Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΜΑΖΩΝ — ΜΙΑ ΠΑΛΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ (Β’ ΜΕΡΟΣ)

 

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Η περίπτωση των Λασκαράτου, Λένιν, Γκόρκι και Πλεχάνοφ 

Ανδρέας Λασκαράτος (1811–1901)- Λαός και Λαοπλάνοι

«Ο κόσμος κατη­γο­ρεί συχνά
για κακό­τε­χνο κάθε τι,
που δεν είνε σύμφωνο
με τες κακο­φτιαγ­μέ­νες ιδέ­ες του»

Ο Κεφα­λο­νί­της σατι­ρι­κός Ανδρέ­ας Λασκα­ρά­τος δεν ήταν λιγό­τε­ρο κατή­γο­ρος του λαού, αλλά περισ­σό­τε­ρο τον πονού­σε, όπως φαί­νε­ται από το έργο του και δη τη συλ­λο­γή σκέ­ψε­ών του Λαός και Λαο­πλά­νοι * που ήδη ο ίδιος ο τίτλος «μιλά­ει». «Ξεσκε­πά­ζω τες πλη­γές μας και ζητώ ιατρεί­αν. Ιδού το βιβλίο μου» θα δηλώ­σει. Πολύ σύγ­χρο­νος ο Λασκα­ρά­τος, όπως θα δού­με παρα­κά­τω, αν τον συγκρί­νου­με με τις σημε­ρι­νές μεθό­δους κοροϊ­δί­ας των συγκαι­ρι­νών μας λαο­πλά­νων. Δηλώ­νει λοιπόν: 

Ας εξο­ρί­σει επί ζωής των τους λαο­πλά­νους. Αυτοί είναι άξιοι και μεγα­λύ­τε­ρης τιμω­ρί­ας, επει­δή δια­φθο­ρείς και προ­δό­τες της Πατρί­δος. Εις τον τόπον μας δεν υπάρ­χει παρά ένα μονό μεγά­λο κόμ­μα, ή δια να ‘πού­με καλύ­τε­ρα, ένας μονα­χός μεγά­λος σωρός από ανθρώ­πους της κυβέρ­νη­σης, διη­ρε­μέ­νος σε δύο στά­σες, Κυβερ­νη­τι­κοί με επάγ­γελ­μα, Κυβερ­νη­τι­κοί δίχως επάγ­γελ­μα. Τα επαγ­γέλ­μα­τα δεν φθά­νου­νε διά όλους, κ’ εκεί­νοι που μένουν απ’ όξον, γαυ­γί­ζουν εκεί­νους οπού ειν’ από μέσα. Κι εσύ, δύστυ­χε Λαέ, δεν γνω­ρί­ζεις ούτε τις αλη­θι­νές σου χρεί­ες…» (οπι­σθό­φυλ­λο)

Στο κεφά­λαιο «Προϊ­δέ­α­ση» ο Λασκα­ρά­τος εξη­γεί τους λόγους που τον έκα­ναν να γρά­ψει αυτές τις σκέ­ψεις. Πίστευε ότι η δημο­σί­ευ­σή τους θα άνοι­γε τα μάτια πολ­λών απα­τη­μέ­νων ανθρώ­πων: «Επει­δή το εμπό­ριο της απά­της με επεί­ρα­ζε, η επι­θυ­μία της εγδι­κή­σε­ως εμψύ­χο­νε την ιδέα μου. Το να λαχτί­σω εκεί­νους οπού με υπο­χρε­ό­νου­νε να ζω ανά­με­σα σε ανθρω­πό­μορ­φα ζώα, μου έκα­νε τόσην ευχα­ρί­στη­ση!» (σελ. 15/16). Ο Λασκα­ρά­τος θέλει να ξεσκε­πά­ζει και όχι να κου­κου­λώ­σει τα ελατ­τώ­μα­τα της κοι­νω­νί­ας, δεν μπο­ρεί «εν συνει­δή­σει» να «νανα­ρί­σει την κοι­νω­νία με το ναρ­κω­τι­κό νανά­ρι­σμα των λαο­πλά­νων». Θέλει να δεί­χνει την ασχή­μια της οικο­γέ­νειας, την υπο­κρι­σία της εκκλη­σί­ας (αφο­ρέ­στη­κε). Ο αρι­στο­κρά­της Λασκα­ρά­τος ήταν κατά του κινή­μα­τος των Ριζο­σπα­στών στην Κεφα­λο­νιά, κάτι που δεν σήμαι­νε ότι δεν ασκού­σε σφο­δρή –και συχνά σατί­ρι­ζε – κρι­τι­κή στην κοι­νω­νία, όπως ήταν, με σοβα­ρές συνέ­πειες για την προ­σω­πι­κή του ζωή. Στον Λασκα­ρά­το ανα­κα­τεύ­ο­νται αισθή­μα­τα συμπό­νιας με το λαό, αλλά και δια­πι­στώ­νει καθυ­στε­ρή­σεις και ανω­ρι­μό­τη­τες. Έτσι θα πει με αφορ­μή το εκλο­γι­κό δικαίωμα: 

«Η Ελευ­θε­ρο­ψη­φία δεν εμπό­ριε παρά να δώσει απο­τε­λέ­σμα­τα σύμ­φω­να με εκεί­να της Ελευ­θε­ρο­τυ­πί­ας. Η Ελευ­θε­ρο­ψη­φία είναι ανα­γνώ­ρι­ση της πνευ­μα­τι­κής ενη­λι­κιό­τη­τος του λαού, επει­δή του δίνει μέρος εις την κυβέρ­νη­ση του εαυ­τού του. Αλλά ποία εστά­θη­κε η πρώ­τη φωνή του λαού μας μόλις του επα­ρα­χω­ρή­θη­κε να μιλή­ση; Φωνή μωρί­ας; Φωνή που από­δει­χνε πως εκεί­νοι που τον εκρί­να­νε ενή­λι­κον απα­τη­θή­κα­νε» (σελ. 54/55)

παρου­σιά­ζο­ντας μια όχι και τόσο κολα­κευ­τι­κή εικό­να της «ενη­λι­κιό­τη­τας» του λαού για να προ­βά­λει παρα­κά­τω πιο πολύ το στοι­χείο της συμπόνιας: 

«Δύστυ­χε Λαέ! Οι κατερ­γα­ραί­οι σ’ εμε­θή­σα­νε καθώς μεθούν τα μελίσ­σια και τα βάνου­νε στο καλάθι…Σ’ εμε­θή­σα­νε και σ’ εκά­μα­νε να πιστέ­ψης πως κάτι είσαι! Δύστυ­χε λαέ! ξέρεις τι είσαι! Εκεί­νο πού­ναι όλοι οι λαοί. Εκεί­νοι που εστα­θή­κα­νε οι λαοί πάντα. Είσαι, θέλεις δε θέλεις, το κλο­τσο­σκού­φι εκεί­νω­νε που τους βαστά η ψυχή τους να σε παί­ζου­νε. Μπο­ρεί να μη σ’ αρέ­σει τού­τη η αλή­θεια, μα δέξου τη για­τί είναι αλή­θεια. Είναι πρι­κιά μα κάνει καλό. Εσύ έχεις παρά­πο­να ενα­ντί­ον εις εκεί­νους οπού έως τώρα σ’ εδιοι­κή­σα­νε και τώρα εβγή­κα­νε άλλοι οι οποί­οι λέγο­νται φίλοι σου και σου ζητού­νε να σε διοι­κή­σουν εκεί­νοι. Και συ κατά το συνη­θι­σμέ­νο, για­τί έτσι οι λαοί κάνου­νε πάντα, έτρε­ξες εις εδαύ­τους και τους ακο­λού­θη­σες…» (σελ. 76/77).

*Τα κεί­με­να του Λασκα­ρά­του έχουν αντλη­θεί από τις εκδό­σεις ΡΟΕΣ, σει­ρά microMEGA, 1998, “Λαός και Λαοπλάνοι»

Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι ότι ο λεγό­με­νος λαός-μάζα-όχλος, αυτός ο αφα­νής στην ιστο­ριο­γρα­φία, έχει κατα­πα­τη­θεί πολύ, ταλαι­πω­ρη­θεί και περι­φρο­νη­θεί πολύ και κρα­τη­θεί σε αμορ­φω­σιά στη διάρ­κεια του μεγα­λύ­τε­ρου μέρους της ιστο­ρι­κής πορεί­ας της ανθρω­πό­τη­τας. Γι’ αυτό το λόγο δια­θέ­τει σε μεγά­λο βαθ­μό τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά που του προ­σά­πτουν διά­φο­ροι στο­χα­στές που στην ουσία υπα­γο­ρεύ­ουν την κοι­νή γνώ­μη. Δεν πρέ­πει να αρνη­θού­με μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά να δού­με πώς θα την αλλά­ξου­με. Γεγο­νός είναι, ότι σήμε­ρα με την πολύ μεγα­λύ­τε­ρη γραμ­μα­το­σύ­νη από κάπο­τε, η πολι­τι­κή «ενη­λι­κιό­τη­τα» δεν δεί­χνει να έχει ανε­βεί πολύ. Ζήτη­μα για προ­βλη­μα­τι­σμό λοι­πόν το θέμα με ποιό τρό­πο αλλά­ζουν συνε­χώς οι μέθο­δοι φθο­ράς της συνείδησης. 

Η θετική άποψη *

Να κλεί­σου­με, όμως, με μια ελπι­δο­φό­ρα νότα. Δηλα­δή, με μια προ­σέγ­γι­ση του θέμα­τος που πιστεύ­ει στον άνθρω­πο σαν συνει­δη­τό δημιουρ­γό της ιστο­ρί­ας. Μια άπο­ψη, όπως είδα­με, που πήρε σάρ­κα και οστά τον 19ο αιώ­να. Ο ρόλος της προ­σω­πι­κό­τη­τας στην ιστο­ρία ήταν σημα­ντι­κός, αλλά δεν σημαί­νει ότι πρέ­πει να αρνη­θού­με το ρόλο των λεγό­με­νων μαζών στην ιστο­ρία. Όσο πιο πολύ συμ­με­τέ­χουν οι λαϊ­κές μάζες στα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα μέσα από εξε­γέρ­σεις, κινή­μα­τα, κόμ­μα­τα κλπ. τόσο πιο πολύ ο ρόλος της προ­σω­πι­κό­τη­τας μεγα­λώ­νει επί­σης, διό­τι ανά­λο­γα με τα συμ­φέ­ρο­ντα που υπε­ρα­σπί­ζε­ται και ανά­λο­γα με τις υλι­κές δυνα­τό­τη­τες και προ­ϋ­πο­θέ­σεις που υπάρ­χουν τη δοσμέ­νη ιστο­ρι­κή στιγ­μή, η προ­σω­πι­κό­τη­τα, ο ηγέ­της, ο άρχων κλπ. μπο­ρεί με τις απο­φά­σεις και τη δρά­ση του να επι­βρα­δύ­νει είτε να επι­τα­χύ­νει το ιστο­ρι­κό γίγνε­σθαι. Επο­μέ­νως να παί­ξει αντι­δρα­στι­κό ή προ­ο­δευ­τι­κό ρόλο. Να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τις δυνα­τό­τη­τες προ­ό­δου που υπάρ­χουν στην κοι­νω­νία ή να τις μπλο­κά­ρει προς το συμ­φέ­ρον μιας ολι­γαρ­χί­ας. Ο Λένιν (1870–1924) έγρα­φε στην επο­χή του σχε­τι­κά μ’ αυτό: 

«’Οσο βαθύ­τε­ρος είναι ο μετα­σχη­μα­τι­σμός που θέλου­με να πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με, τόσο πιο πολύ πρέ­πει ν’ ανε­βά­ζου­με το ενδια­φέ­ρον και τη συνει­δη­τή στά­ση προς αυτόν, να πεί­θου­με για την ανα­γκαιό­τη­τά του όλο και νέα εκα­τομ­μύ­ρια και δεκά­δες εκα­τομ­μύ­ρια» (Β.Ι. Λένιν, Άπα­ντα, ρως. εκδ., τόμος 31, σελ. 467)

Η ιδέα αυτή της μαζι­κής συμ­με­το­χής είναι δια­με­τρι­κά αντί­θε­τη με την ιδέα που μέχρι τότε είχε επι­κρα­τή­σει, του παρα­με­ρι­σμού δηλα­δή των μαζών από κάθε λήψη απο­φά­σε­ων, πόσο μάλ­λον από τη δρα­στη­ριο­ποί­η­σή της σαν απο­φα­σι­στι­κός παρά­γο­ντας στα πολι­τι­κά και οικο­νο­μι­κά πράγ­μα­τα, σαν απο­φα­σι­στι­κή δύνα­μη στην ανά­πτυ­ξη της κοι­νω­νί­ας και της συνει­δη­τής δια­μόρ­φω­σης της ιστο­ρί­ας. Έχει απο­δει­χθεί ότι οι περί­ο­δοι στην ιστο­ρία στις οποί­ες σημειώ­θη­κε μεγά­λη ανά­πτυ­ξη του πολι­τι­σμού, συν­δέ­ο­νται με λαϊ­κούς απε­λευ­θε­ρω­τι­κούς αγώ­νες, με μαζι­κά κινή­μα­τα. Δηλα­δή, σαν κινή­μα­τα κρι­τι­κής και αντί­στα­σης ενά­ντια σε κατα­πιε­στι­κά καθε­στώ­τα. Μεγά­λοι δια­νο­ού­με­νοι και στο­χα­στές όχι σπά­νια ήταν κατά και­ρούς σφο­δροί επι­κρι­τές κακώς κει­μέ­νων. Μια ολό­κλη­ρη τέχνη έχει ανα­πτυ­χθεί από αντί­δρα­ση στην αδι­κία. Δεν έλει­παν, βέβαια, ούτε οι συνο­δοι­πό­ροι των κατα­πιε­στών, είτε από φόβο για τιμω­ρία, είτε από προ­σω­πι­κό υλι­κό συμ­φέ­ρον. Οι υλι­κές αντι­θέ­σεις στην κοι­νω­νία- και γι’ αυτό και οι πνευ­μα­τι­κές – πάντα έτρε­φαν εκρή­ξεις προ­ό­δου που μπο­ρεί να αργή­σουν να εμφα­νι­στούν, αλλά κάποια στιγ­μή θα εκδη­λω­θούν, όταν «ο κόμπος φτά­νει στο χτέ­νι». Ο μεγά­λος Ρώσος συγ­γρα­φέ­ας Μαξίμ Γκόρ­κι (1868–1936) με την βαθιά ανθρώ­πι­νη ματιά στην ιστο­ρία, έγραφε *: 

«Ο λαός δεν είναι μόνο η δύνα­μη που δημιουρ­γεί όλες τις υλι­κές αξί­ες, είναι και η μονα­δι­κή και αστεί­ρευ­τη πηγή όλων των πνευ­μα­τι­κών αξιών, ο πρώ­τος χρο­νι­κά και από άπο­ψη ομορ­φιάς και μεγα­λο­φυί­ας της δημιουρ­γί­ας φιλό­σο­φος και ποι­η­τής, που δημιούρ­γη­σε όλα τα μεγά­λα ποι­ή­μα­τα, όλες τις τρα­γω­δί­ες της γης και το πιο μεγα­λειώ­δες απ’ αυτά την ιστο­ρία του παγκό­σμιου πολιτισμού».

Και σχο­λιά­ζει επε­ξη­γη­τι­κά τα ως άνω αυτά λόγια: 

«Στα παρα­μύ­θια του, στα τρα­γού­δια του, στα ποι­ή­μα­τά του ο λαός δημιούρ­γη­σε τις υπέ­ρο­χες καλ­λι­τε­χνι­κές μορ­φές του Προ­μη­θέα, του Ηρα­κλή, του Ανταί­ου, των ηρώ­ων των ρού­σι­κων λαϊ­κών επών, του Ορέ­στη και του Πυλά­δη, του Φάρ­χαντ και του Σιρίν, του Δον Κιχώ­τη, του Φάουστ και του Μεφι­στο­φε­λή, των ηρώ­ων της «Μπα­χα­ρά­τα» και «Ραμα­γιά­να», της «Καλε­βά­λα» κλπ. Οι ιδέ­ες και οι εικό­νες πολ­λών έργων των μεγά­λων επο­χών και χωρών έχουν αντλη­θεί από το θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο της συλ­λο­γι­κής καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας του λαού. Πολ­λά από τα θαυ­μά­σια έργα τέχνης που φυλά­γο­νται στα μου­σεία, στα παλά­τια, στους ναούς και στις επαύ­λεις των εύπο­ρων τάξε­ων είναι φτιαγ­μέ­να από τα χρυ­σά χέρια και τη μεγα­λο­φυ­ϊα των αρι­στο­τε­χνών που βγή­καν από το λαό».

Και ο ρόλος της προσωπικότητας;

Μπο­ρεί τα κεί­με­να αυτά να έχουν γρα­φτεί σε μια περί­ο­δο ευφο­ρί­ας μέσα σε χρό­νια επα­να­στα­τι­κά και να έχουν μια κάπως ρομα­ντι­κή υπερ­βο­λή — που εξη­γεί­ται από την έως τότε απα­ξί­ω­ση ή ακό­μα και από­κρυ­ψη του ρόλου των «μαζών» στην ιστο­ρία οδη­γώ­ντας στα χρό­νια της επα­νά­στα­σης στο αντί­θε­το, δηλα­δή μια υπερ­βο­λι­κή έμφα­ση στο ρόλο τους — ωστό­σο, μπαί­νουν σαν σφή­να μιας νέας αντί­λη­ψης και ελπί­δας σε μια παρακ­μα­σμέ­νη κατά­στα­ση. Όσο υπάρ­χουν πισω­γυ­ρί­σμα­τα και η αρχι­κή φόρα δεν μπο­ρεί να κρα­τη­θεί, στο τοπίο της παγκό­σμιας ιστο­ρί­ας τέτοια τολ­μη­ρά πετάγ­μα­τα μαρ­κά­ρουν μια πορεία προ­ό­δου, που θα επα­να­λη­φθεί και μάλι­στα σε ανώ­τε­ρα επίπεδα. 

Το λάθος της υπερ­βο­λι­κής –ή και απο­κλει­στι­κής – σημα­σί­ας που δίδε­ται στο ρόλο της προ­σω­πι­κό­τη­τας, ανέ­δει­ξε ο Ρώσος δια­νο­ού­με­νος Γκε­όρ­γκι Πλε­χά­νοφ (1856–1918) παίρ­νο­ντας το παρά­δειγ­μα του Ναπολέοντα: 

«Η προ­σω­πι­κή δύνα­μη του Ναπο­λέ­ο­ντα μας φανε­ρώ­νε­ται με εξαι­ρε­τι­κά μεγε­θυ­μέ­νη μορ­φή, επει­δή της απο­δί­δου­με όλη την κοι­νω­νι­κή δύνα­μη, που την ανέ­δει­ξε και την υπο­στή­ρι­ξε. Αυτή φαί­νε­ται σαν κάτι το εντε­λώς εξαι­ρε­τι­κό για­τί άλλες όμοιες μ’ αυτήν δυνά­μεις δεν πέρα­σαν από τη δ υ ν α τ ό τ η τ α στην π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α. Κι όταν μας λένε: τι θα γινό­ταν όμως, αν δεν υπήρ­χε ο Ναπο­λέ­ο­ντας, η φ α ν τ α σ ί α μας μπερ­δεύ­ε­ται και μας φαί­νε­ται πως χωρίς αυτόν δε θα μπο­ρού­σε καθό­λου να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί όλο εκεί­νο το κοι­νω­νι­κό κίνη­μα που πάνω του στη­ρί­χθη­κε η δύνα­μη και η επιρ­ροή του» (σελ. 818).

Επο­μέ­νως δεν πρέ­πει να συζη­τιέ­ται η μια πλευ­ρά χωρίς την άλλη, μια και δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει η μία χωρίς την άλλη και μάλι­στα αλλη­λο­ε­ξαρ­τώ­νται. Ο υπερ­βο­λι­κός τονι­σμός της λαϊ­κής δύνα­μης χωρίς ανα­φο­ρά στο ρόλο της προ­σω­πι­κό­τη­τας και στις εκά­στο­τε υπαρ­κτές στην κοι­νω­νία δυνα­τό­τη­τες πραγ­μα­το­ποί­η­σης των επι­θυ­μιών της είναι εξί­σου λάθος με τον υπερ­βο­λι­κό τονι­σμό της προ­σω­πι­κό­τη­τας και μόνο. 

*Οι παρα­θέ­σεις σ’ αυτό το υπο­κε­φά­λαιο έχουν αντλη­θεί από το βιβλίο Οι Βάσεις της Μαρ­ξι­στι­κής Φιλο­σο­φί­ας από τις Πολι­τι­κές και Λογο­τε­χνι­κές Εκδό­σεις της Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών της ΕΣΣΔ, που κυκλο­φό­ρη­σαν το 1961 στα ελληνικά.

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.

ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΜΑΖΩΝ- ΜΙΑ ΠΑΛΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ (Α’ ΜΕΡΟΣ)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο