Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Εισαγωγή
Παίρνοντας ως αφορμή την παράσταση που παίχτηκε αυτή τη σεζόν στο θέατρο «Αλφα» με τίτλο Ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν πιστό του Χιλιανού συγγραφέα Λούις Σεπούλβεδα, θα σταθούμε σε κάποιες λογοτεχνικές φωνές αντίστασης της Λατινικής Αμερικής. Το συγκεκριμένο έργο του Σεπούλβεδα πραγματεύεται ένα ζήτημα που καίει την αμερικανική ήπειρο: το λεγόμενο ιθαγενικό, στο οποίο ο συγγραφέας εφιστά την προσοχή μας. Το θέμα αυτο καταλαμβάνει μια πολύ σπουδαία θέση στη λογοτεχνία της νότιας Αμερικής. Το υλικό είναι πλούσιο και σε μεγάλο βαθμό άγνωστο στην Ελλάδα, μια και έχουν μεταφραστεί κυρίως οι πολύ γνωστοί λογοτέχνες της λατινικής ηπείρου. Η παράσταση φέρνει στο προσκήνιο τον αγώνα των Μαπούτσε, των «Ανθρώπων της Γης», των ιθαγενών της Νότιας Χιλής που εκδιώχθηκαν βίαια από τη γη τους από τις μεγάλες εταιρίες υλοτομίας, οι οποίες για τα κέρδη τους καταστρέφουν τους πράσινους πνεύμονες της Γης σβήνοντας μαζί και την αρχαία γνώση των ντόπιων φυλών. Βεβαίως, ο τρόπος παραγωγής και ζωής του ιθαγενικού πληθυσμού ήταν αρμονικός απέναντι στη φύση. Δεν σπαταλούσαν τίποτα, δεν κατέστρεφαν τίποτα. Η άγρια εισβολή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με τη ληστρική επιβολή του στη φύση, κάνει αιώνες τώρα το αντίθετο με ολέθρια αποτελέσματα για όλη τη γη. Η λύση, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι η επιστροφή σε πιο πρωτόγονες μορφές παραγωγής και ζωής. Δεν γυρίζει το ρολόι πίσω, αλλά με τα σύγχρονα μέσα είναι κάλλιστα δυνατόν να γίνονται όλα με σεβασμό για τη φύση. Εμπόδιο είναι το οικονομικό σύστημα που στηρίζεται στα υπερκέρδη των ολίγων. Αυτό λοιπόν πρέπει να ανατραπεί.
Θα σταθώ σε κάποιους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής. Σε κάποιους, λέω, γιατί είναι πολλές οι χώρες, πολλοί οι συγγραφείς, τεράστια η λογοτεχνική δημιουργία . Άλλοι τόσοι αξιολογότατοι θα μπορούσαν να αναφερθούν.
Οι συγγραφείς που παρουσιάζονται εδώ, σήκωσαν φωνή αντίστασης στα κακώς κείμενα της νοτιοαμερικανικής ηπείρου, στην κραυγαλέα αδικία, άλλοι εντοπίζοντας ευθέως τα αίτια, τους υπεύθυνους, άλλοι είτε καθόλου είτε σε λιγότερο βαθμό. Στη Νότια Αμερική, όχι μόνο τη λατινική, πολλοί αναγκάστηκαν να διαλέξουν πιο απόκρυφες, πιο «κουκουλωμένες» μορφές έκφρασης της κοινωνικής διαμαρτυρίας τους κωδικοποιώντας με αλληγορίες και συμβολισμούς την κραυγή τους ενάντια στην αδικία. Οι συνέπειες για τους διαμαρτυρώμενους συγγραφείς ‑και όχι μόνο τους συγγραφείς‑, ήταν πολλές φορές φοβερές. Φυλακίσεις, διωγμοί, βασανιστήρια, εξαφανίσεις μέχρι πρόσφατα. Χαρακτηριστικά γράφει ο Περουβιανός ιστορικός της λογοτεχνίας Χοσέ Μιγέλ Οβιέδο, στη μεγάλη τετράτομη ιστορία του της ισπανοαμερικανικής λογοτεχνίας: «Η πολιτική ιστορία δεν είναι το θέμα μας, αλλά στη διάρκεια διάφορων δεκαετιών η πολιτική πλευρά, η οποία πάντα ήταν αναμειγμένη με τη διανοητική μας ζωή, δεν ήταν μόνο μια σημαντική υπόθεση για πολλούς σπουδαίους συγγραφείς – […] αλλά άγγιζε τη δική τους ζωή και τη ζωή ολόκληρων λαών. Οι βασικές εμπειρίες που υπέστησαν στην εν λόγω περίοδο , ήταν εξορίες, φυλακές, βασανιστήρια και θάνατο. Όλα αυτά είναι μορφές φίμωσης της δημιουργικής δραστηριότητας που έγινε μέρος της πολιτικής του δικτατορικού κράτους ([…]) παράγοντας, έτσι, την παράλυση του δημιουργικού προτσές με καταστροφικές συνέπειες. Πόσα έργα δεν έχουν γραφτεί μέσα στο κλίμα του εκφοβισμού; Δύσκολο να μαθευτεί. Επικρατούσε ένα γενικευμένο κλίμα βίας και πολιτικής μισαλλοδοξίας το οποίο επηρέαζε τόσο αναλφάβητους αγρότες όσο τους διανοούμενους και καλλιτέχνες. Ελάχιστοι από τους υπεύθυνους για την εξαφάνιση χιλιάδων και των χιλιάδων θανάτων έχουν τεθεί μπροστά στις ευθύνες τους: η παλιά πληγή είναι ακόμα ανοιχτή» (José Miguel Oviedo, Historia de la Literatura Hispanoamericana 4, σελ. 416–420).
Αυτά τα λόγια γράφτηκαν το 2012. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια δηλαδή.
Εγκαινιάστηκε λοιπόν από τα μέσα του 19ου αιώνα στη Νότια Αμερική ένα είδος λογοτεχνίας το οποίο ονομάστηκε «λογοτεχνία της δικτατορίας». Το είδος θα είχε εκφραστές και σε άλλους ηπείρους, αλλά η Λατινική Αμερική παρέμεινε η πρώτη λόγω της από τότε ατέλειωτης σειράς δικτατοριών και στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Έτσι, ο δικτάτορας στο Το φθινόπωρο του πατριάρχη του Κολομβιανού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει μια ηλικία, που κυμαίνεται ανάμεσα στα «107 και τα 232 χρόνια» συμβολίζοντας την ατέλειωτη ακολουθία των δικτατόρων. Ούτε ο ίδιος δεν γνωρίζει την ηλικία του. Κι εμείς δεν ξέρουμε καν μήπως έχει πεθάνει και αντικατασταθεί από άλλο δικτάτορα, από άλλον απόλυτο εξουσιαστή με το ίδιο όνομα. Δεν έχει σημασία. Οι αρχές χειραγωγούν τα πάντα, ακόμα και τον ιστορικό χρόνο καλλιεργώντας στους υπήκοους την αίσθηση της αιωνιότητας της δικτατορικής εξουσίας, κάτω από την οποία στενάζουν.
ΑΟΥΓΚΟΥΣΤΟ ΡΟΑ ΜΠΑΣΤΟΣ (Παραγουάη, 1917–2005)
Ο Παραγουανός αυτός συγγραφέας είναι αναμφισβήτητα μία από τις μεγάλες μορφές των λατινοαμερικανικών γραμμάτων. Το 1947 εξορίστηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Στρέσνερ που του αφαίρεσε την υπηκοότητα για τη συμμετοχή του στο αντιδικτατορικό κίνημα. Έζησε 30 χρόνια εξόριστος, πρώτα στην Αργεντινή μέχρι να γίνει κι εκεί στρατιωτικό πραξικόπημα και μετά στη Γαλλία. Το 1995 επέστρεψε οριστικά στη χώρα του. Τα έργα του αποπνέουν την αγάπη του για την πατρίδα και το λαό της. Μοχλός γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η πλοκή των έργων του, είτε πεζά είτε θεατρικά, είναι η ιδέα της ελευθερίας ενάντια σε κάθε είδους καταπίεσης. Το 1974 κυκλοφορεί το εμβληματικό Εγώ ο Υπέρτατος (Yo el Supremo). Για το μυθιστόρημα αυτό αποτέλεσε «μοντέλο» ο δικτάτορας δρ. Χοσέ Γκάσπαρ Ροντρίγκες ντε Φράνσια. ‘Οταν το 1810 οι Κρεολοί είχαν διακυρήξει την ανεξαρτησία της Παραγουάης, η καινούργια κυβέρνηση δεν μπορούσε να θέσει υπό έλεγχο την αναρχία που ξέσπασε στη χώρα και ο δικηγόρος Ντε Φράνσια πρόσφερε να αναλάβει μόνος του τη διακυβέρνηση της χώρας, την οποία τελικά ανέλαβε μέχρι το 1840. Αν δεν το είχε κάνει, η χώρα μάλλον θα είχε ενσωματωθεί σε κάποια από τις όμορρες χώρες ή πουληθεί απο τη ντόπια ολιγαρχία στη δύναμη που θα πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα ή θα είχε μείνει το πειραματόζωο των Ιησουϊτών. Η Παραγουάη είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα αποικιοκρατούμενων χωρών που δεν το αφήνουν είτε οι ξένες δυνάμες- αποικιοκράτες είτε οι ντόπιες ολιγαρχίες να ανεξαρτητοποιηθούν. Ιδού και οι δικτατορίες. Πολλοί έχουν αναρωτηθεί αν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Υπάρχουν Λατινοαμερικανοί δικτάτορες οι οποίοι όντως απέκτησαν για τη χώρα τους και κράτησαν κάτι σαν εθνική ανεξαρτησία, αλλά βεβαίως με κοινωνίες με έντονους ταξικούς διαχωρισμούς. Μέσα στα πλαίσια ενός παγκόσμιου καπιταλισμού δεν πρόκειται να κατακτηθεί η πραγματική ανεξαρτησία, αφού οι αποικιοκρατικές δυνάμεις έβαλαν τις δομές για μια μόνιμη υποανάπτυξη για χάρη της δικής τους ανάπτυξης. Ο Δρ. ντε Φράνσια έδιωξε πράγματι όλους τους «γραμματείς και φαρισαίους» από το ναό, τη χώρα δηλαδή, την οποία διαχειριζόταν από κει και πέρα ως ατομική του ιδιοκτησία.Το 1817 διορίστηκε Δικτάτορας για όλη τη ζωή του και έδωσε στον εαυτό του τον τίτλο «El Supremo». Δηλαδή, ο Υπέρτατος. Μπορεί να ήταν ένας από τους λίγους «πεφωτισμένους» δικτάτορες. Έτσι λέγεται ότι είχε διαβάσει πολλά βιβλία, όπως των Γάλλων Διαφωτιστών Βολταίρο, Ρουσό, Μοντεσκιέ, Ντιντερό, αλλά και τον Ιούλιο Καίσαρα, και βεβαίως τον Μακιαβέλι, αλλά και τον Ντον Κιχώτη του Ισπανού Σερβάντες. Λέγεται επίσης ότι η βιβλιοθήκη του ήταν η μόνη βιβλιοθήκη στην Παραγουάη. Ωστόσο, αυτό δεν τον έκανε και λιγότερο δικτάτορα. Αυτός λοιπόν ήταν το ιστορικό πρόσωπο-μοντέλο που ενέπνευσε τον Ρόα Μπάστος να γράψει το Εγώ ο Υπέρτατος. Δεν είναι το μόνο παράδειγμα στη λογοτεχνία της Λατινικής και γενικά της Νότιας Αμερικής, όπου ο συγγραφέας διαλέγει ένα ιστορικό πρόσωπο ως πρωταγωνιστή για να καταγγείλει το δικτάτορα των ημερών του σε μια προσπάθεια να γλιτώσει τη σύλληψη ή το διωγμό του. Εγώ ο Υπέρτατος ανήκει μαζί με το Υιος του Ανθρώπου (1960) και το Ο εισαγγελέας (1989) σε μια τριλογία που καταγγέλλει τον απόλυτο σφετερισμό της εξουσίας από έναν δικτάτορα και τον πολύμορφο μηχανισμό καταπίεσης του λαού.
Το 1995 ο Ρόα Μπάστος έγραψε το Η κυρία Σουί φωτίζοντας μια άλλη πλευρά του καταπιεστικού μηχανισμόυ μέσα από τη θέση μιας γυναίκας. Είναι μια ιστορία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Η ηρωίδα έζησε στην Παραγουάη τα χρόνια 1960–1970. Έγινε δια της βίας παλλακίδα του δικτάτορα (θυμίζει την ιστορία του μυθιστορήματος του Μάριο Βάργκας Ιόσα Η φιέστα του τράγου, όπου ένας δημόσιος υπάλληλος εκδίδει την έφηβη κόρη του στο δικτάτορα Τρουχίγιο της Ντομινικανής Δημοκρατίας για να εξασφαλίσει μια καλύτερη καριέρα) και πειθήνιο όργανο ενός συστήματος που έβλεπε στην εκπόρνευση της γυναίκας αποτελεσματική μέθοδο για να στερεώσει τη διαφθορά. Ουσιαστικά, όμως, ένας ολόκληρος λαός καλείται να «εκπορνεύεται» αν θέλει να φάει ή να «προκόψει». Η ηρωίδα στο «Η κυρία Σουί» του Ρόα Μπάστος αντιπροσωπεύει γι αυτό έναν ολόκληρο λαό που, ωστόσο, στο έργο του διατηρεί άθικτη την αξιοπρέπειά του, την εσωτερική του ελευθερία και τα ιδανικά του. Αυτό είναι το μήνυμα που μας στέλνει ο συγγραφέας. Ο θάνατος της Κυρίας Σουί και του πολιτικού φυγάδα συμβολίζει την ηθική νίκη του λαού της Παραγουάης που αντιστέκεται με τα μέσα που διαθέτει: το όνειρο και το ιδανικό στην περίπτωση της ηρωίδας και τον πολιτικό αγώνα στην περίπτωση του φυγάδα.
Ο Ρόα Μπάστος αγωνίστηκε και υπέρ των δικαιωμάτων του ιθαγενή πληθυσμού. Ήξερε και δίδασκε το γκουαρανί, τη δεύτερη επίσημη γλώσσα της Παραγουάης. Αξιοσημείωτο είναι, ότι η Παραγουάη είναι η μόνη χώρα της Λατινικής Αμερικής όπου η γλώσσα του ντόπιου πλυθυσμού, των «ινδιάνων», είναι επίσημη δίπλα στα ισπανικά.
Αουγκούστο Μοντερόσο (Γουατεμάλα, 1921–2003)
Ο Αουγκούστο Μοντερόσο, στην Ελλάδα γνωστός για το αριστουργηματικό διήγημά του Ο δεινόσαυρος, γεννήθηκε στην πρωτεύουσα της Ονδούρας από μητέρα Ονδουρέζα και πατέρα Γουατεμαλέζο. Στα δεκαπέντε του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στη Γουατεμάλα. Αναγκάστηκε να φύγει στο Μεξικό λόγω των πολιτικών του δραστηριοτήτων ενάντια στη δικτατορία του Χόρχε Ουμπίκο. Μόνο κατά τη διάρκεια των δημοκρατικών κυβερνήσεων των Αρέβαλο και Άρμπενς επέστρεψε στη χώρα του αναλαμβάνοντας διπλωματικές θέσεις στο Μεξικό και τη Βολιβία. Όταν ανατράπηκε ο Χακόμπο Άρμπενς το 1954 από πραξικόπημα της ΣΙΑ για χάρη των συμφερόντων της εταιρίας μπανάνας United Fruit Company (το λεγόμενο «πραξικόπημα της μπανάνας»), παραιτήθηκε από το αξίωμά του, αυτοεξορίστηκε στη Χιλή για 2 χρόνια και επέστρεψε στο Μεξικό, όπου παρέμεινε οριστικά και δημιούργησε σχεδόν όλο το έργο του. Η διήγηση «Μίστερ Τέϋλορ» γράφτηκε στη Βολιβία το 1954, σημαδιακή χρονιά δηλαδή και παρουσιάζεται σαν ένα πραγματικό ανέκδοτο το οποίο κάποιος αφηγείται μπροστά σ’ ένα ακροατήριο από φίλους που ανταλλάσσουν ιστορίες διασκεδαστικές. Η διήγηση δεν μιλάει για ένα συγκεκριμένο δικτάτορα, αλλά αποκαλύπτει το μηχανισμό της δικτατορίας του κεφαλαίου μιας χώρας η οποία θεωρεί τον εαυτό της το άκρο άωτον της δημοκρατίας. Η «δημοκρατία» αυτή δεν διστάζει να εξολοθρεύει ολόκληρους ιθαγενείς πληθυσμούς για τα κέρδη της. Μια εξολόθρευση που σ’ αυτή την περίπτωση καλλιεργεί και εξυπηρετεί κυνικότατα μια μόδα στην κοινωνία του «λευκού Βορρά».
Ο «Μίστερ Τέϋλορ» είναι ίσως το πιο γνωστό έργο του συγγραφέα. Είναι η ιστορία ενός Αμερικανού τουρίστα που τυχαία ανακαλύπτει την οικονομική και τουριστική αξία των «σμικρυμένων κεφαλιών» που παράγει μια γηγενής φυλή σε μια λατινοαμερικανική χώρα. Μια ιστορία που μας κάνει να γελάσουμε, αλλά σίγουρα και να προβληματιστούμε με το ηθικό και πολιτικό δίδαγμά του. Στην πραγματικότητα το διήγημα είναι μια παραβολή του οικονομικού και πολιτιστικού ιμπεριαλισμού ενός ισχυρού έθνους το οποίο κυριαρχεί πάνω σ’ ένα άλλο έθνος εξαρτημένο. Η εφευρετικότητα και η εμπορική αρπακτικότητα του γκρίγκο, η αναπόφευκτη υποβάθμιση των ινδιάνικων παραδόσεων προς όφελος της μαζικής κατανάλωσης, η υποταγή των τοπικών αρχόντων, η φαντασιόπληκτη ελπίδα να θέλεις να βγεις από τη φτώχεια παράγοντας «νεωτερισμούς» για το ξένο εμπόριο για να σταχυολογήσουμε μερικά από τα μηνύματα στα οποία είναι τόσο πλούσιο το διήγημα «Μίστερ Τέϋλορ». Το συμβόλαιο για να πωληθούν στις ΗΠΑ τα συμπιεσμένα κεφάλια από το Αμαζόνιο παραχωρείται αποκλειστικά για «ενενήντα εννιά χρόνια» και θυμίζει την παραχώρηση του καναλιού του Παναμά, ενώ η μνεία «ενός αναψυκτικού πολύ κρύου» αναφέρεται ολοφάνερα στην πανταχού παρούσα Κόκα-κόλα κλπ. Η εμπορική αυτή περιπέτεια καλύπτει γρήγορα όλη την προμηθεύτρια χώρα και δημιουργεί μια κρίση στην μητρόπολη τελειώνοντας τραγικά για τον Μίστερ Τέϋλορ. Η ζήτηση κεφαλιών είναι τόσο μεγάλη που σχεδόν δεν μένει κανένας ζωντανός.
Ο Μίστερ Τέϋλορ λοιπόν, κάνει καριέρα.
«Ύστερα από κάποιους μήνες στην πατρίδα του Μίστερ Τέϋλορ τα κεφάλια απέκτησαν τέτοια ζήτηση που δεν την ξεχνάμε. Στην αρχή ήταν προνόμιο των πιο εύπορων οικογενειών, όμως η Δημοκρατία είναι Δημοκρατία και κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί και σε λίγες βδομάδες μπόρεσαν να τα αποκτήσουν μέχρι και οι δάσκαλοι του σχολείου. Ένα σπίτι χωρίς το ανάλογο κεφάλι εθεωρείτο σπίτι αποτυχημένο. Γρήγορα ήρθαν οι συλλέκτες και μαζί με κείνους και οι αντιφάσεις. Το να είχες 17 κεφάλια έφτασε να θεωρείται κακόγουστο, ενώ ήταν καλό να έχεις 11.»
[…]«Και ο Μίστερ Τέϋλορ; Αυτό τον χρόνο είχε διοριστεί μοναδικός σύμβουλος του Συνταγματικού Προέδρου. Τώρα, και σαν παράδειγμα αυτού που μπορεί να καταφέρει η ατομική προσπάθεια, είχε αποκτήσει τεράστια περιουσία. Αυτό δεν του δημιουργούσε τύψεις, γιατί είχε διαβάσει στον τελευταίο τόμο των Απάντων του Ουίλιαμ Τζ. Νάϊτ πώς το να είσαι εκατομμυριούχος δεν είναι ατιμία, αρκεί να μην περιφρονείς τους φτωχούς.
Πιστεύω ότι μ’ αυτήν θα είναι η δεύτερη φορά που λέω πως δεν είναι όλοι οι καιροί καλοί. Δεδομένης της ευεξίας του εμπορίου έφτασε η στιγμή που από το γειτονικό χώρο είχαν μείνει μόνο οι αρχές, οι σύζυγοί τους και οι δημοσιογράφοι και οι σύζυγοί τους. Χωρίς μεγάλη προσπάθεια ο εγκέφαλος του Μίστερ Τέϋλορ σκέφτηκε ότι το μοναδικό φάρμακο ήταν ν’ αρχίσουν τον πόλεμο με τις γειτονικές φυλές. Γιατί όχι; Η πρόοδος, βλέπετε.
Με τη βοήθεια κάποιων μικρών κανονιών η πρώτη φυλή αποκεφαλίστηκε μόλις μέσα σε τρεις μήνες. Ο Μίστερ Τέϋλορ απόλαυσε τη δόξα της επέκτασης της εξουσίας του.
Μετά ήρθε η σειρά της δεύτερης φυλής, της τρίτης, της τέταρτης, της πέμπτης. Η πρόοδος επεκτάθηκε με τέτοια ταχύτητα που έφθασε η ώρα που παρά τις προσπάθειες των τεχνικών δεν στάθηκε δυνατόν να βρουν γειτονικές φυλές για να τους κηρύξουν τον πόλεμο. Ήταν η αρχή του τέλους».
[…]Ήρθε η τελευταία κρίση. Ο Μίστερ Ρόλστον ζητούσε και ζητούσε απελπισμένος περισσότερα κεφάλια. Παρ’ όλο που οι μετοχές της Εταιρίας είχαν υποστεί μια απότομη πτώση, ο Μίστερ Ρόλστον πίστευε ότι ο ανιψιός του θα έκανε κάτι που θα τον έβγαζε από εκείνη την κατάσταση. Οι αποστολές, άλλοτε καθημερινές, λιγόστεψαν σε μία ανά μήνα πλέον με οτιδήποτε, με κεφάλια παιδιών, κυριών, βουλευτών. Ξαφνικά σταμάτησαν εξ ολοκλήρου.
Μια Παρασκευή ψυχρή και γκρίζα ο Μίστερ Ρόλστον γυρίζοντας από το Χρηματιστήριο και μπαφιασμένος ακόμα από τις κραυγές και το αξιοθρήνητο θέαμα του πανικού των συναδέρφων του, αποφάσισε να πηδήξει από το παράθυρο (αντί να χρησιμοποιήσει το πιστόλι, ο θόρυβος του οποίου θα τον είχε γεμίσει τρόμο), όταν ανοίγοντας ένα ταχυδρομικό πακέτο βρήκε το κεφάλι του Μίστερ Τέϋλορ που του χαμογελούσε από μακριά, από το άγριο Αμαζόνιο, μ’ ένα ψεύτικο παιδικό χαμόγελο που έμοιαζε να του λέει: «Συγγνώμη, συγγνώμη, δεν θα το ξανακάνω».»
Μαρτίν Λουίς Γκουζμάν (Μεξικό, 1887–1976)
Το Μεξικό είναι η χώρα όπου αναπτύχθηκε το αντίβαρο του μυθιστορήματος της δικτατορίας: το μυθιστόρημα της επανάστασης στον απόηχο της Μεξικανικής Επανάστασης του 1910–1917. Ο Μαρτίν Λουίς Γκουζμάν εντάχθηκε στη Μεξικανική Επανάσταση και υπηρέτησε ως συνταγματάρχης στις επαναστατικές δυνάμεις του Πάντσο Βίγια, στον οποίο αφιέρωσε και ένα πολύτομο έργο. Ο Γκουζμάν εξορίστηκε δυό φορές στην Ισπανία και τις ΗΠΑ (1915–1925) και το 1925 πάλι στην Ισπανία μέχρι το 1936, χρονιά που ξεκίνησε εκεί ο Εμφύλιος Πόλεμος με τους φασίστες του Φράνκο να επιτεθούν στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Οι εμπειρίες του στην επανάσταση του Μεξικού καταγράφηκαν στον τόμο των απομνημονευμάτων του (που έχει επίσης ονομαστεί και μυθιστόρημα και χρονικό), El águila y la serpiente (1928, Ο αετός και το φίδι ), το οποίο θαυμάζεται εν μέρει για τις ιδέες του για τις προσωπικότητες εκείνων που διαμόρφωσαν την επανάσταση. Το μυθιστόρημά του La sombra del caudillo (1929, Η σκιά του ηγέτη), θα μας απασχολήσει, γιατί θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανήκει στα μυθιστορήματα της δικτατορίας. Στο μυθιστόρημα αυτό απεικονίζει την πολιτική διαφθορά της δεκαετίας του 1920 στο μετεπαναστατικό Μεξικό.
Στο Η σκιά του ηγέτη ο Γκουζμάν είναι σαφής σ’ ό, τι αφορά το οικονομικό υπόβαθρο των πολιτικών μηχανορραφιών. Απεικονίζει και το γνήσιο λαϊκό ρήτορα, ενώ φέρνει στο προσκήνιο και την κεντρική φιγούρα της Επανάστασης, τον διεθνούς φήμης Αιμιλιάνο Ζαπάτα, για μαθήματα πατριωτισμού και επαναστατικών ιδανικών. Εμφανίζεται κάποια στιγμή και ο Πάντσο Βίγια. Στη μετεπαναστατική πολιτική μεξικανική ζωή δεν χωρούσαν οι ακέραιοι άνθρωποι, οι τίμιοι. Σε μια σελίδα ο Γκουζμάν δίνει τη γνώμη του για τη μεξικανική πολιτική ζωή: «…η πολιτική του Μεξικού, πολιτική του πιστολιού, κλίνει μόνο ένα ρήμα: madrugar, που στην κυριολεξία σημαίνει, ότι ξυπνάς νωρίς, αλλά μεταφορικά σημαίνει, ότι προλαμβάνεις τον άλλο σε εξυπνάδα ή σε γρηγοράδα. Δηλαδή, ή εμείς θα προλάβουμε τον ηγέτη (θα είμαστε πιο έξυπνοι από τον καουντίγιο)…ή αυτός εμάς. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει στη μεξικανική πραγματικότητα, ότι όποιος τραβάει πρώτος το πιστόλι του, σκοτώνει πρώτος αντί να σκοτωθεί. Ο συγγραφέας εμφανίζει και τη μάζα, την «tropa democratica», όπως την ονομάζει. Το δημοκρατικό στράτευμα, δηλαδή. «Το δημοκρατικό στράτευμα», συνεχίζει ο συγγραφέας, «εκτελούσε καλά την αποστολή του, παρ’ όλη την πείνα του». Χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει πραγματικά το τι συμβαίνει ακριβώς, φωνάζει «viva” ή «muera», ανάλογα με το ποιός ηγέτης το έχει συγκινήσει πιο πολύ εκείνη τη στιγμή. Αυτό, όπως έχει διδάξει η ιστορία, μπορεί να αλλάξει στη λεγόμενη μάζα από τη μία μέρα στην άλλη, όπως στην Καινή Διαθήκη το πλήθος γεμάτο αγαλλίαση συνοδεύει τον Ιησού Χριστό με βάγια και ωσαννά και σε μια βδομάδα θα φωνάξει «σταύρωσον!» Ο Γκουζμάν δεν κάνει αυτή τη σύγκριση, αλλά «αυτή η πολυπληθής ψυχή δημιουργούσε κάτι το αμέτρητο, κάτι που σαν σε μια δική του ατμόσφαιρα, έκανε τις αφίσες γεμάτες από κείμενα να ανεμίζουν». Η διαφορά ανάμεσα σε αυτούς τους ενθουσιασμένους λαϊκούς ανθρώπους που ακολουθούν τους ηγέτες τους και τους «καθώς πρέπει» οι οποίοι τους χαζεύουν από τα μπαλκόνια τους, περιγράφεται πολύ παραστατικά. Το έργο Η σκιά του ηγέτη εμπεριέχει μια πολιτική πρόταση. Τουλάχιστον γίνεται σαφές αυτό που απορρίπτεται ως πρακτική. Η μάζα δεν μπαίνει στο προσκήνιο, ακολουθεί ηγέτες χωρίς να απαιτεί εξουσία για τον εαυτό της, αλλά παραπλανιέται.
Στο έργο αυτό του Γκουζμάν ο ηγέτης, ο καουντίγιο, ο δικτάτορας δεν εμφανίζεται παρά μονάχα μέσα από μια δήλωσή του σε εφημερίδα. Δεν αναφέρεται καν το όνομά του. Μένει σκιά, αόρατος και ζει στο μόνιμο φόβο μην τον δολοφονήσουν. Η σκιά του, προστατευόμενος και διάδοχός του, οργανώνει όλες τις συνομωσίες οι οποίες απαιτούν την απόλυτη εξουσία. Ο αντίπαλος υποψήφιος για την προεδρία, καθώς και οι κυριότεροι συνοδοιπόροι του, εξοντώνονται. Για τους Μεξικανούς αναγνώστες κάποια πρόσωπα στο μυθιστόρημα είναι αναγνωρίσιμα, υπαρκτά πρόσωπα. Το βιβλίο αποτελεί ανελέητη κριτική στη Μεξικανική πολιτική κάτω από τον Ομπρεγκόν στα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1910–1917: όλη ίντριγκα, δολοφονία και βασανιστήρια με το λαό εντελώς στην άκρη και μια εύστοχη απεικόνιση της διαφοράς ανάμεσα στη μάζα των φτωχοδιαβόλων και την υποκρισία της μεσαίας τάξης. Ο Γκουζμάν πραγματεύεται το θέμα της διπλοπροσωπίας του δικτάτορα, καθώς και το έγκλημα ως πολιτικό όπλο με την απόλυτη περιφρόνηση για τη «μάζα».
Το βιβλίο εστιάζει λιγότερο σε ένα δικτάτορα ως πρόσωπο, αλλά περισσότερο στην γενικευμένη κατάχρηση της εξουσίας ως πολιτικό σύστημα με οικονομικό υπόβαθρο. Εμπεριέχει πολλές σκηνές θρίλλερ πολύ κατάλληλες για κινηματογραφικά πλάνα και όντως έγινε και πολυπαίχθηκε ως ταινία.
*Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος της ομιλίας της υπογράφουσας στο φουαγέ του Θέατρου «Αλφα» στις 2–4‑2022
Συνεχίζεται