Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χαρούλα Βερίγου: Kύπρος… στο αδικαίωτο φως

Ογρή είναι ακό­μη η γη
απ’ τις θαλασ­σαρ­μύ­ρες των ματιών
κι από αίμα­τα αθώ­ων. Ογρή.
Ανά­βρυ­σμα στο χώμα ετού­το ο βαθύς καημός,
ο σπα­ραγ­μός, οι θύμησες.
Ο πόνος μέστω­σε με τον και­ρό μες στις καρδιές
η πίκρα στέ­ριω­σε στ’ απανωχείλι
βδέλ­λα να κατα­πί­νει το χαμό­γε­λο αχόρταγη.

kanthos

Τηλέμαχος Κάνθος

Καρά­βι οι μνήμες
θαλασ­σο­πού­λια μ’ ανοιγ­μέ­να φτερά
στα βλέ­φα­ρα της τρικυμίας
φεύ­γουν, έρχονται.
Φουρ­του­νια­σμέ­νο πέλα­γος ο νους
ζυγί­ζει τ’ άδικα
στο σκλα­βω­μέ­νο φως ξορ­κί­ζει δαίμονες.
Αγρί­ε­ψαν τα μάτια
θολω­μέ­να ματώ­νουν μέσα στις αλή­θειες τους.

skoteinos

Γιώργος Σκο­τει­νός — Κύκλος Καταγγελίας

Δίπλω­σε τα φτε­ρά σου, αρχάγγελε
δεν υπάρ­χει κίν­δυ­νος να λησμονήσω
το φωτο­στέ­φα­νο άφησε,
να πέσει κατα­γής στο αγνοη­μέ­νο χώμα
έλα, ν’ ανοί­ξου­με μαζί τις περ­γα­μη­νές του καιρού
σ’ ένα καθρέ­φτι­σμα της θύμησης.

Έλα, αντί­κρυ απλά,
με όλες τις αισθή­σεις, έλα με τα δώρα τ’ ουρανού
μαζί να νιώσουμε,
το αχ που υψώ­νε­ται απ’ τα έγκατα
για να θρη­νή­σει την αθέ­λη­τη άβυσσο
πάνω από τη γη του μαρτυρίου.
Έλα, με παν­σέ­δες ένα λιόγερμα
όταν ο ήλιος μακριά θα βυθί­ζε­ται στο αρχιπέλαγος
όταν οι ορί­ζο­ντες θα υπό­σχο­νται, Αύριο
ώρα που η θύμη­ση φαντά­ζει προ­σευ­χή. Έλα.
Άλλες κι άλλες χαρές κρυμ­μέ­νες πίσω απ’ τον καιρό
αιω­νιό­τη­τες, χρω­μα­τι­στές κορδέλες
του παρελ­θό­ντος, του παρό­ντος, του μέλλοντος
όλα σε χρό­νο αδιαί­ρε­το εντός,
έλα, κυλά η από­στα­ση σαν το νερό. Φοβάμαι.

kanthos2

Τηλέμαχος Κάνθος — Θρήνος γυναικών

Πονώ, σε κάθε ανά­βλεμ­μα πονώ
ένα σκου­ρια­σμέ­νο παλιο­μά­χαι­ρο σκα­λί­ζει την πλη­γή βαθιά
στο­χά­ζο­μαι όσα πίσω άφη­σα, όλα,
στην εξο­ρία του νου να ξέρεις,
εκεί με καλούν οι φωνές.
Μερό­νυ­χτα κρα­τώ τον ύπνο έξω απ’ τα ματόφυλλα
τα όνει­ρα στοι­χειά της ερημιάς
μέσα απ’ τις χαρα­μά­δες ξεπετάγονται.
Τον ψίθυ­ρο η καρ­διά αφουγκράζεται,
κάτω απ’ το βάρος της μονα­ξιάς σωπαίνοντας
πάνω απ’ το δίκιο ξάγρυ­πνη στενάζει
ενά­ντιος ήχος στον συμβιβασμό
κι ανυ­πό­τα­κτος ο χτύ­πος μένει.

Με τη φωνή του ανέ­μου σκί­ζεις τα πέπλα της λήθης
“Κύπρος πολύ­πα­θη, μαρ­τυ­ρι­κή κι αγαπημένη
Κύπρος, φως ο δικός σου τόπος, τόπος μου”.
Ρωτώ, δίχως να παίρ­νω απόκριση
‑για­τί Θεέ άφη­σες και ρήμα­ξαν τις στρά­τες σου-.
Κλαίω τις κουρ­σε­μέ­νες πεθυ­μιές της νιότης
όνει­ρα ανέγ­γι­χτα ντυ­μέ­να πένθιμα
ίσκιοι θολοί σε ξένη πατρί­δα με καλωσορίζουν.
Και πώς μου φαί­νε­ται, κάθε φορά
σα να τελειώ­νει εδώ ο κόσμος…
Κι η αγά­πη μου, που πήγε
κάτω απ’ το χώμα, χώμα πια,
ανθός μιας πέν­θι­μης Παρασκευής
κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κοι­μά­ται άραγε;
Άγγε­λε, τι έγι­νε το χνού­δι αυτό το ρόδινο
που είχεν ο Έρω­τας στα μάγουλα.

kantos3

Τηλέμαχος Κάνθος — Μαύρο θέρος 74

Ένας θρή­νος της γης, αυτό είμαι
λει­ψές οι ώρες βαθαί­νουν περισ­σό­τε­ρο την απουσία
ανά­με­σα στα ερεί­πια μια παπα­ρού­να αντιστέκεται.
Θαρ­ρώ κλει­στά έχουν μεί­νει τα παραθυρόφυλλα
κάτω απ’ το φεγγάρι
να λιτα­νεύ­ουν το τρα­γού­δι σου στην ερημιά.
Τρώ­ει το χρώ­μα η αρμύρα
ο θάνα­τος κρα­τά πύρι­νες φλόγες
περ­νά ο και­ρός ξυστά μέσα απ’ τις γρίλιες
και φέρ­νει τα σημά­δια στο φως.
Σκου­ριές, αυτές που κρά­τη­σαν το αίμα
κι όλα γύρω βουβά
να καρ­τε­ρούν μιαν Άνοι­ξη ακριβή
αγιο­σύ­νη μυρί­ζει η σταυρανάσταση.

Μια σαϊ­τιά ασή­μι δια­γρά­φει τον ορίζοντα.
Ένα ασπρο­φτέ­ρου­γο περιστεριού
χαρά­ζει την αλή­θεια με το αίμα του
στο χάρ­τη της συνείδησης.
Τις νύχτες χαμη­λώ­νουν τα κλεμ­μέ­να άστρα
πάνω από γκρε­μι­σμέ­να σπίτια
και πάνω από αφύ­λα­κτες ψυχές.

tassos

Το προσφυγόσημο του Τάσσου

 

Τις νύχτες, ξεπλέ­νω τις πλη­γές στο ακρογιάλι.
Τις νύχτες, μένω απρό­θυ­μη να παραδεχτώ
πως όσα έζη­σα δεν θα γυρίσουν.
Τις νύχτες, οι φωνές ακό­μη πολε­μούν φοβερίζοντας
και η δική μου.

Τού­το τον χρό­νο θριάμ­βευ­σε η νοσταλγία
οι ακί­νη­τοι λογι­σμοί θα βρουν ανάστημα
ν’ ακου­στούν αλλιώς τα λόγια
όρθιες ψυχές πειθαρχημένες
δεν γονα­τί­ζουν, δεν παρακαλούν.
Σημα­δεύ­ουν οι αναμνήσεις.

Ζωή, εκεί­νη που μας άρπα­ξαν και δεν προ­λά­βα­με να ζήσουμε
ανέ­βη­κε η ψυχή τον ανή­φο­ρο του ήλιου
κι αρνιέ­ται να συμ­βι­βα­στεί με τα επί­φο­βα τοπία και τα σχέδια.
Ορκί­ζο­μαι στη μυστι­κή αγρύ­πνια του σύμπαντος
στον ρόχθο του Αιγαί­ου ν’ αφου­γκρά­ζο­μαι το χρέος
της λησμο­νιάς σει­ρή­νες μακριά.

Αύριο, ένα τρια­ντά­φυλ­λο και μια ηλιο­δα­χτυ­λιά ξανθή
θέλω να σου χαρί­σω στην Αφάντεια
μέσα στα στά­χυα μετά την πρω­ι­νή βροχή
φορού­σα την αθω­ό­τη­τα κατάσαρκα
με σταυ­ρο­βε­λο­νιά ασπρο­κέ­ντη­μα στο στήθος.
Ξυπό­λη­τη έτρε­χα στην άμμο
ώχρες χρυ­σές απλω­μέ­νες στον ήλιο
βήμα­τα, να κατα­κτή­σω με μια φλό­γα τη ζωή.

Κι ύστε­ρα, στο ξάφ­νια­σμα του Έρωτα
μ’ έβρι­σκε μες τα μελισ­σό­χορ­τα το λιόγερμα
μετρού­σα σπί­θες αστε­ριών στα όνειρα
και σε περίμενα.
Έδε­να κόμπο το καρ­διο­χτύ­πι στο μαντή­λι μου
και το κρα­τού­σα φυλακτό
ώρες που ο απο­σπε­ρί­της έλα­μπε πάνω από τον φάρο.

xampis

Ξυλο­γρα­φία του Χαμπή — Προσφυγοποίηση

Απρό­σμε­να ήρθε ο χαλασμός
η αυγή με ματω­μέ­να ρόδα πότε χάραξε
κι από­το­μα έπρε­πε να μεγα­λώ­σω στον χαμό.
Με σιντε­φέ­νια δάχτυλα
κορ­φο­λο­γώ ακρι­βές σιωπές
βαραί­νει το φορτίο.

Αγγί­ζω τον ξερι­ζω­μό των ζωντανών
νεκροί ανα­σταί­νο­νται, φωνές
η μνή­μη με και­νού­ριο αίμα δεν σβήνει.
‘Ενα πελώ­ριο κόκ­κι­νο φεγγάρι
ανα­τέλ­λει πάνω απ’ την Αμμόχωστο.
Δεν υπάρ­χουν χαμέ­νες πατρίδες.
Αύριο, στη γέφυ­ρα του νου
ψυχα­νε­μί­σμα­τα και βήμα­τα βαριά
χτυ­πούν τα πέτα­λα του αλό­γου στο καλντερίμι.
να δεις τρέ­χει αίμα η ρυτί­δα πλάι στο μέτωπο
και το σημά­δι κάτω απ’ το που­κά­μι­σο κρατώ.

Πάλι για εσέ­να το τρα­γού­δι θ’ ανε­βεί στα χείλη
και θα χορέ­ψω με λυτά μαλ­λιά στον κάμπο
μα χωρίς εσένα.
Ξάγρυ­πνη μένω ώρες πολλές
κρα­τώ­ντας σφα­λι­στά τα ματοτσίνορα
μα, πίσω τους μορ­φές πολλές
μένουν μαζί μου μέχρι να χαρά­ξει η αυγή.
Μάχε­ται η νύχτα να κατα­πιεί τον άνεμο
κι εγώ να προ­σπε­ρά­σω τον καιρό.

Οι θύμη­σες καί­νε, οι εικό­νες τρέχουν
ένα παι­δί, άδειο βλέμ­μα πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
χέρια υψω­μέ­να στον ουρανό
χεί­λη μισά­νοι­χτα μελα­νια­σμέ­να από φόβο
τρε­μά­με­να μέλη καθη­λω­μέ­να στο έδαφος
ρημαγ­μέ­να σπί­τια, χέρ­σα χωρά­φια, έρη­μες κορφές.

Κρα­τάς την περη­φά­νια αντίδωρο.
Δεν σου μιλώ για εκδί­κη­ση. Μη βιάζεσαι.
Για να ξεχω­ρί­ζου­με το δίκιο απ’ τ’ άδι­κο συζητάμε
και μιλού­με τη γλώσ­σα της καρδιάς
ανά­με­σα σε χιλιά­δες της δικαιο­σύ­νης αναλφάβητους.
Ήμουν παι­δί ανέ­με­λο κάποτε
Αύριο, παρα­κάμ­πτο­ντας τη μοίρα
από την ίδια τη μοί­ρα, η ζωή πιο δυνατή.
Aύριο, έλα να σκά­ψου­με τις ρίζες της αθανασίας
σ’ εκεί­νο τον χρό­νο που δεν κοστίζει
αλλά είναι πάντα πολύτιμος.
Αύριο, παρα­κάμ­πτο­ντας τη μοίρα
από την ίδια τη μοί­ρα, η ζωή πιο δυνατή.
Aύριο, έλα να σκά­ψου­με τις ρίζες της αθανασίας
σ’ εκεί­νο τον χρό­νο που δεν κοστίζει
αλλά είναι πάντα πολύτιμος.

kanthos4

Τηλέ­μα­χος Κάνθος

Εκεί επι­στρέ­φω στην Αφάντεια,
να εξο­φλή­σω το χρέος
κινώ­ντας προς τα πίσω απ’ την αρχή.

Από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Αύριο, στά­χυα οι λέξεις»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα Μάης του 2020


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου] γεν­νή­θη­κε στην Κρήτη.
Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρκυρα.
Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο…»

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο