Σταμάτα πια να με φτύνεις! Κάθε μέρα τόσα χρόνια σταματημό δεν έχεις! Πόσα κατηφορικά στάδια πρέπει πια να περάσει η ζωή σου για να κόψεις αυτό το συνήθειο;! Τα έχουμε συζητήσει αμέτρητες φορές. Σ’εσένα και μόνο πέφτει τώρα το βάρος απαλλαγής σου από ετούτο το ασήκωτο φορτίο. Για την ακρίβεια το φορτίο που εσύ θαρρείς γι’ ασήκωτο. Γι’ αυτό το φορτώνεις συνεχώς με τόνους αλκοόλ ολημερίς;Έτσι θα το ξεφορτωθείς; Ξέρω ‚μη μου τα ξαναλές! Ο αυταρχικός έλεγχος κινήσεων&επιθυμιών απ’τον πατέρα, μετά ο πνιγηρός υπερπροστατευτισμός της μάνας που σ’ έκανε κουνέλι τρομαγμένο,η τυφλή υποταγή του σκύλου σε ξένες θελήσεις, η ψευτοευδαιμονική εποχή του ”ήρωα και πρωταθλητή σε όλα”, μετέπειτα οι μάγισσες στα όνειρά σου που σου κερνούσανε μοναχά σκιές, ύστερα η συνειδητοποίηση της πληγείσας ματωμένης προσωπικότητας σου… Ναι,τα ξέρω όσα λες&ξαναλές, τα ‘χω μάθει απ’ έξω, όπως και το πότε θα με φτύσεις. Λες κι έτσι θα σταματήσει το κακό. Φτύσιμο και πιώμα,πιώμα και φτύσιμο.
Τι να σου κάνω που δεν έχω χέρια να σ’αρπάξω.Να σε ρίξω μες στου κόσμου το αγκομαχητό της καθημερινής του αγωνίας.Να σου κλείσω το στόμα σου που με φτύνει&να σ’εκσφενδονίσω στην ατελείωτη ουρά ανέργων πτυχιούχων,να θυμηθείς ότι αυτήν εσύ την γλύτωσες μιάς και το υπουργείο εργασίας ήταν ολάνοιχτο για τον κονομημένο σου μπαμπάκα. Που όλα τα έβλεπε με χρηματικά κριτήρια&αυτό σου το μετέδωσε.
Που σου ηλεκτροδότησε το λογισμό του ”πάρτα όλα” και σύ ως πειστικότατος υποκριτής του ρόλου του ”καλού παιδιού”-καλού αγωγού” που σε έθισε να παίζεις συνεχώς, έπαιρνες μαζεμένα όλα τα όσκαρ.
Δεν έχω πόδια. Να σου ρίξω δυνατή κλωτσιά,να πεταχτείς στους δρόμους της ατέλειωτης προσπάθειας να κρατάει κατά μπρός γερά τα μάτια&το νού της,η ανθρωπιά της πλάσης.
Αυτής της ανθρωπιάς,που η μαμάκα σου ξέχναγε επίτηδες να σου μάθει μες στις τόσες προσευχές και τα τροπάρια που σου μάθαινε από παιδάκι,αρκεί να μη έμπλεκες με καμιά χωρίς πτυχίο,σπίτι,σταθερή δουλειά. Ξέχασε όμως να φροντίσει την δική σου σταθερή πορεία ζωής. Και ιδού το έρμαιο-εαυτός σου.
Να ξερνάει την μόρφωσή του την πανεπιστημιακή, να ξεσκίζει τις καρδιές που τον θελήσανε αληθινά μα δεν ήταν πτυχιούχες να τις θέλει κι η μαμάκα σου,να παρατάει τους φίλους του που τον αγαπούσαν μα ήταν γραμμένοι στο σωματείο τους και αυτά δεν τα σηκώνει η οικογενειακή θρησκευτική σας ηθική…
Και τελικά, μοναδικά σου δήθεν διέξοδα, η ασταμάτητη πόση αλκοόλ και η επαναληπτική κίνηση σου τρεκλίζοντας να με φτύνεις. Να με γεμίζεις φτυσίματα, ενώ χωρίς αυτά, θα μπορούσες, έστω, με αυτό το εξαρτημένο απ’ το αλκοόλ μυαλό σου,να νιώσεις πως εγώ προσπαθώ να σε κάνω να δείς το αληθινό σου πρόσωπο. Να δείς την μάσκα που φοράς&να μπορέσεις να βρείς δύναμη να την κάνεις κομμάτια.
Για κάνεναν άλλο λόγο αλλά γιατί έχεις την δύναμη να το κάνεις. Το έχεις αποδείξει άλλωστε πολλές φορές παλιότερα. Όπως τότε,που άφοβος έλεγες στο αγαπημένο ταίρι σου:”μη φοβάσαι, έχουμε την γνώση μας,έχουμε την υγεία μας, θα μείνουμε μαζί να την κερδίσουμε την ζωή!”. Τότε,που ατρόμητος ξεσήκωνες τους συναδέλφους σου σε διαμαρτυρία για ένσημα&μεροκάματα που σας κλέβανε στην δουλειά σας. Τότε που κατέβασες το πτυχίο απ’τον τοίχο&είπες ”αυτό δεν θα το έχω μόνο για φιγούρα!”.
Τότε που είπες πρώτη φορά το ΌΧΙ σε μια απ’τις τόσες αρνητικές κατευθύνσεις που χαραζότανε για εσένα χωρίς εσένα.Σ’ένα γάμο συμφέροντος,σε μιά εργασία ψυχικής υποταγής και αφαίμαξης,σ’ένα σπίτι απέραντο όπως απέραντη προμηνυότανε η παγωμένη μοναξιά&μιζέρια της διαμονής σου εκεί…Και ιδού τώρα τα χαϊρια. Σχέσεις,συναναστροφές, ακόμη και το ”καλημέρα”στο ασανσέρ της πολυκατοικίας, μετριότανε από σένα με εισοδηματικά κριτήρια. Με μιά λογική εμπορευματικής συναλλαγής στην οποία δυστυχώς κάποτε κι εσύ θα μετατρεπόσουν σε ένα εμπόρευμα,που το περιττό βάρος του αργά ή γρήγορα θα το πετούσανε.
Να,έτσι όπως εσύ τώρα πετάς τα φτυσίματά σου σ’εμένα.Όπως μερικές φορές μου ρίχνεις κι ολο το περιεχόμενο του μπουκαλιού ή του ποτηριού που πίνεις.Το τελευταίο καιρό όμως κάτι άρχισε ν’αλλάζει εντός σου.Όλο γι’άλογο άσπρο&ανθεκτικό που τρέχει ελεύθερο μου λες πως βλέπεις στ’ όνειρό σου.Όλο για τον πληγωμένο αετό που τσακισμένο τον επισκεπτόταν στην κρυψώνα και του έγλυφε κάθε μέρα το ελάφι το πανέμορφο, τις πληγές του. Κι αυτός όλο&κουνούσε τα φτερά του, όλο και δυνάμωνε το σώμα του, όλο και ξαναγένναγε το τσαγανό του. Και σήμερα πρωϊ,τρανταχτά ήταν στ’ όνειρο σου τα γέλια σου σαν τον ονειρεύτηκες. Να ξεσηκώνεται&να πετάει πάλι,προς το γαλάζιο ουρανό που του χαμογελούσε!
Και να η πρώτη φορά που δεν με έφτυσες κοιτάζοντάς με!Να η πρώτη φορά που έκανες το ποτήρι με το αλκοόλ σκόνη,η πρώτη φορά που έκανες την εξάρτηση συντρίμμι,πρώτη φορά μετά από χρόνια που είπες στην ασθενή ψυχή σου:”φτάνει πιά! Αρχίζω από την αρχή!Ξαναγεννημένος! Μακριά πιά από μένα και να παρακαλάς να μη σε ξαναδώ!”…Μα δεν είναι μόνο αυτά. Κοίτα! Κοίτα με καλά!
Εγώ, ο καθρέφτης σου, σου μιλάω,κοίτα! Βλέπεις;! Βλέπεις τι όμορφο πρόσωπο έχεις; Βλέπεις τι ολοφώτιστο χαμόγελο; Βλέπεις πόσο λαμπερά είναι τα μάτια σου; Βλέπεις πόσο καιρό είχες να δείς τα χείλη σου να σχηματίζουνε το γέλιο; Ξαναζείς! Ήρθε καιρός που το κατάφερες! Ζήσε λοιπόν!Μη ξαναφήσεις τίποτα απ’την ζωή σου στα χέρια&στις ορέξεις άλλων! Είναι ωραία η ζωή, πάλεψε για την ομορφιά της μέσα σου! Είδες; Τα κατάφερες! Προχώρα! Σου απλώνει το χέρι! Επιτέλους το είδες! Κράτησε το σφιχτά και προχώρα! Τίποτα άλλο! Μόνο προχώρα συνεχώς!Μπορείς!