Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χιόνι, φιλί τ’ ουρανού

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Κέρ­κυ­ρα, η αρχό­ντισ­σα που σπέρ­νει μάγια και θαύ­μα­τα για να σε κατα­κτή­σει από την πρώ­τη ματιά. Δεν πασκί­ζει να σε αιφ­νι­διά­σει. Έχει τη δια­κρι­τι­κό­τη­τα να σε αφή­νει ν’ ανα­κα­λύ­πτεις την ομορ­φιά. Είτε στα­θείς στην παλιά πόλη, είτε περ­πα­τή­σεις πιο μακριά σε χωριά, ακρο­γιά­λια και λόφους, θα θαυ­μά­σεις αυτή τη γωνιά του παρα­δεί­σου την πνιγ­μέ­νη σε λιό­δε­ντρα και κυπα­ρίσ­σια. Συμ­βαί­νει να σού είναι όλα οικεία. Όπου και αν στα­θείς η μαγεία του τοπί­ου συνε­χί­ζε­ται αδιά­κο­πη. Ακό­μη και στις ακτές, εκεί που σκά­ει το κύμα θα σε ξαφ­νιά­σουν πολ­λές φορές τα χοντρό­κορ­μα δέντρα που θαρ­ρείς ξεπη­δούν σκί­ζο­ντας το ατλά­ζι της γαλα­ζο­πρά­σι­νης επι­φά­νειας της θάλασ­σας. Θα χαρείς όλες τις οπτι­κές γωνιές. Μπο­ρείς ν’ ακού­σεις μια καρ­διά αρχέ­γο­νη να χτυ­πά, να υπό­σχε­ται, να σε περι­μέ­νει στις αγριο­κα­στα­νιές της πλα­τεί­ας όταν αλα­φρο­ζυ­γιά­ζε­ται το τσου­χτε­ρό βορια­δά­κι, να ερω­τεύ­ε­ται δια­τη­ρώ­ντας την γοη­τεία άφθαρ­τη όχι μόνο την άνοι­ξη με την απο­θέ­ω­ση της ανθο­φο­ρί­ας, αλλά και τον χει­μώ­να, φτά­νει να δεις ν’ ακρο­φι­λά ειδυλ­λια­κά τα μάτια σου, όχι ένας ήλιος πυρ­πο­λη­μέ­νος, αλλά ο χιο­νι­σμέ­νος ορί­ζο­ντας πάνω από τις γρα­φι­κές στέ­γες και την πυκνή βλάστηση.

Το χιο­νι­σμέ­νο τοπίο της Κέρ­κυ­ρας απο­κτά επι­ση­μό­τη­τα μονα­δι­κή, λες και το νησί εκπλη­ρώ­νει ένα άλλο τελε­τουρ­γι­κό. Όταν εξο­μο­λο­γεί­ται ο ουρα­νός, η φύση σε ιερή δρα­στη­ριό­τη­τα έχει την ευκαι­ρία να απο­δεί­ξει πως μπο­ρεί να ξεπε­ρά­σει τον πιο ευφά­ντα­στο καλ­λι­τέ­χνη. Κόντευε να νυχτώ­σει. Η αγέ­ρα­στη πόλη είχε αρχί­σει να τυλί­γε­ται στην ομί­χλη. Το νερό στα συντρι­βά­νια με τις μαρ­μά­ρι­νες κρή­νες άλλα­ζε σε μικρά κρύ­σταλ­λα. Και στα σπί­τια, οι άκριες από τα κερα­μί­δια δεν έστα­ζαν πια. Τα φωτι­σμέ­να παρά­θυ­ρα έδει­χναν υπνω­τι­σμέ­να. Οι αδέ­σπο­τες αγά­πες σε τέτοιες νύχτες επι­στρέ­φουν, ανα­ζη­τώ­ντας σε μια αγκα­λιά ή μια θύμη­ση τη σωμα­τι­κή οικειό­τη­τα εκεί­νων που αγα­πή­θη­καν ως ερα­στές.  Το βλέμ­μα σε απο­ρία. Οι παλιές ξεβαμ­μέ­νες πόρ­τες στα μετό­πι­σθεν της μνή­μης άνοι­ξαν την κατάλ­λη­λη στιγ­μή, μια παρα­μο­νή πρω­το­χρο­νιάς την ώρα που τα τελευ­ταία αστι­κά λεω­φο­ρεία γλι­στρού­σαν στους δρό­μους κι εσύ δεν θα ξεχνού­σες τον λόγο που έμε­νες άυπνη, σε μια νύχτα που αγα­πή­θη­κε πολύ.Χιόνι φιλί τ’ ουρανού Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου φωτο Σπύρος Μπάντιος 2

Κάτι ασυ­νή­θι­στο και σπά­νιο θα γίνει, πρω­τό­γνω­ρο, από αυτά που συμ­βαί­νουν λίγες φορές στα χρο­νι­κά στο νησί των Φαιά­κων. Ο νους συλ­λά­βι­ζε ξεχα­σμέ­να και πεπρω­μέ­να ανά­με­σα στο βαθύ πορ­το­κα­λί,  το μπορ­ντώ της όμπρας και το πρά­σι­νο, ακο­λου­θώ­ντας τα γεω­με­τρι­κά μοτί­βα στο χαλί με μια παρά­ξε­νη αίσθη­ση πρω­το­γο­νι­σμού. Στη γλώσ­σα της παγκό­σμιας καλο­σύ­νης καλη­νύ­χτι­σαν οι Μοί­ρες των άστρων τη Μοί­ρα των ανθρώ­πων λίγο πριν το άνα­στρο στε­ρέ­ω­μα χαμη­λώ­σει πάνω από τις στέ­γες των σπι­τιών και τα λιό­δε­ντρα τής Κέρ­κυ­ρας. Από την παρου­σί­α­ση στο οπι­σθό­φυλ­λο, του βρα­βευ­μέ­νου από τη Γαλ­λι­κή Ακα­δη­μία βιβλί­ου, “Η ωραία του κυρί­ου”, του Κερ­κυ­ραί­ου Γαλ­λό­φω­νου συγ­γρα­φέα, Αλμπέρ Κοέν, διά­βα­ζες: «Βήμα θριάμ­βου του έρω­τα. Ω το απο­ψι­νό βρά­δυ, ω το μυστή­ριο και το ευλο­γη­μέ­νο βάρος απά­νω της και σκυμ­μέ­νο το αγα­πη­μέ­νο πρό­σω­πο και οι ανα­κω­χές που άφη­ναν τα χεί­λη να ενώ­νο­νται και, τέλος, η χαρά η δική της και οι λυγ­μοί της. Γυναί­κα του, ήταν η γυναί­κα του και τον λάτρευε, η γυναί­κα του, η υπη­ρέ­τρια και η ιέρειά του, ολο­κλη­ρω­μέ­νη όταν του έδι­νε το βάθος της και βρι­σκό­τα­νε μέσα της ευτυ­χι­σμέ­νος, μέσα σ αυτήν που εκστα­σια­ζό­ταν από την ευτυ­χία του αγα­πη­μέ­νου μέσα της, ασκή­τρια του κυρί­ου της. Ω, ήταν ερω­τευ­μέ­νη, επι­τέ­λους ερω­τευ­μέ­νη. Πάνω στους πάγους, η αγριο­τρια­ντα­φυλ­λιά είχε επι­τέ­λους ανθίσει.»

“Μια γρα­φή ποι­η­τι­κή” είχε πει ο βιβλιο­θη­κά­ριος όταν σού το πρό­τει­νε,  “ο δικός μας Αλμπέρ Κοέν μάς παίρ­νει μαζί του, να ζήσου­με την ερω­τι­κή ιστο­ρία του Σολάλ, περι­πλα­νώ­με­νου Εβραί­ου και της Αριάν ντ’ Ωμπλ, Ελβε­τί­δας αριστοκράτισσας.”

Είχες κλεί­σει το βιβλίο και τα μεγά­λα φώτα. Τα ξύλα τρι­ζο­βο­λού­σαν από νωρίς στο τζά­κι. Οι φλό­γες ανέ­βαι­ναν, κατέ­βαι­ναν, άλλα­ζαν σχή­μα­τα, μετά απελ­πι­σμέ­νες, ξέπνο­ες, έσβη­ναν στη μαύ­ρη προ­σφυ­γιά τής καμι­νά­δας. Το τσάι, σε λεπτή κού­πα πορ­σε­λά­νης limoges με ρίγα χρυ­σού στο φινί­ρι­σμα. Δυνα­τό άρω­μα κανέλ­λας. Είναι οι ώρες που ανοί­γει το θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο τής ψυχής. Οι αισθή­σεις θα φυλά­ξουν και­νούρ­γιες εικό­νες, να τις έχουν στο μέλ­λον. Τα διπλω­μέ­να ονό­μα­τα και σημειώ­μα­τα ξεφεύ­γουν από τη λήθη. Μια σκιά, αυτή που αγά­πη­σες τόσο τρυ­φε­ρά, ξανάρ­θε στο πλα­κό­στρω­το. Πρό­σω­πα γνώ­ρι­μα μέσα στις ανα­λα­μπές θ’ ανοί­ξουν κου­βέ­ντα για τ’ ανεί­πω­τα, για τα φανε­ρά και τα κρυμ­μέ­να, για όλα όσα πιστεύ­εις και δεν πιστεύ­εις. Μακριά στο πέλα­γος φαί­νε­ται να αιω­ρεί­ται λευ­κή η μορ­φή τού έκπτω­του αγγέ­λου στο λίγο της αστρα­πής. Παλιές φωνές, λησμο­νη­μέ­νες, ταξι­δεύ­ουν μυστι­κά στα βιβλία. Η αθω­ό­τη­τα στα αντι­κεί­με­να, στα κλει­στά βλέ­φα­ρα, στα κόκ­κι­να κορ­δό­νια των παι­δι­κών παπου­τσιών, στο κλει­στό δωμά­τιο, η αθω­ό­τη­τα στα κου­λου­ρά­κια βανί­λιας και στις πρώ­τες ρυτίδες.

Μια ματιά από το παρά­θυ­ρο. Το βλέμ­μα ίσα που πρό­λα­βε μια μονα­χι­κή Τυτώ σε αθό­ρυ­βη χαμη­λή πτή­ση από τη φτε­λιά στις κου­μα­ριές. Ολό­λευ­κη, με το καρ­διό­σχη­μο πρό­σω­πο και τα εκπλη­κτι­κά μάτια, έτσι έχεις κρα­τή­σει την εικό­να της από το καλο­καί­ρι που την είδες στο δρό­μο. Τυτώ μυθι­κή, αυτή που βλέ­πει την αθέ­α­τη πλευ­ρά των πραγ­μά­των, εκεί που οι άλλοι αδυ­να­τούν. Τυτώ, λες και πέτα­ξε από το εξώ­φυλ­λο τού παλιού σου ανα­γνω­στι­κού…  Τυτώ, για­τί η σοφία αφο­ρά την μετου­σί­ω­ση της απλής γνώ­σης σε βίω­μα και πνευ­μα­τι­κό­τη­τα μακριά από θόρυ­βο και φώτα. Το ανε­παί­σθη­το θρόι­σμα των φύλ­λων συλ­λά­βι­ζε απου­σία και ανορ­θό­γρα­φη ζωή. Στις απέ­να­ντι ακτές, χιο­νι­σμέ­νες οι βου­νο­κορ­φές, κάτι συνη­θι­σμέ­νο για την Ήπει­ρο και τη γει­το­νι­κή Αλβα­νία, έστελ­ναν άλλα καλέ­σμα­τα. Οι αστρα­πές έχουν το δικό τους μερί­διο στις ανα­μνή­σεις. Μέσα στην παγω­μέ­νη νύχτα πίστε­ψες πως άκου­σες ψιθυ­ρι­στά το δίλημμα:

“Να χορέ­ψω τώρα; Κι αν αμέ­σως γίνω νερό; Μπο­ρεί όμως να φτά­σω σε μια ανή­λια­γη γωνιά της πόλης, να κρυ­φτώ εκεί, σ’ ένα δίχρω­μο φιλί για πολύ και­ρό… Κι αν πέσω σ’ ένα παμπά­λαιο ακρο­κέ­ρα­μο, θα προ­λά­βω να μάθω την ιστο­ρία του πριν λιώ­σω; Μα και σ’ ένα φου­ρού­σι δεν θα ήταν άσχη­μη ιδέα! Ή μήπως να στρο­βι­λί­ζο­μαι στην πλα­τεία, να γνω­ρί­σω τους περα­στι­κούς, να τους ακού­σω να λένε “ψυχή μου…”  Όχι, όχι, φοβά­μαι την πτώ­ση. Κι αν είναι τόσο ωραί­ος αυτός ο τελευ­ταί­ος χορός; Αχ, αν ήταν να μη λιώ­σω ποτέ…”

Τη συμπό­νε­σες, εκεί­νη την αόρα­τη χιο­νο­νι­φά­δα. Σαν φιλε­νά­δα τη φαντάστηκες.

Χιόνι φιλί τ’ ουρανού Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου φωτο Σπύρος Μπάντιος

“Όταν αγα­πή­σεις τον προ­ο­ρι­σμό σου, ούτε δει­λιά­ζεις, ούτε διλήμ­μα­τα υπάρ­χουν. Για την αγά­πη όλα είναι ξεκά­θα­ρα, παρη­γο­ριά εκεί­νων που βάζουν τα όνει­ρά τους σε βάρ­κα, ν’ αρμε­νί­σουν κι ας μην έχει μπου­νά­τσα.” Κι αυτό ορκί­ζε­σαι πως το άκου­σες, μέσα σου όμως, για εσέ­να προ­ο­ρι­ζό­ταν εκεί­νη η κρυμ­μέ­νη φωνή τού θεί­ου Στεφανή.

Συνέ­χι­σες να ρίχνεις κλε­φτές ματιές έξω περι­μέ­νο­ντας τα τρό­παια τής νύχτας, τη φύση, τη μου­σι­κή και το ζεστό τσάι, να σού κρα­τή­σουν συντρο­φιά. Το τελευ­ταίο τρια­ντά­φυλ­λο του κήπου εξαρ­γύ­ρω­νε χρώ­μα και άρω­μα στις κρύ­ες στά­λες με μάταιη την υπό­σχε­ση μιας αιώ­νιας λάμ­ψης. Κόμποι αξε­διά­λυ­τοι ο έρω­τας, στιγ­μές βια­στι­κές, αύριο δεν θα χρειά­ζε­ται πια καμιά εξή­γη­ση. Από­ψε έκα­νες ανα­κω­χή με τον εφιάλ­τη. Είχες εξο­φλή­σει λύπες και ματαιώ­σεις. Κοί­τα­ξες επί­μο­να το δαχτυ­λί­δι, ένα χρυ­σό φίδι κου­λου­ρια­σμέ­νο στον παρά­με­σο. Άνοι­ξες το συρ­τά­ρι του γρα­φεί­ου. Πήρες το γυά­λι­νο μπου­κα­λά­κι, έβγα­λες το αση­μέ­νιο πώμα, το έφε­ρες κάτω από τη μύτη σου, ανά­σα­νες βαθιά. Γνώ­ρι­μο το άρω­μα τού Δαμα­σκη­νού ρόδου…  Στο άλλο­θι τής νοσταλ­γί­ας έγει­ρες από­το­μα τις τελευ­ταί­ες στα­γό­νες στην ανοι­χτή παλά­μη. Ακρι­βή φιλο­φρό­νη­ση στα χέρια που φυλά­νε τις αγα­πη­μέ­νες ενθυ­μή­σεις ανά­με­σα σε φλέ­βες και σπει­ροει­δείς αινιγ­μα­τι­κές γραμ­μές. Κινή­σεις απα­λές, ωδές μιας περί­κλει­στης βού­λη­σης στο εύθραυ­στο χρώ­μα. Αγα­πάς τα χέρια… Χωρίς να μιλούν τα λένε όλα.  Τα χέρια με τα μακριά δάχτυ­λα που δεν ξεχνούν, κολ­λη­μέ­να στο λεπτό δέρ­μα λίγο πιο κάτω από τον καρ­πό τα χεί­λη του…

Αθό­ρυ­βα η άρνη­ση δια­φεύ­γει με τις νότες στο πιά­νο. Ακά­λε­στη η ανά­μνη­ση. Ήρθε με διπλή την εικό­να του άδειου νυφι­κού. Το πριν και το μετά, σωσί­βιες λέξεις. Καθό­λου ξεθω­ρια­σμέ­νη από τα χρό­νια, σε τίπο­τα δεν είχε σπα­τα­λη­θεί ή λεη­λα­τη­θεί από κουρ­σά­ρους και­ρούς. Ίδια είχε μεί­νει. Ανα­δύ­θη­κε η πρώ­τη ματιά πάνω στους λεκια­σμέ­νους μαί­αν­δρους στο τελεί­ω­μα της μακριάς φού­στας, η δεύ­τε­ρη στο λιτό περι­κόρ­μιο με μόνο στο­λί­δι τις ασι­δέ­ρω­τες λεπτές πιέ­τες πάνω στο στή­θος, η τρί­τη πιο πονε­τι­κή είχε στα­θεί στο σκι­σμέ­νο αρι­στε­ρό μανί­κι με τα ξεφτι­σμέ­να πλε­χτά ανθά­κια.  Σίγου­ρα δεν επρό­κει­το για μια παθια­σμέ­νη ιστο­ρία ραμ­μέ­νη πάνω σε ακρι­βούς ταφτά­δες, αρα­χνο­ΰ­φα­ντα τού­λια και βιε­νέ­ζι­κες  δαντέ­λες. Αργά αργά η σκέ­ψη γύρι­σε στο τότε, ένα από­γευ­μα Νοέμ­βρη. Στο στερ­νό γύρο της ελεύ­θε­ρης νιό­της, μονά­χη σου περ­νού­σες μετα­ξο­κλω­στή στις πλη­γές μιας απλής δαντέ­λας. Μικρές, μικρές βελο­νιές, κεντη­μέ­νες με ευλά­βεια. Μετρού­σες, μια στο βαμ­βα­κε­ρό ύφα­σμα, μια στα δάχτυ­λα, μια στην καρ­διά. Μετρού­σες, κόκ­κι­να στίγ­μα­τα, για νά ’χει δικαιο­λο­γία το δάκρυ.

Λύπη πολυ­τε­λεί­ας. Έλε­ος δεν είχε εκεί­νη η μέρα. Ένα ρημαγ­μέ­νο τίπο­τα κατα­φέρ­νει και τρυ­πώ­νει λαθραία από τις χαρα­μά­δες τής σκέ­ψης. Αδέ­σπο­το τυλί­γει το κορ­μί σου, εκεί­νο το νυφι­κό, το φοράς σαν αθώα, το βγά­ζεις σαν αμαρ­τω­λή. Τόσα χρό­νια λιώ­νεις μαζί του, μεγα­λώ­νεις ερή­μην του, δε γερ­νάς, ράβεις και ξανα­ρά­βεις τις ασά­λευ­τες ώρες, μπα­λώ­νεις την ευθύ­νη, κεντάς την περη­φά­νια, καρ­φι­τσώ­νεις την αφο­σί­ω­ση πάντα ολό­λευ­κη κι όταν το διπλώ­νεις να το φυλά­ξεις, μυρί­ζεις στη ραφή του, τη ραφή τής ψυχής, παι­δι­κή πούδρα…

Ούτε πρό­βα δεν είχες κάνει, δεν είχες μπει στον πει­ρα­σμό να πας από οίκο σε οίκο, να δεις και να προ­βά­ρεις διά­φο­ρα, να καμα­ρώ­σεις τον εαυ­τό σου σε μεγά­λους καθρέ­φτες, να κολα­κευ­τείς, να δεχτείς κομπλι­μέ­ντα και γνώ­μες, να θεριέ­ψει μια ακό­ρε­στη ματαιο­δο­ξία, όχι, είχες ζητή­σει πολύ απλά, να σού δεί­ξουν το πιο φτη­νό, ας ήταν το πιο παλιό, ας ήταν ξεπε­ρα­σμέ­νο, γαρια­σμέ­νο, δεν σε πεί­ρα­ζε προ­κει­μέ­νου να γλι­τώ­σεις εσύ από περιτ­τά λόγια και εκεί­νοι από έξοδα…

“Περή­φα­νη ναι, αξιο­λύ­πη­τη ίσως, γυναι­κού­λα όμως, ποτέ ψυχή μου. Ας πιού­με μαζί ένα ροσό­λι και ας είναι μετά δακρύ­ων…η κυρία Κρε­μώ­να. Κατέ­βα­σε από το ράφι μια χάρ­τι­νη κού­τα σε σχή­μα βαλί­τσας. Μέσα της τακτο­ποί­η­σε μηχα­νι­κά, συνη­θι­σμέ­νη μάλ­λον από τη δια­δι­κα­σία, το πιο φτη­νό νυφι­κό, αυτό που και η ίδια είχε ξεχά­σει πως κάπο­τε στό­λι­ζε τη βιτρί­να στο ατε­λιέ της, και τι περί­ερ­γο, το άγγι­ζε ως να ήταν το ακριβότερο.

Το πιο φτη­νό νυφι­κό, μπο­ρού­σε να διη­γη­θεί τη δική του ζωή, ύστε­ρα από πολ­λά χρό­νια αχρηστίας.

Το πιο φτη­νό νυφι­κό, έβγαι­νε βόλ­τα στα καντού­νια και μάλι­στα σε συσκευα­σία πολυ­τε­λεί­ας, με κορ­δέ­λα και φιόγκο.

Είναι φορές που τα φρε­σκο­πλυμ­μέ­να φύλ­λα δακρύζουν.
Το πιο φτη­νό νυφι­κό, θα ταξί­δευε μέχρι την Ήπει­ρο για την τελευ­ταία του παράσταση.
Είναι φορές που δεν ακού­γε­ται ο χρό­νος στους φανο­στά­τες τής πόλης.
Είναι φορές που η ψυχή δεν ξεχω­ρί­ζει το νυφι­κό από το σάββανο…

“Κάθε βελο­νιά κι ένα δάκρυ σ’ αυτό τον γάμο”, προ­λη­πτι­κή η Φώταινα.
“Μα δεν είναι σαν νιφά­δες χιο­νιού αυτά τ’ ανθά­κια στα μανί­κια;” η μικρή Σταυρούλα.
“Όπως ήβρες νύφη, όχι όπως ήξε­ρες”, η προει­δο­ποί­η­ση από τον Κάτω Μαχαλά.
“Το όνο­μα σου, έγρα­ψα με πέτρα σ’ άλλη πέτρα / ζεις και μπο­ρώ να ζω κι εγώ , φεγ­γά­ρια κι άστρα μέτρα ”, ο πατέρας.
“Όλη η βδο­μά­δα του γαμπρού και η Κυρια­κή της νύφης”, η μητέρα.

Σάβ­βα­το ήταν, έξι Νοέμ­βρη του χίλια εννια­κό­σια ογδό­ντα δύο.
Ένα άδειο νυφι­κό, ψάχνει το σώμα που τού λεί­πει. Τινά­ζε­ται στα μαντα­λά­κια της μνή­μης από φόβο μήπως δεν υπήρ­ξε ποτέ.
Ένα άδειο νυφι­κό, με λεπτές πτυ­χές χωρίς ενοχές.
Πόση αλή­θεια αντέ­χουν οι παλιές ραφές… 

Μια ιστό­ρη­ση παλιά, μα αλη­θι­νή όσο και εσύ ψυχή μου…
Έχεις ένα αχ να νανου­ρί­σεις. Φτε­ρού­γι­σε η ανά­μνη­ση. Σαν να έκα­νε θόρυ­βο. Σκου­ριά που έτρι­ξε στην πόρ­τα του νου. Ο γάτος σηκώ­θη­κε ξαφ­νια­σμέ­νος από το χαλί. Ανα­ζή­τη­σε τις γάμπες σου, χασμου­ρή­θη­κε, τεντώ­θη­κε, καμπού­ρια­σε τη ράχη του και στο τέλος αφού τρί­φτη­κε στο μαξι­λά­ρι τής πολυ­θρό­νας βού­λια­ξε στη βελού­δι­νη κου­βέρ­τα πλάι στο σκύ­λο. Σαν το σκύ­λο με τη γάτα λένε…

Στη μνή­μη μένουν κεντη­μέ­νες οι στιγ­μές. Κοντά σαρά­ντα χρό­νια παρα­κο­λου­θείς τη δια­δρο­μή σου προ­σπα­θώ­ντας να κρα­τή­σεις μέτρο και ισορ­ρο­πία και το λάβα­ρο της αγά­πης ψηλά. Αγά­πη­σες εκεί­νο το ταλαι­πω­ρη­μέ­νο ρού­χο, αυτό που είχε μεί­νει χωρίς προ­ο­ρι­σμό για είκο­σι χρό­νια, όσα ακρι­βώς ήταν τότε τα δικά σου. Το είχες πλύ­νει στο χέρι, με τριμ­μέ­νο παρα­δο­σια­κό άσπρο σαπού­νι από το σαπω­νο­ποιείο “Πατού­νη”, το παλαιό­τε­ρο της Κέρ­κυ­ρας. Τρεις φορές χρειά­στη­κε μέχρι να καθα­ρί­σει. Το σιδέ­ρω­σες από την ανά­πο­δη πάνω σε μαλα­κή κου­σκου­σέ πετσέ­τα. Οι μαί­αν­δροι στο τελεί­ω­μα άφη­σαν άλλη αίσθη­ση στις άκριες των δαχτύ­λων, όταν ψηλα­φη­τά άγγι­ξες το  ανά­γλυ­φο κέντη­μα.  Το αρχαιό­τε­ρο ελλη­νι­κό σύμ­βο­λο νίκης και ενό­τη­τας, του απεί­ρου και της αιώ­νιας ζωής, αλλά και τής αέναης πορεί­ας του ανθρώ­που μέσα στον κόσμο, όλως τυχαία στο δικό σου νυφι­κό. “Μαιάν­δριος λαβή, σύμ­βο­λο της επα­φής και επι­κοι­νω­νί­ας της γης με τον ουρα­νό και της κυριαρ­χί­ας της ψυχής επί των φυσι­κών νόμων” , υπερ­θε­μά­τι­σε η μνή­μη με τη φωνή της Χατζη­δά­κη μέσα από την αίθου­σα της τρί­της λυκείου.

Και οι πιέ­τες αλλιώ­τι­κες, τις φαντα­ζό­σουν να πέφτουν πάνω στο στή­θος σου κατα­λή­γο­ντας απα­λά, όπως οι καμπυ­λω­τές ραβδώ­σεις στους αρχαί­ους κίο­νες. Το είδες να λάμπει στην απλώ­στρα, χωρίς το σκο­νι­σμέ­νο του παρελ­θόν, χωρίς τη μυρω­διά της κλει­σού­ρας. Αφου­γκρά­στη­κες τη δια­μαρ­τύ­ρη­σή του στο φως. Ακό­μη και το αρι­στε­ρό σκι­σμέ­νο μανί­κι με τα ξεφτι­σμέ­να πλε­χτά ανθά­κια, ακό­μη και αυτό ελά­χι­στα πια διέ­φε­ρε από το δεξί. Εσύ τού είχες δώσει την  ευκαι­ρία. Σ’ εσέ­να το χρω­στού­σε.  Ακύ­ρω­σες βέβαια το γεγο­νός του γάμου, είπες πως ήταν μια θεα­τρι­κή παρά­στα­ση που κάποιοι είδαν σαν ρομα­ντι­κή κωμω­δία και κάποιοι άλλοι σαν δρά­μα. Βαθιά μέσα στην καρ­διά σου είναι σαν να μην έγι­νε ποτέ. Το νυφι­κό ζητού­σε ένα σώμα για να υπάρ­ξει, όμως εσύ με άδειο πρό­σω­πο το είχες ζήσει. Από περη­φά­νια δεν κατα­δέ­χτη­κες τον οίκτο. Από ευγέ­νεια άφη­σες πίσω σου την περι­φρό­νη­ση. Όρθω­σες ανά­στη­μα. Ένα μπόι ανθι­σμέ­νη βίτσα λεμο­νιά, αυτό ήσουν, με καλά κρυμ­μέ­να τ’ αγκά­θια. Δεν ζήτη­σες ποτέ να χαϊ­δο­λο­γή­σουν τις μέρες σου, να κανα­κέ­ψουν τα όνει­ρά σου, να σού κάνουν λίγο χώρο να στα­θείς δίπλα τους, να βάλουν οδο­δεί­χτες ευτυ­χί­ας στο δρό­μο σου. Να σε αφή­σουν ν’ ανα­πνεύ­σεις ήθελες…

Πρέ­πει να λιώ­σει η καρ­διά σου πολ­λές φορές για να μάθεις… 

Έμα­θες
Δίγλωσ­σος χάρ­της η συμ­βί­ω­ση, δια­τη­ρη­τέ­ες οι ανα­μνή­σεις, στο δεξί φρύ­δι δια­τη­ρη­τέο και το σημάδι…

Ανοί­γεις το μπα­ού­λο. Το παλιό σημειω­μα­τά­ριο είναι πρό­κλη­ση. Ξεφυλ­λί­ζεις, μαζί και τη σιω­πή σε μέρες, μήνες, χρό­νια. Στις ρωγ­μές πέφτουν απα­λά χιλιά­δες νιφά­δες χιο­νιού. Ομορ­φαί­νει το χάσμα. Έξω ο βοριάς κου­ρά­στη­κε ν’ αρμέ­γει σύν­νε­φα. Στο φευ­γιό του  έβγα­λε το γάντι για να γρά­ψει στο τζάμι:

“Η ζωή καμιά φορά αργεί, μα στο τέλος θερα­πεύ­ει την ψυχή.”
Έχεις αφή­σει άγρα­φες σελί­δες. Αυτές ήρθε η ώρα να συμπληρώσεις:
Ένιω­θα να με τυλί­γουν σ’ ένα λεπτό πέπλο, να κοι­τά­ζω κλε­φτά έξω από αυτό και να βλέ­πω τον δικό μου γενέ­θλιο τόπο. Λασί­θι, το απά­νω δώμα της Κρή­της, φορ­τω­μέ­νο χιό­νια, ν’ ακούω φωνές απ’ το βαθύ τού χρό­νου, να ξεχω­ρί­ζω αμυ­δρά τη δική σου σ’ ένα “ σ’ αγα­πώ” κι ύστε­ρα να φοβά­μαι το απα­τη­λό θαρ­ρείς τής ανά­μνη­σης και να διπλο­κλει­δώ­νω τα βλέ­φα­ρα πριν νικη­θώ στη μονα­ξιά μου από νοσταλ­γία και ονει­ρο­πό­λη­ση. Ακό­μη εκεί­νο το άδειο νυφι­κό γυρεύ­ει αφορ­μή και τρυ­πώ­νει στη σκέ­ψη μου. Στο πικάπ, “Dance me to the end of love” όπως τότε, όπως παλιά, ο γρα­τζου­νι­σμέ­νος δίσκος  με τον ερω­τι­κό Leonard Cohen.”

Αφή­νεις την πένα, πίνεις δυο γου­λιές τσάι, ξετυ­λί­γεις ένα σοκο­λα­τά­κι, πικρή η κου­βερ­τού­ρα αλλά η μόνη σοκο­λά­τα. Η πρώ­τη νιφά­δα χόρευε στη μακρι­νή ομί­χλη τού όρους. Το ένιω­θες. Το δικό σου παρά­πο­νο, ένα μικρό κρύ­σταλ­λο στην υδρο­ροή. Οι παλιές πλη­γές φιλο­δω­ρούν την ανα­πό­λη­ση. Σιγο­τρα­γου­δάς, να δια­τη­ρή­σεις τ’ όνει­ρο, μόνο αυτό θέλεις. Το φιλί θα ξανα­βρεί μέλι κι ανά­σα. Αύριο. Ξανα­πιά­νεις την πέν­να με πείσμα:

“Αυτό δεν θα το δεις, για­τί όχι μόνο για­τί δεν πιστεύ­εις στη μαγεία, αλλά και για­τί έχεις μέσα σου το σαρά­κι τής δυσπι­στί­ας, αυτό που τρώ­ει τους ενή­λι­κες, ξέρεις, εκεί­νους που βάζουν τα όνει­ρά τους σε λίστες ανα­μο­νής και όσο μεγα­λώ­νουν μαθαί­νουν μόνο να γερ­νούν.  Αυτό θα το ζήσουν τα παι­διά, που κάνουν τις μέρες και τις νύχτες τους να μετρούν διπλά, που πιστεύ­ουν σε αυτό που περι­μέ­νουν με τη λαχτά­ρα του ενθου­σια­σμού, που το σήμε­ρα δεν τους φτά­νει και το αύριο δεν περισ­σεύ­ει. Τα παι­διά θα το ζήσουν, με γάντια, με μπό­τες και κασκόλ, θα τρέ­ξουν, θα πέσουν, θα φωνά­ξουν, θα κυλή­σουν με τα σανί­δια τους, μαζί του, εκεί στη χαρά που όλα φαντά­ζουν εύκο­λα, εκεί που η κάθε στιγ­μή γίνε­ται μια και­νούρ­για ανα­ζή­τη­ση. Εσύ θα κρα­τάς τις φωτο­γρα­φί­ες και θα εύχε­σαι να συμ­βεί ξανά, μια άλλη φορά και να είσαι εδώ…”

Το έμπι­στο Ιόνιο φως θα σε βρει αλλιώς το ξημέ­ρω­μα. Κάνεις μια παύ­ση. Παρη­γο­ριά η ησυ­χία και τα φώτα της πόλης. Τώρα άνα­ψε ένα κερί, ένα ταπει­νό λυχνά­ρι να φέγ­γει στις λέξεις σου, να μην ξεστρα­τί­σουν τώρα που εκεί έξω έχει αρχί­σει ένας άλλος χορός. Νιφά­δες, νιφά­δες, νιφά­δες. Χιλιά­δες νιφά­δες, εκεί έξω κι ανά­με­σά τους ένα άδειο νυφι­κό, μόνο του, στη φαντα­σία και στο σκοι­νί της απλώ­στρας. Κάπου κάπου μια μικρή πνοή ανέ­μου πασκί­ζει να το ξεκρε­μά­σει από τα μαντα­λά­κια της μνή­μης, μάταια… Έλα συνέ­χι­σε να γρά­φεις, γρά­φτα όλα στου Δερ­βί­ση τη φού­στα, περι­μέ­νουν οι λευ­κές σελίδες:

Φωτο­γρα­φί­ες πολύ­τι­μες. Τις αγγί­ζεις, τις μυρί­ζεις, τις κρα­τάς με συγκί­νη­ση, θαρ­ρείς και σού κάνουν χάρη και μπο­ρείς να ζήσεις έστω έτσι τις στιγ­μές που έχα­σες. Μάθε κι εσύ να φυλάς τη ζωή σου σε χάρ­τι­νες και ξύλι­νες κασε­τί­νες, σε χρω­μα­τι­στά κου­τιά και σε λευ­κώ­μα­τα από σελί­δες ρυζό­χαρ­του, να αισθά­νε­σαι τη χαρά σαν παι­δί και όχι μόνο να μεγα­λώ­νεις και να μη γερ­νάς, αλλά και να μην την σκορ­πί­ζεις άλλο τη ζωή σου στα ασή­μα­ντα για τα μάτια του κόσμου.

Αύριο…

Θα περά­σει η μέρα. Ο ήλιος θα πάρει μαζί του πολύ γρή­γο­ρα τα λευ­κά προι­κιά που έστρω­σε η νύχτα κι εσύ θα τρί­βεις τα μάτια σου χωρίς να  πιστεύ­εις πως  στην Κέρ­κυ­ρα της βρο­χής, καμιά φορά,  υπάρ­χει κάτι που όταν πέφτει δεν ξέρει να κυλή­σει, ξέρει όμως  να αλλά­ζει το τοπίο, ντύ­νο­ντάς το στη φαντα­σμα­γο­ρία του χιο­νιού. Αίσθη­ση πρω­τό­γνω­ρη, παρα­δέ­χε­σαι σίγου­ρα κοι­τά­ζο­ντας εικό­νες τής χιο­νι­σμέ­νης Κέρ­κυ­ρας. Ξέρεις, η ζωή έχει διδά­ξει ό,τι τίπο­τα δε συμ­βαί­νει τυχαία, όλα γίνο­νται για κάποιο λόγο, για κάποιο λόγο είσαι απών από τού­τες τις στιγ­μές. Η θέα από όπου και αν κοι­τά­ξεις μα περισ­σό­τε­ρο από τη σοφί­τα είναι εκπληκτική.

Το δικό σου μονό­το­νο έγι­νε τόσο ξαφ­νι­κά το δικό μου συναρ­πα­στι­κό! Όταν δια­βά­σεις αυτές τις γραμ­μές θα ζηλέ­ψεις για όλα αυτά που συμ­βαί­νουν ερή­μην σου. Χορεύ­ουν από­ψε μυστι­κά, κρυ­φά θαρ­ρείς από αδιά­κρι­τα βλέμ­μα­τα, άπει­ρες νιφά­δες χιο­νιού. Περι­δι­νί­ζο­νται ανοί­γο­ντας και κλεί­νο­ντας τον κύκλο τους γύρω από την κορυ­φή του όρους τού Παντο­κρά­το­ρα κι ύστε­ρα αφή­νο­νται στις ριπές τού ανέ­μου και κατε­βαί­νουν πιο χαμη­λά στην Πετά­λεια, στις έρη­μες εκκλη­σιές στην Παλιά Περί­θεια, στις αυλές τού Στρι­νύ­λα, στα σοκ­κά­κια στο Λαύ­κι, στον Αφιώ­να, στα λιό­δε­ντρα τού Σπαρ­τύ­λα, στους καταρ­ρά­κτες στις Νυμ­φές, στην πλα­τεία στο Σωκρά­κι, στ’ αμπέ­λια στο Βίστω­να, στη βρύ­ση της Επί­σκε­ψης, στο λου­τρου­βιό στο Βαλα­νειό, στις ανη­φο­ριές στις Λού­τσες, στα καντού­νια τής Κορα­κιά­νας με τα κλει­στά αρχο­ντό­σπι­τα, τα βενε­τσιά­νι­κα βόλ­τα και τα ψηλά παρά­θυ­ρα και στο σπί­τι μας πάνω στο λόφο στα Γου­βιά. Η βαθιά νύχτα αρχί­ζει το τρα­γού­δι. Οι μαγι­κές λέξεις των ιερο­τε­λε­στιών σπρωγ­μέ­νες μέσα στις νότες. Θα ειπω­θούν πολ­λές φορές, ώσπου το ολό­λευ­κο θ’ αγκα­λιά­σει σαν θαύ­μα μέχρι τις πιο ξεχα­σμέ­νες γωνιές στην πόλη τής Κέρ­κυ­ρας το ξημέρωμα.”

Ούτε και εσύ φίλε ξένε, που περι­μέ­νεις να δια­βά­σεις το τέλος το πιστεύ­εις κι όμως είναι αλήθεια!

Μια δια­φο­ρε­τι­κή Κέρ­κυ­ρα αντι­κρί­ζουν τα μάτια, όταν συμ­βαί­νει. Σπά­νιο φαι­νό­με­νο. Στο χιο­νι­σμέ­νο τοπίο πρω­τα­γω­νι­στούν πανύ­ψη­λα κυπα­ρίσ­σια, καμπα­να­ριά, κερα­μι­δο­σκε­πές, καμι­νά­δες, πλα­τεί­ες και καντού­νια. Το κίτρι­νο για­σε­μί φέγ­γει ακό­μη πιο πολύ στο χιο­νι­σμέ­νο φρά­χτη του κήπου και όλα μαζί, στην αντα­νά­κλα­σή τους στα γαλα­ζο­πρά­σι­να νερά του Ιονί­ου αφη­γού­νται την ομορ­φιά αλλιώς, σαν παρα­μύ­θι. Εμπει­ρία μονα­δι­κή! Μια πλού­σια παλέ­τα που μέσα από το κυρί­αρ­χο λευ­κό βγαί­νουν κρυμ­μέ­νες πρά­σι­νες, κίτρι­νες και κοκ­κι­νω­πές απο­χρώ­σεις. Θα μεί­νουν από τις πιο αξέ­χα­στες εικόνες.

Επι­βλη­τι­κή η λιτό­τη­τα του χιο­νιού ήρθε να εκπλη­ρώ­σει παλιά επι­θυ­μία και να καλύ­ψει τα πάντα, παρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς στο όρος και ανή­με­ρα σε όλο το νησί. Ασυ­νή­θι­στο το χει­με­ρι­νό αυτό τοπίο για τη νύμ­φη τού Ιονί­ου, μετα­μορ­φώ­νε­ται αμέ­σως με τις πρώ­τες νιφά­δες κι όταν ακό­μη πιο σπά­νια το νυφι­κό του χιο­νιού φτά­σει ως τη θάλασ­σα, δεν είναι υπερ­βο­λή να αισθά­νε­ται κανείς πως απο­μα­κρύ­νε­ται από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για να μπει σ’ έναν κόσμο φανταστικό.

Ο ουρα­νός μια χει­μω­νιά­τι­κη αγκα­λιά, εκεί που οι ήχοι μονώ­νο­νται και ο θόρυ­βος περιο­ρί­ζε­ται στο ελά­χι­στο. Σε αυτή την ιερή σιω­πή που αμέ­τρη­τες νιφά­δες χόρε­ψαν την πτώ­ση τους, το να  παρα­μεί­νεις αγνός δεν  είναι  κάτι  που  γίνε­ται  εύκο­λα πράξη.

Αγα­πώ την Κέρ­κυ­ρα, θα το πεις πολ­λές φορές ξένε, όπως το λέω κι εγώ απο­λαμ­βά­νο­ντας και την γοη­τεία του παρά­δο­ξου. Έχεις ένα ραντε­βού, λίγο πριν  φύγεις.

«Αλή­θεια θα φύγεις;» Ο άνε­μος ξέρει να δια­βά­ζει πεπρωμένα.
Κορ­τά­ρο­ντας το φεγ­γά­ρι στα καντού­νια, μην ξεχά­σεις το δώρο σου, να  αυτή τη μικρή γυά­λι­νη σφαί­ρα τη γεμά­τη χιο­νο­νι­φά­δες και μέχρι να πιστέ­ψεις στα παρα­μύ­θια κρά­τα την στα χέρια, γύρ­να την ανά­πο­δα, πέτα­ξέ την στον αέρα, τρέ­ξε να την πιά­σεις και μη φοβη­θείς αν έρθουν τα πάνω κάτω.

Η χιο­νι­σμέ­νη Κέρ­κυ­ρα είναι μαγεία!

Στη σκέ­ψη και στ’ όνει­ρο, σε τού­τες τις ρού­γες, στις μικρές γει­το­νιές και αυλές, εκεί που μυρί­ζει κουμ­κουάτ και λου­κού­μι η θύμη­ση για να γλυ­κά­νει τις ψυχές που ξέρουν να ανα­γνω­ρί­ζουν το μυστι­κό και τον ψίθυ­ρο του φεγ­γα­ριού στο για­σε­μί που τρέ­μει, αυτό που λίγοι αξιώ­νο­νται να μάθουν και να ερμη­νεύ­σουν, εδώ λοι­πόν μια φορά δεν είναι ποτέ αρκετή.

Θα ξανάρ­θεις. Μπο­ρεί για πάντα.

Μπο­ρεί μια επί­σκε­ψη, να μην είναι εκεί­νη που θ’ αλλά­ξει τη ζωή σου.  Η Κέρ­κυ­ρα όμως, θα είναι πάντα ο κατάλ­λη­λος προ­ο­ρι­σμός για να συμπλη­ρώ­νεις την εμπει­ρία σου. Το Ιόνιο φως θα έχει πάντα αυτή τη δύνα­μη να δια­φο­ρο­ποιεί, τον τρό­πο της σκέ­ψης, να υπό­σχε­ται και να εκπλη­ρώ­νει τον πόθο σου.

Δεν έχει σημα­σία πότε θα κάνεις το ταξί­δι, έτσι κι αλλιώς, όπο­τε η τύχη το φέρει, θα είναι μια εμπει­ρία μονα­δι­κή. Μετά θα θέλεις να ξανάρ­θεις. Οι άνθρω­ποι ξανα­γυ­ρί­ζουν στην Κέρ­κυ­ρα, όπως στη μάνα τους, ξανα­γυ­ρί­ζουν και ανα­κλύ­πτουν στό­χα­ση, ομορ­φιά, καλο­σύ­νη. Ο Ουί­λιαμ Χάζ­λιτ (William Hazlitt) Άγγλος συγ­γρα­φέ­ας, φιλό­σο­φος και ζωγρά­φος. έγρα­ψε πως “οι ποι­η­τές ζουν σ’ έναν ιδε­ώ­δη κόσμο, όπου δημιουρ­γούν τα πάντα σύμ­φω­να με τις επι­θυ­μί­ες τους”, αυτό είναι η Κέρ­κυ­ρα, ο ιδε­ώ­δης κόσμος για να δεις τις επι­θυ­μί­ες σου ν’ ανθί­ζουν, ίσως και για να γίνεις ποιητής…

Χιόνι φιλί τ’ ουρανού Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου φωτο Σπύρος Μπάντιος drone

Ευγε­νι­κή φιλο­δο­ξία, ένα φιλί

Κιτρι­νι­σμέ­νος ο καιρός,
από τις σκι­σμέ­νες δαντέ­λες τής μνήμης
τα όνει­ρα, άναυ­λα έφυγαν
ένα κερί αναμ­μέ­νο μέρες και νύχτες στο παράθυρο
κι απ’ έξω, στην αστρο­φεγ­γιά τού παγω­μέ­νου βοριά
ωχρό μετά­ξι η θύμηση,
μια μόνο κλω­στή κρατά
σπα­ρα­χτι­κά η ψυχή μέσα στα κρίματα
και η γνώ­ση μάταιη χωρίς τη νιότη
ποιαν όρα­ση να δοξά­σουν τα μάτια στην ίδια πλατεία
πριν χαμη­λώ­σει κι άλλο το φεγ­γά­ρι στην προκυμαία.

Ώρες σιω­πη­λές,
απαρ­νη­μέ­νος εαυ­τός δίπλα στ’ αγάλματα
ένα ξυλά­κι κανέλ­λας σκλα­βώ­νει την απουσία
οι στα­γό­νες παγώ­νουν στον καθρέφτη
ξενι­τε­μέ­νες σκέ­ψεις τού έρω­τα συντρόφισσες
στο λίγο μιας αγάπης
στην ίδια πόλη θέλω να χαθώ
σε μια δύση φορ­τω­μέ­νη σύν­νε­φα χρυσά
με το βλέμ­μα γεμά­το κοχύλια
με την αφή του χιο­νιού στο πρόσωπο
με την ίδια μισή φωτο­γρα­φία στα χέρια
αδί­δα­κτη, νικη­μέ­νη, αλύγιστη.
Όλο το νόη­μα του κόσμου
μια νύχτα ήταν…

Τα σημά­δια στην πόρ­τα, το ρόπτρο εκεί, το δάκρυ αψύ
εξό­ρι­στος ο ήχος της θάλασ­σας στην άλλη πλευρά
από­ψε βγή­κα έξω, περιτ­τό βάρος οι σκέψεις,
από­ψε δρα­πέ­τευ­σα από τη φυλα­κή μου,
με το κόκ­κι­νο μου παλ­τό, στο Λιστόν μεσάνυχτα,
φιλί στον άνε­μο, όχι, φιλί στο χιόνι,
το χιό­νι που πέφτει
ανέλ­πι­στη χαρά στην παλιά πόλη, στη Σπιανάδα,
στο Καμπιέλο,
στις στέ­γες στην πάνω πλατεία
στην Εβραϊ­κή Συναγωγή,
στον Ανεμόμυλο
και στα σπα­σμέ­να μου φτε­ρά, απόψε,
από­ψε στο καλντερίμι
ευγε­νι­κή φιλο­δο­ξία ένα φιλί
κι ένα τρια­ντά­φυλ­λο, στην Κέρκυρα.
Τίπο­τα δεν τελειώ­νει εδώ,
θυμά­σαι ακό­μη τις κρυ­φές γωνιές
αυτές που μπο­ρείς να σταθείς
για να περά­σει ο έρω­τας δίπλα σου
και να σε κρα­τή­σει τελικά
από το χέρι η αγάπη
στο κατώ­φλι ενός άλλου αιώνα.
Χιο­νί­ζει, είναι όλα όμορ­φα απόψε.
Χιό­νι, φιλί τ’ ουρανού…


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταί­ου — Κέρ­κυ­ρα 4 Ιανουα­ρί­ου 2019
Από το υπό έκδο­ση βιβλίο
Κέρ­κυ­ρα, σμί­λη της ψυχής

 ℹ️  Φωτο­γρα­φί­ες – videos:  Σπύ­ρος Μπάντιος 


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμφιλιώνομαι

με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Εργο­γρα­φία

  • Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή – Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα – Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα

facebook logo click

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο