Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χάρη Σακελλαρίου: «Ένα τρελό, τρελούτσικο ρομποτάκι»

Παρου­σιά­ζει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης* //

Χάρη Σακελ­λα­ρί­ου: «Ένα τρε­λό, τρε­λού­τσι­κο ρομπο­τά­κι» / Κωμω­δία σε 4 εικόνες
Εκδό­σεις «Δωδώ­νη», Αθή­να – Γιάν­νι­να 1998, σελ. 63

Ο Χάρης Σακελ­λα­ρί­ου (1923–2007) γεν­νή­θη­κε στο Θαυ­μα­κό Δομο­κού του νομού Φθιώ­τι­δας. Ήταν Δάσκα­λος, Επι­θε­ω­ρη­τής και Σχο­λι­κός Σύμ­βου­λος Π.Ε., ποι­η­τής, πεζο­γρά­φος (μυθι­στο­ριο­γρά­φος, διη­γη­μα­το­γρά­φος, παρα­μυ­θο­γρά­φος) και δρα­μα­τουρ­γός για παι­διά και ενή­λι­κες, ανθο­λό­γος λογο­τε­χνι­κών κει­μέ­νων, δοκι­μιο­γρά­φος, κρι­τι­κός βιβλί­ου, λεξι­κο­γρά­φος, καθώς και ιστο­ρι­κός και μελε­τη­τής της λογο­τε­χνί­ας για παι­διά και ενήλικες.

Πολυ­γρα­φό­τα­τος συγ­γρα­φέ­ας. Εκδό­θη­καν 128 βιβλία του, τα περισ­σό­τε­ρα δικά του και ορι­σμέ­να σε συνερ­γα­σία με άλλους συγγραφείς.

Ήταν διευ­θυ­ντής τριών περιο­δι­κών: του «Νεο­ελ­λη­νι­κού Λόγου» (1972–2006), του περ. «Τα Χελι­δό­νια» (1979–1981) του ΥΠΕΠΘ και της «Επι­θε­ώ­ρη­σης Παι­δι­κής Λογο­τε­χνί­ας» (1986–2002). Διε­τέ­λε­σε μέλος της Συντα­κτι­κής Επι­τρο­πής των Ανα­γνω­στι­κών του Δημο­τι­κού «Η Γλώσ­σα μου» (εκπαι­δευ­τι­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση 1983–1985), Πρό­ε­δρος της «Ένω­σης Συγ­γρα­φέ­ων-Εικο­νο­γρά­φων Παι­δι­κού Βιβλί­ου», ιδρυ­τι­κό μέλος του «Εκπαι­δευ­τι­κού Συν­δέ­σμου» και του περ. «Τα Εκπαι­δευ­τι­κά» (μέλος της Συντα­κτι­κής Επιτροπής).

Στην Κατο­χή ανέ­βη­κε στα βου­νά της «Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας» και σπού­δα­σε στο «Παι­δα­γω­γι­κό Φρο­ντι­στή­ριο» της Π.Ε.Ε.Α. (Καρ­πε­νή­σι-Τρο­βά­το Ευρυ­τα­νί­ας). Ευτύ­χη­σε να έχει δασκά­λους του τους φωτι­σμέ­νους Παι­δα­γω­γούς Μιχ. Παπα­μαύ­ρο, Κώστα Σωτη­ρί­ου και Ρόζα Ιμβριώ­τη. Έλα­βε μέρος – με το συμπα­τριώ­τη του, Γεώρ­γιο Μυρι­σιώ­τη – στη συγ­γρα­φή του Ανα­γνω­στι­κού της Π.Ε.Ε.Α. «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα» (για τους μαθη­τές της Ε΄ τάξης του Δημο­τι­κού), που την κύρια ευθύ­νη της συγ­γρα­φής είχε ο Μιχ. Παπαμαύρος.

Το θεα­τρι­κό του έργο για παι­διά «Ένα τρε­λό τρε­λού­τσι­κο ρομπο­τά­κι» είναι μια κωμω­δία σε 4 εικό­νες. Οι δασκά­λες και οι δάσκα­λοι, που αρέ­σκο­νται ν’ ανε­βά­ζουν θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις, στο τέλος κάθε σχο­λι­κής χρο­νιάς, αλλά και κατά τη διάρ­κεια της σχο­λι­κής χρο­νιάς, είναι δυνα­τό να προ­ε­τοι­μά­σουν μαζί με τους μαθη­τές τους, αλλά και με την ηθι­κή και έμπρα­κτη συμπα­ρά­στα­ση των γονιών των μαθη­τών τους μια υπέ­ρο­χη θεα­τρι­κή παρά­στα­ση. Οι θεα­τρο­λό­γοι δε και οι ηθο­ποιοί, οι οποί­οι συνερ­γά­ζο­νται με δήμους ή Συλ­λό­γους Γονέ­ων, είναι δυνα­τό να επι­χει­ρή­σουν ένα τέτοιου είδους εγχεί­ρη­μα. Ευχής έργο είναι ν’ ανε­βα­στεί αυτό το υπέ­ρο­χο θεα­τρι­κό κεί­με­νο από ερα­σι­τε­χνι­κό θία­σο ενη­λί­κων ή από επαγ­γελ­μα­τι­κό θία­σο ενη­λί­κων, που οι παρα­στά­σεις του απευ­θύ­νο­νται σε παι­δι­κό ακροατήριο.

Περίληψη του έργου:

Ο Τι-Φί, ένα ρομπο­τά­κι από άλλον πλα­νή­τη, έρχε­ται με δια­στη­μό­πλοιο μαζί με άλλα ρομπο­τά­κια στη Γη, αλλά χάνε­ται στα δρο­μά­κια μιας πόλης. Το βρί­σκει ένας πατέ­ρας και το φέρ­νει δώρο στα παι­διά του, τα οποία δεν αγα­πούν τα γράμ­μα­τα, τη γνώ­ση και το σχολείο.

Ο Μάκης το μεγα­λύ­τε­ρο παι­δί της οικο­γέ­νειας, ανα­κα­λύ­πτει τις μεγά­λες ικα­νό­τη­τες του μικρού ρομπότ, και έτσι το κάνει υπη­ρέ­τη του, το εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται με απα­ρά­δε­κτο τρό­πο, του συμπε­ρι­φέ­ρε­ται ανάρ­μο­στα και σκλη­ρά. Το δια­τά­ζει να του μετα­φέ­ρει στ’ ακου­στι­κά που έχει στ’ αυτιά του, με τηλε­κο­ντρόλ, όλα τα μαθή­μα­τα στο σχο­λείο – κρυ­φά από το δάσκα­λο. Χωρίς ο ίδιος να δια­βά­ζει τα μαθή­μα­τά του, το ρομπο­τά­κι του λύνει τις ασκή­σεις, με απο­τέ­λε­σμα να γίνε­ται όλο και χει­ρό­τε­ρος ως χαρα­κτή­ρας και ως μαθη­τής. Η κατά­στα­ση επι­δει­νώ­νε­ται, ώσπου κάποια μέρα δημιουρ­γεί­ται ένα τεχνι­κό πρό­βλη­μα στ’ ακου­στι­κά του Μάκη, με απο­τέ­λε­σμα να ρεζι­λευ­τεί μπρο­στά στο δάσκα­λο και στους συμ­μα­θη­τές του, οι οποί­οι αντι­λαμ­βά­νο­νται την απά­τη… Ο Μάκης θέλει να τιμω­ρή­σει το ρομπο­τά­κι για την εμπλο­κή που του συνέ­βη. Του φέρ­νε­ται άσχη­μα, όπως θα φερ­νό­ταν ένας αφέ­ντης απέ­να­ντι στο δού­λο του κατά τη δου­λο­κτη­τι­κή εποχή.
Εντω­με­τα­ξύ, οι ιδιω­τι­κές εται­ρεί­ες τηλε­πι­κοι­νω­νιών και ρομπο­τι­κής μαθαί­νουν για το ρομπο­τά­κι, τον εξω­γή­ι­νο επι­σκέ­πτη, και μετά από έρευ­να και παρα­κο­λού­θη­ση, κατα­φέρ­νουν να το απα­γά­γουν απ’ την προ­σω­ρι­νή του οικογένεια.

Το ρομπο­τά­κι δεν παρα­λεί­πει να επι­κοι­νω­νή­σει με τους φίλους του – τα παι­διά -, μέσα από το τηλε­κο­ντρόλ, να τους εξη­γή­σει για την ανα­χώ­ρη­σή του από τη Γη, αλλά και να τους συμ­βου­λεύ­σει με σοφά λόγια.

Αξιολόγηση του έργου:

Πρό­κει­ται για μια κωμω­δία επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας με πολ­λα­πλά μηνύ­μα­τα, τα οποία αρχι­κά ενστερ­νί­ζο­νται οι ηθο­ποιοί (παι­διά ή επαγ­γελ­μα­τί­ες ηθο­ποιοί) και στη συνέ­χεια μετα­δί­νουν στα παι­διά-θεα­τές της παράστασης.

Τα παι­διά αγα­πώ­ντας υπερ­βο­λι­κά το παι­χνί­δι, είναι φυσι­κό να νιώ­θουν ότι με την πολύ­ω­ρη παρα­μο­νή τους στο σχο­λείο και με το χρό­νο της μελέ­της στο σπί­τι, χάνουν χρό­νο από το παι­χνί­δι τους…

Με την κατάλ­λη­λη, όμως, παι­δα­γω­γι­κή αντι­με­τώ­πι­ση από μέρους εκπαι­δευ­τι­κών και γονιών, είναι δυνα­τό ν’ αγα­πή­σουν το διά­βα­σμα και τη γνώ­ση, μέσα από διά­φο­ρες θεα­τρι­κές και άλλες καλ­λι­τε­χνι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, ενώ παράλ­λη­λα τα παι­διά ασχο­λού­νται με τον αθλη­τι­σμό και τα ομα­δι­κά παρα­δο­σια­κά παιχνίδια.

Η σύγ­χρο­νη τεχνο­λο­γία βοη­θά­ει τα παι­διά ν’ ανα­πτύ­ξουν τις γνώ­σεις τους, τη φαντα­σία τους, τις δεξιό­τη­τές τους. Όμως, η κάθε υπερ­βο­λή τους είναι δυνα­τό ν’ αλλοιώ­σει αρνη­τι­κά το χαρα­κτή­ρα τους και να τα απο­προ­σα­να­το­λί­σει από τη δια­δι­κα­σία της μόρ­φω­σής τους, των σπου­δών τους, και ίσως να δια­τα­ρά­ξει την ψυχο­πνευ­μα­τι­κή τους ανάπτυξη.

Ο Χάρης Σακελ­λα­ρί­ου έχει τη στι­χουρ­γι­κή ικα­νό­τη­τα να δημιουρ­γεί ποι­ή­μα­τα και ποι­η­τι­κούς δια­λό­γους, ώστε τα παι­διά να προ­σλαμ­βά­νουν πιο άνε­τα το λόγο και τα νοήματα.

Χρη­σι­μο­ποιεί συχνά το χιού­μορ, ώστε τα παι­διά-θεα­τές να δια­σκε­δά­ζουν και συνά­μα να ψυχα­γω­γού­νται από την υπό­θε­ση του έργου, να ταυ­τί­ζο­νται με τους χαρα­κτή­ρες των ηρώ­ων του και να μιμού­νται τη συμπε­ρι­φο­ρά τους.

Ο Χάρης Σακελ­λα­ρί­ου δεν είναι μόνο καλός παι­δα­γω­γός. Είναι συνά­μα και καλός γλωσ­σο­πλά­στης και δρα­μα­τουρ­γός. Όλα τα θεα­τρι­κά έργα του για παι­διά είναι προ­σι­τά στους μικρούς θεα­τές, οι οποί­οι ενθου­σιά­ζο­νται όταν βλέ­πουν παρα­στά­σεις των έργων του είτε από συνο­μη­λί­κους τους είτε από ερα­σι­τέ­χνες ή επαγ­γελ­μα­τί­ες ενή­λι­κες ηθοποιούς.

Οι στί­χοι του είναι εύκο­λο να μελο­ποι­η­θούν από κάθε δάσκα­λο που γνω­ρί­ζει μου­σι­κή ή από κάποιον επαγ­γελ­μα­τία μου­σι­κό. Να με ποιο τρα­γού­δι υπο­δέ­χε­ται το ρομπο­τά­κι ο Μάνος στο σπί­τι του:

«Έλα, ρομπο­τά­κι / μίλα μας λιγά­κι / δεί­ξε μας ότι μπο­ρείς / δυο λογά­κια να μας πεις.//
Άιντε, λίγο σεί­σου / σεί­σου και κου­νή­σου / δεί­ξε μας πώς περ­πα­τάς / πώς ισορ­ρο­πία κρατάς. //
Τι είσαι, ρομπο­τά­κι / σκέ­το μηχα­νά­κι / ή έχεις μέσα σου ζωή / έστω και μηχανική; //
Αν είσ’ απ’ τ’ αστέ­ρια / κού­να μας τα χέρια / πες μας κάτι εξώ­κο­σμο / και αλαμπουρνέζικο…»

Τα παι­διά, όμως, όπως συμ­βαί­νει ορι­σμέ­νες φορές, παρε­ξη­γούν και υπε­ρε­κτι­μούν τη χρη­σι­μό­τη­τα των ρομπότς και της τεχνολογίας:

«Τέρ­μα πια τα δια­βά­σμα­τα / τα πονο­κε­φα­λιά­σμα­τα! / Τώρα ύπνος και ραχά­τι / και ζωή χαρά γεμάτη. //
Πατώ ένα μικρό κου­μπί / και ξέρω ευθύς το καθε­τί. / Ζήτω η νέα τεχνο­λο­γία! / Κάτω τα παλιά βιβλία!…»

Ο ΤΙ-ΦΙ, το ρομπο­τά­κι, εξη­γεί στον Μάκη διά­φο­ρα θέμα­τα, αν και εκεί­νος αρχι­κά δεν μπο­ρεί να τα κατανοήσει:

«[…] Το τελειό­τε­ρο μηχά­νη­μα, το τελειό­τε­ρο κομπιού­τερ του κόσμου είναι το μυα­λό του ανθρώ­που. Αυτό επι­νο­εί και δημιουρ­γεί όλα τα μηχα­νή­μα­τα κι αυτό τα βάζει να δου­λεύ­ουν. Αν αχρη­στέ­ψου­με το μυαλό…

[…] Φρό­ντι­σε να σπου­δά­σεις κι εσύ, να μάθεις όσα κι ο δημιουρ­γός μου, κι ακό­μα περισ­σό­τε­ρα, για να φτιά­σεις μια μέρα ένα ρομπο­τά­κι πιο τέλειο από μένα, που να μη λαθεύ­ει ποτέ. Αλλά, για να φτά­σεις εκεί, θα χρεια­στούν σπου­δές, διά­βα­σμα, ξενύ­χτια πάνω στο βιβλίο. Ξέρεις πόσο σπου­δαγ­μέ­νοι ήταν αυτοί που με δημιούρ­γη­σαν, πόσο μελέ­τη­σαν και δού­λε­ψαν, ώσπου να με συναρμολογήσουν;»

Ανα­χω­ρώ­ντας από τη Γη, ο ΤΙ-ΦΙ, με λόγια παραι­νε­τι­κά απευ­θύν­θη­κε στον πρω­τα­γω­νι­στή του έργου, τον επι­πό­λαιο Μάκη για να του τονί­σει τις κοι­νω­νι­κές αξί­ες της αγά­πης, της συνερ­γα­σί­ας, της εργα­σί­ας και της ειρήνης:

«[… ] Το μόνο που έχε­τε να κάνε­τε είναι να γίνε­τε εσείς καλύ­τε­ροι. Να μελε­τά­τε, να δου­λεύ­ε­τε… Και προ­πά­ντων να έχε­τε ανά­με­σά σας αγά­πη. Η πρό­ο­δος θέλει συνερ­γα­σία όλων των ανθρώ­πων… Συνερ­γα­σία και ειρή­νη κι όχι μίσος και πόλε­μο. Το μίσος κι οι πόλε­μοι μόνο δυστυ­χία και κατα­στρο­φή φέρνουν […]»

Γενι­κά, πρό­κει­ται για ένα θεα­τρι­κό έργο κατάλ­λη­λο να παι­χτεί για παι­διά 9–14 χρό­νων, περί­που. Ένα έργο, το οποίο προ­σλαμ­βά­νει άλλες δια­στά­σεις και χαρα­κτη­ρι­στι­κά κατά την ώρα της θεα­τρι­κής παρά­στα­σης και για τα παι­διά-θεα­τές και για τους γονείς και εκπαι­δευ­τι­κούς, που θα την παρακολουθήσουν.

Χάρης Σακελ­λα­ρί­ου: «Η θέση μας είναι με τους χου­σμε­κιά­ρη­δες κι όχι με τους αφεντάδες»

_____________________________________________________________________________________________________

Θανάσης Ν. Καραγιάννης Δρ. Επιστημών της Αγωγής. Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά. Κριτικός Θεάτρου για παιδιά. Συγγραφέας
e‑mail:[email protected] http://thkaragia.wix.com/main
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο