Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φώτης Αγγουλές: Ποιητής και παλικάρι — Εργάτης και στοχαστής

Άγνω­στος και βασα­νι­σμέ­νος ξεψύ­χη­σε προ­χτές ξαφ­νι­κά, μέσα στο βαπό­ρι της γραμ­μής, ο πονε­μέ­νος Χιώ­της ποι­η­τής κι αγω­νι­στής Φώτης Αγγουλές.

Μια ειδη­σού­λα στην αρχή στα ψιλά των ψιλών στις εφη­με­ρί­δες: Αιφ­νί­διος θάνα­τος επι­βά­του εν πλω… Εις τα θυλά­κια του ευρέ­θη­σαν μόνο 20 δραχ­μαί. Πιθα­νώς πρό­κει­ται περί του ποι­η­τού εκ Χίου…

Πιθα­νώς… Και κατό­πιν όλη η τρα­γω­δία του σταυ­ρω­μέ­νου πνεύ­μα­τος σ’ αυτή τη χώρα που λάμπει από τριών χιλιά­δων ετών…

Ο ιατρο­δι­κα­στής δια­πι­στώ­νει τα αίτια του θανά­του. Οξύ πνευ­μο­νι­κό οίδη­μα, από­το­κον βαρεί­ας καρ­διαγ­γεια­κής αλλοιώσεως.

Σαν ν’ ακούς τους ματω­μέ­νους στί­χους του Φώτη Αγγουλέ

Δημιουρ­γία δεν είν’αυτή που δεν τη σφρά­γι­σεν ο πόνος.
Τι τάχα, κι αν εχά­ρα­ξες στην πέτρα τα όνει­ρά σου
τεχνί­τη; Δεν σου τα ’τρι­ψε σε ψιλή σκό­νη ο χρόνος;

Έτσι έζη­σε και τέλειω­σε και δημιούρρ­γη­σε ο ποι­η­τής. Ανά­με­σα στις δύο αμεί­λι­κτες και φοβε­ρές μυλό­πε­τρες που τον σύντρι­ψαν. Ο ισό­βιος πόνος και ο αγχώ­δης χρό­νος που έλα­χε στη μοί­ρα του.

Και δεν εδί­στα­σε να αντι­πα­λέ­ψει την αγριό­τη­τα του και­ρού του. Ποι­η­τής και παλι­κά­ρι. Εργά­της και στο­χα­στής. Άξιος άντρας των κοσμο­γο­νι­κών χρό­νων του. Ψαράς και κυριο­λε­κτι­κά έτοι­μος για όλες τις θύελ­λες και στα πανιά και στα κου­πιά. Μόνο ένας που ξέρει τις αγω­νί­ες της Τέχνης ημπο­ρεί να φαντα­σθεί το τρο­με­ρό βάρος που σήκω­σε αυτός ο τυραν­νι­σμέ­νος άνθρω­πος να γρά­φει του στί­χους του με τα ξεγδαρ­μέ­να και ματω­μέ­να του χέρια απ’ το κου­πί, ύστε­ρα απ’ το κολά­ρι­σμα στο ανοι­χτό πέλα­γος. και ήταν παι­δά­κι τότε…

Ύστε­ρα αγω­νι­στής. Ωρι­μά­ζει με τα βάσα­να και μεστώ­νει σκέ­ψη και ταλέ­ντο μέσα στους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες. Απλή η τέχνη του δίχως πόζα. Στί­χοι που πέφτουν στά­λα στά­λα απ’ την καρ­διά του. Γνώ­ρι­μοι τόνοι στους απλούς ανθρώ­πους που τον αγα­πούν και ξεδι­ψούν μ’ αυτή τη λυρι­κή δρο­σο­πη­γή. Τρα­γού­δια ψαρά­δι­κα. Βάσα­να της φτω­χο­λο­γιάς Ραψω­δί­ες απ’ τα στρα­τό­πε­δα σ’ όλα τα μεσαιω­νι­κά κάτερ­γα. Από φυλα­κή σε φυλα­κή. Άρρω­στος. Άχα­ρος. Αγέ­λα­στος. Στε­ρη­μέ­νος απ’ όλες τις χαρέ­ςς της ζωής. Όμως με μια πίστη βου­νό στο λαό και στις ελπί­δες του..

Ετσι κάπο­τε τον γνώ­ρι­σα όταν έσω­σε και βγή­κε α’ τα σίδε­ρα. Στε­γνός, άσαρ­κος, με τα σημά­δια που αφή­νει η απο­μό­νω­ση του μπου­ντρου­μιού, με ταπει­νό παρου­σια­στι­κό, με κάτι μάτια διψα­σμέ­να για ήλιο και θάλασ­σα. Κάθη­σε ήσυ­χα ήσυ­χα στην αίθου­σα της ανα­μο­νής της εφη­με­ρί­δας. Το πλη­σί­α­σα με συγκίνηση:

- Εσύ είσαι ο Φώτης;

- Ο ίδιος… κι εσύ;

- Ένας που σ’ αγαπάει…

Δάκρυ­σε. Τον πήρα στο γρα­φείο απ’ το χέρι.

- Πάμε να πιού­με ένα ρακί του λέγω

- Να το πιού­με, λέει, αδερ­φέ μου.

Μιλού­σε και τα μάτια του γελού­σαν και δάκρυ­ζαν. Έχου­με, λέει, δρό­μο ακό­μα, αδερ­φέ… Έχου­με πολύ δρό­μο… Χαρά σ’ εκεί­νον που θ’ αξιω­θεί το φωτει­νό τέρμα…

Πόσο αγγί­ζει την καρ­διά μας μια τέτοια απλή κου­βέ­ντα, όταν μας λεί­ψει ο προ­σφι­λής μας αδελ­φός που πέφτει στη μέση του δρό­μου, που φεύ­γει με τα μάτια ανοι­χτά και στυ­λω­μέ­να στο γλυ­κό όρα­μα, που τόσο λαχτά­ρη­σε, που έδω­σε τη ζωή του για να το πραγματώσει!

Εανς πνευ­μα­τι­κός άνθρω­πος που ανα­σταί­νε­ται μέσα απ’ τα δίχτυα και τα παρα­γά­δια. Ένας ποι­η­τής άρρω­στος που ταξι­δεύ­ει ολο­μό­να­χος με 20 δραχ­μές στην τσέ­πη. Ένας Φώτης Αγγου­λές που δεν έχει στον ήλιο μοί­ρα… κατά­ντη­σαν απο­παί­δια μέσα στη σκλη­ρή κι απάν­θρω­πη αυτή τάξη πραγ­μά­τω­νοι φωτει­νοί πρω­το­πό­ροι. Στην ψάθα τελειώ­νουν οι προι­κι­σμέ­νοι δημιουρ­γοί. Αδιά­φο­ρη και πολ­λές φορές ένο­χη η πολι­τεία. Μας πλημ­μυ­ρί­ζουν φως και δεν χορ­ταί­νουν ψωμί. Διψά­νε πατρί­δα ο Λου­ντέ­μης, ο Σπή­λιος, όλοι οι εκπα­τρι­σμέ­νοι πνευ­μα­τι­κοί αδελ­φοί μας και ζουν με τη γλυ­κιά ανά­μνη­σή της μακριά, κατά πώς τρα­γου­δά­ει ο Φώτης Αγγουλές:

Πάρε πηλό από τη ζωή, και φτιά­ξε το είδω­λό σου,
και δώσ’του από το αίμα σου, και δώσ’του απ’την καρ­διά σου,

και δώσ’του από τον πόνο σου να ζήσει, κι ετοιμάσου,
ειδω­λο­λά­τρη, αν χρεια­στεί, μαζί του, να πεθάνεις.

Τι αγω­νι­στι­κή συνέ­πεια του ποι­η­τή! Τι παλικάρι

 

Ν. Παπα­πε­ρι­κλής Αυγή 2/4/1964

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο