σ’ ένα ακρο­α­τή­ριο από φίλους που ανταλ­λάσ­σουν ιστο­ρί­ες δια­σκε­δα­στι­κές. Η διή­γη­ση δεν μιλά­ει για ένα συγκε­κρι­μέ­νο δικτά­το­ρα, αλλά απο­κα­λύ­πτει το μηχα­νι­σμό της δικτα­το­ρί­ας του κεφα­λαί­ου μιας χώρας η οποία θεω­ρεί τον εαυ­τό της το άκρο άωτον της δημο­κρα­τί­ας. Η «δημο­κρα­τία» αυτή δεν διστά­ζει να εξο­λο­θρεύ­ει ολό­κλη­ρους ιθα­γε­νείς πλη­θυ­σμούς για τα κέρ­δη της. Μια εξο­λό­θρευ­ση που σ’ αυτή την περί­πτω­ση καλ­λιερ­γεί και εξυ­πη­ρε­τεί κυνι­κό­τα­τα μια μόδα στην κοι­νω­νία του «λευ­κού Βορρά».

Ο «Μίστερ Τέϋ­λορ» είναι ίσως το πιο γνω­στό έργο του συγ­γρα­φέα. Είναι η ιστο­ρία ενός Αμε­ρι­κα­νού του­ρί­στα που τυχαία ανα­κα­λύ­πτει την οικο­νο­μι­κή και του­ρι­στι­κή αξία των «σμι­κρυ­μέ­νων κεφα­λιών» που παρά­γει μια γηγε­νής φυλή σε μια λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή χώρα. Μια ιστο­ρία που μας κάνει να γελά­σου­με, αλλά σίγου­ρα και να προ­βλη­μα­τι­στού­με με το ηθι­κό και πολι­τι­κό δίδαγ­μά του. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το διή­γη­μα είναι μια παρα­βο­λή του οικο­νο­μι­κού και πολι­τι­στι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού ενός ισχυ­ρού έθνους το οποίο κυριαρ­χεί πάνω σ’ ένα άλλο έθνος εξαρ­τη­μέ­νο. Η εφευ­ρε­τι­κό­τη­τα και η εμπο­ρι­κή αρπα­κτι­κό­τη­τα του γκρί­γκο, η ανα­πό­φευ­κτη υπο­βάθ­μι­ση των ινδιά­νι­κων παρα­δό­σε­ων προς όφε­λος της μαζι­κής κατα­νά­λω­σης, η υπο­τα­γή των τοπι­κών αρχό­ντων, η φαντα­σιό­πλη­κτη ελπί­δα να θέλεις να βγεις από τη φτώ­χεια παρά­γο­ντας «νεω­τε­ρι­σμούς» για το ξένο εμπό­ριο για να στα­χυο­λο­γή­σου­με μερι­κά από τα μηνύ­μα­τα στα οποία είναι τόσο πλού­σιο το διή­γη­μα «Μίστερ Τέϋ­λορ». Το συμ­βό­λαιο για να πωλη­θούν στις ΗΠΑ τα συμπιε­σμέ­να κεφά­λια από το Αμα­ζό­νιο παρα­χω­ρεί­ται απο­κλει­στι­κά για «ενε­νή­ντα εννιά χρό­νια» και θυμί­ζει την παρα­χώ­ρη­ση του κανα­λιού του Πανα­μά, ενώ η μνεία «ενός ανα­ψυ­κτι­κού πολύ κρύ­ου» ανα­φέ­ρε­ται ολο­φά­νε­ρα στην παντα­χού παρού­σα Κόκα-κόλα κλπ. Η εμπο­ρι­κή αυτή περι­πέ­τεια καλύ­πτει γρή­γο­ρα όλη την προ­μη­θεύ­τρια χώρα και δημιουρ­γεί μια κρί­ση στην μητρό­πο­λη τελειώ­νο­ντας τρα­γι­κά για τον Μίστερ Τέϋ­λορ. Η ζήτη­ση κεφα­λιών είναι τόσο μεγά­λη που σχε­δόν δεν μένει κανέ­νας ζωντανός.

Ο Μίστερ Τέϋ­λορ λοι­πόν, κάνει καριέρα.

«Ύστε­ρα από κάποιους μήνες στην πατρί­δα του Μίστερ Τέϋ­λορ τα κεφά­λια απέ­κτη­σαν τέτοια ζήτη­ση που δεν την ξεχνά­με. Στην αρχή ήταν προ­νό­μιο των πιο εύπο­ρων οικο­γε­νειών, όμως η Δημο­κρα­τία είναι Δημο­κρα­τία και κανείς δεν μπο­ρεί να το αρνη­θεί και σε λίγες βδο­μά­δες μπό­ρε­σαν να τα απο­κτή­σουν μέχρι και οι δάσκα­λοι του σχο­λεί­ου. Ένα σπί­τι χωρίς το ανά­λο­γο κεφά­λι εθε­ω­ρεί­το σπί­τι απο­τυ­χη­μέ­νο. Γρή­γο­ρα ήρθαν οι συλ­λέ­κτες και μαζί με κεί­νους και οι αντι­φά­σεις. Το να είχες 17 κεφά­λια έφτα­σε να θεω­ρεί­ται κακό­γου­στο, ενώ ήταν καλό να έχεις 11.»

[…]

«Και ο Μίστερ Τέϋ­λορ; Αυτό τον χρό­νο είχε διο­ρι­στεί μονα­δι­κός σύμ­βου­λος του Συνταγ­μα­τι­κού Προ­έ­δρου. Τώρα, και σαν παρά­δειγ­μα αυτού που μπο­ρεί να κατα­φέ­ρει η ατο­μι­κή προ­σπά­θεια, είχε απο­κτή­σει τερά­στια περιου­σία. Αυτό δεν του δημιουρ­γού­σε τύψεις, για­τί είχε δια­βά­σει στον τελευ­ταίο τόμο των Απά­ντων του Ουί­λιαμ Τζ. Νάϊτ πώς το να είσαι εκα­τομ­μυ­ριού­χος δεν είναι ατι­μία, αρκεί να μην περι­φρο­νείς τους φτωχούς.
Πιστεύω ότι μ’ αυτήν θα είναι η δεύ­τε­ρη φορά που λέω πως δεν είναι όλοι οι και­ροί καλοί. Δεδο­μέ­νης της ευε­ξί­ας του εμπο­ρί­ου έφτα­σε η στιγ­μή που από το γει­το­νι­κό χώρο είχαν μεί­νει μόνο οι αρχές, οι σύζυ­γοί τους και οι δημο­σιο­γρά­φοι και οι σύζυ­γοί τους. Χωρίς μεγά­λη προ­σπά­θεια ο εγκέ­φα­λος του Μίστερ Τέϋ­λορ σκέ­φτη­κε ότι το μονα­δι­κό φάρ­μα­κο ήταν ν’ αρχί­σουν τον πόλε­μο με τις γει­το­νι­κές φυλές. Για­τί όχι; Η πρό­ο­δος, βλέπετε.
Με τη βοή­θεια κάποιων μικρών κανο­νιών η πρώ­τη φυλή απο­κε­φα­λί­στη­κε μόλις μέσα σε τρεις μήνες. Ο Μίστερ Τέϋ­λορ από­λαυ­σε τη δόξα της επέ­κτα­σης της εξου­σί­ας του.

Μετά ήρθε η σει­ρά της δεύ­τε­ρης φυλής, της τρί­της, της τέταρ­της, της πέμ­πτης. Η πρό­ο­δος επε­κτά­θη­κε με τέτοια ταχύ­τη­τα που έφθα­σε η ώρα που παρά τις προ­σπά­θειες των τεχνι­κών δεν στά­θη­κε δυνα­τόν να βρουν γει­το­νι­κές φυλές για να τους κηρύ­ξουν τον πόλε­μο. Ήταν η αρχή του τέλους».

[…]

Ήρθε η τελευ­ταία κρί­ση. Ο Μίστερ Ρόλ­στον ζητού­σε και ζητού­σε απελ­πι­σμέ­νος περισ­σό­τε­ρα κεφά­λια. Παρ’ όλο που οι μετο­χές της Εται­ρί­ας είχαν υπο­στεί μια από­το­μη πτώ­ση, ο Μίστερ Ρόλ­στον πίστευε ότι ο ανι­ψιός του θα έκα­νε κάτι που θα τον έβγα­ζε από εκεί­νη την κατά­στα­ση. Οι απο­στο­λές, άλλο­τε καθη­με­ρι­νές, λιγό­στε­ψαν σε μία ανά μήνα πλέ­ον με οτι­δή­πο­τε, με κεφά­λια παι­διών, κυριών, βου­λευ­τών. Ξαφ­νι­κά στα­μά­τη­σαν εξ ολοκλήρου.
Μια Παρα­σκευή ψυχρή και γκρί­ζα ο Μίστερ Ρόλ­στον γυρί­ζο­ντας από το Χρη­μα­τι­στή­ριο και μπα­φια­σμέ­νος ακό­μα από τις κραυ­γές και το αξιο­θρή­νη­το θέα­μα του πανι­κού των συνα­δέρ­φων του, απο­φά­σι­σε να πηδή­ξει από το παρά­θυ­ρο (αντί να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει το πιστό­λι, ο θόρυ­βος του οποί­ου θα τον είχε γεμί­σει τρό­μο), όταν ανοί­γο­ντας ένα ταχυ­δρο­μι­κό πακέ­το βρή­κε το κεφά­λι του Μίστερ Τέϋ­λορ που του χαμο­γε­λού­σε από μακριά, από το άγριο Αμα­ζό­νιο, μ’ ένα ψεύ­τι­κο παι­δι­κό χαμό­γε­λο που έμοια­ζε να του λέει: «Συγ­γνώ­μη, συγ­γνώ­μη, δεν θα το ξανακάνω».»

Μαρτίν Λουίς Γκουζμάν (Μεξικό, 1887–1976)

Το Μεξι­κό είναι η χώρα όπου ανα­πτύ­χθη­κε το αντί­βα­ρο του μυθι­στο­ρή­μα­τος της δικτα­το­ρί­ας: το μυθι­στό­ρη­μα της επα­νά­στα­σης στον από­η­χο της Μεξι­κα­νι­κής Επα­νά­στα­σης του 1910–1917. Ο Μαρ­τίν Λουίς Γκουζ­μάν εντά­χθη­κε στη Μεξι­κα­νι­κή Επα­νά­στα­ση και υπη­ρέ­τη­σε ως συνταγ­μα­τάρ­χης στις επα­να­στα­τι­κές δυνά­μεις του Πάν­τσο Βίγια, στον οποίο αφιέ­ρω­σε και ένα πολύ­το­μο έργο. Ο Γκουζ­μάν εξο­ρί­στη­κε δυό φορές στην Ισπα­νία και τις ΗΠΑ (1915–1925) και το 1925 πάλι στην Ισπα­νία μέχρι το 1936, χρο­νιά που ξεκί­νη­σε εκεί ο Εμφύ­λιος Πόλε­μος με τους φασί­στες του Φράν­κο να επι­τε­θούν στη δημο­κρα­τι­κά εκλεγ­μέ­νη κυβέρ­νη­ση. Οι εμπει­ρί­ες του στην επα­νά­στα­ση του Μεξι­κού κατα­γρά­φη­καν στον τόμο των απο­μνη­μο­νευ­μά­των του (που έχει επί­σης ονο­μα­στεί και μυθι­στό­ρη­μα και χρο­νι­κό), El águila y la serpiente (1928, Ο αετός και το φίδι ), το οποίο θαυ­μά­ζε­ται εν μέρει για τις ιδέ­ες του για τις προ­σω­πι­κό­τη­τες εκεί­νων που δια­μόρ­φω­σαν την επα­νά­στα­ση. Το μυθι­στό­ρη­μά του La sombra del caudillo (1929, Η σκιά του ηγέ­τη), θα μας απα­σχο­λή­σει, για­τί θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί ότι ανή­κει στα μυθι­στο­ρή­μα­τα της δικτα­το­ρί­ας. Στο μυθι­στό­ρη­μα αυτό απει­κο­νί­ζει την πολι­τι­κή δια­φθο­ρά της δεκα­ε­τί­ας του 1920 στο μετε­πα­να­στα­τι­κό Μεξικό.

Στο Η σκιά του ηγέ­τη ο Γκουζ­μάν είναι σαφής σ’ ό, τι αφο­ρά το οικο­νο­μι­κό υπό­βα­θρο των πολι­τι­κών μηχα­νορ­ρα­φιών. Απει­κο­νί­ζει και το γνή­σιο λαϊ­κό ρήτο­ρα, ενώ φέρ­νει στο προ­σκή­νιο και την κεντρι­κή φιγού­ρα της Επα­νά­στα­σης, τον διε­θνούς φήμης Αιμι­λιά­νο Ζαπά­τα, για μαθή­μα­τα πατριω­τι­σμού και επα­να­στα­τι­κών ιδα­νι­κών. Εμφα­νί­ζε­ται κάποια στιγ­μή και ο Πάν­τσο Βίγια. Στη μετε­πα­να­στα­τι­κή πολι­τι­κή μεξι­κα­νι­κή ζωή δεν χωρού­σαν οι ακέ­ραιοι άνθρω­ποι, οι τίμιοι. Σε μια σελί­δα ο Γκουζ­μάν δίνει τη γνώ­μη του για τη μεξι­κα­νι­κή πολι­τι­κή ζωή: «…η πολι­τι­κή του Μεξι­κού, πολι­τι­κή του πιστο­λιού, κλί­νει μόνο ένα ρήμα: madrugar, που στην κυριο­λε­ξία σημαί­νει, ότι ξυπνάς νωρίς, αλλά μετα­φο­ρι­κά σημαί­νει, ότι προ­λαμ­βά­νεις τον άλλο σε εξυ­πνά­δα ή σε γρη­γο­ρά­δα. Δηλα­δή, ή εμείς θα προ­λά­βου­με τον ηγέ­τη (θα είμα­στε πιο έξυ­πνοι από τον καουντίγιο)…ή αυτός εμάς. Με άλλα λόγια, αυτό σημαί­νει στη μεξι­κα­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ότι όποιος τρα­βά­ει πρώ­τος το πιστό­λι του, σκο­τώ­νει πρώ­τος αντί να σκο­τω­θεί. Ο συγ­γρα­φέ­ας εμφα­νί­ζει και τη μάζα, την «tropa democratica», όπως την ονο­μά­ζει. Το δημο­κρα­τι­κό στρά­τευ­μα, δηλα­δή. «Το δημο­κρα­τι­κό στρά­τευ­μα», συνε­χί­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας, «εκτε­λού­σε καλά την απο­στο­λή του, παρ’ όλη την πεί­να του». Χωρίς να έχει συνει­δη­το­ποι­ή­σει πραγ­μα­τι­κά το τι συμ­βαί­νει ακρι­βώς, φωνά­ζει «viva” ή «muera», ανά­λο­γα με το ποιός ηγέ­της το έχει συγκι­νή­σει πιο πολύ εκεί­νη τη στιγ­μή. Αυτό, όπως έχει διδά­ξει η ιστο­ρία, μπο­ρεί να αλλά­ξει στη λεγό­με­νη μάζα από τη μία μέρα στην άλλη, όπως στην Και­νή Δια­θή­κη το πλή­θος γεμά­το αγαλ­λί­α­ση συνο­δεύ­ει τον Ιησού Χρι­στό με βάγια και ωσαν­νά και σε μια βδο­μά­δα θα φωνά­ξει «σταύ­ρω­σον!» Ο Γκουζ­μάν δεν κάνει αυτή τη σύγκρι­ση, αλλά «αυτή η πολυ­πλη­θής ψυχή δημιουρ­γού­σε κάτι το αμέ­τρη­το, κάτι που σαν σε μια δική του ατμό­σφαι­ρα, έκα­νε τις αφί­σες γεμά­τες από κεί­με­να να ανε­μί­ζουν». Η δια­φο­ρά ανά­με­σα σε αυτούς τους ενθου­σια­σμέ­νους λαϊ­κούς ανθρώ­πους που ακο­λου­θούν τους ηγέ­τες τους και τους «καθώς πρέ­πει» οι οποί­οι τους χαζεύ­ουν από τα μπαλ­κό­νια τους, περι­γρά­φε­ται πολύ παρα­στα­τι­κά. Το έργο Η σκιά του ηγέ­τη εμπε­ριέ­χει μια πολι­τι­κή πρό­τα­ση. Του­λά­χι­στον γίνε­ται σαφές αυτό που απορ­ρί­πτε­ται ως πρα­κτι­κή. Η μάζα δεν μπαί­νει στο προ­σκή­νιο, ακο­λου­θεί ηγέ­τες χωρίς να απαι­τεί εξου­σία για τον εαυ­τό της, αλλά παραπλανιέται.

Στο έργο αυτό του Γκουζ­μάν ο ηγέ­της, ο καου­ντί­γιο, ο δικτά­το­ρας δεν εμφα­νί­ζε­ται παρά μονά­χα μέσα από μια δήλω­σή του σε εφη­με­ρί­δα. Δεν ανα­φέ­ρε­ται καν το όνο­μά του. Μένει σκιά, αόρα­τος και ζει στο μόνι­μο φόβο μην τον δολο­φο­νή­σουν. Η σκιά του, προ­στα­τευό­με­νος και διά­δο­χός του, οργα­νώ­νει όλες τις συνο­μω­σί­ες οι οποί­ες απαι­τούν την από­λυ­τη εξου­σία. Ο αντί­πα­λος υπο­ψή­φιος για την προ­ε­δρία, καθώς και οι κυριό­τε­ροι συνο­δοι­πό­ροι του, εξο­ντώ­νο­νται. Για τους Μεξι­κα­νούς ανα­γνώ­στες κάποια πρό­σω­πα στο μυθι­στό­ρη­μα είναι ανα­γνω­ρί­σι­μα, υπαρ­κτά πρό­σω­πα. Το βιβλίο απο­τε­λεί ανε­λέ­η­τη κρι­τι­κή στη Μεξι­κα­νι­κή πολι­τι­κή κάτω από τον Ομπρε­γκόν στα χρό­νια μετά την Επα­νά­στα­ση του 1910–1917: όλη ίντρι­γκα, δολο­φο­νία και βασα­νι­στή­ρια με το λαό εντε­λώς στην άκρη και μια εύστο­χη απει­κό­νι­ση της δια­φο­ράς ανά­με­σα στη μάζα των φτω­χο­δια­βό­λων και την υπο­κρι­σία της μεσαί­ας τάξης. Ο Γκουζ­μάν πραγ­μα­τεύ­ε­ται το θέμα της διπλο­προ­σω­πί­ας του δικτά­το­ρα, καθώς και το έγκλη­μα ως πολι­τι­κό όπλο με την από­λυ­τη περι­φρό­νη­ση για τη «μάζα».

Το βιβλίο εστιά­ζει λιγό­τε­ρο σε ένα δικτά­το­ρα ως πρό­σω­πο, αλλά περισ­σό­τε­ρο στην γενι­κευ­μέ­νη κατά­χρη­ση της εξου­σί­ας ως πολι­τι­κό σύστη­μα με οικο­νο­μι­κό υπό­βα­θρο. Εμπε­ριέ­χει πολ­λές σκη­νές θρίλ­λερ πολύ κατάλ­λη­λες για κινη­μα­το­γρα­φι­κά πλά­να και όντως έγι­νε και πολυ­παί­χθη­κε ως ταινία.

*Το παρόν κεί­με­νο απο­τε­λεί μέρος της ομι­λί­ας της υπο­γρά­φου­σας στο φουα­γέ του Θέα­τρου «Αλφα» στις 2–4‑2022

Συνε­χί­ζε­ται

Ναζίμ Χικ­μέτ Ποι­ή­μα­τα εκλο­γή από το έργο του

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο