Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χοσέ Λουίς Γκονσάλες (1926–1996): Ένα άγνωστο θύμα του Μακαρθισμού

Της Αγγε­λι­κής Αλεξοπούλου
Επι­μέ­λεια: Άννε­κε Ιωαννάτου

Το 1898 οι ΗΠΑ εισέ­βα­λαν στο Που­έρ­το Ρίκο και από τότε η μικρή χώρα βρί­σκε­ται κάτω από την κυριαρ­χία τους. Σύμ­φω­να με τη βού­λη­ση των ΗΠΑ, οι Πορ­το­ρι­κά­νοι δεν αξί­ζουν να ζουν σε μια δική τους πατρί­δα, αλλά, αντί­θε­τα, είναι άξιοι να πεθαί­νουν στο Βιετ­νάμ, στο όνο­μα μιας πατρί­δας που δεν είναι δική τους. Το Που­έρ­το Ρίκο είναι πολι­τεία των ΗΠΑ. Αντι­προ­σω­πεύ­ε­ται στο Αμε­ρι­κα­νι­κό Κον­γκρέ­σο χωρίς δικαί­ω­μα ψήφου, χωρίς φωνή. Οι Βορειο­α­με­ρι­κα­νοί ελέγ­χουν τα πάντα: εσω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή, μετα­φο­ρές, επι­κοι­νω­νί­ες, μισθούς, εργα­σια­κές σχέ­σεις. Ο τοπι­κός στρα­τός είναι ενταγ­μέ­νος στον βορειο­α­με­ρι­κα­νι­κό. Η απο­ε­θνι­κο­ποί­η­ση του Που­έρ­το Ρίκο έγι­νε από­λυ­τη, μέσω του δρό­μου της μετα­νά­στευ­σης. Η φτώ­χεια έσπρω­ξε περισ­σό­τε­ρο από ένα εκα­τομ­μύ­ριο Πορ­το­ρι­κά­νους στο να ψάξουν καλύ­τε­ρη τύχη στη Νέα Υόρ­κη. Εκεί απο­τε­λούν ένα υπο­προ­λε­τα­ριά­το που συσ­σω­ρεύ­ε­ται στα πιο βρώ­μι­κα προάστια.

Η ημια­ποι­κια­κή κατά­στα­ση της χώρας και το πρό­βλη­μα της μετα­νά­στευ­σης απα­σχό­λη­σαν όλους τους πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους του Που­έρ­το Ρίκο από το 1898 μέχρι τις μέρες μας. Υπάρ­χει μια αξιο­ση­μεί­ω­τη άνθη­ση της πορ­το­ρι­κα­νι­κής πεζο­γρα­φί­ας γύρω στη δεκα­ε­τία του 1950, που εισή­γα­γε νέα θέμα­τα και νέες φόρ­μες μέσα στη μεγά­λη κοί­τη του ρεα­λι­σμού. Ένα από τα θέμα­τα που είναι σημα­ντι­κό για τη νησιώ­τι­κη κοι­νω­νία είναι αυτό της μετα­νά­στευ­σης μέχρι τη βορεια­με­ρι­κά­νι­κη «μητρό­πο­λη» και η προ­σπά­θεια αντί­στα­σης, για να μην ενσω­μα­τω­θούν οι μετα­νά­στες στην κουλ­τού­ρα των ΗΠΑ. Τρεις σημα­ντι­κοί συγ­γρα­φείς αυτής της περιό­δου είναι ο Γκον­σά­λες, ο Σότο και ο Βαρκάρθελ.
Από τους τρεις ο πιο σημα­ντι­κός είναι ο Χοσέ Λουίς Γκον­σά­λες. Ο Γκον­σά­λες γεν­νή­θη­κε στον Άγιο Δομί­νι­κο, από πατέ­ρα Πορ­το­ρι­κά­νο και μητέ­ρα Δομι­νι­κα­νή. Έζη­σε και εκπαι­δεύ­τη­κε στο Πού­ερ­το Ρίκο από τα 4 χρό­νια του. Σπού­δα­σε φιλο­λο­γία και Κοι­νω­νι­κές Επι­στή­μες στο Πανε­πι­στή­μιο του Που­έρ­το Ρίκο και το 1947 έκα­νε μετα­πτυ­χια­κές σπου­δές στη Νέα Υόρ­κη, εμπει­ρία που υπήρ­ξε πολύ σημα­ντι­κή για το αφη­γη­μα­τι­κό του έργο. Το ότι είχε υπε­ρα­σπι­στεί σε όλη του τη ζωή ριζο­σπα­στι­κές θέσεις (ήταν μαρ­ξι­στής), του κόστι­σε ακριβά.
Το 1953 ο Γκον­σά­λες, αντι­δρώ­ντας και καταγ­γέλ­λο­ντας την εξάρ­τη­ση της χώρας του από τις ΗΠΑ, εμπο­δί­στη­κε να ζήσει στην ίδια του την πατρί­δα. Το απαί­τη­σαν οι Βορειο­α­με­ρι­κά­νοι. Ήταν τα χρό­νια του μακαρ­θι­σμού και οι διώ­ξεις ενα­ντί­ον των προ­ο­δευ­τι­κών δια­νο­ου­μέ­νων και σε χώρες –υπο­χεί­ρια των ΗΠΑ ήταν φοβε­ρές. Το 1953 ο Γκον­σά­λες ανα­γκα­στι­κά αυτο­ε­ξο­ρί­στη­κε στο Μεξι­κό όπου πήρε τη μεξι­κά­νι­κη υπη­κο­ό­τη­τα. Έζη­σε στο Μεξι­κό όλα τα υπό­λοι­πα χρό­νια της ζωής του. Ο ίδιος είχε πει πως είναι ένας συγ­γρα­φέ­ας Πορ­το­ρι­κα­νός, ένας πανε­πι­στη­μια­κός Μεξι­κά­νος και πάνω από όλα σοσια­λι­στής. Τα έργα του είναι μια πολύ βαθιά ματιά στην κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του Που­έρ­το Ρίκο, πραγ­μα­τι­κό­τη­τα-συνέ­πεια της ημια­ποι­κια­κής του εξάρ­τη­σης. Το θέμα που κατά βάθος εξε­τά­ζει είναι το ζήτη­μα της εθνι­κής ταυ­τό­τη­τας, της πορ­το­ρι­κα­νής κουλ­τού­ρας που απει­λεί­ται με εξα­φά­νι­ση. Εκτός από συγ­γρα­φέ­ας μυθι­στο­ρη­μά­των και διη­γη­μά­των, ο Γκον­σά­λες είναι επί­σης δοκι­μιο­γρά­φος («Λογο­τε­χνία και κοι­νω­νία στο Πόρ­το-Ρίκο», «Η χώρα με τα τέσ­σε­ρα πατώ­μα­τα»), απο­μνη­μο­νευ­μα­το­γρά­φος («Το φεγ­γά­ρι δεν ήταν από τυρί») και μετα­φρα­στής. Οι καλύ­τε­ρες λογο­τε­χνι­κές επι­δό­σεις του είναι τα διη­γή­μα­τά του. Στις σελί­δες τους παρε­λαύ­νουν γεωρ­γοί, νέγροι ξερι­ζω­μέ­νοι, Μεξι­κα­νοί, Ινδιά­νοι, ταπει­νός λαϊ­κός κόσμος, περι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νοι και ξερι­ζω­μέ­νοι από τη σημε­ρι­νή, μοντέρ­να κοινωνία.

Η φτώ­χεια, η αδι­κία και οι δια­κρί­σεις κατά των μετα­να­στών στη Νέα Υόρ­κη είναι συνή­θως τα θέμα­τα της ρεα­λι­στι­κής τέχνης του συγ­γρα­φέα. Το αφή­γη­μα «Πάι­σα» και τα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής «Στη Νέα Υόρ­κη και άλλες δυστυ­χί­ες», με τη μορ­φή προ­κη­ρύ­ξε­ων, καλούν σε εξέ­γερ­ση τους κατα­πιε­σμέ­νους. Η μεγά­λη αρε­τή του Γκον­σά­λες είναι ο λιτός τρό­πος της αφή­γη­σής του. Ο ίδιος έχει τονί­σει πως στο διή­γη­μα είναι πιο σημα­ντι­κή η υπο­βο­λή παρά η αφή­γη­ση. Η γλώσ­σα του είναι καθα­ρή, σαφής, λιτή, πιστή στους τόνους της λαλιάς του Που­έρ­το Ρίκο.

Στο μικρό διή­γη­μα «Στο βάθος της πηγής υπάρ­χει ένας νεγρού­λης» περι­γρά­φε­ται με τρό­πο λιτό και περιε­κτι­κό η ζωή των νέγρων που εξα­να­γκά­στη­καν να ξερι­ζω­θούν από τη γη τους και να εγκα­τα­στα­θούν στην πόλη ανά­με­σα στις ελώ­δεις λάσπες των πηγών. Ο μικρός Μελω­δία χαμο­γε­λά­ει στην ίδια του την εικό­να πιστεύ­ο­ντας ότι βρή­κε έναν σύντρο­φο που δεν έχει. Το ίδιο του το όνο­μα είναι συμ­βο­λι­κό. Η Μελω­δία, η τρυ­φε­ρό­τη­τα, η αθω­ό­τη­τα είναι αδύ­να­τα σ’ έναν κόσμο που κυριαρ­χεί η εκμε­τάλ­λευ­ση και η αδι­κία. Οι άνθρω­ποι αυτοί είναι κατα­δι­κα­σμέ­νοι. Το τέλος του μικρού είναι μοι­ραίο… Το διή­γη­μα αυτό στο Πόρ­το Ρίκο θεω­ρεί­ται «κλα­σι­κό». Η σύν­θε­σή του απο­τε­λεί «μοντέ­λο» συμπυ­κνω­μέ­νης και ακρι­βούς διή­γη­σης. Τίπο­τα δεν λεί­πει και τίπο­τα δεν περισ­σεύ­ει. Μας επι­τρέ­πει να μπού­με στο εσω­τε­ρι­κό δρά­μα των προ­σώ­πων, του φτω­χού ζευ­γα­ριού, το οποίο ζει στις πηγές, που συχνά πλημ­μυ­ρί­ζουν και μετα­τρέ­πο­νται σε βάλ­τους. Εκεί το μικρό τους αγό­ρι παί­ζει επι­κίν­δυ­να, γοη­τευ­μέ­νο από την ίδια του την εικό­να που αντα­να­κλά­ται στο νερό και πιστεύ­ο­ντας πως είναι εικό­να του φίλου του. Βλέ­που­με την τρα­γω­δία, που ακο­λου­θεί στην τελευ­ταία φάση, όταν το μικρό παι­δί «πήγε να ψάξει» τον εικο­νι­ζό­με­νο φίλο του.

Ακο­λου­θεί το διή­γη­μα (Μετά­φρα­ση: Αγγε­λι­κή Αλεξοπούλου).

Στο βάθος της πηγής υπάρχει ένας νεγρούλης

Η πρώ­τη φορά που ο Νεγρού­λης Μελω­δία είδε τον άλλο νεγρού­λη στο βάθος της πηγής ήταν το πρω­ι­νό της τρί­της ή τέταρ­της ημέ­ρας μετά τη μετα­κό­μι­ση, όταν έφτα­σε μπου­σου­λώ­ντας μέχρι τη μονα­δι­κή πόρ­τα του σπι­τιού και ξεμύ­τι­σε, για να κοι­τά­ξει την ήρε­μη επι­φά­νεια του νερού εκεί κάτω. Τότε ο πατέ­ρας που ξύπνη­σε πάνω στο σωρό των σάκων που ήταν απλω­μέ­να στο πάτω­μα, δίπλα στην ημί­γυ­μνη γυναί­κα που ακό­μα κοι­μό­ταν, του κραύγασε:

Ελα μέσα! Κάτσε ήσυ­χα! Και ο Μελω­δία που δεν κατα­λά­βαι­νε τις λέξεις, όμως ήξε­ρε να υπα­κού­ει στις κραυ­γές, μπου­σού­λι­σε για άλλη μια φορά επι­στρέ­φο­ντας και κάθι­σε σιω­πη­λός στη γωνία γλεί­φο­ντας ένα δαχτυ­λά­κι για­τί πεί­να­γε. Ο άνδρας σηκώ­θη­κε. Κοί­τα­ξε τη γυναί­κα που κοι­μό­ταν στο πλευ­ρό του και τη σκού­ντη­σε ελα­φρά στο ένα μπρά­τσο. Η γυναί­κα ξύπνη­σε ζαλι­σμέ­νη, κοι­τά­ζο­ντας τον άνδρα με τα μάτια φοβι­σμέ­να. Ο άνδρας γέλα­σε. Ολα τα πρω­ι­νά γινό­ταν το ίδιο. Η γυναί­κα ξύπνα­γε με εκεί­νη την έκφρα­ση του τρό­μου που σ’ εκεί­νον προ­κα­λού­σε μια ικα­νο­ποί­η­ση χωρίς κακία. Η πρώ­τη φορά που είδε εκεί­νη την έκφρα­ση στο πρό­σω­πο της γυναί­κας του ήταν το πρώ­ι­νο της πρώ­της νύχτας του γάμου τους. Ισως γι’ αυτό τον ευχα­ρι­στού­σε να τη βλέ­πει να ξυπνά­ει έτσι όλα τα πρωινά.

Ο άνδρας κάθι­σε επά­νω στα άδεια σακιά. Καλά – απευ­θύν­θη­κε προς τη γυναί­κα – Ψήσε τον καφέ. Εκεί­νη άργη­σε λίγο να απα­ντή­σει. Πια δεν έχει…ναι; Δεν έχει. Τελεί­ω­σε χθες. Εκεί­νη άρχι­σε να λέει: «και για­τί δεν αγό­ρα­σες περισ­σό­τε­ρο;» Ομως στα­μά­τη­σε, οταν είδε πως στο πρό­σω­πο της γυναί­κας του άρχι­σε να σχη­μα­τί­ζε­ται εκεί­νη η άλλη έκφρα­ση, εκεί­νος ο μορ­φα­σμός που δεν του προ­κα­λού­σε ευχα­ρί­στη­ση. Λοι­πόν τελεί­ω­σε χθες; Ναι…Η γυναί­κα σηκώ­θη­κε και άρχι­σε να ντύ­νε­ται. Ο άνδρας ακό­μα καθι­σμέ­νος πάνω στα άδεια σακιά κατέ­βα­σε τη ματιά και την κάρ­φω­σε ένα διά­στη­μα στις τρύ­πες του που­κα­μί­σου του.

Ο Μελω­δία κου­ρα­σμέ­νος από την ανο­στιά του δαχτύ­λου του άρχι­σε να κλαί­ει. Ο άνδρας τον κοί­τα­ξε και ρώτη­σε τη γυναί­κα: Δεν υπάρ­χει κάτι γυναί­κα; Ναι. Κατά­φε­ρα να βρω κάποια φύλ­λα και του έφτια­ξα ένα ζωμό. Πόσες μέρες έχει να πιει γάλα; Γάλα; Η γυναί­κα ένιω­σε έκπλη­ξη. Δε θυμάμαι…

Ο άνδρας σηκώ­θη­κε και φόρε­σε τα παντε­λό­νια. Μετά πλη­σί­α­σε την πόρ­τα και είπε: η παλίρ­ροια είνα ψηλή. Σήμε­ρα πρέ­πει να πάω με βάρ­κα. Μετά κοί­τα­ξε ψηλά προς τη γέφυ­ρα και είπε: Η παλίρ­ροια είναι ψηλή. Σήμε­ρα πρέ­πει να πάω με βάρ­κα. Αυτο­κί­νη­τα, λεω­φο­ρεία και καμιό­νια περ­νού­σαν σε μια αστα­μά­τη­τη παρέ­λα­ση. Ο άνδρας παρα­τή­ρη­σε πως σχε­δόν απ’ όλα τα οχή­μα­τα οι οδη­γοί κοί­τα­ζαν με έκπλη­ξη το σπι­τά­κι το καρ­φω­μέ­νο στο μέσον του μπρά­τσου της θάλασ­σας. Πάνω στις ελώ­δεις άκρες μιας πηγής είχε «ανα­πτυ­χθει» εδώ και χρό­νια η συνοι­κία. Οι οδη­γοί συνέ­χι­ζαν να κοι­τά­ζουν με περιέρ­γεια τα σπι­τά­κια ακό­μα όταν έφτα­ναν στη στρο­φή της γέφυ­ρας. Ο άνδρας οργι­σμέ­νος έφε­ρε προ­κλη­τι­κά το χέρι του στα παντε­λό­νια και μουρ­μού­ρι­σε: «Αλή­τες!» Λίγο μετά μπή­κε στη βάρ­κα και κωπη­λά­τη­σε μέχρι την ακτή. Από την πρώ­ρη της βάρ­κας μέχρι την πόρ­τα του σπι­τιού υπήρ­χε ένα μακρύ σχοι­νί που επέ­τρε­πε σ’ αυτόν που έμει­νε στο σπί­τι να τρα­βή­ξει εκ νέου τη βάρ­κα μέχρι την πόρ­τα. Ενώ βρι­σκό­ταν πια στη στε­ριά ο άνδρας βάδι­σε μέχρι το δρό­μο. Ενιω­σε καλύ­τε­ρα όταν ο θόρυ­βος των αυτο­κι­νή­των έπνι­ξε το κλά­μα του νεγρού­λη, μέσα στο σπιτάκι.

Η δεύ­τε­ρη φορά που ο νεγρού­λης Μελω­δία είδε τον άλλο νεγρού­λη στο βάθος της πηγής ήταν λίγο μετά το μεση­μέ­ρι, όταν μπου­σού­λι­σε μέχρι την πόρ­τα, ξεμύ­τι­σε και κοί­τα­ξε προς τα κάτω. Αυτή τη φορά ο νεγρού­λης στο βάθος της πηγής του χάρι­σε ένα χαμό­γε­λο. Ο Μελω­δία είχε χαμο­γε­λά­σει πρώ­τος και θεώ­ρη­σε το χαμό­γε­λο του άλλου νεγρού­λη σαν απά­ντη­ση στο δικό του χαμό­γε­λο. Ο Μελω­δία δεν μπό­ρε­σε να συγκρα­τή­σει τα γέλια και του φάνη­κε πως επί­σης από εκεί κάτω έφτα­νε ο ήχος άλλου γέλιου. Η μητέ­ρα τον φώνα­ξε, για­τί ο ζωμός από φύλ­λα ήταν έτοιμος…Δύο γυναί­κες, από τις τυχε­ρές που ζού­σαν στην ξηρά πάνω στην απο­ξη­ρα­μέ­νη λάσπη στην άκρη της πηγής σχολίαζαν.
Πρέ­πει να το δεις. Αν μου το είχαν πει, θα είχα απα­ντή­σει πως είναι ψέμα. Η ανά­γκη, κυρά. Σε μένα ποιός θα έλε­γε ότι θα ερχό­μουν εδώ…εγώ που είχα μέχρι και το χωρα­φά­κι μου…Λοιπόν εμείς φύγα­με από τους πρώ­τους. Δεν υπήρ­χε κόσμος και ο καθέ­νας μας έπαιρ­νε το πιο στε­γνό κομ­μά­τι της γης. Ομως αυτοί που φτά­νουν τώρα πρέ­πει να πέσουν στο νερό. Καλά, όμως, αυτός ο κόσμος από πού ήρθε; Μου είπαν πως από το πρά­σι­νο νησί έχουν διώ­ξει ένα σωρό νέγρους. Αυτοί εδώ είναι οι τυχε­ρό­τε­ροι! Ευλο­γη­μέ­νοι! Εχεις παρα­τη­ρή­σει τι χαρι­τω­μέ­νος είναι ο νεγρού­λης; Η γυναί­κα ήρθε χθες να δει, αν είχα κάποια φύλ­λα. Εγώ της έδω­σα μερι­κά που είχα. Ευλο­γη­μέ­νη να ‘σαι!
Το από­γευ­μα ο άνδρας είχε κου­ρα­στεί. Του πόνα­γε η πλά­τη. Ηταν χαρού­με­νος και χάι­δευε τα χρή­μα­τα που είχε στην τσέ­πη του. Ωραία, σήμε­ρα είχε τύχη. Ο λευ­κός που πέρα­σε από την προ­κυ­μαία για να δεχτεί το εμπό­ρευ­μά του από τη Νέα Υόρ­κη. Και ο σύντρο­φός του που του δάνει­σε το αμά­ξι του όλο το από­γευ­μα, για­τί έπρε­πε να τρέ­ξει να βρει μαμή για τη γυναί­κα του, που θα έφερ­νε έναν ακό­μη δυστυ­χι­σμέ­νο στον κόσμο. Ναι! Επιστρέφει…Αύριο θα είναι μια δια­φο­ρε­τι­κή ημέ­ρα. Μπή­κε σ’ ένα μαγα­ζί και αγό­ρα­σε καφέ, ρύζι, φασό­λια και μερι­κά κου­τιά γάλα. Σκέ­φτη­κε τον Μελω­δία και επι­τά­χυ­νε το βήμα. Είχε έρθει με τα πόδια από το Σαν Χουάν για να κερ­δί­σει τα χρή­μα­τα του εισιτηρίου.

Η τρί­τη φορά που ο νεγρού­λης Μελω­δία είδε τον άλλο νεγρού­λη στο βάθος της πηγής ήταν λίγο πριν επι­στρέ­ψει ο πατέ­ρας. Αυτή τη φορά ο Μελω­δία ερχό­ταν χαμο­γε­λώ­ντας. Τον εξέ­πλη­ξε που και ο άλλος χαμο­γε­λού­σε εκεί κάτω. Εκα­νε μια χει­ρο­νο­μία με το χερά­κι του και ο άλλος του απά­ντη­σε. Τότε ο Μελω­δία ένιω­σε έναν ξαφ­νι­κό ενθου­σια­σμό και μια ανεί­πω­τη αγά­πη για τον άλλο νεγρού­λη. Και πήγε να τον ψάξει…

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο