Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χριστουγεννιάτικη ιστορία χωρίς Χριστούγεννα…

Ο «Κεντρικός θάλαμος»...

Ο «Κεντρι­κός θάλαμος»…

Περ­νού­με τις άγιες μέρες των Χρι­στου­γέν­νων. Ζώα, πατά­τες, σχέ­δια, ελπί­δες, όλα κουρ­νια­χτός και στά­χτη. Εκα­τόν τριά­ντα άνθρω­ποι στα χέρια δύο εγκλη­μα­τιών, του καλό­γη­ρου και του αστυ­νό­μου. Δυο οκά­δες κρι­θα­ρί­σιο αλεύ­ρι φτιά­ξα­με κουρ­κού­τι τη μέρα πού γεν­νή­θη­κε η αγά­πη για τους χρι­στια­νούς και φάγα­με τόσοι άνθρω­ποι. Μια γραμ­μή από σκε­λε­τούς βαδί­ζου­με, άλλοι μπρο­στά κι άλλοι πίσω για το θάνα­το. Κυλού­σα­με μέσα σε μια κόλα­ση κι απ’ τον ένα κύκλο τον άσχη­μο περ­νού­σα­με στον άλλο. Το χει­ρό­τε­ρο! Έξω δια­βο­λό­και­ρος. Κρύο φαρ­μά­κι. Οι αγέ­ρη­δες δυνα­τοί και τσου­χτε­ροί πέφτα­νε με δύνα­μη πάνω στον ξερό­βρα­χο σαν να ‘θελαν να τον ξεθεμελιώσουν.

Η θάλασ­σα ασπρο­γά­λα­ζη, φοβε­ρή μού­γκρι­ζε, έτρε­χε σαν δαι­μο­νι­σμέ­νη απ’ τη Λήμνο προς τα ξερο­νή­σια και τη Σκύ­ρα. Χτυ­πού­σε με λύσ­σα σ’ ένα κάβο, απέ­να­ντι απ’ το χωριό, στη γωνιά του Λένιν (έτσι βγά­λα­νε τον κάβο οι εξό­ρι­στοι), το νερό σηκω­νό­τα­νε οργιές στον αέρα. Γινό­τα­νε αχνός, έκρυ­βε τη γη. Νόμι­ζες πως το υγρό στοι­χείο βάλ­θη­κε να τον ξερι­ζώ­σει. Να σαρώ­σει εκεί­νο το εμπό­διο και ύστε­ρα λεύ­τε­ρο να παί­ξει, να τρέ­ξει προς το νοτιά. Λεπτού­τσι­κα, μολυ­βέ­νια σύν­νε­φα τρέ­χα­νε στον απέ­ρα­ντο ουρα­νό, λες και παί­ζα­νε κυνη­γη­τό με τα κύμα­τα. Κου­βα­ρά­κια-κου­βα­ρά­κια μαζε­μέ­νοι κάτω απ’ τα σκε­πά­σμα­τα. Η σκέ­ψη ξεπερ­νού­σε την πεί­να. Τρυ­πά­νι μυτε­ρό πού έφερ­νε πόνο, απο­γο­ή­τευ­ση. Έτρε­χε, γύρι­ζε, έκλω­θε στο ίδιο πρό­βλη­μα. «Τι θα γίνου­με; Θα πεθά­νου­με, αλλά πότε και με τι μαρτύρια;»

Ψάχνου­με μ’ ανή­συ­χο μάτι να συμπε­ρά­νου­με ποιος θ’ ανοί­ξει τη σκη­νή! Ποιος θα ‘σερ­νε πρώ­τος το χορό. Έψα­χνε ο καθέ­νας να βρει τη σει­ρά του, τη θέση του. «Ο Καντή­λας… ο Καλές… ο… ο… είναι πιο εξα­ντλη­μέ­νοι από μένα. Αυτοί θα πεθά­νουν πρώ­τοι, κι αφού αυτοί δεν πέθα­ναν… εγώ…» Έτσι σκε­φτό­τα­νε ο καθέ­νας, κι έπαιρ­νε κου­ρά­γιο. Την ίδια σκέ­ψη θα ‘κανε κι ο Καντή­λας κι ο Καλές, και τόσοι άλλοι. Ο καθέ­νας έβλε­πε τον άλλο και φοβό­τα­νε. Η σκέ­ψη δεν έφευ­γε απ’ τα φαγιά. Τού­το καλό, τ’ άλλο καλύ­τε­ρο και κανέ­να άσχη­μο. Και τη χελώ­να, και τα βατρά­χια, και τα φίδια, και τα χορ­τά­ρια, και τα πίτου­ρα. Ό,τι μπο­ρού­σε να μαση­θεί, ό,τι μπο­ρού­σε να περά­σει στο στο­μά­χι ήταν «αμβρο­σία και νέκταρ». Ο νους γύρι­ζε στα περα­σμέ­να. Σε μέρες πού είχα­με ψωμί. Σε μέρες πού είχα­με κρέ­ας. Κι ένα παρά­πο­νο και γινά­τι με τον εαυ­τό μας φύτρω­νε για­τί κάπο­τε χύσα­με κάτι απο­φά­για, για­τί δε φάγα­με ένα φαΐ. Για­τί σ’ ένα φιλι­κό σπί­τι μας είπα­νε να φάμε κι εμείς δε φάγα­με. Πόσο κου­τοί ήμα­σταν τότε! Ε, και να ήταν τώρα;

Και θυμού­μα­στε τις χελώ­νες του χωριού μας παυ τρέ­χα­νε το καλο­καί­ρι, τρώ­γα­νε τα φασό­λια κι εμείς τις κυλού­σα­με στον κατή­φο­ρο. Πόσο χαζοί ήμα­σταν τότε. Για­τί να μην… τις φάμε… και θυμό­μα­στε όταν οι δικοί μας μας δίνα­νε ξερό ψωμί και δε μας άρε­σε… ε, τι ξύλο θέλα­με! Πόσο πικραί­να­με τους δικούς μας. Κι αμέ­σως αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα ξεπε­τιό­νταν στο μυα­λό μας. Γριού­λες μ’ αγα­θή όψη, ζαρω­μέ­νο απ’ τούς πόνους και τα χρό­νια και τις στε­ρή­σεις πρό­σω­πο, καμπου­ρια­σμέ­νη απ’ τη δου­λειά ράχη, γερο­ντά­κια, παι­δό­που­λα, νεα­ρές κοπέ­λες, γλυ­κιές συντρό­φισ­σες. Κι οι σκε­λε­τοί ψελί­ζα­νε σα να παρα­μι­λού­σαν: «παι­δά­κια μου… γυναι­κού­λα μου…» κι η σκέ­ψη ξανά στο φαΐ. Δίπλα-δίπλα, από κρε­βά­τι σε κρε­βά­τι, παρέ­ες-παρέ­ες πάνω από μια χού­φτα κάρ­βου­να συζη­τού­σα­με κι όλο συζη­τού­σα­με το ίδιο θέμα.

- Βρε σύντρο­φοι, να βγού­με ζωντα­νοί από τού­τη δα την κόλα­ση. Άμα βγού­με έξω θα πάρω μια οκά αλεύ­ρι και θα φτιά­ξω ένα κουρ­κού­τι που θα χαλά­ει ο κόσμος, Θα χορ­τά­σω, έλε­γε ένας.

- Που να δεί­τε τι φαΐ είναι οι χελώ­νες! έλε­γε δεύτερος.

- Καλά! έφα­γες; Και πώς μαγει­ρεύ­ε­ται; ρωτού­σε τρίτος.

- Αν έφα­γα, λες; ‘Εχει ένα άσπρο κρέ­ας! Σαν κατό­που­λο. Άμα τη ζεμα­τί­σεις με χοχλα­στό νερό βγαί­νει όλα το καύ­κα­λο και η εξω­τε­ρι­κή πέτσα και μένει κάτα­σπρο κρέ­ας, λαχτα­ρι­στό-λαχτα­ρι­στό, ύστε­ρα το βράζεις.

- Άντε καη­μέ­νε! Θέλει και βράσιμο.

- Ε! και να μη φάω!! ανα­στέ­να­ζε ο Γιωρ­γό­που­λος. Ας βγω από δω και βλέ­πε­τε. Στο χωριό μου είναι ένα προ­σή­λιο, σκε­πα­σμέ­νο με πουρ­νά­ρια. Μια πλα­γιά γεμά­τη χελώ­νες. Ας βγω και θα δεί­τε γλέ­ντι, αλλά ας βγού­με πρώτα.

- Για να δεί­τε, βρε παι­διά, έλε­γε ο Δρο­σό­που­λος. Κάπο­τε ήμου­να άνερ­γος, γνώ­ρι­ζα ένα μάγει­ρα στου κ. Μπε­νά­κη. Με φώνα­ξε να τον βοη­θή­σω, λίγες μέρες, κι αν δεχό­ντου­σαν τ’ αφε­ντι­κά να μεί­νω. Τι είδα­νε τα μάτια μου δε λέγε­ται. Σαν τα θυμά­μαι με πιά­νει μίσος και παρά­πο­νο μαζί. Μια συνα­γρί­δα ολά­και­ρη πήγαι­νε μ’ ένα «συν­δαι­τη­μό­να» ‑έτσι δεν τούς λένε;- εκεί­νος έπαιρ­νε μια μπου­κιά. Σας ορκί­ζο­μαι, σύντρο­φοι, στην επα­νά­στα­ση — μόνο μια, και το γύρι­ζε. Ο μάγει­ρας το ‘ριχνε στα σκουπίδια.

- Θέλεις; μου έκα­με νόη­μα, άρπα την και μου πάσα­ρε μια πια­τέ­λα γεμά­τη. Σε δυο λεπτά δεν έμει­νε τίπο­τα. Και συνέ­χεια άρπα­ζα πια­τέ­λες και τις καθά­ρι­ζα. Ο μάγε­ρας όλο και μου ‘δινε και γέλα­γε. Ύστε­ρα από καμιά ώρα με τσά­κι­σε μετός.

- Ωχ! φώνα­ξαν πολ­λοί μαζί. Πάει το φαΐ χαμένο!
Κεί­νο, το «ωχ» έδει­χνε ένα πόνο, λες και ήταν αυτοί οι ίδιοι, λες και ήταν εκεί­νη τη στιγμή.

- Σήμε­ρα ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός πολε­μά­ει μέσα στα χιό­νια και τούς αγέ­ρη­δες… άρχι­ζε κάποιος.

Δεν προ­χω­ρού­σε λίγο η συζή­τη­ση και γύρι­ζε σ’ άλλα κανάλια.

- Αυτοί έχουν και τρώ­νε. Για φαντα­στεί­τε, λαρ­δί, λου­κά­νι­κα, μπορς… έπαιρ­νε πάλι τον παλιό γνω­στό δρό­μο. Ο δρό­μος αυτός λεγό­τα­νε δρό­μος «φαΐ». Αυτό βάστα­ξε χρό­νια, βάστα­ξε ως τη μέρα πού χορ­τά­σα­με. Οποια­δή­πο­τε συζή­τη­ση κι αν αρχί­ζα­με, ύστε­ρα απ’ τις πρώ­τες λέξεις γύρι­ζε στο ίδιο θέμα. Ένα μαρ­τύ­ριο περισ­σό­τε­ρο. ‘Όταν βγά­ζα­με τα μαυ­ρά­δια απ’ τα κου­κιά, στρώ­να­με από κάτω ένα πανί ή μαντή­λι, ό,τι είχε ο καθέ­νας, για να μη φύγουν όξω. Τα μαζεύ­α­με με προ­σο­χή, σαν άγιο μύρος κι ύστε­ρα τα ροκα­νί­ζα­με. Κι οι άλλοι ζηλεύ­α­νε τούς τυχε­ρούς, τρέ­χα­νε τα σάλια τους, απλώ­να­νε το χέρι και γυρεύ­α­νε. Και κεί­νοι δε δίνα­νε. Κάπο­τε, δίνο­ντας ρού­χα κι άλλα πράγ­μα­τα, πήρα­με από κάποιο μαυ­ρα­γο­ρί­τη λίγες ελιές γίνο­νταν αγώ­νας για τα κου­κού­τσια κι άκου­γες κρουπ, κρατς. Δεν έμε­νε τίποτα.

Λιμά­ξα­με. Κάνα­με στα μάτια πότε να φτά­σει η ώρα τον φαγη­τού. Κι όταν έφτα­νε ο καθέ­νας ‑οι περισ­σό­τε­ροι- κοι­τά­ζα­με να μεί­νου­με τελευ­ταί­οι, με την πονη­ρή σκέ­ψη μην περισ­σέ­ψει φαΐ να μας δώσει ο μάγει­ρας λίγο παρα­πά­νω. ‘Όταν περ­νού­σα­με αφή­να­με ένα λόγο, ένα πεί­ραγ­μα, κάποια κου­βέ­ντα για ν’ ακού­σει ο μάγει­ρας ποιος είναι, μη τυχόν και δώσει γεμά­τη την κου­τά­λα. Κι αν έλει­πε λίγο, χαλού­σε ο κόσμος. Παρά­πο­να, γκρί­νιες, φωνές κου­νού­σα­με το πιά­το να χυθεί λίγο. Πέρ­να­με αντί πιά­το ένα κύπε­λο, για να χυθεί λιγά­κι, για να μας δώσει άλλο, που Θα ήταν περισ­σό­τε­ρο απ’ ό,τι χύθη­κε. Καθό­μα­στε ‑όσοι μπο­ρού­σα­με να κινη­θού­με- έξω απ’ το μαγει­ρειό ή τη δια­χεί­ρι­ση σαν παρα­πο­νε­μέ­να γυφτό­που­λα. Μόνο που δεν απλώ­να­με τα χέρια για ζητια­νιά. Γλεί­φα­με τα πιά­τα, ενά­μι­συ χρό­νο δεν παρά­λει­ψα ούτε μια μέρα που να μην το γλεί­ψω. Κι όλοι έτσι κάνα­νε. Δε θυμά­μαι κανέ­να που να μην έκα­νε αυτή τη δου­λειά. Αν έπε­φτε κάτω μια κου­τα­λιά στο τρα­πέ­ζι τη γλείφαμε.

Πολ­λοί θα παρα­ξε­νευ­τούν μ’ αυτά τα πρά­μα­τα. Εξό­ρι­στοι και να κάνουν κατερ­γα­ριές για μια κου­τα­λιά φαΐ, να γλεί­φουν τα πιά­τα, να παίρ­νουν το φαΐ από κατα­γής… Να συζη­τά­νε για χελώ­νες, φίδια κτλ. Θα χάσουν τη ρομα­ντι­κή αντί­λη­ψη που είχα­νε για τούς εξό­ρι­στους. Καλά θα ήτα­νε βέβαια, την ώρα που πεθαί­νει κανέ­νας απ’ την πεί­να, να στέ­κε­ται περή­φα­νος μπρο­στά σε μια κου­τα­λιά φαΐ που πέφτει, να συζη­τά­ει για την πολι­τι­κο­στρα­τιω­τι­κή κατά­στα­ση, για το δαρ­βι­νι­σμό και τη θεω­ρία της σχε­τι­κό­τη­τας. Αλλά τέτοια πρά­μα­τα στα παρα­μύ­θια γίνο­νται. Η ζωή είναι πιο πεζή. Αλλά ας μην απο­γοη­τεύ­ου­νται. Έγλει­φε κανέ­νας το πιά­το, βαδί­ζο­ντας αγέ­ρω­χα στον τάφο. Έκα­ναν πονη­ριές για λίγο φαΐ παρα­πά­νω, αλλά πιο κάτω ήτα­νε κήποι με λάχα­να, στο μαγει­ριό και γύρω κυκλο­φο­ρού­σα­νε κότες, γάτες, σκυ­λιά, αργό­τε­ρα περ­νού­σα­νε αρνιά, κατσί­κια κι όμως κανέ­να δεν χάθη­κε, τίπο­τα δεν πει­ρά­χτη­κε, κανέ­νας δεν άπλω­σε χέρι να κλέ­ψει ή και να ζητια­νέ­ψει. Μαζε­μέ­νος, κου­κου­λω­μέ­νος σκε­φτό­μού­να. Ένα γλυ­κό υγρό ‑έτσι μου ‘ρχό­τα­νε- ανέ­βαι­νε στο λαι­μό. Κι όλο κατά­πι­να-κατά­πι­να. Αυτό πιστεύω Θα νιώ­θα­νε και πολ­λοί άλλοι. Κι αυτό ήταν άλλο μαρτύριο.

27 του Δεκέμ­βρη. Δεν έκλει­σα μάτι καθό­λου όλη τη νύχτα. Ο βοριάς λυσ­σο­μα­νού­σε. Βββς-βοού­σε. Χτύ­πα­γε εκνευ­ρι­στι­κά μια παλιό­πορ­τα σ’ ένα χαλα­σμέ­νο στά­βλο, σφύ­ρι­ζε στις καμι­νά­δες και κύμα­τα-κύμα­τα χανό­τα­νε στα άπει­ρα. Η θάλασ­σα στέ­να­ζε. Κατά τα ξημε­ρώ­μα­τα ο αέρας έκο­ψε κάπως, ανά­λαμ­ψε μια ελπί­δα. Ίσως να καλυ­τε­ρέ­ψει ο και­ρός, ίσως να ‘ρθει κανέ­να καΐ­κι, ίσως να μας έρθει, ίσως… ίσως… ίσως… ίσως οι Ρώσοι να πήρα­νε τους Γερ­μα­νούς στα πόδια, που δεν θα στα­μα­τού­σα­νε παρά στο Βερο­λί­νο πόσο έξω πέφτα­με μ’ αυτόν τον πόλε­μο! Κρί­να­με χωρίς στοι­χεία, κρί­να­με όπως μας σύμ­φε­ρε. Στην αρχή λέγα­με πως σε τρεις μήνες οι Γερ­μα­νοί θα γίνο­νταν κουρ­νια­χτός, ύστε­ρα περι­μέ­να­με το χει­μώ­να. Αργό­τε­ρα το πρώ­το πισω­δρό­μι­σμα. Με την υπο­χώ­ρη­ση δεν θα στα­μα­τού­σαν που­θε­νά. Κάνα­με μια παρο­μοί­ω­ση με τη Μικρα­σια­τι­κή εκστρα­τεία, με την κατάρ­ρευ­ση της Γαλ­λί­ας κτλ.

Δεν είχε ξημε­ρώ­σει χαλά σαν ήρθε ο Μπά­μπης. Ξάπλω­σε δίπλα μου. ‘Ένιω­σα ένα χέρι να τρα­βά­ει τα σκε­πά­σμα­τα. Μια αδύ­να­τη, ζεστή ανά­σα ένιω­σα κοντά μου στο πρόσωπο.

- Τι θέλεις; τον ρώτησα.

- Κου­βέ­ντα, μου είπε. Δεν έκλει­σα μάτι. Όλο στο φαΐ ο νους μου. Μ’ αυτό ανα­κα­τευό­τα­νε η κατά­στα­ση, τα παι­διά, η άμοι­ρη γυναί­κα. Σκε­φτό­μου­να πως προ­χω­ρά­με πολύ γρή­γο­ρα. Από προ­χτές τα Χρι­στού­γεν­να ξάπλω­σαν μερι­κοί. Σε τρεις μέρες πάνω από δέκα. Αριθ­μός μεγά­λος για τόσες μέρες. Εκεί­νο το χτύ­πη­μα του βρι­κό­λα­κα πολύ μας στοί­χι­σε. Αν εξα­κο­λου­θή­σει αυτή η κατά­στα­ση πολύ γρή­γο­ρα δε θα βρί­σκε­ται κανέ­νας ορθός. Δεν θα ‘χου­με ποιος να μας συγυ­ρί­σει. Θα βρομίσουμε.

- Άσε αυτή τη συζή­τη­ση για πεί­να και θάνα­το, Θα τρε­λα­θού­με. Άλλη συζή­τη­ση, υπάρ­χούν τόσα θέμα­τα. Έπει­τα υπάρ­χουν και ελπί­δες. Ο και­ρός φαί­νε­ται θα στρώ­σει, μπο­ρεί να ‘ρθει κανέ­να καΐ­κι. Ανα­στα­τώ­σα­με όλον τον κόσμο, κάτι θα βγει, ύστε­ρα οι Ρώσοι…

- Αν μου τα λες για να μου δώσεις κου­ρά­γιο, άκου! “Εχω αρκε­τό απ’ αυτό. Έχω το κου­ρά­γιο του ανθρώ­που που πιστεύ­ει 100% πως θα πεθά­νει κι είναι απο­φα­σι­σμέ­νος γι’ αυτό. Κι ύστε­ρα μη νομί­ζεις πως ο χάρος είναι τόσο τρο­μα­χτι­κός όπως τον δεί­χνουν τα εκκλη­σια­στι­κά βιβλία δε βαριέ­σαι… προ­χτές λιπο­θύ­μη­σα, όχι από­το­μα, σιγά-σιγά βυθι­ζό­μου­να σε μια νάρ­κη γλυ­κιά, σ’ ένα βαθύ ύπνο. Αλά­φρω­να. Έπαυαν οι πόνοι, ώσπου έχα­σα τις αισθή­σεις. Σαν συνήρ­θα, στε­νο­χω­ρέ­θη­κα, όπως όταν κοι­μά­σαι βαθιά και σε αγου­ρο­ξυ­πνή­σουν. Ο θάνα­τος είναι μια μικρού­λα καμπή. Από δω η ζωή. Έγει­ρες λίγο; αλλά­ζεις υπό­στα­ση. Από ζωντα­νή ύλη γίνε­σαι νεκρή, τίπο­τα το τρο­μα­κτι­κό, τίπο­τα το δύσκο­λο. Αλλα­γή μιας εικό­νας κινηματογράφου.

Στη σκέ­ψη του θανά­του στε­νο­χω­ριό­μα­στε. Ξέρεις για­τί; Δε μπο­ρεί να το χωρέ­σει το μυα­λό μας πως θα πεθά­νου­με εμείς κι ο κόσμος θα μεί­νει ο ίδιος, θα κινιέ­ται η γης, θα λου­λου­διά­ζει, θα στο­λί­ζε­ται, θα καρ­πί­ζει, θα ‘χει ήλιο και θάλασ­σα, αγά­πες, φιλί­ες, έρω­τες, μίση, κακί­ες, έχτρη­τες. Όλα τα πάθη της γης, τις χαρές του κόσμού. Μας είναι πιο υπο­φερ­τή η σκέ­ψη πως μαζί μας θα χαθεί κι όλος ο κόσμος, υπο­φέ­ρου­με για­τί νομί­ζου­με πως θα βλέ­που­με όλες τις ομορ­φιές, θα τις νιώ­θου­με και δε θα μπο­ρού­με να τις χορ­τά­σου­με, να τις χαρού­με. Αυτό είναι ανυ­πό­φο­ρο. Κι όμως αυτό δε γίνε­ται. Άμα τα τινά­ξου­με… τίπο­τα απ’ αυτά. Άλλω­στε αυτό είναι θάνα­τος. Άμα πεθά­νου­με ούτε θα βλέ­που­με, ούτε θα νιώθουμε.

- Άσε αυτές τις σκέψεις.

- Φοβά­σαι μη λυγί­σω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλω­ση για­τί; Να κερ­δί­σω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστε­ρα; πάλι θα πεθά­νω. Κι αν ζήσω χίλια χρό­νια μήπως θα χορ­τά­σω; Θα πω νυσά­φι; όχι! Δεν έχει σημα­σία πόσο θα ζήσει κανέ­νας, μα πώς θα ζήσει. Η ποσό­τη­τα δε βαραί­νει, αλλά η ποιό­τη­τα. Αξία έχει το πώς θα πεθά­νεις. Με το κεφά­λι ψηλά, περή­φα­να ή μίζε­ρα, κακο­μοί­ρι­κα. Ο χάρος τι θα πάρει: πτώ­μα ή αγω­νι­στή; Ακό­μα αξία έχει αν θα πας σαν το σκυ­λί στ’ αμπέ­λι ή ο θάνα­τός σου θα ‘ναι έστω ένα μικρού­τσι­κο αστρά­κι πού θα δεί­χνει στους άλλους το δρό­μο του καθή­κο­ντος, της θυσί­ας, του αγώ­να. ‘Έχω σαρά­ντα χρό­νια και δεν είδα άσπρη μέρα, οι γονιοί μου με φέρα­νε στη ζωή χωρίς κι αυτοί να το θέλουν. Σκέ­βρω­σα και δε χόρ­τα­σα, παντρεύ­τη­κα γι’ απο­κα­τά­στα­ση και λάσπω­σα περισ­σό­τε­ρο, πήρα στο λαι­μό μου γυναί­κα και παι­διά. Έσερ­να τη μίζε­ρη ζωή μου, ώσπου κάπο­τε είπα:

«Αυτά δεν είναι ζωή, αυτός ο δρό­μος βγά­ζει στην κατα­στρο­φή, άλλος δρό­μος χρειά­ζε­ται». Κι από τότε άλλα­ξα στρά­τα, από ανά­γκη, ακούς; από στυ­γνή ανά­γκη. Με τους άλλους, τ’ αδέρ­φια μου ‑σκέ­φτη­κα- ή στη σωτη­ρία ή στο χαμό. Και γύρι­σμα δεν έχει, δε μπο­ρώ. Κέρ­δος δεν έχει. Θα προ­χω­ρή­σω, κι ο θάνα­τός μου θα βοηθήσει…

(Από­σπα­σμα από το βιβλίο του Κώστα Πουρ­να­ρά (ΜΠΟΣΗ): «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941»)

Η πρώτη σελίδα του βιβλίου του Κώστα Μπόση «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων στα 1941», στην έκδοση του 1947

Η πρώ­τη σελί­δα του βιβλί­ου του Κώστα Μπό­ση «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξό­ρι­στων στα 1941», στην έκδο­ση του 1947

Ο Αη Στρά­της χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε για πρώ­τη φορά σαν τόπος εξο­ρί­ας το 1929. Χιλιά­δες κομ­μου­νι­στές και δημο­κρά­τες αγω­νι­στές θα ακο­λου­θή­σουν για πολ­λά χρό­νια, μέχρι το 1962. Από το 1935 μέχρι στις 16 Ιού­λη 1943, το μητρώο της ομά­δας των εξό­ρι­στων κατέ­γρα­ψε 950 περί­που αγω­νι­στές στο νησί του μαρ­τυ­ρί­ου. Στα χρό­νια της Γερ­μα­νι­κής Κατο­χής μια ομά­δα εξό­ρι­στων βρί­σκε­ται στο νησί. Ανά­με­σά τους και ο Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης). Στις 26 Απρί­λη του 1941, δυο μέρες πριν οι Γερ­μα­νοί κατα­λά­βουν το νησί, τα όργα­να του μετα­ξι­κού καθε­στώ­τος, χωρο­φύ­λα­κες και πεζο­ναύ­τες, εμπό­δι­σαν τη φυγή των εξό­ρι­στων. Πυρο­βό­λη­σαν ενα­ντί­ων τους και σκό­τω­σαν τρεις. Στη συνέ­χεια απο­μό­νω­σαν τους εξό­ρι­στους στον «Κεντρι­κό θάλα­μο» (κτί­ριο που λει­τουρ­γού­σε σαν αναρ­ρω­τή­ριο των εκτο­πι­σμέ­νων), αφού τους άρπα­ξαν τις προ­μή­θειες τρο­φί­μων και όσα χρή­μα­τα είχαν. Κάτω από φρι­χτές συν­θή­κες πέθα­ναν από πεί­να 33 εξό­ρι­στοι, μέχρι που στις 17 Ιού­λη του 1943 κατα­φέρ­νουν και δρα­πε­τεύ­ουν με τη βοή­θεια του ΕΛΑΝ οι ενα­πο­μεί­να­ντες 61 (ή 62). Ο Κώστας Μπό­σης απο­τύ­πω­σε τη ζωή των εξό­ρι­στων στον Αη Στρά­τη, τις στε­ρή­σεις, την πεί­να τον θάνα­το αλλά και την απα­ρά­μιλ­λη πίστη τους στα ιδα­νι­κά του σοσια­λι­σμού, στο μνη­μειώ­δες έργο του «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξό­ρι­στων στα 1941». Το βιβλίο πρω­το­εκ­δό­θη­κε το 1947 από την ΚΕ του ΚΚΕ, και ακο­λού­θη­σαν κι άλλες εκδόσεις.

Επι­μέ­λεια: Οικοδόμος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο