Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φώτης Κόντογλου, ο λογοτέχνης, ζωγράφος και αγιογράφος που αγάπησε το λαϊκό πολιτισμό

Ο Φώτης Κόντο­γλου, μικρα­σιά­της λογο­τέ­χνης, ζωγρά­φος και αγιο­γρά­φος, από τα επί­λε­κτα μέλη της γενιάς του ’30, γεν­νή­θη­κε στο Αϊβα­λί (τις αρχαί­ες Κυδω­νί­ες) στις 8 Νοεμ­βρί­ου 1895 και πέθα­νε στις 13 Ιου­λί­ου 1965 στον «Ευαγ­γε­λι­σμό» από τις επι­πλο­κές που του είχε προ­κα­λέ­σει ένα αυτο­κι­νη­τι­στι­κό δυστύχημα.

Ανή­κει στη σει­ρά των δημιουρ­γών που κατα­νό­η­σαν τη σημα­σία του λαϊ­κού πολι­τι­σμού και μίλη­σαν και πολέ­μη­σαν με πάθος για την απο­κα­τά­στα­σή του. Μαθη­τές του υπήρ­ξαν οι δια­κε­κρι­μέ­νοι ζωγρά­φοι Σπύ­ρος Βασι­λεί­ου, Γιάν­νης Τσα­ρού­χης και Νίκος Εγγονόπουλος.

Αντι­γρά­φου­με από το «Ριζο­σπά­στη» για τη ζωή και το έργο του Φώτη Κόντο­γλου (κεί­με­νο της Ηλιά­νας Μόρτογλου):

Ο νεα­ρός Φώτης Απο­στο­λέλ­λης (όπως ήταν το πατρι­κό του όνο­μα, ενώ το Κόντο­γλου ήταν το όνο­μα της μητέ­ρας του) παρα­κο­λού­θη­σε μαθή­μα­τα στο Αϊβα­λί της Μ. Ασί­ας, τις αρχαί­ες Κυδω­νί­ες, όπου υπήρ­χε φημι­σμέ­νο σχο­λείο. Με το όνο­μα Απο­στο­λέλ­λης έχει υπο­γρά­ψει τα παι­δι­κά και εφη­βι­κά του έργα.  Αργό­τε­ρα χρη­σι­μο­ποί­η­σε κάποια άλλα ψευ­δώ­νυ­μα (Πάλ­μας), για να κατα­λή­ξει στην επι­λο­γή του μητρω­νύ­μου Κόντο­γλου , ίσως και χάρη στο θείο του ιερο­μό­να­χο Στέ­φα­νο Κόντο­γλου , που ανέ­λα­βε, μετά τον πρό­ω­ρο θάνα­το του πατέ­ρα του, την κηδε­μο­νία και ανα­τρο­φή του. Κατά τα μαθη­τι­κά του χρό­νια εμφα­νί­στη­καν τα δύο ταλέ­ντα του: της ζωγρα­φι­κής και το συγ­γρα­φι­κό. Το μαθη­τι­κό εικο­νο­γρα­φη­μέ­νο περιο­δι­κό, που εκδί­δει με συμ­μα­θη­τές του, απο­τε­λεί βήμα για την πρώ­ι­μη εμφά­νι­ση των δημιουρ­γι­κών του ικα­νο­τή­των. Το 1913 βρί­σκε­ται στην Αθή­να και εγγρά­φε­ται στη Σχο­λή Καλών Τεχνών, την οποία εγκα­τα­λεί­πει δύο χρό­νια αργό­τε­ρα και φεύ­γει στη Γαλ­λία. Ταξι­δεύ­ει σε διά­φο­ρες χώρες της Ευρώ­πης και κατα­λή­γει στο Παρί­σι, όπου δεν παρα­κο­λου­θεί συστη­μα­τι­κά μαθή­μα­τα ζωγρα­φι­κής, αλλά εργά­ζε­ται στο περιο­δι­κό «Ιλιου­στρα­σιόν», κάνο­ντας εικο­νο­γρα­φή­σεις, μερι­κές από τις οποί­ες βρα­βεύ­ο­νται σε δια­γω­νι­σμό. Στο Παρί­σι γρά­φει και το αρι­στούρ­γη­μά του «Pedro Cazas», που θα εκδο­θεί μετά την επι­στρο­φή του στην Αθήνα.

Το 1919 επι­στρέ­φει στο Αϊβα­λί και εργά­ζε­ται στο γυμνά­σιο ως καθη­γη­τής των Γαλ­λι­κών και των Τεχνι­κών. Μετά τη Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή κατα­φεύ­γει πρό­σφυ­γας αρχι­κά στη Μυτι­λή­νη και αργό­τε­ρα στην Αθή­να, όπου εργά­ζε­ται στο Εγκυ­κλο­παι­δι­κό Λεξι­κό Ελευ­θε­ρου­δά­κη. Είναι τότε που επι­σκέ­πτε­ται το Αγιον Ορος κι έρχε­ται σε πρώ­τη ουσια­στι­κή επα­φή με τη ζωγρα­φι­κή. Στα 1925 εκδί­δει τη «Φιλι­κή Εται­ρία», ένα περιο­δι­κό τέχνης και «ελέγ­χου», όπως ο ίδιος το χαρα­κτη­ρί­ζει, με συνερ­γά­τες τους: Κ. Βάρ­να­λη, Δ. Πικιώ­νη, Γ. Κεφαλ­λη­νό κ.ά. Το 1932 τοι­χο­γρα­φεί το σπί­τι του με την τεχνι­κή της νωπο­γρα­φί­ας, έχο­ντας ως βοη­θούς του τους μαθη­τές του Γ. Τσα­ρού­χη και Ν. Εγγο­νό­που­λο. Στη γενι­κή συν­θε­τι­κή αντί­λη­ψη ακο­λου­θεί τη διά­τα­ξη των μετα­βυ­ζα­ντι­νών εκκλη­σιών με θέμα­τα όμως κοσμι­κά, εξω­τι­κά στις μεγά­λες συν­θέ­σεις και μορ­φές αρχαί­ων ποι­η­τών στα στηθάρια.

Το μεγά­λο έργο του στην κοσμι­κή ζωγρα­φι­κή θα το πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τα τελευ­ταία χρό­νια πριν τον πόλε­μο. Από το 1937 έως το 1939/40 ζωγρα­φί­ζει στο Δημαρ­χείο της Αθή­νας τέσ­σε­ρις σε εντοι­χι­σμέ­νους καμ­βά­δες συν­θέ­σεις στο ισό­γειο και τους τέσ­σε­ρις τοί­χους του τότε ανα­γνω­στη­ρί­ου. Στις μεγά­λες αυτές μνη­μεια­κές συν­θέ­σεις επι­χει­ρεί να απει­κο­νί­σει την ενό­τη­τα και συνέ­χεια του ελλη­νι­σμού, ζωγρα­φί­ζο­ντας συν­θέ­σεις ιστο­ρι­κές και πνευ­μα­τι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες από τη μυθο­λο­γία έως την Επα­νά­στα­ση του 1821. Η αντί­θε­σή του προς το ρεα­λι­σμό τον οδή­γη­σε μορ­φο­λο­γι­κά στη λιτή καλ­λι­τε­χνι­κή του έκφρα­ση. Το σχέ­διό του απο­φα­σι­σμέ­νο, οι συν­θέ­σεις ήρε­μες και ισορ­ρο­πη­μέ­νες, ντύ­νο­νται με χρώ­μα­τα στα οποία απο­φεύ­γο­νται οι δυνα­τοί τόνοι και επι­κρα­τεί μια χαμη­λό­φω­νη αρμονία.

Στην εκκλη­σια­στι­κή ζωγρα­φι­κή συνέ­χι­σε τη μετα­βυ­ζα­ντι­νή παρά­δο­ση, χωρίς φιλο­λο­γι­κούς ιστο­ρι­σμούς. Με τους μαθη­τές του δημιουρ­γεί μεγά­λο αριθ­μό εικό­νων (περί­που 600) και «ντύ­νει» με τις τοι­χο­γρα­φί­ες του δεκα­πέ­ντε περί­που μικρούς και μεγά­λους ναούς. Ανά­με­σά τους ο βυζα­ντι­νός ναός της Καπνι­κα­ρέ­ας, ο Αγιος Ανδρέ­ας στα Κάτω Πατή­σια (1950), ο Αγιος Χαρά­λα­μπος στο Πεδί­ον του Αρε­ως (1954), ο Αγιος Γεώρ­γιος στην Κυψέ­λη (1954) κ.ά. Την πεί­ρα την οποία είχε απο­κτή­σει ζωγρα­φί­ζο­ντας με τις τεχνι­κές και την τεχνο­τρο­πία της βυζα­ντι­νής παρά­δο­σης, από τη διδα­σκα­λία αλλά και τη μελέ­τη παλαιών κει­μέ­νων, τη συγκέ­ντρω­σε στο δίτο­μο βιβλίο του «Εκφρα­σις, ήγουν ιστό­ρη­σις της παντί­μου ορθο­δό­ξου αγιο­γρα­φί­ας», που τιμή­θη­κε με Βρα­βείο της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών (1960).

Για το λογο­τέ­χνη Φώτη Κόντο­γλου γρά­φει η Ελλή Αλεξίου:

Κόντο­γλου , παρό­λη τη θριαμ­βι­κή του είσο­δο στον κόσμο της λογο­τε­χνί­ας, δε θα απο­χτού­σε τη φήμη που είχε φεύ­γο­ντας από τη ζωή, αν είχε παρα­μεί­νει μόνο συγ­γρα­φέ­ας. Το καθαυ­τό συγ­γρα­φι­κό του έργο είναι λίγο και, όπως χαρα­κτη­ρί­στη­κε στα κατο­πι­νά χρό­νια, είναι μάλ­λον ξενο­κί­νη­το. οι πηγές του δεν είναι ελλη­νι­κές. Ο πολυα­γά­πη­τος Πέντρο Καζάς δεν είναι Ρωμιός. Ούτε οι τύποι που συγκρο­τούν τη Βασά­ντα είναι κατά κύριο λόγο Ρωμιοί. Αν γίνει απο­δε­κτή αυτή η άπο­ψη, τότε δίνε­ται εξή­γη­ση και για τη λίγη σε ποσό­τη­τα συγ­γρα­φι­κή του παρα­γω­γή. Και το αναμ­φι­σβή­τη­τα νέο που έφερ­νε στην τέχνη ο Φ.Κ. και ήταν εντε­λώς δικό του, ήταν η γλώσ­σα και το ύφος.

Αυτό εντυ­πω­σί­α­σε ευτύς από την αρχή και δημιούρ­γη­σε ρεύ­μα φίλων και μιμη­τών. Λέμε πως το συγ­γρα­φι­κό του έργο είναι λίγο, για­τί όλη η υπό­λοι­πη λογο­τε­χνι­κή εργα­σία του, αν και μεγά­λη σε όγκο, περ­νά­ει στην περιο­χή της βιο­γρα­φί­ας προ­σω­πι­κο­τή­των, από τον κόσμο της Ιστο­ρί­ας και της Χρι­στια­νο­σύ­νης, του δοκι­μί­ου, πάνω σε θέμα­τα θρη­σκευ­τι­κά ή ζωγρα­φι­κά, είναι μελε­τή­μα­τα ποι­κί­λα συγ­γε­νι­κών προς τα παρα­πά­νω θεμά­των, ή άρθρα, που βρί­σκο­νται δημο­σιευ­μέ­να στην εφη­με­ρί­δα Ελευ­θε­ρία, τα τελευ­ταία χρό­νια προ του θανά­του του, το καλο­καί­ρι του 1965.

Ωστό­σο, στις σύντο­μες αυτές εργα­σί­ες, που δε χαρα­κτη­ρί­ζο­νται από τη γραμ­μα­το­λο­γία συγ­γράμ­μα­τα, υπάρ­χουν κεί­με­να του Φ.Κ. που δικαιο­λο­γούν τα πλέ­ον ενθου­σιώ­δη εγκώ­μια. Περι­γρα­φές μονα­δι­κές της θάλασ­σάς μας και ξανα­ζω­ντα­νέ­μα­τα ηρώ­ων και μαρ­τύ­ρων, όλα γραμ­μέ­να με πάθος και ποίηση.

Τόσο τα αυτο­τε­λή έργα του Φ.Κ., μυθι­στο­ρή­μα­τα, διη­γή­μα­τα, δοκί­μια, μελε­τή­μα­τα, μονο­γρα­φί­ες, άρθρα – και είναι τού­το άξιο ιδιαί­τε­ρης προ­σο­χής – ανή­κου­νε σε κόσμους παρω­χη­μέ­νους. Αν και ο Φ.Κ. έζη­σε πολέ­μους, εκπα­τρι­σμούς, επα­νά­στα­σες, μικρα­σια­τι­κό δρά­μα, χιτλε­ρι­κή Κατο­χή, Εμφύ­λιο πόλε­μο, εξο­ρί­ες ομα­δι­κές και εκτε­λέ­σεις « κατά συρ­ρο­ήν», στο έργο του δε συνα­ντού­με ούτε φρά­ση εκ του κόσμου τού­του. (Φώτης Κόντο­γλου: « Μικρός το δέμας, αλλά…», επι­μέ­λεια ofisofi)

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο