Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χριστίνα – Παναγιώτα Γραμματικοπούλου: «Persona Gramma» (εκδ. Βακχικόν, 2017)

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Δεν έδω­σες• πήρες.
Κι ας το αγνόησες.
Κι όσα έλα­βες (τα) πέταξες.

Δικαί­ω­ση μην αποζητάς.
Μάταιη η (απ)αίτησή σου.

(Απόρ­ρι­ψη)

   Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Persona Gramma που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις Βακ­χι­κόν είναι το πρώ­το βιβλίο της Χρι­στί­νας – Πανα­γιώ­τας Γραμ­μα­τι­κο­πού­λου: στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι δύο ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές σε μία που χωρίς να βρί­σκο­νται σε αντί­φα­ση μετα­ξύ τους ανα­δει­κνύ­ουν δια­φο­ρε­τι­κές πλευ­ρές του (ποι­η­τι­κού) χαρα­κτή­ρα της δημιουργού.

Το πρώ­το μέρος με τον δια­κρι­τό τίτλο 38 και με τις υπο­κα­τη­γο­ρί­ες που εμπε­ριέ­χει (εγω­ι­σμοί, αντα­να­κλά­σεις) περι­λαμ­βά­νει ποι­ή­μα­τα γραμ­μέ­να σε ελεύ­θε­ρο στί­χο και με γλώσ­σα καθη­με­ρι­νή, ιδιαί­τε­ρα αιχ­μη­ρή και σαρ­κα­στι­κή που ανα­δει­κνύ­ει πολ­λά ζητή­μα­τα της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, επι­κρί­νο­ντας τον κοι­νω­νι­κό καθω­σπρε­πι­σμό, την φανε­ρή ή υπο­χθό­νια επι­βο­λή συγκε­κρι­μέ­νων προ­τύ­πων ζωής και κοι­νω­νι­κής αντί­λη­ψης. Η πλα­στι­κή ζωή, που προ­ά­γει την υπε­ρά­σπι­ση της ατο­μι­κό­τη­τας (και των ιδιαί­τε­ρων συμ­φε­ρό­ντων της) ενά­ντια σε κάθε προ­σπά­θεια προ­σω­πι­κής (ή και συλ­λο­γι­κής) ανά­τα­σης και που απο­τε­λεί αντα­νά­κλα­ση οπι­σθο­δρο­μι­κών και συντη­ρη­τι­κών ιδε­ών βρί­σκο­νται στο στό­χα­στρο της ποι­ή­τριας. Με λίγα λόγια η ποι­ή­τρια σηκώ­νει φωνή οργής και αγα­νά­κτη­σης, αμφι­σβη­τώ­ντας θαρ­ρα­λέα τις επι­βαλ­λό­με­νες από τα άνω­θεν από­ψεις και λογι­κές. Και με αυτή τη στά­ση της κατα­φέρ­νει να προ­σεγ­γί­ζει πλεί­στα όσα ζητή­μα­τα που άλλοι τα θεω­ρούν ταμπού και άλλοι δεδο­μέ­να. Δια­βά­ζου­με χαρα­κτη­ρι­στι­κά στο ποί­η­μα Urban Chic (σελ. 35):

Κλα­ρι­νο­γα­μπροί, μαϊ­ντα­νοί, τσουλάκια,

μαυ­ρο­ντυ­μέ­νοι φου­σκω­τοί, απελπισμένες,

πορ­νό­γε­ροι, κωλό­γριες, αγο­ρά­κια, κοριτσάκια,

κάποιες νορ­μάλ κατα­στά­σεις (τι θα πει νορμάλ;

Ποιος θα το ορίσει;)

τσό­ντες με το κιλό, σχέ­σεις με το στανιό.

«Έχει σαμπα­νιέ­ρες εδώ;»

Προ­λη­πτι­κά παίρ­νεις Simeco.

Ανα­κό­πτει τη ναυτία.

   Στο δεύ­τε­ρο μέρος με τον τίτλο Ποι­ή­μα­τα για το Πολι­κό Αρκου­δά­κι έχου­με ποι­ή­μα­τα που απο­τε­λούν το δημιουρ­γι­κό απο­τέ­λε­σμα των μετα­πτυ­χια­κών της σπου­δών στο μάθη­μα Ποί­η­ση και Στι­χουρ­γι­κή του Ευρι­πί­δη Γαρα­ντού­δη, καθη­γη­τή Νεο­ελ­λη­νι­κής Φιλο­σο­φί­ας στο Τμή­μα Φιλο­λο­γί­ας του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών. Πρό­κει­ται, όπως εύκο­λα θα αντι­λη­φθεί και ο ανα­γνώ­στης, για ομοιο­κα­τά­λη­κτη ποί­η­ση (σονέ­το, μίμη­ση του δημο­τι­κού τρα­γου­διού κ.α) που όμως απο­πνέ­ει μία νοη­μα­τι­κή και τεχνι­κή φρε­σκά­δα: ο σαρ­κα­σμός, αιχ­μη­ρός και σκο­τει­νός μέσα στη μελαγ­χο­λία του, που εντο­πί­ζου­με στο πρώ­το μέρος του Persona Gramma κυριαρ­χεί στα Ποι­ή­μα­τα για το Πολι­κό Αρκου­δά­κι ενώ και η γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιεί η ποι­ή­τρια δεν είναι αδιά­φο­ρη, όπως συνή­θως είναι σε αυτό το είδος ποί­η­σης. Αντί­θε­τα η ποι­ή­τρια τολ­μά και πει­ρα­μα­τί­ζε­ται, όπως κάνει και στο πρώ­το μέρος του βιβλί­ου της. Από αυτή την άπο­ψη μπο­ρού­με να πού­με πως η Χρι­στί­να – Πανα­γιώ­τα Γραμ­μα­τι­κο­πού­λου, ερευ­νά σε βάθος τις δυνα­τό­τη­τες της και δεν συμ­βι­βά­ζε­ται σε προ­κα­θο­ρι­σμέ­νες μορ­φές ποι­η­τι­κής έκφρα­σης. Κι αυτό δεν μπο­ρεί παρά να απο­τε­λεί κέρ­δος τόσο για την ποι­ή­τρια, όσο και για τους φίλους της ποί­η­σης. Ας δού­με ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα από το ποί­η­μα Όπιο (σελ. 69:

Εθι­στι­κή εξάρ­τη­ση: το ημί­γυ­μνο κορμί/ η ιδρω­μέ­νη ανά­σα / η λάγνα δόνηση.

Μυστι­κι­στι­κή αυτε­πι­βε­βαί­ω­ση η ερε­θι­σμέ­νη σάρκα.

Τα κελεύ­σμα­τα τα άστατα.

Κτη­νώ­δες τελε­τουρ­γι­κό της γλώσ­σας η πορεία/ η βρώ­μι­κη η προσφώνηση.

Εγω­ι­στι­κό τρό­παιο τα δυνα­τά, τα γευ­στι­κά υγρά.

Από πόρους και ανοίγματα. […]

Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί

Σε αυτό το σημείο θέλου­με να παρα­τη­ρή­σου­με πως η Persona Gramma απο­τε­λεί μία ιδιαί­τε­ρη, ποι­η­τι­κή κατά­θε­ση ψυχής, τολ­μη­ρή, με υψη­λή κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή αντί­λη­ψη, βαθιά βιω­μα­τι­κή και συν­θε­τι­κή αλλά και με δια­κρι­τό συναί­σθη­μα, όπου ανα­δει­κνύ­ει και το ζήτη­μα ότι κανέ­νας μας δεν μπο­ρεί να σωθεί, να γλι­τώ­σει από αυτό το τέλ­μα χωρίς προ­σω­πι­κό αγώ­να, όπως σημειώ­νει στο ποί­η­μα της Παρακ­μή (σελ. 26):

[…] Ξεφτι­σμέ­νη η αίγλη σου. Μάταιο να εμμένεις.

Μην κατη­γο­ρείς, μην ψάχνεις ενόχους.

Γίνε του εαυ­τού σου ο Σωτήρας.

Πρω­τα­γω­νι­στής στο έργο το δικό σου γίνε.

Αν δεν μπο­ρείς, μην παραπονιέσαι.

Δεν είναι και­ροί για αυτολύπηση.

 

Παράλ­λη­λα, η ποι­ή­τρια επι­μέ­νει πως κανέ­νας από όλους εμάς δεν είναι άμοι­ρος ευθυ­νών για την κατά­στα­ση που αντι­με­τω­πί­ζει – η έλλει­ψη αυτο­γνω­σί­ας, να ποιο είναι μετα­ξύ άλλων ένα από τα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τω­πί­ζει ο καθη­με­ρι­νός άνθρω­πος. Και η δημιουρ­γός δεν σκο­πεύ­ει να το αφή­σει αυτό ασχο­λί­α­στο (Αυτο­γνω­σία, σελ. 27):

 

Όλα όσα σου συμβαίνουν

εσύ τα προκαλείς.

Τον αθώο μην παριστάνεις.

Φιλαρ­γυ­ρία, περη­φά­νια, οργή,

ζηλο­φθο­νία,

Μικρές/Μεγάλες Φοβί­ες,

πόσα Άλλα Ψυχολογικά,

κατά βάθος το ξέρεις καλά

πως σε σένα ελλοχεύουν.

Γι’ αυτό τα μαγνητίζεις.

 

Είναι βέβαια ακό­μα πολ­λά τα ζητή­μα­τα που με χει­ρουρ­γι­κή ακρί­βεια ανα­τέ­μνει η ποι­ή­τρια, τα οποία όσο κι αν θέλου­με δεν θα ανα­φέ­ρου­με εδώ. Θα σημειώ­σου­με όμως πως η οργι­σμέ­νη και στο­χα­στι­κή ποί­η­ση της Χρι­στί­νας – Πανα­γιώ­τας Γραμ­μα­τι­κο­πού­λου, που δεν απο­φεύ­γει και κάποιον διδα­κτι­σμό, είναι ένα έργο λόγου πολύ υψη­λού επι­πέ­δου, που αξί­ζει να ανα­κα­λύ­ψει ο ανα­γνώ­στης. Εμείς από την πλευ­ρά μας δεν μπο­ρού­με παρά να περι­μέ­νου­με τη δημιουρ­γι­κή συνέ­χεια και να διεκ­δι­κή­σου­με μαζί με την ποι­ή­τρια περισ­σό­τε­ρη φωνή και περισ­σό­τε­ρο φως μέσα σε μια σει­ρά γεγο­νό­των που συσκο­τί­ζουν την καθη­με­ρι­νό­τη­τα μας και την κοινωνική/συναισθηματική μας ύπαρ­ξη. Κι αυτό, θα λέγα­με, είναι και το κεντρι­κό νόη­μα του βιβλί­ου: το Φως και η Φωνή. Το τελευ­ταίο ποί­η­μα του βιβλί­ου (το πιο πολι­τι­κό απ’ όλα) που παρα­θέ­του­με εδώ (Persona Grata, σελ. 22) μας δεί­χνει τον δρόμο:

 

Persona grata

Αυτο­χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν εχθροί σου.
Όχι φανε­ρά, αντρίκεια.
Υπο­χθό­νια έδρα­σαν. Ύπου­λα σε έβλαψαν.
Μοχθη­ρά τα δικά σου μακέλεψαν.
Όχι αντί­πα­λοι — παλικαρίσια.
Γλοιώ­δεις Χατζηα­βά­τη­δες. Ανδρείκελα.
Πολ­λή ενέρ­γεια σπατάλησαν.
Πολύς ντό­ρος έγινε.
Πάει να πει πως κάμπο­σο σε τρέμουν.
Πάει να πει πως μάλ­λον κάποιος είσαι.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο