Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φωτεινή Δουμάνη: «Μια μέρα διαφορετική»

Ήταν Τετάρ­τη. Ήμουν σίγου­ρη πως ήταν Τετάρ­τη παρό­λο που στρι­φο­γύ­ρι­ζε στο μυα­λό μου η ιδέα ότι μπο­ρεί να ήταν και άλλη μέρα. Βρι­σκό­μα­σταν ήδη στον ένα μήνα εγκλει­σμού λόγω μιας παν­δη­μί­ας που είχε φτά­σει από την Κίνα και στα­δια­κά εξα­πλώ­θη­κε σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο. Δρα­στι­κό­τα­τα μέτρα πρό­λη­ψης και αντι­με­τώ­πι­σης πάρ­θη­καν. Σχο­λεία και πανε­πι­στή­μια έκλει­σαν. Τα μαγα­ζιά έκλει­σαν. Ακό­μα και οι εκκλη­σί­ες έμει­ναν κλει­στές το Πάσχα εκεί­νη την χρονιά.
Ξύπνη­σα λοι­πόν εκεί­νο το πρω­ι­νό της Τετάρ­της έχο­ντας μια παρά­ξε­νη διά­θε­ση. Εκεί­νο τον και­ρό στα πλαί­σια του εγκλει­σμού πήγαι­να ανά δυο μέρες στη δου­λειά μου και αυτή ήταν η μονα­δι­κή μου μετα­κί­νη­ση. Τις υπό­λοι­πες ώρες τις περ­νού­σα στο σπί­τι μου κάνο­ντας διά­φο­ρες δρα­στη­ριό­τη­τες. Μου άρε­σε πολύ να ζωγρα­φί­ζω χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μόνο κάρ­βου­νο. Κάρ­βου­νο πάνω σε χαρ­τί. Απο­κτού­σε η ζωγρα­φιά μια αίσθη­ση μυθι­κή. Είχα κάνει κάτι από­πει­ρες να μάθω να πλέ­κω μιας και ξαφ­νι­κά είχα πολύ ελεύ­θε­ρο χρό­νο αλλά δεν τα κατά­φε­ρα εντέ­λει. Άκου­γα συνή­θως μου­σι­κή από το ραδιό­φω­νο και απέ­φευ­γα την τηλε­ό­ρα­ση για­τί η επιρ­ροή της έφτα­νε σε επί­πε­δα ανεί­πω­τα. Τα κανά­λια μιλού­σαν από το πρωί ως το βρά­δυ για την παν­δη­μία και για όλα όσα συνέ­βαι­ναν στον κόσμο εξαι­τί­ας του ιού. Ξεκι­νού­σα να δια­βά­ζω κάποια βιβλία λογο­τε­χνί­ας , μα συνέ­βη κάτι πρω­τό­γνω­ρο. Δεν μπο­ρού­σα με τίπο­τα να συγκε­ντρω­θώ στις σελί­δες ενός λογο­τε­χνι­κού βιβλί­ου. Ήταν πολύ προ­τι­μό­τε­ρο για εμέ­να να διά­βα­ζα κάποια ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή. Η ποί­η­ση ήταν πιο ανοι­χτή σε ερμη­νεί­ες, πιο αφαι­ρε­τι­κή, ενώ αντί­θε­τα η λογο­τε­χνία στα πλαί­σια του εγκλει­σμού μου φαι­νό­ταν απρόσιτη.

Είχα σηκω­θεί λοι­πόν εκεί­νο το πρωί και μην έχο­ντας κάτι πιο συγκε­κρι­μέ­νο να κάνω αφού ήταν μέρα που επί­ση­μα απου­σί­α­ζα από τη δου­λειά μου σύμ­φω­να με τις υπο­δεί­ξεις του κρά­τους, απο­φά­σι­σα να τακτο­ποι­ή­σω τη βιβλιο­θή­κη του σπι­τιού και ο,τι υπήρ­χε δίπλα της, δηλα­δή κού­τες με βιβλία, πέντε στον αριθ­μό. Στη βιβλιο­θή­κη η οποία ήταν η κύρια βιβλιο­θή­κη του σπι­τιού μας από την επο­χή που ήμουν έφη­βη, υπήρ­χαν όλα τα βιβλία μου που είχα απο­κτή­σει από όταν άρχι­σα να δια­βά­ζω. Κλα­σι­κή λογο­τε­χνία, σύγ­χρο­νη λογο­τε­χνία, σει­ρές με εγκυ­κλο­παί­δειες και ολό­κλη­ρες σει­ρές κόμικς. Αστε­ρίξ, Λού­κι Λουκ, Αρκάς, Μίκυ Μάους. Στις κού­τες υπήρ­χαν κυρί­ως βιβλία της σχο­λής, από το μαθη­μα­τι­κό. Όλα τα πανε­πι­στη­μια­κά συγ­γράμ­μα­τα μου βρί­σκο­νταν εκεί και πολύ πιθα­νό να μην τα είχα ανοί­ξει για ένα χρο­νι­κό διά­στη­μα μεγα­λύ­τε­ρο από δέκα συνα­πτά έτη από τότε δηλα­δή που βρί­σκο­νταν μέσα στις σφρα­γι­σμέ­νες κού­τες. Τα τοπο­θέ­τη­σα με επι­μέ­λεια και φρο­ντί­δα στο πάνω ράφι της βιβλιο­θή­κης που ήταν άδειο. Στη συνέ­χεια άνοι­ξα τις κού­τες που είχα μέσα στη ντου­λά­πα και οι οποί­ες είχαν κασέ­τες μου­σι­κής που έπαι­ζαν σε κασε­τό­φω­νο, σιντί, ται­νί­ες σε βιντε­ο­κα­σέ­τες και διά­φο­ρα άλλα. Βρή­κα επί­σης και μια κον­σό­λα βιντε­ο­παι­χνι­διών γνω­στής εται­ρί­ας. Θυμή­θη­κα πόσες ώρες καλο­και­ριού ξόδευα μετα­ξύ θάλασ­σας, βιντε­ο­παι­χνι­διών και αλά­νας. Το 1/3 της ημέ­ρας το κατα­νά­λω­να σε αυτά τα παι­χνί­δια. Μάριο, Μπά­τμαν, Ντό­ναλντ, Μίκυ Μάους, στρουμ­φά­κια και άλλοι χαρα­κτή­ρες έπαιρ­ναν σάρ­κα και οστά μέσα από την κον­σό­λα. Ένοιω­σα βαθειά συγκί­νη­ση κοι­τά­ζο­ντας όλα αυτά τα αντι­κεί­με­να από την επο­χή της εφη­βεί­ας μου. Δεν παρέ­λει­ψε να μου περά­σει από το μυα­λό πως αν δεν ήταν ο εγκλει­σμός ‚το πιθα­νό­τε­ρο ήταν να μ ην άνοι­γα καν αυτές τις κού­τες και να παρέ­με­ναν έτσι σφρα­γι­σμέ­νες για πολ­λά ακό­μα χρό­νια. Αυτή η δια­δι­κα­σία ήταν εξαι­ρε­τι­κά ευχά­ρι­στη. Πέρα­σα ένα πολύ όμορ­φο πρωινό.

Είχε πάει κιό­λας μεση­μέ­ρι όταν με ειδο­ποί­η­σαν στο τηλέ­φω­νο ότι κάποιος γνω­στός μου στην Πάτρα είχε δια­γνω­στεί με κορο­νο­ϊό και πως βρι­σκό­ταν υπό συνε­χή παρα­κο­λού­θη­ση. Όχι μεγά­λος σε ηλι­κία ο θεί­ος Πέτρος. Ήταν γύρω στα 55 και ζού­σε τελεί­ως μόνος. Έτσι ειδο­ποί­η­σαν αμέ­σως τη μητέ­ρα μου, την αδερ­φή του, για την κατά­στα­ση στην οποία βρι­σκό­ταν η υγεία του καθώς και τους κιν­δύ­νους που διέ­τρε­χε. Θορυ­βη­θή­κα­με όλοι αλλά κανέ­νας μας δεν μπο­ρού­σε να ταξι­δέ­ψει ως την Πάτρα για να είναι κοντά του.

Με την ευχή ότι όλο αυτό θα περ­νού­σε τόσο για τον θείο όσο και για εμάς τους ίδιους ανώ­δυ­να, αφού ήταν πια απο­με­σή­με­ρο, απο­φά­σι­σα να ασχο­λη­θώ με τον κήπο μου μετα­φυ­τεύ­ο­ντας τα φυτά μου και τοπο­θε­τώ­ντας κάποιους νέους σπό­ρους σε γλά­στρες. Η ενα­σχό­λη­ση με τα φυτά και τα λου­λού­δια είναι πολύ ευερ­γε­τι­κή και χαλα­ρω­τι­κή, ιδί­ως στον εγκλει­σμό. Σε μια ώρα τα είχα φτιά­ξει όλα και τα είχα τοπο­θε­τή­σει στην θέση τους και σκε­φτό­μουν με τι να ασχο­λη­θώ έπει­τα. Καμιά ιδέα δεν είχα, έτσι επέ­στρε­ψα στο σπί­τι αφού είχα κατέ­βει στον κήπο. Άνοι­ξα την τηλε­ό­ρα­ση. Μην βρί­σκο­ντας τίπο­τα ενδια­φέ­ρον πλην των συνη­θι­σμέ­νων απο­γευ­μα­τι­νών προ­γραμ­μά­των, απο­φά­σι­σα να την αφή­σω ως είχε. Έκα­να ένα καφέ στο μπρί­κι φρο­ντί­ζο­ντας να βγει ελα­φρύς λόγω της απο­γευ­μα­τι­νής ώρας. Εκεί κάπου συνει­δη­το­ποί­η­σα πως η παρά­ξε­νη πρω­ι­νή αίσθη­ση εξα­κο­λου­θού­σε να είναι εκεί, ανυ­πο­χώ­ρη­τη, παρά τις όσες ασχο­λί­ες είχα ως εκεί­νη την ώρα. Αυτή την παρά­ξε­νη αίσθη­ση την είχα κατά την περί­ο­δο της καρα­ντί­νας αρκε­τά συχνά και αυτό μάλ­λον οφει­λό­ταν στην καρα­ντί­να καθ’ αυτή. Ο εγκλει­σμός μου προ­ξε­νού­σε συναι­σθή­μα­τα πρω­τό­γνω­ρα και μου γεν­νού­σε σκέ­ψεις φόβου και απαι­σιο­δο­ξί­ας. Οι ειδι­κοί στις σχε­τι­κές εκπο­μπές ανέ­φε­ραν συχνά ότι αλλα­γές στην διά­θε­ση και στην ψυχο­λο­γία μας είναι δυνα­τόν να υπάρ­χουν και αυτό για­τί ο υπο­χρε­ω­τι­κός εγκλει­σμός δεν ήταν κάτι ούτε εύκο­λο αλλά ούτε και απλό. Συμπλή­ρω­ναν συνή­θως πως ύστε­ρα από λίγο και­ρό όλα θα εξο­μα­λύ­νο­νταν. Έτσι και εγώ προ­σπα­θού­σα να αγνοώ αυτά τα ανά­μι­κτα συναι­σθή­μα­τα με την τόσο παρά­ξε­νη αίσθη­ση που μου άφη­ναν, βρί­σκο­ντας συνε­χώς κάτι να κάνω ώστε να παρα­μέ­νω απασχολημένη.

Απο­φά­σι­σα να περά­σω το βρά­δυ μου μιλώ­ντας στο τηλέ­φω­νο και στο Skype με φίλους φίλες, γνω­στούς και συγ­γε­νείς. Η τηλε­φω­νι­κή επι­κοι­νω­νία είχε απο­δει­χτεί κατά την περί­ο­δο του εγκλει­σμού η πιο σπου­δαία λύση για­τί ήταν άμε­ση και οικο­νο­μι­κή ταυ­τό­χρο­να. Αν ήταν κάποιος σε άλλη χώρα τότε δεν χρη­σί­μευε το τηλέ­φω­νο αλλά άλλες εφαρ­μο­γές όπως το Skype ή τα κοι­νω­νι­κά δίκτυα. Ο χρό­νος στο τηλέ­φω­νο ή σε μια συνο­μι­λία γενι­κά μπο­ρεί να περά­σει γρή­γο­ρα και ευχά­ρι­στα, το δίχως άλλο. Ύστε­ρα από τα τηλε­φω­νή­μα­τα έφτια­ξα κάτι πρό­χει­ρο να τσι­μπή­σω για το βρά­δυ και αφού έκα­να ένα γρή­γο­ρο μπά­νιο έπε­σα στο κρε­βά­τι μου έτοι­μη να υπο­δε­χτώ τον Μορ­φέα περι­χα­ρής. Το επό­με­νο πρωί είχα πρω­ι­νό ξύπνη­μα λόγω του ότι έπρε­πε να πάω στην δουλειά.

Κάπως έτσι, λιγό­τε­ρο ή περισ­σό­τε­ρο, κυλού­σαν οι μέρες μου από το πρωί εως το βρά­δυ κατά τη διάρ­κεια της καρα­ντί­νας λόγω της παν­δη­μί­ας. Έγκλει­στοι μεν, δημιουρ­γι­κά αφυ­πνι­σμέ­νοι δε. Το μόνο, ίσως, στοί­χη­μα ήταν αυτό: να μην επα­να­παυ­τού­με και αφε­θού­με σαν λεία στις απει­λη­τι­κές δια­θέ­σεις των επι­πτώ­σε­ων του εγκλεισμού.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο