Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χριστουγεννιάτικο γράμμα του Antonio Gramsci στη μάνα του

Αγα­πη­μέ­νη μητέ­ρα, βρι­σκό­μα­στε πια στα πέμ­πτα Χρι­στού­γεν­να που τα περ­νάω έγκλει­στος και στον τέταρ­το χρό­νο που βρί­σκο­μαι στη φυλακή.
Αυτή η ανα­γκα­στι­κή εμπει­ρία των Χρι­στου­γέν­νων του 1926 στην Ustica υπήρ­ξε ένας παρά­δει­σος προ­σω­πι­κής ελευ­θε­ρί­ας σε σύγκρι­ση με την αίσθη­ση του φυλα­κι­σμέ­νου, που ακολούθησε.

Χριστουγεννιάτικο γράμμα Antonio Gramsci
Αλλά μην πιστεύ­ε­τε ότι η ηρε­μία μου μειώθηκε.
Μεγά­λω­σα κατά τέσ­σε­ρα χρό­νια, έχω πια πολ­λά άσπρα μαλ­λιά, έχα­σα τα δόντια μου, δεν γελάω τόσο πολύ όσο κάπο­τε, αλλά νομί­ζω ότι έγι­να πιο σοφός και εμπλού­τι­σα την εμπει­ρία μου με ανθρώ­πους, γεγο­νό­τα και καταστάσεις.
Εκτός αυτού, δεν έχω χάσει τη γεύ­ση της ζωής.
Απ’ αυτή την άπο­ψη δεν έχω μεγα­λώ­σει, πιστεύ­εις το αντίθετο;
Γερ­νά­με όταν αρχί­ζου­με να φοβό­μα­στε το θάνα­το και όταν λυπού­μα­στε που βλέ­που­με τους άλλους να τα κατα­φέρ­νουν σε αυτό που δεν μπο­ρού­με πλέ­ον να κάνου­με εμείς.
Με αυτή την έννοια είμαι βέβαιος ότι ούτε εσύ μεγά­λω­σες ‑παρά την ηλι­κία σου.
Είμαι σίγου­ρος πως είσαι απο­φα­σι­σμέ­νη να ζήσεις πολ­λά χρό­νια, ώστε να κατα­φέ­ρου­με να βρε­θού­με πάλι όλοι μαζί να γνω­ρί­σεις όλα τα εγγό­νια σου: όταν κάποιος απο­φα­σί­ζει να ζήσει για όσο θα αισθά­νε­ται τη γεύ­ση της ζωής έχο­ντας κάποιο σκο­πό, ένα στό­χο να πετύ­χει, είναι ικα­νός να αντι­στα­θεί σε όλες τις δυσκο­λί­ες, τα προ­βλή­μα­τα και τις αρρώστιες.

Antonio Gramsci (Δεκέμ­βριος 1930)

Το κελί της φυλα­κής Turi όπου ήταν έγκλει­στος ο Gramsci

ΣΣ |>

  • Η επι­στο­λή αυτή απε­στά­λη από τον Antonio Gramsci τον Δεκέμ­βριο του 1930 στη μητέ­ρα του, ενώ εκτί­ει ποι­νή φυλά­κι­σης 20 ετών, 4 μηνών και 5 ημε­ρών, που του επι­βλή­θη­κε από το Ειδι­κό Φασι­στι­κό Δικαστήριο
  • Ο Γκράμ­σι, συλ­λαμ­βά­νε­ται και φυλα­κί­ζε­ται το 1926 και παρά την κλο­νι­σμέ­νη υγεία του μετα­φέ­ρε­ται συνε­χώς από φυλα­κή σε φυλα­κή, μέχρι τον Αύγου­στο του 1935, που μπαί­νει υπό φρού­ρη­ση σε νοσο­κο­μείο: στις 21 Απρί­λη 1937 τον αφή­νουν ελεύ­θε­ρο να πεθά­νει έξη μέρες αργό­τε­ρα. Ήταν μόνο 48 ετών (σύντο­μη βιο­γρα­φία εδώ)

 

 

  • Ustica (Ούστι­κα): ξερο­νή­σι, βόρεια της Σικε­λί­ας που μετα­τρά­πη­κε από τους ιτα­λούς φασί­στες σε τόπο εξορίας
  • Στη φωτο­γρα­φία τίτλου: γράμ­μα του Antonio Gramsci στη μητέ­ρα του Peppina Marcias στις 10 Μαΐ­ου 1928 από τη φυλα­κή San Vittore στο Milano.

 

«Μισώ τους αδιά­φο­ρους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαί­νει να εντάσ­σε­σαι κάπου. Όποιος ζει πραγ­μα­τι­κά δεν μπο­ρεί να μην είναι πολί­της και ενταγ­μέ­νος. Η αδια­φο­ρία είναι αβου­λία, είναι παρα­σι­τι­σμός, είναι δει­λία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους.
Η αδια­φο­ρία είναι το νεκρό βάρος της ιστο­ρί­ας. Η αδια­φο­ρία δρα δυνα­τά πάνω στην ιστο­ρία. Δρα παθη­τι­κά, αλλά δρα. Είναι η μοι­ρο­λα­τρία. Είναι αυτό που δεν μπο­ρείς να υπο­λο­γί­σεις. Είναι αυτό που δια­τα­ράσ­σει τα προ­γράμ­μα­τα, που ανα­τρέ­πει τα σχέ­δια που έχουν κατα­σκευα­στεί με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο. Είναι η κτη­νώ­δης ύλη που πνί­γει την ευφυΐα.
Αυτό που συμ­βαί­νει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμ­βαί­νει για­τί η μάζα των ανθρώ­πων απαρ­νεί­ται τη βού­λη­σή της, αφή­νει να εκδί­δο­νται νόμοι που μόνο η εξέ­γερ­ση θα μπο­ρέ­σει να καταρ­γή­σει, αφή­νει να ανέ­βουν στην εξου­σία άνθρω­ποι που μόνο μια ανταρ­σία θα μπο­ρέ­σει να ανατρέψει.
Μέσα στη σκό­πι­μη απου­σία και στην αδια­φο­ρία λίγα χέρια, που δεν επι­τη­ρού­νται από κανέ­ναν έλεγ­χο, υφαί­νουν τον ιστό της συλ­λο­γι­κής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, για­τί δεν ανη­συ­χεί. Φαί­νε­ται λοι­πόν σαν η μοί­ρα να συμπα­ρα­σύ­ρει τους πάντες και τα πάντα, φαί­νε­ται σαν η ιστο­ρία να μην είναι τίπο­τε άλλο από ένα τερά­στιο φυσι­κό φαι­νό­με­νο, μια έκρη­ξη ηφαι­στεί­ου, ένας σει­σμός όπου όλοι είναι θύμα­τα, αυτοί που τον θέλη­σαν κι αυτοί που δεν τον θέλη­σαν, αυτοί που γνώ­ρι­ζαν κι αυτοί που δεν γνώ­ρι­ζαν, αυτοί που ήταν δρα­στή­ριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν.

Τζού­λια Schucht, σύζυ­γος του Γκράμ­σι (παντρεύ­τη­κε κατά τη διάρ­κεια της παρα­μο­νής του στη Μόσχα)

Κάποιοι κλα­ψου­ρί­ζουν αξιο­θρή­νη­τα, άλλοι βλα­στη­μά­νε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι ανα­ρω­τιού­νται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέ­ος μου, αν είχα προ­σπα­θή­σει να επι­βάλ­λω τη βού­λη­σή μου, θα συνέ­βαι­νε αυτό που συνέβη;
Μισώ τους αδιά­φο­ρους και γι’ αυτό: για­τί με ενο­χλεί το κλα­ψού­ρι­σμά τους, κλα­ψού­ρι­σμα αιω­νί­ων αθώ­ων. Ζητώ να μου δώσει λογα­ρια­σμό ο καθέ­νας απ’ αυτούς με ποιον τρό­πο έφε­ρε σε πέρας το καθή­κον που του έθε­σε και του θέτει καθη­με­ρι­νά η ζωή, γι’ αυτό που έκα­νε και ειδι­κά γι’ αυτό που δεν έκα­νε. Και νιώ­θω ότι μπο­ρώ να είμαι αδυ­σώ­πη­τος, ότι δεν μπο­ρώ να χαλα­λί­σω τον οίκτο μου, ότι δεν μπο­ρώ να μοι­ρα­στώ μαζί τους τα δάκρυά μου.
Είμαι ενταγ­μέ­νος, ζω, νιώ­θω ότι στις συνει­δή­σεις του χώρου μου ήδη πάλ­λε­ται η δρα­στη­ριό­τη­τα της μελ­λο­ντι­κής πόλης, που ο χώρος μου χτί­ζει. Και μέσα σ’ αυτήν την πόλη η κοι­νω­νι­κή αλυ­σί­δα δεν βαραί­νει τους λίγους, μέσα σ’ αυτήν κάθε συμ­βάν δεν οφεί­λε­ται στην τύχη, στη μοί­ρα, μα είναι ευφυ­ές έργο των πολι­τών. Δεν υπάρ­χει μέσα σ’ αυτήν κανείς που να στέ­κε­ται να κοι­τά­ζει από το παρά­θυ­ρο ενώ οι λίγοι θυσιά­ζο­νται, κόβουν τις φλέ­βες τους. Ζω, είμαι ενταγ­μέ­νος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμ­με­τέ­χουν, μισώ τους αδιάφορους»

Antonio Gramsci  -
11 Φεβρουα­ρί­ου 1917

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο