Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χριστίνα Κουγιουμτζόγλου: «Σε έρωτα χνάρια», εκδ. Βακχικόν

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Μια θεά μαγε­μέ­νη από την ύπαρ­ξή σου
λαξεύ­ει και φεύ­γει από το δρό­μο της,
παρα­σέρ­νε­ται μαζί σου
και γίνε­ται δική σου.

   Στην σύγ­χρο­νη ποι­η­τι­κή γενιά που έχει κάνει την εμφά­νι­ση της στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα οι ποι­ή­τριες έχουν ξεχω­ρι­στή και δια­κρι­τι­κή, υπε­ρή­φα­νη θέση, κατα­θέ­το­ντας με τόλ­μη και παρ­ρη­σία την οπτι­κή τους για την κοι­νω­νία, τον έρω­τα και καθε­τί άλλο που σχη­μα­τί­ζει την ανθρώ­πι­νη ταυ­τό­τη­τα κι εμπει­ρία. Αυτή η δια­κρι­τή τους θέση όμως δεν σημαί­νει πως προ­σεγ­γί­ζουν τα διά­φο­ρα ζητή­μα­τα με μια απο­κλει­στι­κή «γυναι­κεία» ματιά, δηλα­δή σύμ­φω­να με τις νόρ­μες και τις λογι­κές που επι­βάλ­λουν τα κοι­νω­νι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα σχε­τι­κά με τον ρόλο της γυναί­κας σήμε­ρα, ούτε ανα­πα­ρά­γο­ντας χωρίς μελέ­τη και σύγκρου­ση τα πρό­τυ­πα ποι­η­τριών από προη­γού­με­νες γενιές. Συνο­μι­λούν όμως μαζί τους και κατα­φέρ­νουν να γρά­ψουν ποί­η­ση επί­και­ρη και δια­χρο­νι­κή, βαθειά ερω­τι­κή και συναι­σθη­μα­τι­κή – όχι όμως ροζ και γλυ­κα­νά­λα­τη, αυτός ο δια­χω­ρι­σμός είναι απα­ραί­τη­τος να γίνει και σπά­ζο­ντας κάθε στε­ρε­ό­τυ­πο σχε­τι­κά με την ερω­τι­κή ποί­η­ση του παρελθόντος.

«Μέσα σε μια άβυσσο βυθισμένη, / μοναδική φυγή / η σκέψη μου μια σένα»

Η ποι­ή­τρια Χρι­στί­να Κου­γιουμ­τζό­γλου με την πρώ­τη της ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Σε έρω­τα χνά­ρια» (πρώ­τη έκδο­ση Απρί­λιος 2015) που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις Βακ­χι­κόν απο­τε­λεί μια τέτοια χαρα­κτη­ρι­στι­κή περί­πτω­ση. Αυτό το βιβλίο, όπως προ­δί­δει και το όμορ­φο εξώ­φυλ­λο της έκδο­σης, είναι ένα ταξί­δι: στη θάλασ­σα του έρω­τα και της αγά­πης, μέσα σε άγρια και ήρε­μα νερά, μέσα στην παλίρ­ροια των συναι­σθη­μά­των που πηγά­ζουν από μία ψυχή που θέλει (και διεκ­δι­κεί) να εξε­ρευ­νή­σει τις δυνα­τό­τη­τες που προ­σφέ­ρει η ζωή και όχι να συμ­βι­βα­στεί σε καθιε­ρω­μέ­νες αντι­λή­ψεις, πρά­ξεις ή συνή­θειες που ενώ μπο­ρούν να προ­σφέ­ρουν μια κάποια σχε­τι­κή ηρε­μία, γνω­ρί­ζουν πως κατά βάθος αυτή η ηρε­μία είναι επι­φα­νεια­κή κι ότι δεν εκπρο­σω­πεί κάτι παρα­πά­νω από μία σύμβαση.

Ό έρω­τας μάλι­στα είναι κι ένα κατα­φύ­γιο που προ­στρέ­χει η ποι­ή­τρια – δηλα­δή το πολύ υλι­κό αντι­κεί­με­νο της αγά­πης της, είναι το φως μέσα σε ένα σκο­τει­νό (και κατα­θλι­πτι­κό, ίσως) δωμά­τιο. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά η ποι­ή­τρια ότι:

Μέσα σε ένα σκο­τει­νό δωμά­τιο κλεισμένη,
μονα­δι­κό φως
η ελπί­δα μου,
εσύ.
Μέσα σε ένα πέλα­γος χαμένη,
μονα­δι­κή σωτη­ρία μου
ένα καΐκι,
η αγκα­λιά σου.
Μέσα σε ένα λαβύ­ριν­θο χωμένη,
μονα­δι­κή διέξοδος
το δικό σου νήμα.
Μέσα σε μια άβυσ­σο βυθισμένη,
μονα­δι­κή φυγή
η σκέ­ψη μου για σένα.

Όμως αυτό το ταξί­δι δεν περιο­ρί­ζε­ται σε κάτι το πλα­τω­νι­κό, αντί­θε­τα είναι ένα ταξί­δι, μια πορεία θα λέγα­με του ερω­τευ­μέ­νου σώμα­τος και της ερω­τευ­μέ­νης ψυχής – σε συνερ­γα­σία αλλά και σε διαρ­κή σύγκρου­ση μετα­ξύ τους, σε ευρύ­τε­ρα πεδία συναι­σθη­μά­των, που προ­σπα­θεί να ξεπε­ρά­σει τις διά­φο­ρες αντι­φά­σεις που δημιουρ­γεί μια τέτοια δια­δι­κα­σία: τη μετου­σί­ω­ση από τη μία του θνη­τού, του ευαί­σθη­του σε κάτι το υπερ­βα­τι­κό και την αλη­θι­νή – αισθη­τι­κή, πνευ­μα­τι­κή και υλι­κή από­λαυ­ση – του έρω­τα ως μιας δια­δι­κα­σί­ας που δεν εκπλη­ρώ­νει απλά κάποιες ανά­γκες για να μεταλ­λα­χθεί σε κάτι άλλο αργότερα.

xristina6

Συνταξιδιώτες

Η ποι­ή­τρια, μέσα από αυτό το ταξί­δι, θα βγει (βγαί­νει δηλα­δή) κερ­δι­σμέ­νη: αυτό που ζητά το επι­τυγ­χά­νει, δηλα­δή να κερ­δί­σει μια πλευ­ρά στη γωνιά της ευτυ­χί­ας του προ­σώ­που που την ενδια­φέ­ρει και που σχε­τί­ζε­ται μαζί του. Αυτή η επι­τυ­χη­μέ­νη εκδή­λω­ση της αγά­πης της μάλι­στα, δεν είναι καθό­λου εγω­ι­στι­κή – δεν θέλει πολ­λά: όταν ο άνθρω­πος της είναι ευτυ­χι­σμέ­νος, τότε είναι και αυτή. Τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο και τίπο­τα λιγό­τε­ρο. Κι είναι μια αγά­πη, ανι­διο­τε­λής, αυτο­θυ­σια­στι­κή, όπως μόνη η αλη­θι­νή αγά­πη κι ο αλη­θι­νός έρω­τας μπο­ρούν να είναι. Με λίγα λόγια, δεν είναι μια αγά­πη ψεύ­τι­κη, στεί­ρα από συναι­σθή­μα­τα, δηλα­δή μίζε­ρη και μικρο­α­στι­κή αλλά μια αγά­πη, πρό­τυ­πο για όλους και όλες εμάς τους συντα­ξι­διώ­τες της ποιήτριας.

Επί­σης ο έρω­τας στην ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Χρι­στί­νας Κου­γιουμ­τζό­γλου εκτός από ταξί­δι είναι και προ­ο­ρι­σμός, είναι μια Ιθά­κη δια­φο­ρε­τι­κή από τις άλλες, που προ­σφέ­ρει εκεί­να τα απα­ραί­τη­τα ερε­θί­σμα­τα, για να δια­τη­ρη­θεί η φλό­γα της επα­φής (και όχι δεν περιο­ρί­ζε­ται η επα­φή μόνο σε μια φτω­χή, σωμα­τι­κή γνω­ρι­μία που αύριο θα είναι ανά­μνη­ση). Ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα όσων περι­γρά­ψα­με στις προη­γού­με­νες παρα­γρά­φους απο­τε­λεί το ποί­η­μα στη σελί­δα 12:

 

Η παρου­σία σου βάλ­σα­μο στην ψυχή μου.

Το άγγιγ­μα σου χάδι από τον ουρανό.

Το βλέμ­μα σου ένα ονει­ρι­κό ταξίδι.

Η μυρω­διά σου ευωδία

που φωτί­ζει την καρ­διά μου.

Η φωνή σου ένα τρα­γού­δι ζωντανό

που ανα­σταί­νει το νυσταγ­μέ­νο μου μυαλό.

Και το φιλί σου ένα ταξί­δι αναψυχής

που με γυρί­ζει σε όλη τη Γη. 

Μια ενδιαφέρουσα ποιητική γραφή

Μια ανά­γνω­ση (που βέβαια θα σας οδη­γή­σει σε πολύ περισ­σό­τε­ρες) μπο­ρεί αβί­α­στα να σας γεν­νή­σει ένα πλού­το συναι­σθη­μά­των, τόσο ώστε θα ανα­γνω­ρί­σε­τε τον ίδιο σας τον εαυ­τό να ακο­λου­θεί τα χνά­ρια της ποι­ή­τριας σα να απο­τε­λεί συστα­τι­κό στοι­χείο της συλ­λο­γής κι όχι ένα απλό ανα­γνώ­στη που θα αφή­σει αργό­τε­ρα το βιβλίο στο ράφι της βιβλιο­θή­κης του για να δια­βά­σει κάτι άλλο. Κι αυτή είναι πιστεύ­ου­με η μεγά­λη επι­τυ­χία (και το μεγά­λο προ­τέ­ρη­μα) αυτού του βιβλί­ου και της δημιουρ­γού του: ανα­δει­κνύ­ει όχι το στε­νό, θεω­ρη­τι­κό ή ιδε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο του έρω­τα αλλά την ουσία του που είναι το δόσι­μο στον άλλο, το δόσι­μο της καρ­διάς χωρίς συναι­σθη­μα­τι­κά προ­α­παι­τού­με­να, μέτρα και αντί­με­τρα κι ας έχει κάπο­τε πικρή γεύ­ση κι άλλες φορές γλυ­κιά. Αλλά αυτό ακρι­βώς δεν είναι και η ζωή μας;

Η γρα­φή της ποι­ή­τριας, για­τί δεν πρέ­πει να ξεχνά­με πως ένα ποί­η­μα δεν το απο­τε­λούν μόνο οι ιδέ­ες και τα συναι­σθή­μα­τα αλλά η γλώσ­σα του και η γρα­φή του, λει­τουρ­γεί απο­τε­λε­σμα­τι­κά υπέρ αυτού του συμπε­ρά­σμα­τος. Ο συν­δυα­σμός μιας στρω­τής, καθη­με­ρι­νής δημο­τι­κής γλώσ­σας – ακρι­βώς δηλα­δή η γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιού­με για να εκφρα­στού­με ερω­τι­κά, και όχι μόνο, χωρίς το καθη­με­ρι­νό να σημαί­νει απα­ραί­τη­τα το χυδαίο μαζί με μια χαλα­ρή αλλά όχι αδύ­να­μη σε νόη­μα και ουσία στι­χουρ­γι­κή δομή, μας δεί­χνουν πολύ καθα­ρά ότι έχου­με μπρο­στά μας ένα ποι­η­τι­κό κεί­με­νο που μπο­ρεί να μας δώσει πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από την οποια­δή­πο­τε κρι­τι­κή που μπο­ρεί να του γίνει.

Αυτό μάλι­στα είναι το σημα­ντι­κό­τε­ρο στην ποί­η­ση: να μην χρειά­ζε­ται η κρι­τι­κή, θετι­κή ή αρνη­τι­κή, για να απο­κτή­σει μία ποι­η­τι­κή κατά­θε­ση ψυχής, όρα­μα και υπό­στα­ση. Κι αυτό, κατά τη γνώ­μη μας, η ποι­ή­τρια Χρι­στί­να Κου­γιουμ­τζό­γλου το κατα­φέρ­νει στην εντέ­λεια. Περι­μέ­νου­με λοι­πόν, και το επό­με­νο έργο της για να περ­πα­τή­σου­με παρέα σε έρω­τα και σε ποί­η­σης χνάρια.

Βιογραφικό

Η Χρι­στί­να Κου­γιουμ­τζό­γλου γεν­νή­θη­κε το 1987 στην Αθή­να και ζει στα Χανιά. Έχει σπου­δά­σει Nηπια­γω­γός στο Τμή­μα Εκπαί­δευ­σης και Αγω­γής στην Προ­σχο­λι­κή Ηλι­κία του Eθνι­κού και Καπο­δι­στρια­κού Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών. Το βιβλίο Σε έρω­τα χνά­ρια είναι η πρώ­τη της ποι­η­τι­κή συλλογή.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο