Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χρήστος Δημουλάς: Καθρέφτης και αλκοόλ

Στα­μά­τα πια να με φτύ­νεις! Κάθε μέρα τόσα χρό­νια στα­μα­τη­μό δεν έχεις! Πόσα κατη­φο­ρι­κά στά­δια πρέ­πει πια να περά­σει η ζωή σου για να κόψεις αυτό το συνή­θειο;!  Τα έχου­με συζη­τή­σει αμέ­τρη­τες φορές. Σ’ε­σέ­να και μόνο πέφτει τώρα το βάρος απαλ­λα­γής σου από ετού­το το ασή­κω­το φορ­τίο.  Για την ακρί­βεια το φορ­τίο που εσύ θαρ­ρείς γι’ ασή­κω­το. Γι’ αυτό το φορ­τώ­νεις συνε­χώς με τόνους αλκο­όλ ολημερίς;Έτσι θα το ξεφορ­τω­θείς; Ξέρω ‚μη μου τα ξανα­λές! Ο αυταρ­χι­κός έλεγ­χος κινήσεων&επιθυμιών απ’τον πατέ­ρα, μετά ο πνι­γη­ρός υπερ­προ­στα­τευ­τι­σμός της μάνας που σ’ έκα­νε κου­νέ­λι τρομαγμένο,η τυφλή υπο­τα­γή του σκύ­λου σε ξένες θελή­σεις, η ψευ­το­ευ­δαι­μο­νι­κή επο­χή του ”ήρωα και πρω­τα­θλη­τή σε όλα”, μετέ­πει­τα οι μάγισ­σες στα όνει­ρά σου που σου κερ­νού­σα­νε μονα­χά σκιές, ύστε­ρα η συνει­δη­το­ποί­η­ση της πλη­γεί­σας ματω­μέ­νης προ­σω­πι­κό­τη­τας σου… Ναι,τα ξέρω όσα λες&ξαναλές, τα ‘χω μάθει απ’ έξω, όπως  και το πότε θα με φτύ­σεις. Λες κι έτσι θα στα­μα­τή­σει το κακό. Φτύ­σι­μο και πιώμα,πιώμα και φτύσιμο.

Τι να σου κάνω που δεν έχω χέρια να σ’αρπάξω.Να σε ρίξω μες στου κόσμου το αγκο­μα­χη­τό της καθη­με­ρι­νής του αγωνίας.Να σου κλεί­σω το στό­μα σου που με φτύνει&να σ’εκ­σφεν­δο­νί­σω στην ατε­λεί­ω­τη ουρά ανέρ­γων πτυχιούχων,να θυμη­θείς ότι αυτήν εσύ την γλύ­τω­σες μιάς και το υπουρ­γείο εργα­σί­ας ήταν ολά­νοι­χτο για τον κονο­μη­μέ­νο σου μπα­μπά­κα. Που όλα τα έβλε­πε με χρη­μα­τι­κά κριτήρια&αυτό σου το μετέδωσε.

Που σου ηλε­κτρο­δό­τη­σε το λογι­σμό του ”πάρ­τα όλα” και σύ ως πει­στι­κό­τα­τος υπο­κρι­τής του ρόλου του ”καλού παιδιού”-καλού αγω­γού” που σε έθι­σε να παί­ζεις συνε­χώς, έπαιρ­νες μαζε­μέ­να όλα τα όσκαρ.

Δεν έχω πόδια. Να σου ρίξω δυνα­τή κλωτσιά,να πετα­χτείς στους δρό­μους της ατέ­λειω­της προ­σπά­θειας να κρα­τά­ει κατά μπρός γερά τα μάτια&το νού της,η ανθρω­πιά της πλάσης.

Αυτής της ανθρωπιάς,που η μαμά­κα σου ξέχνα­γε επί­τη­δες να σου μάθει μες στις τόσες προ­σευ­χές και τα τρο­πά­ρια που σου μάθαι­νε από παιδάκι,αρκεί να μη έμπλε­κες με καμιά χωρίς πτυχίο,σπίτι,σταθερή δου­λειά. Ξέχα­σε όμως να φρο­ντί­σει την δική σου στα­θε­ρή πορεία ζωής. Και ιδού το έρμαιο-εαυ­τός σου.

Να ξερ­νά­ει την μόρ­φω­σή του την πανε­πι­στη­μια­κή, να ξεσκί­ζει τις καρ­διές που τον θελή­σα­νε αλη­θι­νά μα δεν ήταν πτυ­χιού­χες να τις θέλει κι η μαμά­κα σου,να παρα­τά­ει τους φίλους του που τον αγα­πού­σαν μα ήταν γραμ­μέ­νοι στο σωμα­τείο τους και αυτά δεν τα σηκώ­νει η οικο­γε­νεια­κή θρη­σκευ­τι­κή σας ηθική…

Και τελι­κά, μονα­δι­κά σου δήθεν διέ­ξο­δα, η αστα­μά­τη­τη πόση αλκο­όλ και η επα­να­λη­πτι­κή κίνη­ση σου τρε­κλί­ζο­ντας να με φτύ­νεις. Να με γεμί­ζεις φτυ­σί­μα­τα, ενώ χωρίς αυτά,  θα μπο­ρού­σες, έστω, με αυτό το εξαρ­τη­μέ­νο απ’ το αλκο­όλ μυα­λό σου,να νιώ­σεις πως εγώ προ­σπα­θώ να σε κάνω να δείς το αλη­θι­νό σου πρό­σω­πο. Να δείς την μάσκα που φοράς&να μπο­ρέ­σεις να βρείς δύνα­μη να την κάνεις κομμάτια.

Για κάνε­ναν άλλο λόγο αλλά για­τί έχεις την δύνα­μη να το κάνεις. Το έχεις απο­δεί­ξει άλλω­στε πολ­λές φορές παλιό­τε­ρα. Όπως τότε,που άφο­βος έλε­γες στο αγα­πη­μέ­νο ταί­ρι σου:”μη φοβά­σαι, έχου­με την γνώ­ση μας,έχουμε την υγεία μας, θα μεί­νου­με μαζί να την κερ­δί­σου­με την ζωή!”. Τότε,που ατρό­μη­τος ξεσή­κω­νες τους συνα­δέλ­φους σου σε δια­μαρ­τυ­ρία για ένσημα&μεροκάματα που σας κλέ­βα­νε στην δου­λειά σας. Τότε που κατέ­βα­σες το πτυ­χίο απ’τον τοίχο&είπες ”αυτό δεν θα το έχω μόνο για φιγούρα!”.

Τότε που είπες πρώ­τη φορά το ΌΧΙ σε μια απ’τις τόσες αρνη­τι­κές κατευ­θύν­σεις που χαρα­ζό­τα­νε για εσέ­να χωρίς εσένα.Σ’ένα γάμο συμφέροντος,σε μιά εργα­σία ψυχι­κής υπο­τα­γής  και αφαίμαξης,σ’ένα σπί­τι απέ­ρα­ντο όπως απέ­ρα­ντη προ­μη­νυό­τα­νε η παγω­μέ­νη μοναξιά&μιζέρια της δια­μο­νής σου εκεί…Και ιδού τώρα τα χαϊ­ρια. Σχέσεις,συναναστροφές, ακό­μη και το ”καλημέρα”στο ασαν­σέρ της πολυ­κα­τοι­κί­ας, μετριό­τα­νε από σένα με εισο­δη­μα­τι­κά κρι­τή­ρια. Με μιά λογι­κή εμπο­ρευ­μα­τι­κής συναλ­λα­γής στην οποία δυστυ­χώς κάπο­τε κι εσύ θα μετα­τρε­πό­σουν σε ένα εμπόρευμα,που το περιτ­τό βάρος του αργά ή γρή­γο­ρα θα το πετούσανε.

Να,έτσι όπως εσύ τώρα πετάς τα φτυ­σί­μα­τά σου σ’εμένα.Όπως μερι­κές φορές μου ρίχνεις κι ολο το περιε­χό­με­νο του μπου­κα­λιού ή του ποτη­ριού που πίνεις.Το τελευ­ταίο και­ρό όμως κάτι άρχι­σε ν’αλ­λά­ζει εντός σου.Όλο γι’ά­λο­γο άσπρο&ανθεκτικό που τρέ­χει ελεύ­θε­ρο μου λες πως βλέ­πεις στ’  όνει­ρό σου.Όλο για τον πλη­γω­μέ­νο αετό που τσα­κι­σμέ­νο τον επι­σκε­πτό­ταν στην κρυ­ψώ­να και του έγλυ­φε κάθε μέρα το ελά­φι το πανέ­μορ­φο, τις πλη­γές του. Κι αυτός όλο&κουνούσε τα φτε­ρά του, όλο και δυνά­μω­νε το σώμα του, όλο  και ξανα­γέν­να­γε το τσα­γα­νό του. Και σήμε­ρα πρωϊ,τρανταχτά ήταν στ’ όνει­ρο σου τα γέλια σου σαν τον ονει­ρεύ­τη­κες.  Να ξεσηκώνεται&να πετά­ει πάλι,προς το γαλά­ζιο ουρα­νό που του χαμογελούσε!

Και να η πρώ­τη φορά που δεν με έφτυ­σες κοι­τά­ζο­ντάς με!Να η πρώ­τη φορά που έκα­νες το ποτή­ρι με το αλκο­όλ σκόνη,η πρώ­τη φορά που έκα­νες την εξάρ­τη­ση συντρίμμι,πρώτη φορά μετά από χρό­νια που είπες στην ασθε­νή ψυχή σου:”φτάνει πιά!  Αρχί­ζω από την αρχή!Ξαναγεννημένος! Μακριά πιά από μένα και να παρα­κα­λάς να μη σε ξαναδώ!”…Μα δεν είναι μόνο αυτά. Κοί­τα! Κοί­τα με καλά!

Εγώ, ο καθρέ­φτης σου,  σου μιλάω,κοίτα! Βλέ­πεις;! Βλέ­πεις τι όμορ­φο πρό­σω­πο έχεις; Βλέ­πεις τι ολο­φώ­τι­στο χαμό­γε­λο; Βλέ­πεις πόσο λαμπε­ρά είναι τα μάτια σου; Βλέ­πεις πόσο και­ρό είχες να δείς τα χεί­λη σου να σχη­μα­τί­ζου­νε το γέλιο; Ξανα­ζείς! Ήρθε και­ρός που το κατά­φε­ρες! Ζήσε λοιπόν!Μη ξανα­φή­σεις τίπο­τα απ’την ζωή σου στα χέρια&στις ορέ­ξεις άλλων! Είναι ωραία η ζωή, πάλε­ψε για την ομορ­φιά της μέσα σου! Είδες; Τα κατά­φε­ρες!  Προ­χώ­ρα! Σου απλώ­νει το χέρι! Επι­τέ­λους το είδες!  Κρά­τη­σε το σφι­χτά και προ­χώ­ρα! Τίπο­τα άλλο! Μόνο προ­χώ­ρα συνεχώς!Μπορείς!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο