Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χρήστος Δημούλας, «Οι λαϊκατδήδες»

Παρου­σιά­ζει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης // 
Κρι­τι­κός Θεά­τρου για παι­διά – Συγγραφέας
http://thkaragia.wix.com/main

Ο Χρή­στος Δημού­λας είναι ένας νέος άνθρω­πος, που αγω­νί­ζε­ται για το μερο­κά­μα­το, με μια αξιο­θαύ­μα­στη αξιο­πρέ­πεια. Με ψηλά το κεφά­λι, μακριά από τις σύγ­χρο­νες σει­ρή­νες της αστι­κής δια­νό­η­σης, δίπλα και μαζί με την εργα­τι­κή τάξη και τους ταξι­κούς αγώ­νες της, μπρο­στά­ρης για τη μόρ­φω­ση των λαϊ­κών στρω­μά­των, τρέ­χει ολη­με­ρίς –μετά την επί­πο­νη δου­λειά του– αν και κου­ρα­σμέ­νος, στις πολι­τι­στι­κές εκδη­λώ­σεις, στις πολι­τι­κές μαζώ­ξεις, στα συλ­λα­λη­τή­ρια, για να επι­τε­λέ­σει το προ­σω­πι­κό του χρέ­ος απέ­να­ντι στους συναν­θρώ­πους του. Δεν το βάζει κάτω. Στο ένα χέρι το βιβλίο και στο άλλο τη γρα­φί­δα του, πολε­μά­ει, μαζί με τους συνα­γω­νι­στές του, τον ταξι­κό μας εχθρό, με όπλο την ποί­η­ση, αλλά ενί­ο­τε και τον πεζό λόγο.

dimoulas1Στην ποί­η­ση έχει μια ευχέ­ρεια. Σκα­ρώ­νει στί­χους και ποι­ή­μα­τα άλλο­τε με ομοιο­κα­τα­λη­ξία και άλλο­τε σε ελεύ­θε­ρο στί­χο, ο οποί­ος όμως δια­θέ­τει ρυθ­μό. Ο ρυθ­μός των ποι­η­μά­των του είναι πηγαί­ος, όπως πηγαία και γνή­σια είναι τα συναι­σθή­μα­τά του και η πολι­τι­κή σκέ­ψη του. Μια σκέ­ψη αρκε­τά καλ­λιερ­γη­μέ­νη, γαλου­χη­μέ­νη από τον ιστο­ρι­κό και δια­λε­κτι­κό υλι­σμό, δεν ξεφεύ­γει σε περιτ­το­λο­γί­ες και δε χρη­σι­μο­ποιεί ασκό­πως το δευ­τε­ρεύ­ον και το επι­μέ­ρους. Στο­χεύ­ει στο κοι­νω­νι­κά κύριο και καθο­ρι­στι­κό, με λυρι­σμό ή ρεα­λι­σμό, και σχε­δόν πάντο­τε περι­φέ­ρε­ται και επι­κε­ντρώ­νει στον άνθρω­πο και στην ευτυ­χία του, στον εργα­ζό­με­νο ή στον άνερ­γο και στα προ­βλή­μα­τά του. Καυ­τη­ριά­ζει το σάπιο καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα. Ο στί­χος του σαλ­πί­ζει με τέχνη τον αγώ­να και την επα­νά­στα­ση. Επι­διώ­κει τον ξεση­κω­μό για τη δημιουρ­γία μιας άλλης κοι­νω­νί­ας, δίκαι­ης και ειρη­νι­κής, της σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας. Κάποιες φορές ο λόγος του είναι «αντι­ποι­η­τι­κός» ή «χυδαί­ος», κατά την κρα­τού­σα καθω­σπρέ­πει αστι­κή δια­νό­η­ση, που την ενο­χλεί, βέβαια, όμως καί­ριος, κοφτε­ρός, απο­κα­λυ­πτι­κός, γνή­σιος, κατα­πέλ­της για τους συμ­βι­βα­σμέ­νους και τους πραγ­μα­τι­κά χυδαίους.

Στο παρόν βιβλίο του δεν υπάρ­χουν διά­φο­ρα ποι­ή­μα­τα, αλλά μόνο ένα ποί­η­μα έκτα­σης δεκα­πέ­ντε σελί­δων, μια ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση. Εμπνευ­στής των στί­χων του είναι η ίδια του η ζωή, η κατα­γω­γή του, τα παι­δι­κά του βιώ­μα­τα, η κοι­νω­νι­κή και ταξι­κή του συνεί­δη­ση. Ο πατέ­ρας του και ο θεί­ος του εργα­ζό­με­νοι στις λαϊ­κές αγο­ρές, «λαϊ­κα­τζή­δες», και αυτός από μικρός κοντά τους, βοη­θός τους, πίσω από τον πάγκο. Βιώ­μα­τα που δεν εξα­λεί­φο­νται στο πέρα­σμα του χρό­νου, αν και μεγά­λω­σε, σπού­δα­σε στο πανε­πι­στή­μιο, έγι­νε επιστήμονας.

Η επι­λο­γή του ήταν να ακο­λου­θή­σει το δρό­μο των εργα­τών και των εργα­ζο­μέ­νων, γενι­κό­τε­ρα. Θέλει να είναι κοντά και μαζί με την εργα­τι­κή τάξη. Γι’ αυτό και ο στί­χος του είναι ταξι­κός και συχνά ανα­φέ­ρε­ται σε κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, χωρίς να στέ­κε­ται στην περι­γρα­φή, αλλά στο βάθος και στην ανά­λυ­ση των φαι­νο­μέ­νων. Κατα­γρά­φει ποι­η­τι­κά το κοι­νω­νι­κό γίγνε­σθαι, αλλά δε μένει στην περι­γρα­φή, δίνο­ντας διά­στα­ση και προ­ο­πτι­κή στην αλλα­γή και στην ανατροπή.

«Οι λαϊ­κα­τζή­δες» είναι το πρώ­το βιβλίο, που εκδί­δε­ται για την κοι­νω­νι­κή αυτή ομά­δα της εργα­τι­κής τάξης. Και είναι άξιο λόγου, που το σκέ­φτη­κε και το υλο­ποί­η­σε ο ποι­η­τής Χρή­στος Δημούλας.

Επί­σης, ο «περί ου λόγος» ποι­η­τής κυκλο­φό­ρη­σε, επί­σης, για πρώ­τη φορά την αξιό­λο­γη ποι­η­τι­κή βιο­γρα­φία, με τίτλο: Χρή­στος Δημού­λας: «Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, Ο Ζωγρά­φος του Λαού», εκδ. Εντύ­ποις» (ποι­η­τι­κή συλλογή)

Παρα­θέ­τω, ως δείγ­μα­τα γρα­φής, ελά­χι­στα από τα 69 τετρά­στι­χα της ποι­η­τι­κής του σύνθεσης:

«Τα προ­ϊ­ό­ντα στον πάγκο αραδιασμένα/η παρά­στα­ση και πάλι αρχινάει/η βρο­χή τρυ­πά­ει τα κόκα­λα τα ιδρωμένα/η ορθο­στα­σία τα γόνα­τα πονά­ει.» Κάπως έτσι περι­γρά­φει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τα προ­βλή­μα­τα του κλά­δου των λαϊκατζήδων.

«Φρού­τα, λαχα­νι­κά, υφάσματα/τ’ ανθρώ­πι­νου κόπου δημιουργίες/του μισού ευρώ τα λαχα­νιά­σμα­τα, ενάντια/στων πολυ­ε­θνι­κών τις ραδιουρ­γί­ες.», περ­νώ­ντας από την περι­γρα­φή στην κοι­νω­νιο­λο­γι­κή ανά­λυ­ση, δίνο­ντας σε δυο στί­χους τις ταξι­κές αντιθέσεις.

«Μικρο­γρα­φία κοινωνίας/όλες του κόσμου οι λαϊκές/μέσα τους ένα αερά­κι ειρωνείας/που ξαπο­σταί­νει μονα­χά τις Κυρια­κές», αφού περι­γρά­φει σε άλλα τετρά­στι­χα τα διά­φο­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα που υπάρ­χουν ως έμπο­ροι και ως πελά­τες στις λαϊκές.

«Σωμα­τείο, συνε­λεύ­σεις για ουσια­στι­κά προβλήματα/ο φόβος για το αύριο του κλάδου/προτάσεις άπει­ρες που φέρ­νουν νέα ερωτήματα/να μην κατα­ντή­σου­με απορ­ρίμ­μα­τα του κάδου.», καθώς τον απα­σχο­λεί η συν­δι­κα­λι­στι­κή οργά­νω­ση και πάλη των εργα­ζό­με­νων στον κλάδο.

«Εξαγ­γε­λί­ες, νέα μέτρα για εμπό­ριο υγιές/πρωτοσέλιδα, δηλώ­σεις, μα χαμέ­νη η ουσία, πως το κύριο είναι να ανα­τρα­πεί η εξουσία/που γεν­νά τις ανερ­γί­ες και τις λαμο­γιές.», περι­γρά­φο­ντας την αλη­τεία της αστι­κής εξου­σί­ας και θέτο­ντας θέμα ανα­τρο­πής της.

«Φορ­τη­γά ατέ­λειω­τα στου Ρέντη το παζάρι/πάνε κι έρχο­νται καρό­τσια και τελάρα/στον ίδιο χώρο ο αξιο­πρε­πής και το τομάρι/απ’ όλα έχει και τού­τη εδώ η φάρα.», κατα­γρά­φο­ντας την ανθρω­πο­γε­ω­γρα­φία του κλά­δου με ειλι­κρί­νεια, αν και παρό­μοιοι χαρα­κτή­ρες και συμπε­ρι­φο­ρές υπάρ­χουν και σε άλλους κλά­δους εργα­ζο­μέ­νων, εμπό­ρων κ.λπ.

«Στη λαϊ­κή μεγάλωσαν/και μεγα­λώ­νου­νε πολ­λά παιδιά/το βιος τους το εμπάλωσαν/με μια αντά­ρα στην καρ­διά.», δηλώ­νο­ντας ότι αρκε­τοί από τους λαϊ­κα­τζή­δες δου­λεύ­ουν από παι­διά και έχουν βιώ­σει πόνο, ταλαι­πω­ρία, απο­γο­ή­τευ­ση, αδικία.

«Το χρή­μα, κατά­ρα και στό­χος ποθητός/στα μηνίγ­για φλό­γα, στο κεφά­λι πυρετός/αϋπνία κι έλκος στο στομάχι/σκληρός αντα­γω­νι­σμός πάντο­τε να άρχει.», απο­φαι­νό­με­νος τις δυσκο­λί­ες του επαγ­γέλ­μα­τος και τα προ­βλή­μα­τα υγεί­ας, κυρί­ως, που απορ­ρέ­ουν απ’ αυτές.

«Ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες, μάπα ελευθερία/σαν τους κλό­ουν πριν την αυτοχειρία/για μισό κιλό κέρ­δος σαν παλιά­τσοι να γελάν/κι όταν μένουν μόνοι τα νεύ­ρα τους να σπαν.», ειρω­νευό­με­νος την «ελευ­θε­ρία», που ψεύ­τι­κα τάζει το αστι­κό κρά­τος, ενώ η αλή­θεια και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι δυσά­ρε­στα πολύ διαφορετικές.

«Σελί­δες, εγκυ­κλο­παί­δειες και τόμοι/μπορούν να γρα­φτούν απ’ της λαϊ­κής τις ιστορίες/η οποία είναι σπί­τι κι οι λαϊ­κα­τζή­δες οικοδόμοι,/παλάτι που το λυμαί­νο­νται αρχό­ντοι και τ’ αγα­πούν παρί­ες.», δηλώ­νο­ντας πόσα γεγο­νό­τα και περι­πέ­τειες συμ­βαί­νουν χρό­νια και δεκα­ε­τί­ες στις λαϊ­κές αγο­ρές, που βέβαια – τα περισ­σό­τε­ρα – τα βιώ­νουν οι ίδιοι οι εργα­ζό­με­νοι σ’ αυτές και φυσι­κά, καλό θα ήταν κάπο­τε να κατα­γρα­φούν για να μην πέσουν στην ιστο­ρι­κή λήθη, για τις μελ­λο­ντι­κές γενιές.

Τα παρα­πά­νω απο­σπά­σμα­τα του βιβλί­ου, δεν παρέ­χουν στον επί­δο­ξο ανα­γνώ­στη του μια πλή­ρη εικό­να των θεμά­των, που δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται ποι­η­τι­κά ο Χρ. Δημού­λας, ούτε του δίνε­ται τοιου­το­τρό­πως ολό­κλη­ρο το ψηφι­δω­τό ιδε­ών, από­ψε­ων, γεγο­νό­των, βιω­μά­των κ.ο.κ., ικα­νά για να δημιουρ­γή­σουν ή να δια­μορ­φώ­σουν την άπο­ψη του ανα­γνώ­στη για τις λαϊ­κές και τους λαϊ­κα­τζή­δες, για τις ιδιο­μορ­φί­ες και τα προ­βλή­μα­τα του επαγ­γέλ­μα­τος κ.ο.κ.

Ένα βιβλίο, άξιο λόγου, που αξί­ζει να ανα­ζη­τη­θεί και να δια­βα­στεί, αλλά και να παρου­σια­στεί σε διά­φο­ρες πολι­τι­στι­κές εκδηλώσεις.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο